Άσεμνες Παροιμίες
- Δουλειά δεν είχε ο διάβολος, ζύγιζε τ' αρχίδια του (γαμούσε τα παιδιά του) ....
- Της κοντής (στραβής) ψωλής , της φταίνε οι τρίχες...
- Με πορδές δεν βάφουν αυγά...
- Την εκρατούσαμ' άγαμη, εβρέθη γκαστρωμένη...
- Μάθανε πως γαμιόμαστε, πλακώσανε και οι γύφτοι...
- Μακριά απ΄τη φουστάνα μου κι ας γαμηθεί κι η μάνα μου.
- Αν δεν σε κλάσει μάστορας, δεν γίνεσαι τεχνίτης.
- Άβρακος βρακί δεν είχε, το ΄βαλε και χέστηκε (σε κάθε πόρτα το 'λυνε).
- Βρήκε ο γύφτος λάδι, αλείφει και τα αρχίδια του.
- Σηκωθήκανε τ’ αγγούρια να γαμήσουν το μανάβη.
- Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, στο τέλος κάποιο θα χωθεί στον κώλο του.
- Μανιάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια δόξα θα΄ χει.\
- Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ’ αυτί μας.
- Εδώ βρακί δεν έχουμε, λουλούδια θέλει ο π...ος μας...
- Εδώ γαμούν αρσενικούς και συ γυρεύεις νύφη.
- Πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα τη πουτάνα, κι ο Μήτσος ο κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα.
- Όποιος νύχτα περπατεί, ή κλέφτης είναι ή γαμεί.
- Έπιασε τον παπά (πάπα) απ’ τ’ αρχίδια.
- Αλλιώς γαμούν στο Μάναρι και αλλιώς στ΄ Ανεμοδούρι
- Κώλο μικρό δεν έδειρες, μεγάλο δεν τον (ο)ρίζεις.
- Οσο γάιδαρος γκαρίζει, τόσο ο κώλος του ανοίγει.
- ΄Ο,τι φάμε, ό,τι πιούμε, κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας.
- Σ΄αγαπώ, κυρά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις.
- Συμπεθέρα, συμπεθέρα, ώσπου να σου βάλω χέρα.
- Παρακαλετό φιλί, ξινό γαμήσι.
- Και τα μεταξωτά βρακιά επιδέξιο κώλο θένε. ή Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξιους κώλους.
- Να 'μουν το Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλους τους μήνες κόκορας και γάτος το Γενάρη.
- Όταν θα νιώσει ο κερατάς τη γλύκα του κεράτου, μέλι και γάλα γίνεται με τη νοικοκυρά του.
Άσεμνα Αινίγματα
- Τη σαλιάζω, την κορδώνω και στην τρύπα της τη χώνω( βελόνα και κλωστή )
- Γύρω γύρω χορταράκι και στη μέση πηγαδάκι (το αιδοίο )
- Τεντωμένη τη βάζεις, ζαρωμένη τη βγάζεις (η κάλτσα )
- Απ' τον κώλο την κρατάω και στο στόμα τη φιλάω. (το κύπελλο, η κούπα )
- Το στρογγυλό μου στο σκιστό σου (κουμπί και κουμπότρυπα )
- Απ’ τον κώλο μου τη βγάζω και στον κώλο σου τη βάζω (η καρέκλα )
- Ο γαμπρός το βάζει κι η νύφη φωνάζει (κλειδί και κλειδαριά )
- Τρέμει, τρέμει, στου κοριτσιού την τρύπα μπαίνει (το σκουλαρίκι )
- Σουβλωτό, μπιμπικωτό, σε θηλυκού τρύπα μπαίνει (το σκουλαρίκι )
- Βάζω το χέρι στο βρακί, πιάνω το πράμα το μακρύ και το βάζω σε μια τρύπα που 'χει από πάνω τρίχα (τσιγάρο, χείλια και μουστάκι)
- Εγώ γι' αυτό σ' αγόρασα κι έδωσα τον παρά μου, για να σε βάζω ανάσκελα, να κάνω τη δουλειά μου (η σκάφη )
- Τα γόνατα μ’ στα γόνατα σ’, τα χέρια μ’ στα βυζιά σ’ και το μνί σ’ στου κούτελου μ’.(το άρμεγμα της κατσίκας )
- Απ’ τον κώλο μου τη βγάζω και του φίλου μου τη δίνω. Τι είναι; (η καρέκλα )
- Έχω ένα πραματάκι, μία πιθαμή και κάτι. Σου το δείχνω και τρομάζεις, σου το βάζω και φωνάζεις, σου το βγάζω κι έχει χύσει, κι όμως σ’ έχει ωφελήσει. Τι είναι; (η ένεση )
- Σκύβω, γονατίζω εμπρός σου. Το μακρύ μου στο σκιστό σου. (κλειδί και σεντούκι)
- Νερωμένη την εβάζω, τσιτωμένη την εβγάζω. Τι είναι; (η πίτα)
- Τεντωμένη τη βάζω, ζαρωμένη τη βγάζω. (η κάλτσα)
- Από πίσω το γλείφουμε και από μπροστά το χαϊδεύουμε. (Το γραμματόσημο)
Βωμολοχικές & Αθυρόστομες παροιμίες (ανά κατηγορία)
Περί Αιδοίων
- Του μουνιού σου το γλωσσίδι μου ‘ριξε κλωτσιά στ’ αρχίδι.
- Το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει.
- Το μουνί και το χταπόδι με το χτύπημα απλώνει.
- Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι.
- Από ‘να μουνί κι από ‘να αρχίδι.
- Ψηλό μουνί, καμαρωτό γαμήσι.
- Ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι.
- Το μουνί σέρνει καράβι.
- Μουνί καλλιγραφία.
- Σαν κλαμένο μουνί.
- Ο στρατός και το μουνί θέλουνε υπομονή.
- Μουνιά μουνιάσανε, τον πασά κρεμάσανε.
- Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί χτενίζεται.
- Έλα μουνί στον τόπο σου και ρέστα μη γυρεύεις.
- Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί το ‘χει τραβήξει.
- Το μουνί και το μπουκάλι μ’ έφεραν σ’ αυτό το χάλι.
- Πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα.
- Δόξα να ‘χεις τρυγητή μου που ‘δα τρίχα στο μουνί μου.
- Το μουνί μου φλόγες βγάζει, λες να είναι πετρογκάζι;
- Τ’ αρχίδια του Καράμπελα και το μουνί της Χάιδως.
- Όσα βγάλαμε στα ξένα, στο μουνί και στην ταβέρνα.
- Καλογριά στο μοναστήρι, το μουνί της εργαστήρι.
- Το συχνομπουκουνάτο κάνει το μουνί δροσάτο.
- Ανάθεμά το το μουνί τόσα κακά που σέρνει.
- Από φωνή, μουνί και από μουνί, φωνάρα.
- Θέλει μουνί, και ναν’ και ξουρισμένο.
- Εν το μουνί και γλυτώνει ο κώλος.
- Θες μουνί, το θες και στο πιάτο.
- Τι το κάμαμε; Τσιριγώτικο μουνί;
- Βυζί βωλιάζει, μουνί μαλλιάζει.
- Λέν’ του καλόγερου, θες μουνί;
- Κώλος κουνιστός, μούνος ανοιχτός.
- Είδες χιόνι στο βουνί, βάλε χέρι στο μουνί.
- Τον Απρίλη και το Μάη το μουνί φαρομανάει.
- Γαμήσου μουνί μου, να ιδής των προκοπή σου.
- Όπου μούναρος σου τύχη χώστηνε βαθιά μια πήχη.
- Το μουνί σου κι ένα πράσο, τι μου δίνεις να στο πιάσω;
- Τώρα που ‘ρχεται το βράδυ θα σου κάνω το μουνί πηγάδι.
- Ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα μας, μουνάκι θέλει η ψωλίτσα μας.
- Μωρέ τσούπες, μωρέ τσούπες έχει ο μούνος σας τουλούπες;
- Άλλος το ‘χει και το κατουρεί κι άλλος δεν το ‘χει και το λαχταρεί.
- Ξέφτια δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης.
- Το μερακλίδικο μουνί βουνά ξεθεμελιώνει, στερεύει λίμνες και γιαλούς και ποταμούς θολώνει..
- Μουνιά-μουνιά είχαν ριζικό, μουνιά-μουνιά είχαν μοίρα, και το δικό μου το μουνί το έφαγε η ψείρα.
Πέη
- Αν ήταν το βιολί ψωλή, θα το παίζανε πολλοί.
- Της στραβιάς της ψωλής οι τρίχες της φταίνε.
- Εκεί που βγάζεις το ψωμί σου, μη βάζεις το καυλί σου.
- Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα στην ψωλή.
- Για την ορφανή την ξένη, έχει ο θεός ψωλή κρυμμένη.
- Τις μεγάλες Αποκριές στέκονται οι ψωλές ορθές.
- Είδα και παραείδα, ποντικού ψωλή δεν είδα.
- Έμεινε με τον πούτσο στο χέρι.
- Έμεινε με την ψωλή στο χέρι.
- Άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια.
- Μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι.
- Ο κοντός, για φωνή - για ψωλή.
- Κομμένη ψωλή, μασημένα λόγια.
- Στάζει μέλι η πούτσα του Βαγγέλη.
- Ψωλή καυλωμένη θεόν δεν ονομάζει.
- Πετιέται σαν την ψωλή από το βρακί.
- Κώλος κουνάμενος πούτσος τρεμάμενος.
- Την Καθαροδευτέρα παίρνει το μουνί αέρα.
- Ψωμί, τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε.
- Είχαμε ψωλές σακιά, μας ήρθαν κι απ’ τα χωριά.
- Να ‘χα μοίρα, να ‘χα τύχη, να ‘χα ψώλο μία πήχη.
- Δεν μας φτάνει η χολή μας, καυλώνει και η ψωλή μας.
- Ντέρτι που το ‘χει η Μάρω που ‘ναι το μουνί της μαύρο.
- Γοργά-γοργά ας τον θάψουμε να μη σκωθεί η ψωλή του.
- Και την πούτσα στο μουνί, και την ψυχή στον παράδεισο.
- Το μαχαίρι είν’ για τους εχθρούς κι η ψωλή για τους δικούς.
- Κουρασμένο μουνί γαμιέται, κουρασμένος πούτσος δε γαμεί.
- Η ψωλή δεν είναι βρύση, άφησέ την να γεμίσει να φχαριστηθεί γαμήσι.
- Κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι.
Όρχεις
- Θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια.
- Έπιασε τον παπά απ’ τ’ αρχίδια.
- Πούτσες μπλε κι αρχίδια καπαμά.
- Τσολιάς [ή κεχαγιάς] στ’ αρχίδια μου.
- Θύμωσε ο Αγάς κι έκοψε τ’ αρχίδια του.
- Ο τεμπέλης ο μπακάλης τ’ αρχίδια του ζυγίζει.
- Πείσμωσε ο καλόγερος κι έκοψε τ’ αρχίδια του.
- Βρήκε ο γύφτος λάδι, αλείφει και τα αρχίδια του.
- Όποιος διαβάζει με τ’ αρχίδια γαμάει με τα μάτια.
- Τ’ αρχίδια του Καράμπελα και το μουνί της Χάιδως.
- Γούμενος καθούμενος, τ’ αρχίδια του έλυε κι έδενε.
- Αν είχε η θεια μας αρχίδια, την ελέγαν μπάρμπα.
- Αν είχ’ αρχίδια η βάβω μας, την έλεγαν παππούλη.
- Δουλειά δεν έχει ο διάβολος, τα αρχίδια του θα τρίβει.
- Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά και το γουρούν’ τ’ αρχίδια.
- Το γαμπρό ακόμα δεν τον είδαμε, τ’ αρχίδια του μεγάλα.
- Άλλοι τρων τ’ αυγά με το πιπέρι, κι άλλοι κρατούν τ’ αρχίδια με το χέρι.
Περί συνουσίας
- Θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός.
- Γάτος γαμάει, γάτος σκούζει.
- Το γαμήσανε και ψόφησε.
- Γαμάει και δέρνει.
- Γέρου χάιδεμα και νιου γαμήσι.
- Άλλος γαμεί κι άλλος πλερώνει.
- Μαμ και νάνι, πούτσο και σεργιάνι.
- Κόκκορος ελάλησε, σήκω, γέρο, γάμησε.
- Όποιος βρέσκει και γαμεί, αστοχιά του αν παντρευτεί.
- Είδε η αλεπού τρίχα στο μουνί τς, περπατεί και διαλαλεί.
- Γαμεί η χελώνα το λαγό, όταν ο αετός είναι από πάνω.
- Γαμιέσαι, κόρη μ’, χαίρεσαι, στη γέννα θα τα πούμε.
- Γάμα με να σε γαμώ να περνούμε τον καιρό.
- Το χωριό καιγότανε και η Μαριώ γαμιότανε.
- Άλλος ψυχομαχάει κι άλλος γκαυλομαχάει.
- Άλλοι ψυχομαχάνε και άλλοι ψωλοβαράνε.
- Βάλαμε χέρι στο βυζί, δέξου μουνί μαντάτα.
- Άμα σε βάλει κάτω, όπως θε θα σε γαμήσει.
- Εγώ με τον παρά μου, γαμώ και την κυρά μου.
- Ο χορός και το γαμήσι είναι της γυναικός η φύση.
- Μάθαν πως γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.
- Αλάργα από στραβού ραβδί κι από κουτσού γαμήσι
- Τύφλα να `χει το γαμήσι, σαν πετύχει η μαλακία.
- Όποιος νύχτα περπατεί, ή κλέφτης είναι ή γαμεί.
- Όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει.
- Στην ξαδέρφη και στην θεια μπαίνει πάντα πιο βαθιά.
- Στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάμει κρίση.
Παρά φύσιν
- Το ντέφι κι’ η Αποκριά είναι του πούστη η χαρά.
- Πάρε κώλο-δώσε κώλο, γνώρισες τον κόσμο όλο.
- Εδώ γαμούν αρσενικούς και συ γυρεύεις νύφη.
- Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας.
- Μήτε στο διάβολο κερί, μήτε στον Τούρκο κώλο.
- Άμα σε γαμήσει κανένας, να ‘ναι και μάστορας.
- Με σάλιο και υπομονή, ο κώλος γίνεται μουνί.
- Είδες παπά στον ύπνο σου; Κώλο γυρεύει.
- Περσινός πούστης, φετινός κωλομπαράς.
- Το μουστάκι είναι η κουρτίνα του πούστη.
- Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια.
- Αν σε γαμήσει ο κατής, πού θα πας για να κριθείς;
- Όσα ξέρει ένας κώλος, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.
- Για να γίνεις ηγούμενος, πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος.
- Ο κώλος είναι κόλαση και το μουνί πηγάδι, και όποιος κώλο δε γαμεί, στραβός πάει στου Άδη.
- Πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα τη πουτάνα, κι ο Μήτσος ο κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα.
Πρωκτολογικά
- Τον κώλο βάζει o μάγειρας, σκατά θα μαγειρέψει.
- Του κώλου τα εννιάμερα, του πούτσου τα σαράντα.
- Κι ο ωραιότερος κώλος, πορδές κλάνει.
- Κώλος και βρακί.
- Αν σου βαστάει ο κώλος.
- Ξένος κώλος, ξένος πόνος.
- Κώλος χιονάτος, μούνος αφράτος.
- Κώλος κουνιστός, μούνος ανοιχτός.
- Μαγκιά, κλανιά και κώλος φινιστρίνι.
- Ότι βάνει ο στόμος, βγάνει κι ο κώλος.
- Κώλος κουνάμενος πούτσος τρεμάμενος.
- Αλάτισε τον κώλο σου και ρώτα τι βρωμάει.
- Χέζει ο κώλος του λεφτά, και κατουράει λάδι.
- Κώλους είνι κι φαίνητι κι μη σας κακοφαίνητι.
- Χήρας κώλο γάμησε, πουτάνας μην ζηλέψεις.
- Φάε κώλε μου αλεύρια και μουνί μου βερεσέδια.
- Χήρας κώλος που πονάει, άλλα πράματα ζητάει.
- Κώλος που ‘μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει.
- Κώλος, πο ‘μαθε να κλάνει, πάντα πρου θέλει να κάνει.
- Tα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους.
- Η προσταγή σου φιρμάνι κι ο κώλος σου ντουμάνι.
- Βαστάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος μου.
- Έκαμε τον κώλο του ντουφέκι και βροντάει και δεν στέκει.
- Πήγα να πω τον πόνο μου και μου ‘πιασαν τον κώλο μου.
- Της θείας σου ο πάτος γαρύφαλλα γεμάτος.
- Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
- Ζούπα-ζούπα τον κώλο σου, σκατά θα βγάλει.
- Μικρόν κώλο δεν έδειρες, μέγαν μη φοβερίζεις.
- Από της μυλωνούς τον κώλο ορθογραφία γυρεύεις.
- Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ’ αυτί μας.
- Ο κώλος μας ξεβράκωτος κι η σκούφια μας με φιόρα.
- Άσπρο κώλο που ‘χει η νύφη, να ‘χαμε και μεις οι γύφτοι.
- Κώλο μυρίζεσαι; Σκατά λιγουρεύεσαι.
- Κώλος αφορμιάρης πορδές γεμάτος.
- Κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν.
- Άλλος κώλος φαίνεται κι άλλος μαγειρεύεται.
- Φοβέρισε τον κώλο σου, μην κλάσει στο παζάρι.
- Λωλού κεφάλι δε γερνά μηδέ πουτάνας κώλος.
- Όποιος ‘μπιστεύεται τον κώλον του, χέζει το βρακίν του.
- Η κουρούνα όπου κι αν πάει, τον κώλο της μαζί της τον κουβαλάει.
- Άγιος και κώλος μαρτυρούν, μα ο άγιος αγιάζει κι ο κώλος ζοχαδιάζει.
- Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, στο τέλος κάποιο θα χωθεί στον κώλο του.
Κοπρολαγνικά
- Μπήκαν τα σκατά στο πιάτο κι ήρθανε τα πάνω κάτω.
- Όταν κλάσει ο νοικοκύρης, θε να χέσει ο μουσαφίρης.
- Αμ’ πότε σε ξεβράκωσα και δεν ήσουνα χεσμένος;
- Στον πόρδο μη θαρρεύεσαι και χέσεις το βρακί σου.
- Όποιος σε κλάσει χέσε τον, μη βγει καλύτερός σου.
- Το ‘να του χέρι στα σκατά και τ’ άλλο στο καθίκι.
- Όμορφα σκατά τα βλίτα και τα κάνουνε και πίτα.
- Αν δε σε κλάσει ο μάστορης δε γίνεσαι τεχνίτης.
- Ξερά σκατά, μικρή ζημιά και λίγη βρώμα.
- Ξερά σκατά, στον τοίχο δεν κολλάνε.
- Καράβι που αργεί, σκατά είναι φορτωμένο.
- Χέσε μες στη θάλασσα να μαζευτούν τα ψάρια.
- Ο καθένας το σκατό του, μηλοκύδωνο το έχει.
- Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε Ευζώνοι.
- Ο έρωτας πιάνεται απ΄τα σκατά.
- Κατά τα σκατά και το φτυάρι.
- Χέσε ψηλά κι αγνάντευε.
- Όξω φτεί και μέσα χέζει.
- Σκατά στα μούτρα σου.
- Γλυκά τρως, πικρά κλάνεις.
- Αλλού τρώει κι αλλού χέζει!
- Χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει.
- Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι.
- Μ’ ένα χέσιμο και δυο, δεν περνάς τον καιρό.
- Χέστηκε ο Πολύδωρος που ‘ναι στα πόδια γρήγορος.
- Όμορφέ μου και όμορφή μου, τι σκατά θα φάμε βράδυ;
- Αν κατουρείς στην πόρτα μου, σου χέζω στη γωνιά σου.
- Σα δε ντραπείς να με κλάσης, δε θα ντραπώ να σε χέσω.
- Είπε ο χέστης του κλανιάρη, βάρδα απ’ εδώ ρε ξεκωλιάρη.
- Εγώ καλά καθόμουνα, τι μου ‘ρθε για να χέσω. Να τσακιστεί το πατερό, να γκρεμιστώ να πέσω.
Πόρνες
- Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί, μα η χαρά δεν την αφήνει.
- Όποιος σε πόρνη εμπιστευτεί, στον κώλο του ρεπάνι.
- Πουτάνας κόρη έπαρε, πουτάνας γιο μην πάρεις.
- Η πουτάνα απ’ τη χαρά της, διαλαλεί την πουτανιά της.
- Πουτάνα με τα κλάματα και κλέφτης με τους όρκους.
- Η πουτάνα κάνει τόσα κι έχει και μεγάλη γλώσσα.
- Τύχην έχουν τα δροσάτα, ριζικό τα πουτανάτα.
- Το χωριό καίγονταν και η πουτάνα λούζονταν.
- Η πουτάνα το ξεφτίλισμα για πανηγύρι το ‘χει.
- Να ‘χα πουτάνας ριζικό και ακαμάτρας μοίρα.
- Κράζει η πουτάνα την παρθένα.
- Πουτάνας τύχη δεν χάνεται.
- Της πουτάνας το κάγκελο.
- Το ράσο θέλει καλοπέραση κι η πουτανιά φτιασίδι.
- Κλέφτης τον κλέφτη δεν γελά, πουτάνα την πουτάνα.
- Ο Βορριάς κι η Τραμουντάνα είπαν τη Νοτιά πουτάνα.
- Φυλάξου από νέον πραματευτή και από παλιά πουτάνα.
- Ούτε εκκλησιά χωρίς καμπάνα, ούτε χωριό χωρίς πουτάνα.
- Ο μουρλός άντρας και η πουτάνα γυναίκα δεν γερνάνε ποτέ.
- Την πουτάνα και στο μπουκάλι να την κλείσεις, με τον φελλό θα το κάνει.
- Όμοιος τον όμοιο γύρευε, πουτάνα την πουτάνα, κι ο κερατάς τον κερατά να περπατούν αντάμα.
- Η πουτάνα σα γεράσει, πέντε τέχνες θε να πιάσει: μάγισσα, μαμή, μεσίτρα, φκιασιδού ή χαρτορίχτρα.
- Η πουτάνα όταν γεράσει, πέντε τέχνες θε να πιάσει: κόφτρα, ράφτρα, μάντισσα, μαμμή και ψευδογιάτρισσα.
Διάφορα
- Της γυναίκας ο καημός, λούσα, πούτσα και χορός.
- Γαμεί γαϊδούρα στην ανηφόρα.
- Όλοι γαμούν και λειτουργούν κι εγώ αν σημάνω βλάφτει;
- Σηκωθήκανε τ’ αγγούρια να γαμήσουν το μανάβη.
- Η μάνα του του δίν’ βυζί, και η γυναίκα του μουνί.
- Μωρή πουτάνα θάλασσα που σε γαμάν τα ψάρια.
- Το πολύ το τάκα-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.
- Η μαλακία πάει σύννεφο.
- Το ‘να παιδί καλό παιδί και τ’ άλλο γαμώ τη μάνα του.
- Καλύτερα να είσαι η κάβλα ενός γέρου παρά η σκλάβα ενός νέου.
- Του φτωχού η κοιλία όταν γομούτε, η ψωλίατ’ σκούτε. (ποντιακή)
- Γαμεί κούκο και βγάζει αηδόνι.
Πηγές:
https://www.gnomikologikon.gr/forbiden.html
https://www.sostoslogos.gr/post/%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BF%CE%B9%CE%BC%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B5-%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%BC%CE%BD%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CE%B9%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B5%CF%87%CF%8C%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF
https://ainigmata.weebly.com/piomicronnuetarho940.html