φαίνονται οι πληγές στο βρεφικό κορμί,
έχει καιρό που δέρνεται σε θάλασσες και βράχια.
Πάνω στα χείλη του αλάτι ξεραμένο
στα πόδια του ουλές από γκρεμίσματα.
Αχ, ο έρωτας!
Πού πάει και φωλιάζει.
Κάτω απ' τα μυωπικά γυαλιά
υπαλλήλου ειρηνοδικείου,
σ' ανήμπορο κορμί πάνω σε αμαξίδιο,
στη σκεβρωμένη ραχοκοκαλιά του γέρου,
στη φλογέρα του βοσκού στον Ψηλορείτη,
στην τροφαντή νοικοκυρά
που φτιάχνει ντολμαδάκια.
Αχ, ο έρωτας!
Όλα τα κυριεύει, τα καταλύει,
τα κατατροπώνει.
Βέρες, στεφάνια, υποσχέσεις.
Στολές, συμβόλαια και ράσα.
Όσο το αίμα της καρδιάς πάλλει το σώμα,
βρίσκει ο έρωτας κρυψώνες και κουρνιάζει.
Αχ, ο έρωτας!
Ανίκητος, θρασύς και αναπόφευκτος.
Ασυμφωνία Τύπου ξι, Πικραμένος 2019.
Στη λίστα με τις εκκρεμότητες,
το σημείωμά του,
δίπλα από εκκαθαριστικά, λογαριασμούς,
εορτολόγια με φτηνά στιχάκια.
Σε μια κορνίζα αλουμινίου
κάποια εικόνα ανατολής,
έμοιαζε πια ηλιοβασίλεμα.
«Να με περιμένεις»
με γράμματα καλλιγραφίας
—σε αναιμικό χαρτί—
στην πάχνη του καιρού,
παλιού ναύτη χειρόγραφο.
Και τον περίμενε.
Σαν το αερικό.
Άνυδρες Σποράδες τα στήθη της,
τα λευκά της πόδια, αγεωγράφητα ακρωτήρια.
Στον κόρφο της, άρωμα ιδρώτα αρμυρό,
φυλαχτικό του πρώτου απαντήματος.
Σφιγμένοι φθόγγοι πάθους
σε λήθαργο στον ουρανίσκο.
Και τον περίμενε.
Άλλοι, το είπαν έρωτα.
Άλλοι, πάγια εκκρεμότητα.
Εκείνη, άμπωτη και παλίρροια το έλεγε.
Κρατούσε τη θάλασσα απ’ τα χέρια,
να παγιδέψει τη στιγμή που θα άλλαζε η στάθμη.
Τότε, λέει, θα έρχονταν.
Μα πώς να κρατήσεις το νερό του έρωτα;
Αν είναι να σε πνίξει, θα σε πνίξει.
Πηγή: Δευτερολογία, Εκδόσεις Πικραμένος, σ.47.