Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Χριστιά Βαρβάρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Χριστιά Βαρβάρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Βαρβάρα Χριστιά - Οι Μάγοι με το δώρο

Σαν λευτερώνεται απ' τα σπάργανα
φαίνονται οι πληγές στο βρεφικό κορμί,
έχει καιρό που δέρνεται σε θάλασσες και βράχια.
Πάνω στα χείλη του αλάτι ξεραμένο
στα πόδια του ουλές από γκρεμίσματα.
Αιώνες και αιώνες
στα μήκη και στα πλάτη του πλανήτη
σε θάλασσες, σε καταφύγια, σε εμπόλεμες ζώνες.
Κι ίσως το μόνο που του μένει,
το μοναδικό,
είναι στης μάνας του τη μήτρα να επιστέψει.
Να γίνει η γέννα από την αρχή,
δίχως Ηρώδες, δίχως άστρα φωτεινά
δίχως χρυσό, σμύρνα και λιβάνι.
Οι μάγοι, να οδηγούνται
απ' τα σινιάλα του καπνού,
από τους ήχους όπου μαρτυρούν
ολοφυρμούς ανθρώπων
κι όταν θα φθάσουν στων πολέμων τα παιδιά
να γονατίσουν
στα ματωμένα πόδια τους μπροστά
να παραδώσουν, δώρο, την Ειρήνη.

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

Βαρβάρα Χριστιά - Δίχως θέρος


Σκυφτά κι αγόγγυστα
η προλετάρισσα η Παναγιά,
χλωμή εργάτρια
σε χρεωμένες πανσελήνους,
μ΄ ένα λερό μαντήλι στον λαιμό
-σφιχτά δεμένη η περιδέραια θηλιά της-
μες σε λιοπύρια
με τα χέρια της γυμνά
ανάβει τ' άσπρα καντηλέρια
της αγάπης.
Σε στοιχειωμένους ουρανούς επιχειρεί
γδέρνει σκουριές από ναυάγια αστέρια.
Ξεχνά να γείρει για να κοιμηθεί.
Θρηνεί τους Αύγουστους
που φεύγουν δίχως θέρος.

Συλλογή: Δευτερολογία, Εκδ. Πικραμένος 2022

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Βαρβάρα Χριστιά - Παροπλισμένοι σταθμοί


Ξεχασμένοι,
παροπλισμένοι σταθμοί.
Στέκουν πεισματικά στην ίδια θέση.
Χλομοί,
ασάλευτοι,
απονευρωμένοι,
ελπίζοντας σε κάποιοι τρένο.
Κι εσύ κάποτε περαστικός,
τους αγναντεύεις ράθυμα,
τους παγιδεύεις σε μια φωτογραφία.
Ξαφνιάζονται,
χαμογελούν αμήχανα
κι αποτραβιούνται,
θυμώνοντας κατά βάθος
που τους τάραξες τη γαλήνη
της αιώνια προσμονής.
Συλλογή: Ασυμφωνία τύπου ξι, Εκδόσεις Πικραμένος 2019.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Βαρβάρα Χριστιά - Μάνα


Της μάνας μου
το χέρι το αριστερό
μου ’δειχνε δαίμονες
να τους κοιτώ στα μάτια.
Στραγγάλιζε τον φόβο μου
στο χέρι το δεξί,
με μάθαινε πώς να κρατώ
στο βλέμμα μου τον ήλιο.
Της μάνας μου
τα χέρια και τα δυο,
όσο μεγάλωνα, μικραίναν
και με σπρώχναν.
Μου ’ριχναν μίτους
την άκρη τους να βρω.
Χειροκροτούσαν
όταν έκοβα το νήμα.
Της μάνας μου
δε στέρεψε η θηλή
να ξεδιψάω
της αγάπης της το γάλα.
Στα σωθικά της
έχει ακόμα ζωντανό
σχεδόν μισό αιώνα
τον πλακούντα.
Της μάνας μου
ζευγάρωσε η ευχή:
«Αν γίνεις μάνα,
μόνο τότε θα με νιώσεις».
Βαρβάρα Χριστιά
Συλλογή: Ασυμφωνία Τύπου Ξι, Εκδ. ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ 2019

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Βαρβάρα Χριστιά - Ποιήματα για την Ποίηση

 

Ποίηση
Κι έπειτα,
τι, νομίζεις, είναι η ποίηση;
Λόγια είναι που δεν πρόλαβες να πεις.
Γράμματα που ’γραψες και ποτέ δεν έστειλες.
Φόνοι που σχεδίασες,
μα δεν είχες την ψυχή να διαπράξεις.
Επαναστάσεις είναι,
επαναστάσεις που φοβήθηκες να κάνεις.
Συγγνώμες που δεν είπες.
Μυστικά που σου καίν’ τα σωθικά.
Κορμιά που πόθησες,
μα δείλιασες ν’ αγκαλιάσεις.
Πέλαγα είναι,
πέλαγα που ποτέ σου δεν αρμένισες.
Δεκανίκι είναι η ποίηση,
δεκανίκι για το σπασμένο πόδι του ποιητή.
********
Ο απο–ποιητής
Το διάβασε ανάποδα.
Αφαίρεσε φωνήεντα.
Νέρωσε το μελάνι.
Το διπλοπλαστογράφησε.
Το έλιωσε στη φτέρνα του.
Το έριξε βορά
σε σαρκοφάγο κάδο απορριμμάτων.
Συνέθλιψε την πένα του.
Έσπασε τον αντίχειρα του.
Μάταια.
Το ποίημα τον ακολουθούσε/
********
Περί ποίησης

Ο ποιητής ενίοτε ψεύδεται.
Το ποίημα ποτέ.
********
Δυσκολία
Η πρώτη λέξη, πάντα,
Με δυσκόλευε στην ποίηση.
Η πρώτη και η τελευταία.
Όπως ακριβώς και στον έρωτα.
********
Λόγια πάνω σε λόγια
Ουφ, όλο λόγια είσαι ποιητή.
Με τη ζωή σου τίποτε από όσα γράφεις δεν απέδειξες.
Λόγια πάνω σε λόγια.
Ποιήματα τρίπατα.
Ιδέες κι αφυπνίσεις,
ιδανικά, προτροπές, επαναστάσεις.
Και απεργία, μια φορά, δεν έκανες.
Ούτε σε προσφυγόπουλο πρόσφερες μαξιλάρι.
Ένα βράδυ, συνοδός, δεν έμεινες σε ασθενή.
Δεν τσαλακώθηκες μέσα στο πλήθος
δεν φώναξες με στεντόρεια φωνή
για όλα αυτά που μες στα ποιήματά σου
(δήθεν με αγανάκτηση) αραδιάζεις.
Λόγια πάνω σε λόγια.
Αέρας διπλό-κοπανιστός.
Κι η πένα σου, ξύλινος κόπανος.
ΔΕΝ έγινες ποτέ το ποίημα σου, ποιητή.
********
Προδοσία
Εσύ που θαύμαζες τον ποιητή
που μας παρότρυνε
«σαν πρόκες να καρφώνουμε τις λέξεις μας
να μην τις παίρνει ο άνεμος»,
τώρα γιατί πια δε μιλάς;
Τώρα γιατί προδίδεις και τον ποιητή;
Αχ, κάποιοι άνθρωποι
πόσο ρηχά διαβάζουν την ποίηση.
Τι επιρρέπεια που έχουν
στην προδοσία.
Βαρβάρα Χριστιά

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

Βαρβάρα Χριστιά - Τα παιδιά της γης


Έγρουζε ο χειμώνας,
πυκνή η αντάρα
πνιχτοί καπνοί από τζάκια
και μυρωδιά από ξύλο εμποτισμένο.
Γέρναν τα δέντρα.
Θαρρείς βαστούσαν ακόμη κρεμασμένους
από καιρό πολέμου στα κλαδιά τους.

Έπιασε να χιονίζει.
Μα ένα χιόνι αλλιώτικο.
Όπου επάνω του έπεφτε
κόκκινα ανθίζαν τριαντάφυλλα.

Κι αυτός νεκρός από καιρό
-με πράξη ληξιαρχική
δηλώσεις δημάρχων και παπάδων-
σήκωσε τα μισολιωμένα του μανίκια
έπιασε να τσακίζει τα κλαδιά
και ν΄ αρμαθιάζει προσανάμματα και ξύλα.

«Χριστούγεννα είναι» συλλογίστηκε
«και τα παιδιά της γης κρυώνουν».

Πηγή: Βαρβάρα Χριστιά, Δευτερολογία, Πάτρα: Εκδοσεις Πικραμένος 2022.

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2023

Βαρβάρα Χριστιά - Ριζικό

Τούτα τα δίσεχτα χρόνια
τις ρίζες πιότερο θρηνώ.
Έτσι θαμμένες
ανήμπορες
ν' ακολουθήσουν το φευγιό.
Τις ρίζες θρηνώ
ζωντανές-νεκρές.
Αποκεφαλισμένες.
Πεθαίνουν δύο φορές.
Τις ρίζες θρηνώ
και των κλαδιών τους το ριζικό.

Δευτερολογία, εκδ. Πικραμένος 2022

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023

Βαρβάρα Χριστιά - Αγρύπνια


Αγρυπνώ απόψε
γράφοντας το τελευταίο μου ποίημα.
Έκπτωτη πια ποιήτρια
ενός κόσμου ακρωτηριασμένου.
Αγρυπνώ θρηνώντας
εκείνα τα παιδιά
με τα χέρια τα μελιτζανί
και τα γύψινα πόδια,
με τις νήπιες ρυτιδιασμένες σάρκες.
Τ’ άκουσα απόψε να θρηνούν,
με υγρά τα πνευμόνια τους,
τυμπανισμένα τα σωθικά τους
και τις κόρες των ματιών διεσταλμένες.
Άκουσα κι εκείνες τις γυναίκες,
με το νεκρό φεγγάρι
τρυπωμένο μες στα μάτια τους,
με τα σκισμένα φλάμπουρα για ντύμα τους,
με κείνο το ματωμένο «γιατί»
σφηνωμένο στο λαρύγγι τους.
Τις άκουσα να τους τραγουδούν
—θαρρώ, σ’ όλον τον κόσμο ίδιο είναι—
εκείνο το νανούρισμα:
«Κοιμήσου, αγγελούδι μου,
παιδί μου, νάνι–νάνι,
να μεγαλώσεις γρήγορα,
σαν τ’ αψηλό πλατάνι».
Κι έπειτα εκείνες οι γυναίκες χλόμιασαν.
Και το γάλα στα στήθη τους πέτρωσε.
Και των παιδιών το κλάμα έπαψε.
Και τα κορμιά τους
αιωρήθηκαν στο άπειρο,
απαλλαγμένα πια απ’ τη βαρύτητα.
Κι έπειτα
άκουσα εκείνα τα παιδιά να με φωνάζουν ΜΑΝΑ.

Ασυμφωνία Τύπου Ξι, Εκδ. Πικραμένος 2019.

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Βαρβάρα Χριστιά - [άτιτλο]



Καμένη γη μου
ό,τι γέννησες, το γέννησες μ΄ ωδίνες.
Φτωχή μου γη, μ΄ αλάτι, άργιλο και πέτρα.
Γυναίκα π΄ αναδύθηκε από πηγάδι τρίσβαθο
από της γραίας γης τη χόβολη
πισθάγκωνα δεμένη.
Φορτώθηκες του φεγγαριού την άφωτη πλευρά.
Σε μηρυκάζει πάλι η ιστορία.
Τα ίδια σου τα σπλάχνα αναμασά.
Ξενόγλωσσα έγγραφα και πρακτικά
διακόσια χρόνια στα συρτάρια σου
κρυφά επωάζει.
Τις ντάπιες σου ληστές και λήσταρχοι φρουρούν.
Μέτρα, λοιπόν, ανάποδα κλεψύδρα.
Στα γυάλινα δοχεία σου ας στενέψει ο λαιμός
κι ας στραγγαλίσει δια παντός
τους βέβηλους της ιστορίας.
Βαρβάρα Χριστιά
Δευτερολογία, Εκδόσεις Πικραμένος 2022

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2023

Βαρβάρα Χριστιά - Στην ανάβρα των Τεμπών


Έφτασα, μην ανησυχείς.
Δίψασα λίγο και στάθηκα να πιω νερό απ' την Πηγή της Δάφνης.
Ξέπλυνα τα φτερά μου στην ανάβρα των Τεμπών.
Έφτασα μην ανησυχείς.
Εδώ δεν έχει πια φωτιές και λαμαρίνες.
Κλειδούχους, ράγες και δηλώσεις.
Μονάχα αν σε ρωτήσουν
πες τους
πως είμαστε πολλά τα λαβωμένα χελιδόνια
θα γίνουν οι φωλιές μας ξωτικά μες στην κοιλάδα
κι εμείς
-να τους το πεις, ακούς;
θα γίνουμε οι φτερωτές ισόβιές τους ερινύες.
Έφτασα μην ανησυχείς.
Βαρβάρα Χριστιά

Βαρβάρα Χριστιά - Περί ανέμων


Τι θλιβερά που στέκονται
αντικριστά
τα ερωτευμένα δέντρα.
Αγγίζονται οι φτέρνες τους
βαθιά μέσα στο χώμα,
μα στα κορμιά τους
ο πόθος
μένει πάντα ανεκπλήρωτος.
Θροΐζοντας ασθενικά
τα λόγια της αγάπης,
σαν άλλοι δεσμώτες περιμένουν
για ένα άγγιγμα,
για μια αγκαλιά,
πάντα ελπίζοντας στο φύσημα του ανέμου.
Μα πώς να χορτάσεις την αγάπη
περιμένοντας τον άνεμο;
Βαρβάρα Χριστιά, Ασυμφωνία Τύπου Ξι, Εκδόσεις Πικραμένος 2019

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Βαρβάρα Χριστιά - Άουσβιτς


Βρήκα μια μπούκλα
απ’ τα μαλλιά σου, Άννα,
κι εκείνο το λευκό σχοινάκι
που τα έδενες.
Βρήκα και το δεξί σου το παπούτσι.
Μες στο σωρό αμέσως τ’ αναγνώρισα.
Έτρεξε άδειο προς το μέρος μου.
Μα πως μου φάνηκε πως κούτσαινε;
Κι εκείνη τη μικρή σου την παλάμη,
μες σε βουνό οστά πώς την ξεχώρισα;
Η ραβδωτή στολή ξεθώριασε, Άννα.
Μα στέκονταν όρθια εκεί,
με το γερτό σου νάζι
φορτωμένη.
Τον αριθμό σου μόνο δε θυμήθηκα.
Τι να κρατήσει ο νους;
Τι να ξεχάσει;
Μα, Άννα, μη φοβάσαι,
στο υποσχέθηκα.
Κάποτε ο κόσμος θα αλλάξει.
Κάποτε…
Άννα, φοβάμαι!
Βαρβάρα Χριστιά

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Βαρβάρα Χριστιά - Ανάμνηση της 25ης Νοέμβρη 1999


(Στον πατέρα μου)
Η μουσταρδί ζακέτα
άδεια στην ξύλινη καρέκλα,
γύψινα τα μανίκια σε σχήμα αγκαλιάς.
Το περίγραμμα
απ΄ το ευθυτενές κορμί
ισόβιο αποτύπωμα στο στρώμα.
Μισάνοιχτος ο «άσσος φίλτρο»
κι η «συννεφιασμένη Κυριακή»
μισοτραγουδισμένη.
Η εφημερίδα στα κοινωνικά
το βιβλίο ιστορίας
με τσακισμένη τη σελίδα
στη ναυμαχία της Ναυπάκτου.
Κι o Νοέμβρης να επελαύνει
ψυχρός κι αμείλικτος.

Δευτερολογία, Εκδόσεις Πικραμένος 2022

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Βαρβάρα Χριστιά - Το ψωμί

 

Με την κάνη του όπλου του
ξύρισε τη μούχλα
απ’ το πολύτιμο εύρημά του.
Το χάιδεψε τρυφερά.
Έβαλε το χέρι στην καρδιά.
Έκλεισε τα μάτια.
Έβγαλε το κράνος του
τ’ ακούμπησε στη γη μεσίστιο.
Ψέλλισε λόγια αλλόκοτα
σ’ άγνωρη γλώσσα.
Το σήκωσε ψηλά σαν σε τελετουργία.
Το φίλησε σε τρεις μεριές.
Τ’ ακούμπησε στη ματωμένη γη ανάσκελα.
Έγινε το ψωμί του άλικο
σαν βαφτισμένο σε πορφύρα οστράκου.
Στροβίλισε το βλέμμα του.
Διπλώνοντας τα ασθενικά του δάχτυλα
μέτρησε νεκρά κεφάλια.
Έκοψε δέκα ματωμένες φέτες.
Ακούμπησε μια–μια ευλαβικά
στα μισάνοιχτα μαρμαρωμένα στόματα
των αντίπαλων στρατιωτών.
Ύψωσε στον ουρανό τα χέρια
κι έβγαλε κραυγή σπαρακτική:
«Ψωμί αδέρφια μου, ψωμί!»
Κι έμεινε δίπλα τους.
Εκεί,
σε δείπνο αδερφικό
με τους νεκρούς εχθρούς του.
Στον μυστικό τον δείπνο
του ψωμιού που τους χωρίζει
του ψωμιού που τους ενώνει.
Βαρβάρα Χριστιά

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022

Bαρβάρα Χριστιά - Εκούσια ναυάγια


Βουλιάζουν και σε μέρες νηνεμίας τα σκαριά
σε μέρες άπνοιας,
ανέφελες και ξάστερες

με δίχως ναυτικούς,
και με δεμένους κάβους
σ΄ ένα λιμάνι,
για ταξίδι, ενώ, αδημονούν.

Βουλιάζουν και σε μέρες νηνεμίας τα σκαριά
εκούσια ναυαγούν,
αυτοκτονούν,
αργά το βράδυ
συνήθως με πανσέληνο

λιώνουν τις λαμαρίνες τους
λυγίζουν τα κορμιά τους
βυθίζονται στης μάνας θάλασσας την αγκαλιά
και ξεψυχούν.

Στης μάνας θάλασσας την αγκαλιά,
εκεί, που ανήκουν.

Βαρβάρα Χριστιά, Δευτερολογία, Εκδόσεις Πικραμένος 2022.

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

Βαρβάρα Χριστιά - Αχ, ο έρωτας

 Αχ, ο έρωτας!

Πού πάει και φωλιάζει.


Κάτω απ' τα μυωπικά γυαλιά

υπαλλήλου ειρηνοδικείου,

σ' ανήμπορο κορμί πάνω σε αμαξίδιο,

στη σκεβρωμένη ραχοκοκαλιά του γέρου,

στη φλογέρα του βοσκού στον Ψηλορείτη,

στην τροφαντή νοικοκυρά

που φτιάχνει ντολμαδάκια.


Αχ, ο έρωτας!

Όλα τα κυριεύει, τα καταλύει,

τα κατατροπώνει.

Βέρες, στεφάνια, υποσχέσεις.

Στολές, συμβόλαια και ράσα.

Όσο το αίμα της καρδιάς πάλλει το σώμα,

βρίσκει ο έρωτας κρυψώνες και κουρνιάζει.


Αχ, ο έρωτας!

Ανίκητος, θρασύς και αναπόφευκτος.


Ασυμφωνία Τύπου ξι, Πικραμένος 2019.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Βαρβάρα Χριστιά - Κατεδάφιση


Κι έπεφταν τα κάστρα ένα-ένα
τοίχο τον τοίχο,
πέτρα την πέτρα.
Δάκρυζαν οι αρμοί και τα θεμέλια έσκουζαν.
Έπεφταν τα κάστρα ένα-ένα.
Κι ενώ με επιμέλεια, κάποιοι,
στην κατεδάφιση εργάζονταν
(πάντα θα υπάρχουν φίλε μου
πρόθυμοι σκαφτιάδες κι εργολάβοι)
εμείς,
οι μεν, πως άχρηστα των δε τα κάστρα ήταν, διατεινόμασταν
κι οι δε, ότι των μεν, μας έκρυβαν τη θέα.
Από τη μια,
σε ξέσκεπους,
με δανεικά αστέρια ουρανούς εμείς πλαγιάζαμε,
-με τα φεγγάρια πουλημένα για σκουριάς αργύρια-
κι από την άλλη
οι εργολάβοι κι οι αρχιμάστορες
μες σε παλάτια οχυρωμένα ξεφαντώναν.
Μα όσο προσπαθούσαμε,
ποιος φταίει, εμείς να βρούμε,
τα κάστρα, φίλε μου, έπεσαν!
Κι όταν στο τέλος μείναμε ολότελα ανοχύρωτοι
-κι οι μεν κι οι δε-
στον ίδιο εχθρό αιχμάλωτοι βρεθήκαμε.
Στον ίδιο, παλιό εχθρό, αιχμάλωτοι.

Βαρβάρα Χριστιά
Πηγή: Δευτερολογία, Εκδόσεις Πικραμένος, 2022.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Βαρβάρα Χριστιά - Το νερό του έρωτα


Στη λίστα με τις εκκρεμότητες,

το σημείωμά του,

δίπλα από εκκαθαριστικά, λογαριασμούς,

εορτολόγια με φτηνά στιχάκια.

Σε μια κορνίζα αλουμινίου

κάποια εικόνα ανατολής,

έμοιαζε πια ηλιοβασίλεμα.


«Να με περιμένεις»

με γράμματα καλλιγραφίας

—σε αναιμικό χαρτί—

στην πάχνη του καιρού,

παλιού ναύτη χειρόγραφο.


Και τον περίμενε.


Σαν το αερικό.

Άνυδρες Σποράδες τα στήθη της,

τα λευκά της πόδια, αγεωγράφητα ακρωτήρια.

Στον κόρφο της, άρωμα ιδρώτα αρμυρό,

φυλαχτικό του πρώτου απαντήματος.

Σφιγμένοι φθόγγοι πάθους

σε λήθαργο στον ουρανίσκο.


Και τον περίμενε.


Άλλοι, το είπαν έρωτα.

Άλλοι, πάγια εκκρεμότητα.

Εκείνη, άμπωτη και παλίρροια το έλεγε.

Κρατούσε τη θάλασσα απ’ τα χέρια,

να παγιδέψει τη στιγμή που θα άλλαζε η στάθμη.

Τότε, λέει, θα έρχονταν.


Μα πώς να κρατήσεις το νερό του έρωτα;

Αν είναι να σε πνίξει, θα σε πνίξει.


Πηγή: Δευτερολογία, Εκδόσεις Πικραμένος, σ.47.

Βαρβάρα Χριστιά- Του φεγγαριού


Να ‘πιανα, λέει, το φεγγάρι
σε μια απόχη
την ώρα που βουτάει να κοιμηθεί
στη θάλασσα,
να το ‘κρυβα κάτω απ’ το προσκεφάλι σου
κι όπως θα γείρεις να πλαγιάσεις
να φωτιστούν στο φεγγαρόλουτρο
τ’ αποψινά σου όνειρα.
Κι όλα τα πέλαγα ας έμεναν
—τούτη τη νύχτα μόνο—
σκοτεινά,
ν’ αναζητούν το φως στους φάρους, τ’ άγρια κύματα
και εγώ
εκεί,
ακλόνητος κυματοθραύστης σου,
να μη σε βρέξει δάκρυνη σταγόνα από φουρτούνα.
Αχ, να ‘πιανα, μόνο, το φεγγάρι σε μια απόχη!
Δευτερολογία, Εκδόσεις Πικραμένος.

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Βαρβάρα Χριστιά -Προδοσία


Εσύ που θαύμαζες τον ποιητή
που μας παρότρυνε
«σαν πρόκες να καρφώνουμε τις λέξεις μας
να μην τις παίρνει ο άνεμος»,
τώρα γιατί πια δε μιλάς;
Τώρα γιατί προδίδεις και τον ποιητή;
Αχ, κάποιοι άνθρωποι
πόσο ρηχά διαβάζουν την ποίηση.
Τι επιρρέπεια που έχουν
στην προδοσία.

Ασυμφωνία Τύπου Ξι, 2019