Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Λειβαδίτης Τάσος (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Λειβαδίτης Τάσος (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Γιάννης Κοντός, «Ο χάρτης της αγάπης μου»


Έτσι όπως ανοίγει τα πανιά του το καλοκαιράκι
βλέπω τον Μαγιακόφσκι ξυπόλυτο να βαδίζει πάνω 
στην Κασπία Θάλασσα. Έτσι χλωρός ακόμα
είναι στον κήπο μας.
Κατηφόρες που έχει ο χρόνος, βογκητά και λησμονιές. 
Ελλειπτικά που είναι τα φιλιά σου, έχουν τη φορά
του αποχωρισμού. Και τι είναι ο χρόνος;
Ένα σφυράκι είναι που σου χτυπάει τις νύχτες τα μάτια
 και σπάει τα κρύσταλλα του ουρανού και τρέχουν: 
λέξεις, κόμματα, τελείες και παρενθέσεις.
Και εκείνη η σπηλιά –που δεν φαίνεται στον χάρτη– 
μας κρύβει από τον κόσμο και με ψιθύρους και ματιές
φεύγουμε γι' αλλού.


Από τη συλλογή «Ηλεκτρισμένη πόλη», εκδ. Κέδρος, 2008.

Έλενος Χαβάτζας - «Στον Τάσο Λειβαδίτη»


φυσικά, η νύχτα απ' έξω

όπως πάντα

πίεζε τα τζάμια για να μπει


και το κερί στο δωμάτιο

ξενυχτούσε μόνο του


γιατί πάλι έφτανε

η μέρα

που το φως θα βάδιζε στο μαρτύριο.


Από τη συλλογή «Στάχτη με φόντο κάποιον τροπικό», εκδ. Βακχικόν, 2018.

Γιάννης Στίγκας -Ποίημα που στο τέλος μου φάνηκε σαν σπονδή (και γι' αυτό του διέφυγα)


Ποίημα που στο τέλος μου φάνηκε σαν σπονδή

             (και γι' αυτό του διέφυγα)


                                                μνήμη Τάσου Λειβαδίτη


«Κάτι,

κάτι

κάτι χρωστάω στον Λειβαδίτη» σκεφτόμουνα


και τότε

έστριψε το μαχαίρι στον ύπνο μου

«κοίτα» μου λέει «αγόρι μου

άμα το αίμα δεν ήταν κόκκινο

θα κάναμε άλλη δουλειά»


«Ωραία» του λέω «και τώρα ποιος θα σφουγγαρίσει;»


«εγώ σφουγγάρισα όλη την κόλαση» μου λέει

«και λίγος σεβασμός δεν βλάπτει στον πατέρα σου»


«Αχά είναι τρελός

έτσι εξηγούνται όλα

αλλά η τρέλα είναι κληρονομική» σκέφτηκα

κι έντρομος έτρεξα

στο γενεαλογικό μου δέντρο

να ρίξω όλα του τα άγουρα

κι όλα τα χτυπημένα μήλα


«Ωραία» μου λέει

«τώρα βρες το δικό σου και κόψ' το στα δύο

το μισό κλότσησέ το στον άνεμο

τ' άλλο μισό φα 'το»


«Αρνούμαι» του λέω

«εγώ έπεσα απ' αλλού

είναι αδύνατον μία μηλιά


αδύνατον να βγάζει κίτρα»


Διαβάστε περισσότερα: https://poets.gr/el/poihtes/37-varius/517-poihmata-kai-mila.html

(Από τη συλλογή «Ισόπαλο τραύμα», εκδ. Κέδρος, 2009)


Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/tasos-leivaditis-poihsi/9/ ]


Ασημίνα Ξηρογιάννη -Ένα ποίημα για τον Τάσο Λειβαδίτη


Παίρνεις το ταμπούρλο σου
και τραγουδάς στους δρόμους
κι εκείνος σ' ακούει από ψηλά.
Έχεις πάντα κοντά σου μολύβι και κόλλα λευκή, 
αντίδοτα στη φθορά και τη νοσταλγία.
Έχεις πάντα στο μαξιλάρι σου
ένα «μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα»
 για να νανουρίζεσαι τα βράδια
κι ελπίζεις να γράψεις μια μέρα ποίηση αληθινή
 ποίηση επικίνδυνη
που να διαπερνά το σώμα του ανθρώπου
να είναι πυροτέχνημα για το μυαλό του 
και να τον βάζει να ζει το αόρατο
χωρίς τύψη
χωρίς ενοχή.
Απλώς να ζει.

Από τη συλλογή «Εποχή μου είναι η ποίηση», εκδ. Γαβριηλίδης, 2013

Μαρία Κουλούρη, «Προσωπογραφία»

«Εγώ, ένας άρρωστος εκ πεποιθήσεως, ένας ιδιοφυής της
δυστυχίας»
Ζωή καμώνομαι
Σκοτώνω καιρούς
Άλλοι δεν έχουν λεπτό να χάσουν
Πλανόδιος εμποράκος
Ψεύδη πουλώ
Τι πολυτέλεια ο πόνος
Βολικά θρονιάζω στην οδύνη
Για πάντα
Α, όμορφη κοπέλα αυτή η απόγνωσις
Μαζί της θα μείνω


  Μουσείο Άδειο, Μελάνι, 2013


Διαβάστε περισσότερα: https://poets.gr/el/poihtes/kouloyri-maria/270-mouseio-adeio/335-prosopographia

Γ. Χ. Θεοχάρης - Ο Τάσος Λειβαδίτης στον ύπνο μας συνεχίζει να λέει

Στα κατάλοιπά μου σας είχα προϊδεάσει: αφήστε κατά μέρος τις προηγούμενες καταθέσεις μου: θα πω την αλήθεια μόνο όταν θέλω εγώ ή όταν μ’ αφήσουν να κλάψω και ίσως θυμάστε ότι εκείνο το καλοκαίρι ένα πουλί κάθισε πάνω στα κάγκελα του κήπου, κάτι είπε στην κοπέλα της βεράντας, αλλά εκείνη δεν άκουσε. Βούιζε ο κόσμος από τα τζιτζίκια. Και τότε σκέφτηκα πως αυτή τη σκηνή θα τη θυμηθώ κάποτε, ύστερα από χρόνια, και θα κλάψω απαρηγόρητος. Αυτή ήταν η αιτία, αν θέλετε να ξέρετε, που έκλαιγα απόψε ή, καλύτερα, όταν το τρένο πέρασε μέσα από το στήθος μου σφυρίζοντας για τρίτη φορά τυλίχτηκα στους ατμούς της μελαγχολίας σας, αλλά η μουσική που ερχόταν σαν χάδι από το βάθος ήταν η φοβερή μαγγανεία του χρόνου όπως τότε που με πήραν οι μικρές πεθαμένες εξαδέλφες μου και μπήκαμε με νοσταλγία στο όνειρο όπου καρτερικά πρόσμενε η θεία Ελβίρα να θηλάσω από το μαραμένο της στήθος, ώσπου χάσαμε εντέλει το δρόμο και μείναμε για πάντα στο όνειρο.
Και άλλοτε κοιτώντας στον καθρέφτη το χρόνο να μάχεται στο πρόσωπό μου επάνω «τι μάχη στημένη!» σκεπτόμουν «τι σημαδεμένα χαρτιά!», αλλά «μη λυπάσαι» μου έλεγε από τη φωτογραφία η θεοφοβούμενη θεία Γλυκερία «γιατί η ωραία νεότητα είναι το μυστικό κλειδί που μας ανοίγει την πόρτα προς το παρελθόν» -
όπως όταν γυρίζουμε στην αληθινή μας ζωή και συναντάμε τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, τον ρακένδυτο κηδευτή της ζωή μας να προσπαθεί το κορμί του να ξεκουράσει από το βάρος του σώματος που σήκωσε το δειλινό και αμήχανοι ρίχνουμε ένα κέρμα στο ντενεκάκι και φεύγουμε τρέχοντας ή όταν βλέπουμε τον ιεροψάλτη κυρ-Λαυρέντη να προσπαθεί να φορέσει τον ματωμένο χιτώνα της σάρκας και ο Θεός που διαβαίνει του χαρίζει ένα ματσάκι βιολέτες και σ’ εμάς ένα κουτάβι κουτσό για να μην πεθάνουμε ολομόναχοι.
Αλλά πάλι θα πείτε προς τι τόσο πάθος αφού οι αναμνήσεις έρχονται μονάχα για να μας παιδέψουν και όσες φορές επιστρέφουμε δεν μας περιμένει κανένας όπως το μεταμεσονύκτιο τρένο φτάνει στην προκαθορισμένη ώρα και βρίσκει το σταθμό ερειπωμένο και ο μοναδικός επιβάτης κατεβαίνει στην αποβάθρα της αιωνιότητας και ακουμπώντας τον ώμο του στον φανοστάτη του πασάγιου κλαίει με δάκρυα πικρά και πιο πέρα η φτωχή Ραχήλ με τα ανίατα όνειρα κυνηγάει τη νυχτερίδα της νιότης της και μια λασπωμένη βροχή διαλύει όλες τις προσδοκίες και κανείς δεν γνωρίζει πότε θα ‘ρθει η ώρα – και για ποιο πράγμα θα ‘ρθει η ώρα, ούτε καν η μικρή μου Τερέζα που μου γνέφει πίσω απ’ το δέντρο δείχνοντάς μου το λευκό της εσώρουχο ούτε και η Δεσποινίς Ευρυδίκη που προσμένει να με σύρει έξω απ’ τον Άδη.
Ήταν τότε σας λέω που, παιδάκια εμείς, τροφοδοτούσαμε τη μεγάλη φωτιά της αποκριάς με πουρνάρια στο δρόμο, οπότε ο σκοτεινός ξυλοπόδαρος έδωσε μια και τη σκόρπισε, γιατί ακόμη και πίσω από τις γελαστές προσωπίδες μάς συναναστρέφεται ο θάνατος,
και την άλλη στιγμή είδαμε την πεθαμένη στη γέννα Δωροθέα με το φλεγόμενο στήθος, γονατισμένη, καταφιλώντας με δάκρυα το πεθαμένο παιδί της στα μάτια,
ή, την άλλη φορά, εκείνη η γυναίκα άλλων καιρών, που είχε περιβολάκι στην αυλή της, με μαρούλια και πράσα και βυσσινιές και κλήματα, ανεβασμένη στον υδατόπυργο με την παλιά σκουριά στις κολώνες του, πέταξε στον ουρανό ακολουθώντας την παρδαλή της κατσίκα,
και, παρ’ όλ’ αυτά βέβαια, ο χρόνος συνεχίζει να ρέει ακάθεκτα, καταποντίζοντας σε βυθό αφανείας και λήθης τις αυταπάτες μας.
Κι ήταν αλήθεια όταν σας έλεγα πως ο τρελός θαμώνας του παλιού καφενείου επέστρεφε το βράδυ στο φτωχό κοιμητήριο και έσκαβε, νύχτες και νύχτες, το τούνελ που θα συντόμευε την απόσταση από την πρόθεση μέχρι την πράξη και το πρωί η ραχητική καντηλανάφτισσα άφηνε γι’ αυτόν ένα αχνιστό τσαγερό στη ρίζα του δέντρου των πρωτοπλάστων –
αλλά όταν άνοιξα την πόρτα η μητέρα στεκόταν ντυμένη νύφη, «έλα πάμε» μου λέει, «πού να πάμε μητέρα;» της λέω, και τότε κατάλαβε ότι ήμουν ο γιος που θα αποχτούσε και έκλαιγε, έκλαιγε ασταμάτητα επειδή γνώριζε πως θα με καταδίκαζε στην αιώνια περιπλάνηση,
καθόμουν λοιπόν στο σκαλάκι της πόρτας μαζί με το φτωχό μου φίλο Ιγνάτιο και βλέπαμε να έρχεται από το βάθος της αυταπάτης εκείνος που θα εμπόδιζε τις σκιές να σκεπάσουν το βλέμμα μας, αλλά όταν πλησίασε και είπαμε «τώρα είναι η στιγμή», εκείνος προσπέρασε και χάθηκε πέρα από τη ματαιότητα.
Όμως στο τέλος της μέρας περνούσε κάτω στους αγρούς η εαρινή λιτανεία, μικρά παιδάκια κρατώντας εικονίτσες και άλλοι με λάβαρα και εξαπτέρυγα και μεγάλες εικόνες από το τέμπλο της εκκλησίας καθώς και ένα πορτρέτο του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ δίπλα δίπλα με την εικόνα του αγίου Βλασίου και κάποιοι ακόμη με τρακτέρ ακολουθούσαν και πολλοί ανάμεσα στα αγριάκανθα και ο εφημέριος με το άσπρο του ράσο και το άσπρο επίσης πετραχήλι και έψαλαν όλοι τον Κωνσταντίνο τον μικρό τον μικροκωνσταντίνο και είδαμε τότε την εξαφανισμένη Γλυκερία γυμνή ανεβασμένη στην αχλαδιά να στολίζει με ανθάκια λευκά το σγουρό της εφηβαίο –
με λίγα λόγια, μονάχα οι νεκροί μπορούν να θησαυρίζουν από τόσα φορτία λησμονιάς και ο Θεός, μόνο αν δεηθεί η πόρνη μπορεί να εισακούσει κι όλους τους άλλους,
ή, όπως λέμε συνήθως, τα ποιήματα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ενέχυρα με τα οποία δανειζόμαστε ψιχία αιωνιότητας, ενέχυρα που η εκποίησή τους βαθαίνει της αβύσσου το χάσμα.
Και στην άκρη της μάντρας ο Πάνος, φορώντας μια μάσκα θεάτρου, τακτοποιούσε τα χειρόγραφα της βροχής – φύλλα ξερά ως τη θάλασσα, φεγγάρια χλωμά, φτερά παλιών αγγέλων ξεφτισμένα, και ο Ηλίας έψαχνε τον παππού του σ’ ένα υπόγειο ανύπαρκτο και, ετοιμάζοντας τα μνήστρα της αβύσσου, έλεγε «θα χαθώ, λόγος κι εγώ μέσα στα λόγια των χαμένων ή λυπημένο σύννεφο που πνέει ψιθύρους απ’ το πικρό αλφάβητο της ερημιάς» και ο Γιώργος, ω! ο αγαπημένος μου Γιώργος με το τρομπόνι και το μεγάλο του καπέλο, επιστολές ταχυδρομούσε στον Δ. Π. Παπαδίτσα και φρόντιζε να μη σκεπαστεί το ποτάμι που τη φοβερή πατρίδα του αρδεύει,
ή στην εξοχή στεκόταν και έλεγε εκείνη την παλιά προσευχή: «Κάποτε στίχους στα ωραία κυνηγούσα βιβλία όπως ο μικρός τις πεταλούδες στο δημόσιο κήπο, Κύριε, του πόνου γνωρίζοντας έτσι το άλγος»,
που σημαίνει, αν σωστά ερμηνεύω, πως κανένα αίνιγμα δεν λύνεται αν δεν φτάσεις ματωμένος στο τρίστρατο –
ή, ακόμη, εκείνη η βρεγμένη, αβάσταχτα όμορφη, γυναίκα στα μαύρα που περιμένει στην προβλήτα ένα πλοίο ενώ ακούει να σφυρίζει το τρένο που φτάνει γεμάτο πνιγμένους και στο επάνω πάτωμα ο ήχος μιας φυσαρμόνικας μας βεβαιώνει πως τα αθώα παιδιά μπορεί να βρούνε την άκρη του λαβυρίνθου,
ή ότι το βάσανο της ποίησης είναι το τίμημα της αθετημένης υπόσχεσης που δώσαμε στο παιδί που υπήρξαμε κάποτε.
Έβλεπα, λοιπόν, τα τρία αγόρια μου κι άκουγα τον αρχαίο λυγμό κάτω από τη νυχτερινή δροσιά, γιατί όταν σας έλεγα: θα με ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του άλλου αιώνα να νοσταλγώ το Θεό, αυτά τα παιδιά ακριβώς εννοούσα.

(Από τη συλλογή «Από μνήμης», εκδ. Μελάνι, 2010) Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/tasos-leivaditis-poihsi/4/ ]

Τίτος Πατρίκιος - Για τον Τάσο Λειβαδίτη


Μας έδειξες πώς γινότανε η πόλη 

που μέσα της αλλάζαμε κι εμείς 

μας έδειξες πράγματα που τρομάζαμε 

να παραδεχτούμε για οριστικά -

τους δρόμους μετά τη συντριβή της επανάστασης 

τις πυρκαγιές που είχανε σβήσει στον γυρισμό

τη στάχτη, την γκρίζα σιγανή βροχή

τους παρατημένους έρωτες, τ' αδέσποτα σκυλιά

 στις άλλοτε γειτονιές μας, τους πεθαμένους 

που μας επισκέπτονται τακτικά

στα καινούργια σπίτια μας.

Ήθελα να σου τα πω όλα αυτά

όχι πως δεν τα 'ξερες, αλλά το ανέβαλλα.

Με κάτι άλλο ήμαστε διαρκώς

κι οι δυό μας απασχολημένοι.


(Από τη συλλογή «Η ηδονή των παρατάσεων», εκδ. Διάττων, 1992. Περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική έκδοση «Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα Β' 1959-2017», εκδ. Κίχλη, 2018)

Μάνια Μεζίτη - Ζοφεροί καιροί



μια μέρα
θα φορέσει ένα καπέλο από ποίημα του Λειβαδίτη 
θ' ανοίξει την ομπρέλα της 
και μ' ένα μπουκέτο βιολέτες 
θα προσπεράσει μια εποχή
θα την βρείτε να κάθεται
σε τραπέζι μακρόστενο 
με αναμμένα κηροπήγια 
και να λέει με θαμπή φωνή
μα πώς σας διέφυγε μητέρα 
εγώ ποτέ δεν έμαθα να ιππεύω


Πηγή:  Η μαύρη ανάμεσα, εκδ. Κύμα, 2018.

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Κορυφαίες προσωπικότητες συνθέτουν το πορτραίτο του σπουδαίου ποιητή, Τάσου Λειβαδίτη


Στις 30 Οκτωβρίου του 1988, σε ηλικία 67 ετών πεθαίνει ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές, ο Τάσος Λειβαδίτης.

Όπως αναφέρει ο Ντίνος Σιώτης στο «ΒΗΜΑ» της 4ης Σεπτεμβρίου 2005, «Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ένας ποιητής που ζούσε καθημερινά την ποίηση στην κάθε έκφανσή της, ανακαλύπτοντάς την ακόμη και στα πιο πεζά και τετριμμένα πράγματα της καθημερινότητας.

Η αγάπη του για την ποίηση

»Θα έλεγα ότι τόσο πολύ αγαπούσε την ποίηση ώστε την είχε αναγάγει σε τρόπο ζωής. Άλλο τίποτε δεν μαρτυρά η τόση αφοσίωσή του στη μελέτη της και στο ότι την υπηρέτησε και από τις δύο πλευρές – όχι μόνο ως καλός ποιητής αλλά και ως κριτικός: στα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Νέα Εστία και Επιθεώρηση Τέχνης, αλλά και στην εφημερίδα της Αριστεράς Αυγή.


«ΤΑ ΝΕΑ», 31.10.1988, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»


Την επομένη του θανάτου του Λειβαδίτη, γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ»:

«“Έτσι δεν εμπιστεύθηκα σε κανέναν ένα απ’ τα ωραία μου όνειρα: να πεθάνω για την ανθρωπότητα, άλλωστε και η μακροζωία μου είναι ύποπτη: συλλογιέμαι τόσο πολύ τους νεκρούς, πώς να μ’ αφήσουν να πεθάνω;”.

»Ο ποιητής που έγραφε μόλις πέρσι αυτούς τους στίχους στο ποίημα του “Περιπλανήσεις”, δεν υπάρχει πια… (…)

»Από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς, αγωνιστής της Αριστεράς, με εκτοπίσεις και φυλακίσεις στο ενεργητικό του για τις ιδέες του και για τα ποιήματά του, αφήνει με τον θάνατό του ένα κενό και…μια ανολοκλήρωτη ακόμα ποιητική συλλογή με τον προσωρινό τίτλο “Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου»”

Ο κριτικός και φίλος, Κώστας Σταματίου

O στενός του φίλος, κριτικός και συνεργάτης των «ΝΕΩΝ», Κώστας Σταματίου γράφει την ημέρα εκείνη για τον ποιητή:

«Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ένας από τους μεγαλύτερους, αν όχι ο μεγαλύτερος ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

»Στις πρώτες του συλλογές κουβαλάει από τα ξερονήσια που έζησε, τον αέρα και την ελπίδα για μια Ελλάδα απελευθερωμένη στα χέρια του λαού της, δίκαιη, άξια του αγωνιστικού παρόντος της στα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής.

»Πολύ σύντομα όμως διαπιστώνει ότι η γενιά του δεν πρόκειται να δρέψει δάφνες ούτε δικαιοσύνη, ότι είναι η γενιά της ήττας. Μιας ήττας που δεν είναι μονάχα πολιτική και κοινωνική αλλά και ατομική. Όλοι επίστευσαν και όλοι απατήθηκαν. Όλοι αγωνίσθηκαν και όλοι προδόθηκαν.

»Κι αυτή την αίσθηση της ιστορικής αδικίας, της δυσεξήγητης ήττας, τη μεταφέρει στη δεύτερη εποχή της ποίησής του, όπου οχυρώνεται στο άτομο και προσπαθεί να βρει διεξόδους ατομικές πια, στον έρωτα π.χ. όσο κι αν αυτός δεν οδηγεί πουθενά, όσο κι αν στην πολιτική ήττα προστίθεται και η ατομική δυστυχία.

»Σε μια τρίτη εποχή της ποίησής του, εποχή Ντοστογιεφσκικού αυτοβασανισμού, οι στίχοι του είναι κατοικημένοι από τη σκιά του θανάτου και, μόνο στα εντελώς τελευταία έργα του, μια όχι ακριβώς ελπίδα αλλά ένα καταφύγιο αναζητείται σε κάποιον Χριστό που, πληγωμένος ο ίδιος, δεν μπορεί παρά να έχει μια συναντίληψη για τους πονεμένους και τους ηττημένους.

»Αυτήν την πορεία από το γενικό στο ατομικό, από την επανάσταση στην απελπισία, ο Λειβαδίτης την έζησε στο πετσί του και την έκανε μεγάλη ποίηση.

»Για λόγους που δεν είναι της στιγμής, πολιτικούς και άλλους, έμεινε στο περιθώριο της ευρύτερης δημοσιότητας. Πήρε κρατικά βραβεία, που τα άξιζε, αλλά το έργο του δεν προωθήθηκε από κανέναν προς τους δυνάμει παραλήπτες του, τον προδομένο Έλληνα άνθρωπο του λαού.

»Δεν υπέκυψε ποτέ σε επιταγές ή σκοπιμότητες. Υπήρξε ένας αυθεντικός ποιητής που θέλησε να συλλάβει το ασύλληπτο, να εκφράσει το ανέκφραστο, τον επαναστατημένο άνθρωπο που βλέπει την ουτοπία να εκφυλίζεται σε ευτέλειες.

»Προσωπικά, σαν φίλος του επί σαράντα χρόνια, νιώθω σαν να μου πέθανε ένας αγαπημένος αδελφός».

Τον θάνατο του Τάσο Λειβαδίτη σχολίασαν κορυφαίες προσωπικότητες του ελληνικού πολιτισμού.

Μελίνα Μερκούρη

«“Mια δειλή πράξη σου, σε κάνει να πεθαίνεις μέσα στους άλλους”. Αυτή ήταν η πίστη του Τάσου Λειβαδίτη, που φεύγει γενναίος και ζωντανός. Μεγάλος μέσα στους μεγάλους.

»Έχοντας εξασφαλίσει μια ζηλευτή θέση στα γράμματά μας και την παντοτινή παρουσία του στην καρδιά μας. Γιατί, όπως έλεγε “οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων”».

Μίκης Θεοδωράκης

«Ο Τάσος Λειβαδίτης υπήρξε ο κορυφαίος λυρικός ποιητής της γενιάς του. Ο βαθύς του ανθρωπισμός, η πίστη του στα φωτεινά ιδανικά για ένα καλύτερο μέλλον και η ελλαδολατρεία του, συνδυασμένα με μια απέραντη ευαισθησία και πολύχρωμη φαντασία, τον οδήγησαν στο κέντρο της μεγάλης δοκιμασίας που σημάδεψε τη γενιά της Εθνικής μας Αντίστασης και τον ανέδειξε σε έναν από τους κύριους και αυθεντικούς πνευματικούς της εκφραστές.

»Ορφανέψαμε. Όπως και η ελληνική ποίηση και το ελληνικό τραγούδι, που μίλησαν με τη μαγεία και το πάθος μιας ψυχής όμορφης και ευγενικής. Είμαι βέβαιος ότι ο χρόνος θα τοποθετήσει το έργο του ανάμεσα στις δημιουργίες των αθανάτων».

Διδώ Σωτηρίου

«Ήταν άδικο να φύγει τόσο γρήγορα. Είχε πολλά να μας δώσει ακόμα. Ήταν ωραίος άνθρωπος. Θα τον έλεγα άγιο.

»Το ήθος του, η αγωνιστικότητά του, το πώς στάθηκε στα χρόνια της θύελλας…Η μορφή του με κυνηγά. Τα συλλυπητήρια είναι όχι μόνο για τους δικούς του, αλλά και για την Ελλάδα».

Σπύρος Τσακνιάς

«Είμαι συντετριμμένος από την είδηση του θανάτου του Τάσου Λειβαδίτη. Έφυγε από κοντά μας ένα άνθρωπος σεμνός, ολοκληρωμένος αφοσιωμένος στην ποίηση. Χρόνια τώρα ζούσε αποτραβηγμένος. Και όμως, η αίσθηση του κενού που αφήνει είναι τρομακτική.

»Υπηρέτησε με πάθος τα ιδανικά του και όταν τα είδε να συντρίβονται τραγούδησε αυτή τη συντριβή με τους πιο σπαρακτικούς τόνους. Γνήσια στόφα ποιητή από το ξεκίνημά του, γίνεται τα τελευταία χρόνια, καθώς η ποίησή του αποκτά μια όλο και πιο δραματική διάσταση, ένα μείζων ποιητής, καίριος εκφραστής των πεπρωμένων της γενιάς μας.

»Το προτελευταίο του βιβλίο “Βιολέτες για μια εποχή” είναι σταθμός στη σύγχρονη ποίησή μας. Σε μια εποχή απάνθρωπης σκληρότητας η ποίηση του Τάσου ήταν ένας αίνος στην ανθρώπινη τρυφερότητα, στον πονεμένο στοχασμό, στην αιμάσσουσα μνήμη.

»Ο άνθρωπος θα μας λείψει. Η ποίησή του θα μας παρηγορεί πάντα».


Πηγή:https://www.tovima.gr/2024/10/30/istoriko-arxeio/tasos-leivaditis-to-portraito-tou-spoudaiou-poiiti/


Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Μίκης Θεοδωράκης - Για Τάσο Λειβαδίτη


Πήγαμε στις Σέρρες. Πήγαμε μετά στη Δράμα και θυμάμαι την απογευματινή παράσταση σαν και τώρα, που όλοι που μπήκαν μέσα είχαν λάσπες επάνω τους, αφού ήταν αγρότες. Και θυμάμαι –διότι όταν απάγγελλε ο Λειβαδίτης εγώ καθόμουν με τον Μπιθικώτση στην καρέκλα και έβλεπα τον κόσμο– πώς άνοιξαν τα μάτια του κόσμου, όταν είδαν έναν τύπο να σηκώνεται απάνω και να απαγγέλλει. Το χειροκρότημα που έπεσε μετά δεν μπορείς να το φανταστείς… – Για τον Λειβαδίτη μιλάτε; – Ναι. Και αυτός έλεγε «Ειρήνη, ειρήνη…» και επίσης διάφορα υπονοούμενα τα οποία τα είχε γράψει στη Μακρόνησο. Έβγαλε το άχτι του και ως ποιητής, αλλά και ως αριστερός. – Αυτά τα ποιήματα του Λειβαδίτη τα καταλάβαιναν, δηλαδή; – Πώς δεν τα καταλάβαιναν! Αλλά και αν δεν συνέβαινε αυτό, τα συνθήματα αυτά περνούσαν. Γι’ αυτό, στα Τρίκαλα θυμάμαι ότι ήρθε ο διοικητής της χωροφυλακής και μου είπε να βγάλω τον Λειβαδίτη. «Γιατί να τον βγάλω τον Λειβαδίτη; Υπάρχει καμία απαγόρευση;» τον ρωτάω. «Όχι», λέει, «αλλά για λόγους αισθητικής, δεν πάει αυτός…» Του λέω: «Ευχαριστώ πολύ για τις συμβουλές σας…αλλά πρέπει να ξέρετε ότι τα ποιήματα του Λειβαδίτη είναι κατατεθειμένα και στην Εθνική Βιβλιοθήκη, είναι εθνικός ποιητής και δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να…» «Όχι, δεν το λέω από άποψη κύρους», προσπαθεί να τα… μπαλώσει αυτός, «αλλά γιατί χαλάει όλη τη ροή της συναυλίας…» 


[….]

Ξεκίνησα με τη «Μαργαρίτα-Μαργαρώ», τη «Μυρτιά»… Οι κυρίες, προπαντός, τραγουδούσαν μαζί, χειροκροτούσαν, οπότε βγαίνει ο Λειβαδίτης… Με είχαν ειδοποιήσει: «Εμείς δεν θέλουμε τον ποιητή, δεν θέλουμε αυτά τα λόγια, δεν θέλουμε να ακούμε για ειρήνη και άλλα παρόμοια, άλλες προσβολές δεν τις δεχόμεθα, είμαστε εθνικόφρονες και…» Εγώ δεν φοβήθηκα, φυσικά, όμως σκέφτηκα ότι το κύριο για μας είναι να γίνουν με κάθε τρόπο οι συναυλίες και να μη δώσουμε προσχήματα για να τις σταματήσουν. Είπα λοιπόν στον Λειβαδίτη: «Σου προτείνω να αλλάξεις, να μη λες τα ποιήματα αυτά, πες κάτι άλλο, γιατί το προέχον αυτή τη στιγμή για μας είναι να είμαστε εδώ. Ήδη λέμε ποίηση… λέμε τα τραγούδια τα δικά σου. Όλος ο κόσμος ξέρει ότι είμαστε Μακρονησιώτες, φτάνει αυτό». Όμως, όταν βγήκε στη σκηνή, ξαφνικά φωνάζει: «Ειρρρήηηνη, ειρρρήηηνη». Βλέπω λοιπόν να σηκώνονται όλοι οι επίσημοι και να φεύγουν. Στο διάλειμμα τον ρωτάω γιατί το έκανε αυτό. Λέει: «Εγώ με την Αλέκα συνεδριάσαμε και αποφασίσαμε ότι είναι απαράδεκτη υποχώρηση!» Την άλλη μέρα στη Νάουσα ήταν σπασμένος όλος ο κινηματογράφος όπου επρόκειτο να κάνουμε τη συναυλία μας (…)


Πηγή:  Αφήγηση του Μίκη Θεοδωράκη από το βιβλίο, Μαλούχος, Γ. Π. (2004). Άξιος εστί, Αθήνα, Λιβάνης.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2022

Γιάννης Ρίτσος -Στον αδελφό μου Τάσο Λειβαδίτη



Από καιρό τους περίμενες με δέος. Και ήρθαν.
Ήρθαν οι νεκροί σου και σε πήραν
μες στο νυχτερινό ψιλόβροχο. Στάθηκες λίγο
με βρεγμένα μαλλιά, με βρεγμένο σακάκι
κάτω από το φανοστάτη της Πλατείας Μεταξουργείου
ακούγοντας απ’ τις ταβέρνες τις φωνές των μεθυσμένων,
και τα παλιά λαϊκά τραγούδια που’ χες αγαπήσει,
και πιο μακριά τα επαναστατικά συνθήματα των
απεργών οικοδόμων,
ήσυχος επιτέλους, ολότελα κρυμμένος
στη σκιά της μεγάλης εκείνης σημαίας
που’ χε υψώσει αλαλάζοντας ο λαός. Τώρα
αποκοιμήθηκες σ’ ένα βαθύ χαμόγελο, γνωρίζοντας
πως οι νεκροί δεν γερνούν πια, δεν διαψεύδονται
κι ούτε πεθαίνουν.
Όμως την πίκρα τη δική μας ποιος θα τη λογαριάσει
έτσι που μείναμε έρημοι μπροστά στην πιο
κλεισμένη πόρτα;

Αθήνα, 30 Χ – 9 ΧΙ. 89

Από το αφιέρωμα του περιοδικού Η Λέξη στον Τάσο Λειβαδίτη, Νοέμβρης – Δεκέμβρης ’95, ειδικό τεύχος 130. Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/tasos-leivaditis-poihsi/ ]