Πήγαμε στις Σέρρες. Πήγαμε μετά στη Δράμα και θυμάμαι την απογευματινή παράσταση σαν και τώρα, που όλοι που μπήκαν μέσα είχαν λάσπες επάνω τους, αφού ήταν αγρότες. Και θυμάμαι –διότι όταν απάγγελλε ο Λειβαδίτης εγώ καθόμουν με τον Μπιθικώτση στην καρέκλα και έβλεπα τον κόσμο– πώς άνοιξαν τα μάτια του κόσμου, όταν είδαν έναν τύπο να σηκώνεται απάνω και να απαγγέλλει. Το χειροκρότημα που έπεσε μετά δεν μπορείς να το φανταστείς… – Για τον Λειβαδίτη μιλάτε; – Ναι. Και αυτός έλεγε «Ειρήνη, ειρήνη…» και επίσης διάφορα υπονοούμενα τα οποία τα είχε γράψει στη Μακρόνησο. Έβγαλε το άχτι του και ως ποιητής, αλλά και ως αριστερός. – Αυτά τα ποιήματα του Λειβαδίτη τα καταλάβαιναν, δηλαδή; – Πώς δεν τα καταλάβαιναν! Αλλά και αν δεν συνέβαινε αυτό, τα συνθήματα αυτά περνούσαν. Γι’ αυτό, στα Τρίκαλα θυμάμαι ότι ήρθε ο διοικητής της χωροφυλακής και μου είπε να βγάλω τον Λειβαδίτη. «Γιατί να τον βγάλω τον Λειβαδίτη; Υπάρχει καμία απαγόρευση;» τον ρωτάω. «Όχι», λέει, «αλλά για λόγους αισθητικής, δεν πάει αυτός…» Του λέω: «Ευχαριστώ πολύ για τις συμβουλές σας…αλλά πρέπει να ξέρετε ότι τα ποιήματα του Λειβαδίτη είναι κατατεθειμένα και στην Εθνική Βιβλιοθήκη, είναι εθνικός ποιητής και δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να…» «Όχι, δεν το λέω από άποψη κύρους», προσπαθεί να τα… μπαλώσει αυτός, «αλλά γιατί χαλάει όλη τη ροή της συναυλίας…»
[….]
Ξεκίνησα με τη «Μαργαρίτα-Μαργαρώ», τη «Μυρτιά»… Οι κυρίες, προπαντός, τραγουδούσαν μαζί, χειροκροτούσαν, οπότε βγαίνει ο Λειβαδίτης… Με είχαν ειδοποιήσει: «Εμείς δεν θέλουμε τον ποιητή, δεν θέλουμε αυτά τα λόγια, δεν θέλουμε να ακούμε για ειρήνη και άλλα παρόμοια, άλλες προσβολές δεν τις δεχόμεθα, είμαστε εθνικόφρονες και…» Εγώ δεν φοβήθηκα, φυσικά, όμως σκέφτηκα ότι το κύριο για μας είναι να γίνουν με κάθε τρόπο οι συναυλίες και να μη δώσουμε προσχήματα για να τις σταματήσουν. Είπα λοιπόν στον Λειβαδίτη: «Σου προτείνω να αλλάξεις, να μη λες τα ποιήματα αυτά, πες κάτι άλλο, γιατί το προέχον αυτή τη στιγμή για μας είναι να είμαστε εδώ. Ήδη λέμε ποίηση… λέμε τα τραγούδια τα δικά σου. Όλος ο κόσμος ξέρει ότι είμαστε Μακρονησιώτες, φτάνει αυτό». Όμως, όταν βγήκε στη σκηνή, ξαφνικά φωνάζει: «Ειρρρήηηνη, ειρρρήηηνη». Βλέπω λοιπόν να σηκώνονται όλοι οι επίσημοι και να φεύγουν. Στο διάλειμμα τον ρωτάω γιατί το έκανε αυτό. Λέει: «Εγώ με την Αλέκα συνεδριάσαμε και αποφασίσαμε ότι είναι απαράδεκτη υποχώρηση!» Την άλλη μέρα στη Νάουσα ήταν σπασμένος όλος ο κινηματογράφος όπου επρόκειτο να κάνουμε τη συναυλία μας (…)
Πηγή: Αφήγηση του Μίκη Θεοδωράκη από το βιβλίο, Μαλούχος, Γ. Π. (2004). Άξιος εστί, Αθήνα, Λιβάνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου