Αφήγηση δικ.αντιπροσώπου στις εκλογές του 1958 σ ένα φτωχό χωριό της Ρούμελης!
«Οι εγγεγραμμένοι εκλογείς ήσαν 601. Στο εκλογικό τμήμα του χωριού παρίσταντο, σύμφωνα με το νόμο, εκτός από το δικαστικό αντιπρόσωπο και αντιπρόσωποι των κομμάτων.
Είμαστε εκεί από την ανατολή του ηλίου, αλλά ως το μεσημέρι δεν είχε προσέλθει ούτε ένας για να ψηφίσει.
Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει.
Οι άντρες του χωριού περιδιάβαζαν στην πλατεία και κατά ομάδες συζητούσαν, κοιτάζοντας πότε - πότε προς το δημόσιο δρόμο..
Ρώτησα τον παπά και τον πρόεδρο της κοινότητας τι συμβαίνει και δεν έρχεται κανένας να ψηφίσει..
Μ' ένα αινιγματικό χαμόγελο με βεβαίωσαν ότι όλοι θα ψηφίσουν, αλλά αργότερα.. Κατά τις δώδεκα το μεσημέρι ακούσθηκε ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου, που έφερε τον υποψήφιο της ΕΡΕ, έναν μεγαλόσχημο βιομήχανο.
Χαιρέτησε και εγκαταστάθηκε σ' ένα τραπέζι του καφενείου με τους γραμματείς του και το σοφέρ. Έπειτα είπε στον καφετζή να προσφέρει σ' όλους καφέ και κονιάκ.
Το πλήθος άρχισε να συρρέει και να παίρνει τα κεράσματα με ευχές προς τον υποψήφιο.
Η διαδικασία του κεράσματος κράτησε κάπου δυο ώρες. Σε λίγο κατέφθασε ο μπακάλης του χωριού κρατώντας ένα βρώμικο βιβλίο. Ο υποψήφιος το πήρε, το άνοιξε, έβαλε τα γυαλιά του και διάβασε μεγαλόφωνα το πρώτο όνομα:
-Ι.Σ.186 δραχμές.
Αυτός που άκουσε το όνομα του παραμέρισε το πλήθος και πλησίασε: «Συμφωνείς, Γιάννη,τον ρώτησε, ότι το χρέος σου στο μπακάλη είναι 186 δραχμές;» «Ναι», απάντησε.
«Ε, λοιπόν,από τούτη τη στιγμή δε χρωστάς τίποτα» Και τράβηξε μια κόκκινη μολυβιά που έσβησε το χρέος.
Εκφωνήθηκαν όλα τα ονόματα. Και διαγράφτηκαν όλα τα χρέη! Δίπλα στον υποψήφιο καθότανε -τιμής ένεκεν - ο αστυνόμος, ο πρόεδρος της κοινότητας και ο παπάς, εκφράζοντας κάθε τόσο με επιφωνήματα το θαυμασμό τους για την ανιδιοτελή γενναιοδωρία του εκλεκτού συμπολίτη και για την αυταπάρνηση του, να πολιτευθεί και να προσφέρει τον εαυτό του στην εξυπηρέτηση του έθνους: «Τέτοιους ανθρώπους χρειάζεται η Βουλή», φώναζε επιδοκιμαστικά κάθε τόσο η κλάκα των επισήμων..»
Κατά τις 4 το απόγευμα η πρωτότυπη αυτή διαδικασία εξοφλήσεως των χρεών είχε περατωθεί. Ο ένας από τους δύο γραμματείς έκανε την άθροιση και ανήγγειλε: Εκατόν δώδεκα χιλιάδες εκατόν σαράντα δύο δραχμές και εξήκοντα λεπτά.
Το χωριό κρατούσε την αναπνοή του.
Με μεγαλοπρεπή χειρονομία ο υποψήφιος άνοιξε το δερμάτινο χαρτοφύλακά του και έγραψε μια επιταγή στο όνομα του μπακάλη: «Είσαστε εντάξει τώρα;» ρώτησε στρεφόμενος στο πλήθος.
«Ναι, απάντησε ένας, αλλά για να κοιμόμαστε ήσυχοι θέλουμε να καεί το βιβλίο με τα βερεσέδια..»
Ο ευεργέτης σηκώθηκε, πήρε το βιβλίο και ξεσκίζοντας το φύλλο - φύλλο το έριξε στο αναμμένο τζάκι του καφενείου. Όταν το βιβλίο έγινε στάχτη ο υποψήφιος θεώρησε ότι η αποστολή του είχε λήξει.
Χαιρέτησε και πάλι, μπήκε στο αυτοκίνητο με την ακολουθία του και εγκατέλειψε ολοταχώς το χωριό. Θα το ξανάβλεπε σε μερικά χρόνια στις επόμενες εκλογές..»
Ο κόσμος ξεκίνησε για να ψηφίσει. Μια ατέλειωτη ουρά σχηματίστηκε έξω από το εκλογικό τμήμα..»
«Και τώρα θέλετε να μάθετε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας;
Εγγεγραμμένοι 601. ψήφισαν 601. Έγκυρα ψηφοδέλτια 601. ΕΡΕ 601»