Κώστας Παρορίτης - Ο Κόκκινος Τράγος (απόσπασμα)
Το 1924, ο Κώστας Παρορίτης εξέδωσε το έργο του «Ο Κόκκινος Τράγος», το οποίο εκτυλίσσεται στο φόντο της σύγκρουσης των «Νοεμβριανών». Στο μυθιστόρημα, κεντρικοί χαρακτήρες είναι ο Λείψανος, ένας εργάτης ταλαιπωρημένος απ' τη ζωή, και ο Μαρίνος, τελειόφοιτος που κατατάσσεται εθελοντικά στον Στρατό και υποστηρίζει την αστική πλευρά των βασιλοφρόνων. Οταν ο Λείψανος ρώτησε τον Μαρίνο γιατί πήγε εθελοντής, αυτός απάντησε:
«Μα τι να κάνουμε; Μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώτικα; Η τιμή, βλέπεις, της πατρίδας...».
Υστερα ο Λείψανος ξαναρώτησε:
«Ποια είναι αυτή η πατρίδα;».
Ακολούθησε κατόπιν ο εξής διάλογος:
«- Ωραίο ερώτημα. Τι, δεν ξέρουμε δηλαδή την πατρίδα μας;
- Μπορεί κι αυτό.
- Τι θέλεις να πεις; Μιλάς περίεργα.
- Θέλω να πω πως εσύ είσαι ένας φτωχός άνθρωπος, που περιμένεις να ζήσεις από τη δουλειά σου.
- Σωστό.
- Λοιπόν, άλλη είναι η πατρίδα η δική σου κι άλλη η πατρίδα του πλούσιου. Αυτό είναι το σωστό. Φτάνει μόνο να το σκεφτείς και μοναχός σου. Δεν μπορεί εσύ κι ένας πλούσιος να 'χετε την ίδια πατρίδα».
Ο Μαρίνος προβληματίστηκε απ' τα λόγια του Λείψανου, ο οποίος καταλήγοντας του είπε:
«- Λοιπόν, απόχτησε πρώτα πατρίδα δική σου κι ύστερα βλέπουμε για την τιμή της».
Το μυθιστόρημα του Κώστα Παρορίτη, Ο Κόκκινος Τράγος κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
Αντώνης Τραυλαντώνης - Λεηλασία μιας ζωής (απόσπασμα)
Ήταν Γενάρης του 1917, δύο μήνες σχεδόν ύστερ΄ από κείνα τα τρομερά Νοεμβριανά.
Ο κόσμος όλος άνω - κάτω. Το κράτος μας βρίσκονταν σε διάλυση. Το μισό είχε υποδουλωθεί από τους Αντάντηδες, το άλλο μισό αλληλοτρώγονταν και μέρα με την ημέρα κολοβώνονταν περισσότερο.
Ο Φουρνιέ, ο Γκυγεμέν, ο Ροκφέιγ, ο Έλλιοτ, ο Μποσδάρι, οι Σενεγαλέζοι, κυριαρχούσαν στη ζωή και στην ψυχή όλων.
Λίγο πριν, είχε γίνει το ανάθεμα του Βενιζέλου, και ίσως να βρίσκονταν ακόμα στην κορυφή του σωρού το αιματωμένο κεφάλι του αποκεφαλισμένου ταύρου, που είχαν στήσει εκεί για να συμβολίζει την καρατόμηση.
Ο αποκλεισμός εστένευε, και από το Κερατσίνι στέλνονταν ή περιμένονταν κάθε στιγμή τα τρομερά τελεσίγραφα.
Η πείνα δεν είχε ακόμα πάρει την απελπιστική έκταση και ένταση που πήρε αργότερα, το ψωμί όμως ήταν μαύρο, ανακατωμένο με κριθάρι (το χαρουπόψωμο βγήκε αργότερα), κι ο φωτισμός είχε ελαττωθεί τόσο, ώστε από τις δέκα το βράδυ και η Ομόνοια ακόμα ήταν κατασκότεινη.
Δημοσθένης Βουτυράς, Μέρες τρόμου (εστιάζει στα Νοεμβριανά και στη μάχη της Αθήνας)
«Όλοι τα ίδια είνε. Καταχτητές! … Όσο διοικούν αυτοί, οι μπεμπέδες, θα αιματοκυλιέται ο κόσμος! … Τι Κάιζερ, τι Τσάρος, τι Πρόεδρος! Όλοι το ίδιο είνε μόνο τα ονόματα αλλάζουν! … Κ΄ έπειτα για να τα πούμε και όπως τα θέλεις: Όταν παλεύουν άλογα βαρβάτα τι θέλει το πετειναράκι να μπει στη μέση; (…) δεν το ξέρει κείνος, ο Βενιζέλος σου δα, πως ένα πάτημα από φιλικό πόδι αλόγου, θα το συντρίψει; (…) Είμαι κατά των πολέμων, γιατί, το μικρότερο, μόνο η Ειρήνη φέρνει την ευτυχία: ο πόλεμος, και νικηφόρος να ΄νε, τη φτώχεια και την ατιμία»! …
......
«Μελαγχολία όμως τώρα αισθάνθηκε να τον κυκλώνει.
- Μα γιατί λυπούμαι, είπε, γιατί λυπούμαι; Εμένα η πατρίδα μου και του κάθε καλού ανθρώπου, που αισθάνεται, όχι την ψεύτικη ελευθεριά, που μέσα μας φυλακίζει το κράτος και το έθνος, η πατρίδα είνε η κάθε γωνιά η ελεύθερη που ΄χει ανοιχτόν ορίζοντα! Είνε το μέρος που μένουν πολίτες ελεύθεροι, τίμιοι και καλοί και το κράτος δεν υπάρχει να στραγκαλίσει τη σκέψη και να ρουφήξει ιδρώτα και αίμα»!