Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Goll Yvan. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Goll Yvan. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Yvan Goll - Παράθυρο μέσα στη νύχτα


Τελευταίο βλέμμα
που ξεπροβάλλεις πάνω άπ' την πόλη
τόσο απόμακρο τόσο κοντινό
είσαι το πιο μεγάλο αστέρι
ή το δωμάτιο το πιο μικρό
πού μένει άγρυπνο για να φυλάει τη γη;

Είσαι ένας πύρινος κόσμος
με ποτάμια αγριεμένα
με βουνά που καίγονται
από τα πανάρχαια χρόνια;

Είσαι ή στενόχωρη σοφίτα
πού το μοναδικό λαμπιόνι της φωτίζει
το κεφάλι με το ωχρό πρόσωπο
που σκύβει πανικόβλητο επάνω στη λευκή σελίδα;

Άστρο κοσμικό
καταφύγιο ανθρώπινο
ο διαβάτης περνώντας σάς χαιρετάει

Ιβάν Γκόλ, Ποιήματα (1920-1950), Μετάφραση Ε. Χ. Γονατάς, Στιγμή, 2003.

Απ' το προφίλ της Κατερίνας Μαρδακιούπη

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Yvan Goll - Ο καλλιεργητής


Εφύτεψα κομήτες
και των άστρων έσπειρα τον σπόρο
στους παρθένους αγρούς
Με αερόλιθους έχτισα το σπίτι μου
και είδα απ' τον φεγγίτη μου
τον κόσμο να γυρνάει γύρω μου
Ήπια το τονωτικό κρασί της μεσημβρίας
και στης σημύδας τα κλαδιά έψησα
τους υπέροχους κορυδαλλούς της
καρυκευμένους με καρδούλες μπουμπουκιών
Τα λιβάδια ξερνάνε την ψυχή
οι λιποθυμισμένες παπαρούνες σκορπάνε το αίμα τους
φυλλορροεί το ρόδο των ανέμων
και οι κόκκινες πέστροφες αυτοκτονούν όντας αιχμάλωτες
Από παλιά περίμενα την πιο μεγάλη μέρα
όπου των αστεριών ο θερισμός
θα μ' έφερνε θεός να γίνω
Ήδη όμως σκληραίνουν τα χέρια μου
αδειάζουν τα μάτια μου
σαπίζουν τα δόντια μου
και η γη τη σκόνη της αλέθοντας γυρίζει πάντα
.
Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής

Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

Yvan Goll - Τραγούδια της Μανυάνα ενός κοριτσιού της Μαλαισίας



Είμαι το σκοτεινό αυλάκι
Πού η βάρκα σου χαράζει στο νερό


Είμαι η υποταχτική σκιά
Πού η φοινικιά σου ρίχνει στη ρίζα της


Είμαι η μικρή κραυγή
Της πέρδικας
Πού τη βρήκαν τα βόλια σου
----
Ακούγονται οι τρυφερές κληματσίδες πού φυτρώνουν
Ακούγεται η γλυκιά ανάσα των φοινικιών
Η γαλάζια βανίλια είναι άγρυπνη
Τα λουλούδια της κανέλας αναδεύουν το άρωμά τους
Κι ο ουρανός βάνει το γιγαντένιο του αυτί
Στη γη
Ν’ ακούσει αν έρχεσαι
----
Δε σ’ αποκάλυψε
Η καταιγίδα

Η φωνή σου
Δεν ανάβρυσε απ’ το δέντρο

Κάτω στο δρόμο
Κανείς δε σε είδε

Ώ δίχως να το ξέρω
Ήσουν μέσα μου πάντα;
----
Όταν ζυγώνεις η νύχτα όλη ανατριχιάζει
Οι τοίχοι σαλεύουν
Το γιασεμί μυρίζει πιο δυνατά
Η θάλασσα ανασαίνει πιο γλήγορα
Κι ο ανάστατος άνεμος
Σιάζει τα μαλλιά μου
Όπως σ’ αρέσουν
----
Από τότε πού γεννήθηκα
Είμαι στολισμένη για τον ερχομό σου

Δέκα χιλιάδες μέρες πέρασαν
Κι όλο πηγαίνω να σε συναντήσω

Οι χώρες στένεψαν
Τα βουνά χαμηλώνουν
Τα ποτάμια λίγνεψαν

Το κορμί μου μεγάλωσε με ξεπέρασε
Απλώνεται απ’ την αυγή ως το λυκόφως
Σκεπάζει όλη τη γη
Όποιο δρόμο κι αν πάρεις
Θα περπατήσεις επάνω μου
----
Δεν ήθελα να είμαι
Παρά ο κέδρος μπροστά στο σπίτι σου
Ένα κλαδί του κέδρου
Ένα φύλλο του κλαδιού
Μια σκιά του φύλλου
Η δροσιά της σκιάς
Πού χαϊδεύει τον κρόταφό σου
Για ένα δευτερόλεπτο
----
Το κόκκινο πιπέρι μπήγει κραυγές
Δεν κρατάει πιά κρυφά τη λαχτάρα σου

Ο θάμνος της βανίλιας
Είναι ένα σύννεφο ηδονής

Μια θύελλα από κανέλα πλημμυρίζει τον κόσμο

Το δέντρο της βροχής
Μου ‘σταξε το πρώτο μου δάκρυ
----
Στητός κάτω απ’ τις εκατό λεμονιές σου
Ξέρεις να περιμένεις
Τους καρπούς να γίνουν χρυσάφι

Ορθός ανάμεσα στα χίλια βόδια σου
Τά προστάζεις
Να βόσκουν τα πιο τρυφερά λουλούδια

Ξέρεις να βασιλεύεις
Παίρνοντας το νόμο απ’ τους πατέρες
Δίνοντας το νόμο στους γιούς

Ώ κύριε της ζωής
Φιλώ το δεξί και τ’ αριστερό σου χέρι
----
Αφότου με γνωρίζεις
Γνωρίζω πιά τον εαυτό μου

Το σώμα μου το ‘νιωθα πιο ξένο
Κι από μια ήπειρο μακρινή

Δεν εξεχώριζα
Ανατολή και Δύση

Ο ώμος μου απόκρεμνος
Ξεφύτρωσε σα βράχος

Ξάφνου το χέρι σου σοφό
Μού δίδαξε ποιά είμαι

Το πόδι μου βρήκε το βήμα του
Η καρδιά μου το χτύπο της

Τώρα αγαπώ τον εαυτό μου
Όπως κι εσύ μ’ αγαπάς
----
Είμαι το λαγήνι πού ένας άξιος τεχνίτης
Το ‘πλασε ελαφρό και καλόδεχτο

Και σε περιμένω, ώ ουσία μου!
Ρίξε μου, εραστή μου
Το κρασί της δύναμής σου
Το λάδι της καλωσύνης σου
Το δροσερό νερό της πίστης σου!

Δε με νοιάζει μα σε ικετεύω άκουσέ με
Και δώσ’ μου τ’ όνομά μου!
----
Περνώντας απ’ το δρόμο των αρχόντων
Δε βλέπεις το φτωχό σαφράνι

Το πανωφόρι σου όμως κρυφά το χαϊδεύει
Και προφταίνει να πάρει
Λίγη χρυσή σκόνη
Της αγάπης του
----
Είμαι η γή
Πού οργώνεις
Να σπείρεις το ρύζι και τη χαρά

Κάτω απ’ τ’ αναγάλλιασμα των ποδιών σου
Τα λιβάδια μου χορεύουν

Ο ήλιος κυλάει απ’ το κεφάλι σου
Μά όταν απλώνεις τη σκιά
Παγώνω σά μια πεθαμένη

Μια μέρα σκάφτοντάς με
Θα βρεις τον τάφο σου
----
Ψιθύρισε ποια είμαι
Ζάλισέ με με την ίδια μου την ομορφιά
Πλάνεψέ με με το κρυφό μου το άρωμα
Η γυναίκα τη μέθη
Την πίνει στο σιντεφένιο αυτί
Βρίσκει τον εαυτό της
Μόνο βαθιά στους καθρέφτες της
----
Όταν το ηφαίστειο με τα γυριστά χείλια
Φτύνει το αίμα
Αναταράζει τη γη
Καίει τα δάση
Συντρίβει τα πουλιά
Και τρώει τον ήλιο
Δε φοβάμαι

Φοβάμαι
Τα σφιγμένα χείλη σου
Όταν σωπαίνουν
----
Είμαι το ρυάκι σου
Πού μέθυσε με δυόσμο

Σκύψε πάνω μου
Για να σού μοιάσω

Κολύμπησε μέσα μου
Να νιώσεις πώς τρέμω

Φάε τα ψάρια μου
Να μ’ αφανίσεις

Πιές με
Να με στερέψεις

Αγάπησέ με
Θα σε συντρέξω να πνιγείς
----
Δρέψε, ώ εσύ πού τά φρόντισες
Τα δυό πορτοκάλια του κόρφου μου
Τά ‘θελες γλιστερά
Ν’ αρέσουν στις φούχτες σου
Και δροσερά για τη νυχτερινή δίψα
Άνοιξέ τα
Σπάραξέ τα
Το χρυσό τους αίμα
Άς σε ποτίσει κι ας σε θρέψει
----
Κύριε, σε νιώθω να ζυγώνεις
Οι πλεξούδες σου προφητεύουν τη θύελλα
Τα μάτια σου γέμισαν αστραπές
Το τσεκούρι σου λάμπει
Και θα πελεκήσει τον ήλιο
Το χέρι σου πού κιόλας υψώθηκε
Το βελούδινο και μπρούντζινο χέρι σου
Με ξεριζώνει απ’ τη γη
Και με ρίχνει μ’ ορμή
Στους αγγέλους
----
Στο φιλί σου πιο βαθύ κι απ’ το θάνατο
Νιώθω τη λύσσα σου να ξαναμπείς στη γη
Να γυρίσεις πίσω στο χάος σου
Λυώνεις
Χάνεσαι
Σύννεφο πέφτεις
Ποτάμι τρέχεις στη θάλασσά σου

Κι η σάρκα μου σε δέχεται σαν ένα μνήμα
----
Φύτεψες μπρός στην πόρτα μου
Μια τρυφερή λεμονιά

Έχει μονάχα δυό κλαδιά
Μ’ ένα χρυσό καρπό στο ένα
Μ’ ένα ασημένιο ανθό στο άλλο

Με θές
Παρθένα ή μητέρα;
----
Αυτή τη νύχτα ένα όρνιο
Μπήκε στην κάμαρά μου

Πλατάγιζαν βαριά
Οι χάλκινες φτερούγες του

Ένιωσα στο κορμί του
Τη ζοφερή του σκιά

Κι όλο το στερέωμα
Έλυωσε πάνω μου

Μόλις άρχισε να πίνει
Το κοιμισμένο αίμα μου

Όταν ξύπνησα ένα μαύρο φτερό
Έμεινε πάνω στην καρδιά μου
----
Ο φίλος μου δουλεύει
Στη φυτεία του καουτσούκ

Χαϊδεύει ολημερίς τα λαστιχόδεντρα
Τυλίγεται στην πράσινη σκιά τους
Κι αγγίζει τα γυμνά τους κορμιά
Μα ξάφνου μπήγει το μαχαίρι του
Κι αναβλύζει το αίμα απ’ τους προδομένους κορμούς
Μετά γίνονται πάλι τρυφερά τα χέρια του
Και δένουν μ’ αγάπη
Την πληγή που κλαίει

Όλη τη νύχτα πλάϊ μου
Ξαναρχίζει τα ίδια
----
Σκεπάστηκα μ’ εφτά πέπλα
Για να με ξεσκεπάσεις
Εφτά φορές

Μυρώθηκα μ’ εφτά μύρα
Να με μυρίσεις
Εφτά φορές

Σου είπα εφτά ψέματα
Να μ’ αφανίσεις
Εφτά φορές
----
Έλεγα ότι είσαι ο ήλιος που κάνει ν’ ανθίσουν τα
ροδόδεντρα
Έλεγα πώς είσαι το πέτρινο άγαλμα που προστάζει
την πορεία των ημερών
Έλεγα ότι είσαι ο αστραφτερός βασιλιάς που θνητός
δεν τολμά να ζυγώσει
Μά όταν με το συντεφένιο μου δάχτυλο
Άγγιξα τον περήφανο ώμο σου
Έγινες ένα μικρό πολύ μικρό αγόρι
Πού κρύβει το φόβο του στη μελαψή μου μασχάλη
----
Σκαρφάλωσα στη μουσμουλιά
Για να σε δω που πηγαίνεις
Στο γαλάζιο βουνό

Σε είδα να φεύγεις μέσ’ από τα ροδόδεντρα
Νεφέλες οι άσπροι παπαγάλοι
Ανέβαιναν σα σκόνη
Γύρω απ’ τα βήματά σου

Κι όταν πέρασες το τελευταίο μονοπάτι
Είδα σ’ ένα σύννεφο μέσα
Τη σκιά σου στραμμένη σε μένα
----
Θεοί! Ξεριζώστε τα μάτια απ’ τη μορφή μου
Πού ανοίγουν διάπλατα δίχως να τον βλέπουν
Κόψτε τα χέρια μου που μείναν άδεια
Κομματιάστε τ’ άχρηστα μπράτσα μου
Σταματήστε τ’ ανήσυχα πόδια μου
Και τις γοργόφτερες κνήμες μου
Στον άσκοπο πια δρόμο τους

Θεοί ! Κάντε με να πεθάνω
Για να με φέρει στο νου του ακόμη μια φορά
----
Με πήρε ο ύπνος πάνω σ’ ένα σύννεφο
Άσπρου γιασεμιού

Το γέρικο βουνό έβαλε
Το ρυάκι του να με λικνίσει

Το φεγγάρι χόρεψε για χάρη μου
Στην κορφή των πεύκων

Ένα πουλί κέντησε με το ράμφος του
Το στερνό στεναγμό της καρδιάς μου
----
Όταν όλα μου τα πάρεις
Το δέρμα από τη σάρκα μου
Τη σάρκα απ’ τις πλευρές μου
Τον ουρανό απ’ τα μάτια μου
Τα μάτια απ’ το κεφάλι μου
Όταν δε θα ‘μια παρά μια πνοή
Για να προφέρω τ’ όνομά σου
Μπορεί τότε να νιώσω
Πως είμαι όλη δική σου
----
Κατοικώ στο σώμα μιάς νεκρής
Όλη η χαρά μου πέταξε
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα δεν παγιδεύουν πιά το φως
Τα γόνατά μου θρύβονται σαν άμμος
Όλα μ’ αφήνουν
Τ’ αγρίμια μόνο τριγυρνάνε πάντα
Κι οσμίζονται το λείψανο της καρδιάς μου
----
Ξεφυτέψτε όλα τα λουλούδια
Ποδοπατήστε τις φτέρες
Κόψτε τις εκατόχρονες φοινικιές
Ξεριζώστε τις δάφνες της δόξας
Και φυτέψτε
Μπρός στην άδεια καλύβα μου
Το μαύρο κυπαρίσσι
Το δάχτυλο
Του θανάτου

Μαλαισιακά Τραγούδια

Μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς

Πηγή: http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2018/03/ivan-goll-chansons-malaises.html

Τρίτη 4 Απριλίου 2023

Yvan Goll - Ποιήματα

 13


Περνώντας απ' το δρόμο των αρχόντων
δεν προσέχεις το φτωχό σαφράνι

Όμως το πανωφόρι σου το χαϊδεύει κρυφά
και προφταίνει να πάρει
λίγη απ' τη χρυσή σκόνη
της αγάπης του


16

Όταν το ηφαίστειο με τ' ανασηκωτά χείλια
φτύνει αίμα
αναταράζει τη γη
καίει τα δάση
σκοτώνει τα πουλιά
και τρώει τον ήλιο
δε φοβάμαι

Φοβάμαι
όταν τα σφιγμένα χείλη σου
σωπαίνουν


17


Είμαι το ρυάκι σου
που μέθυσε με δυόσμο

Σκύψε πάνω μου
για να σου μοιάσω

Κολύμπησε μέσα μου
να νιώσεις πώς τρέμω

Φάε τα ψάρια μου
να μ' αφανίσεις

Πιες με
να με στερέψεις

Αγάπησε με
Θα σε συντρέξω να πνιγείς


23

Αυτή τη νύχτα ένα όρνιο
μπήκε στην κάμαρά μου

Πλατάγιζαν βαριά
οι χάλκινες φτερούγες του

Ένιωσα στο κορμί μου
τη ζοφερή του σκιά

Και όλο το στερέωμα
έλιωσε πάνω μου

μόλις άρχισε να πίνει
το κοιμισμένο αίμα μου

Όταν ξύπνησα ένα μαύρο φτερό
ήτανε πάνω στην καρδιά μου


25

Ο φίλος μου δουλεύει
στη φυτεία του καουτσούκ

Χαϊδεύει ολημερίς τα λαστιχόδεντρα
τυλίγεται στην πράσινη σκιά τους
και ψηλαφίζει τα γυμνά τους κορμιά

Μα ξάφνου μπήγει το μαχαίρι του
κι αναβρύζει το αίμα
από τους προδομένους κορμούς

Ύστερα τα χέρια του γίνονται πάλι απαλά
και δένουν με αγάπη
την πληγή που κλαίει

Όλη τη νύχτα πλάι μου
ξαναρχίζει τα ίδια


32


Το πουλί τραγούδησε όπως κάθε πρωί
κι είπα να σε ξυπνήσω
γιατί είναι μακριά ο βάλτος του ρυζιού

Το χέρι μου για να σε βρει
πλανήθηκε σ' ολόκληρη την κλίνη
απλώθηκε ως τα Νησιά
και γύρισε όλη την Ασία

Ω είχα αποκοιμηθεί μονάχη
μα το πουλί ωστόσο τραγουδούσε


*ποιήματα του Ιβάν Γκολ με τη φωνή της Μανυάνα
από τα «ΜΑΛΑΙΣΙΑΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ»
μετάφραση Ε. Χ. Γονατά
εκδόσεις στιγμή, 2002

Αναδημοσίευση από:  https://trenopoiisis.blogspot.com/2020/09/yvan-goll-chansons-malaises.html

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

Yvan Goll - [άτιτλο]

 Οι βιολέττες ξέβαψαν με τη βροχή

οι μυοσωτίδες έχασαν όλα τους τα μάτια

αναζητώντας τον έρωτα 

γελασμένα από το ψεύτικο χορτάρι της αυγής

τα πουλιά γύρισαν

απελπισμένα

 η θύελλα τίναξε τον ουρανό σαν δυναμίτης

και η γη γυρίζει πάντα· που λοιπόν να ξαποστάσω;


Εμένα η καρδιά μου ήταν ήρεμη

 κλειστή σαν στρείδι

ανοίγοντάς την τη σκότωσες! 


Γκολ: Ποιήματα 1920-1950

Μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Yvan Goll - Μαλαισιακά τραγούδια (αρ. 15)

 Ψιθύρισε ποια είμαι,

ζάλισέ με με την ίδια μου την ομορφιά,

πλάνεψέ με με το δικό μου λάγγγεμα

αναστάτωσέ με με το κρυφό μου άρωμα

Η γυναίκα τη μέθη την πίνει

στο σιντεφένιο αυτί,

βρίσκει τον εαυτό της

μόνο βαθιά στους καθρέφτες της


Μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς



Φωνή: Ρηνιώ Κουρδάκη Πιάνο: Λεονάρδος Βαλενστάιν Σύνθεση: Λεονάρδος Βαλενστάιν Ποίηση: Yvan Goll, Μετάφραση: Ε.Χ.Γονατάς από τη μουσική παράσταση "Πράξη ΙΙ" - μία παράσταση με μουσική και τραγούδια για τον έρωτα και την αγάπη, πάλι 7 Ιουλίου 2016 στο Κελάρι του Αtheaeum, Αθήνα

Yvan Goll- Μαλαισιακά τραγούδια (αρ. 6)



Από τότε που γεννήθηκα
είμαι στολισμένη για τον ερχομό σου

Δέκα χιλιάδες μέρες πέρασαν
κι όλο πηγαίνω να σε συναντήσω

Οι χώρες στένεψαν
τα βουνά χαμηλώνουν
τα ποτάμια λίγνεψαν

Το κορμί μου μεγάλωσε με ξεπέρασε
απλώνεται απ’ την αυγή ως το λυκόφως
σκεπάζει όλη τη γη
Όποιο δρόμο κι αν πάρεις
θα περπατήσεις επάνω μου

Μετάφραση: Ε.Χ. Γονατάς

Yvan Goll - Μαλαισιακά τραγούδια (αρ. 30)



Ο εραστής μου ο ψαράς
μ’ αφήνει κάθε νύχτα
θαρρείς και μ’ απατάει.

Σκύβει στη χλωμή θάλασσα.
Τα κύματα έχουν κορμιά γυναικών
που φορούνε νταντέλες.

Τους απλώνει ώρες τα χέρια,
σκύβει όλο πιο χαμηλά.
Θα πέσει;

Μόλις χαράξει όμως η αυγή
σηκώνεται υψώνοντας στον ήλιο
τα χρυσόπλεχτα πανέρια του.

Έρχεται κι απιθώνει στα πόδια μου
όπως μιαν αγκαλιά λουλούδια
τα πιο ωραία του ρόδινα ψάρια.

Μετάφραση: Ε.Χ. Γονατάς

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Yvan Goll -Μαλαισιακά τραγούδια [33]



Το μυρωμένο χιόνι της καφετιάς
Σκούργιασε για τρείς μέρες

Ό ξανθός ήλιος της βερυκοκιάς
Κράτησε ακόμα πιο λίγο

Τό μελισσόφυλλο σαπίζει
Σε μια νύχτα βροχερή

Κι εγώ ή φαντασμένη
Τινάζοντας τα στήθη μου
Στο φεγγάρι
Στον ήλιο
Νομίζω αιώνια την ομορφιά μου;

Αλίμονο όπου νάναι ξανανθίζείζει
Το γλυκάνισο το σαφράνι κι η πιπεριά
Κι οι κλώνοι τον σκελετού μου
Θ' απομείνουν γυμνοί

Mαλαισιακά τραγούδια

Μετάφραση:  Ε.Χ. Γονατάς

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Yvan Goll - "Υπόγειος σιδηρόδρομος του θανάτου"

ΥΠΟΓΕΙΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
(MÉTRO DE LA MORT)



ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ


Ένας μικρός στεναγμός
χάιδεψε τον κρόταφό μου
ένας στεναγμός πολύ μικρός ακόμα
που ήρθε από μακριά
παρ’ όλη την οργή του ανέμου
παρ’ όλο το βρόντο των σιδερικών
διαπερνώντας το πάχος της γης
αψηφώντας την αμίμητη σιωπή του θανάτου
ήρθε σ’ εμένα
ο τελευταίος στεναγμός
ενός ρόδου





ΟΙ ΜΑΡΑΓΚΟΙ


Οι μαραγκοί από τον εικοστό έβδομο όροφο
ρίχνονται στον ουρανό
σαν αράχνες
που τραβάνε απ’ την κοιλιά τους
τις αόρατες δυνάμεις

Χορευτές με μολυβένια πόδια
φορούν στολές από άνεμο
τραγιάσκες από καπνιά
τρώνε ψωμί από τσιμέντο
τυλιγμένο στην «Ουμανιτέ»
και πίνουν λίγο κόκκινο κρασί
από μια μποτίλια που υψώνεται στον ουρανό
σαν σάλπιγγα της Ιεριχούς





Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΦΩΤΙΑ


                                                           Στον Jean Cassou 

Ανασήκωσε τα χαμηλωμένα βλέφαρα μιας γυναίκας
και θα ξεσκεπάσεις
τη φωτιά που ήταν τόσο καιρό απαγορευμένη
την ίδια φωτιά που κρυφοκαίει στ’ άδυτα των ναών
και μες στο μάτι του πουλιού
τη φωτιά που τρεμουλιάζει το νερό
και που σ’ αναστατώνει επάνω στο κόκκινο άστρο·
πλάι σου
μια θεά φλέγεται!



ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ


Μες στα δωμάτιά τους τη νύχτα
παραμερίζουν με τα εύθραυστα χέρια τους
τα βαριά −σαν μολύβι− σεντόνια

Το εκκρεμές έχει ένα μάτι τυφλό
η μοναξιά κρεμάστηκε στο μάνταλο του παραθύρου
και το παραθυρόφυλλο
χτυπάει σαν τη φτερούγα πληγωμένου αγγέλου

Αυτοί που δεν κοιμούνται περιμένουν
περιμένουν τον άνεμο
περιμένουν το τέλος του κόσμου

Και να η αυγή με χρώματα βατόμουρου·
η ζωή παίρνει πάλι τη στυφή γεύση του αίματος



Μετάφραση: Ε.Χ. Γονατάς




Από τη συλλογή «Métro de la mort» (1936).
Πηγή: «Ιβάν Γκολ - Ποιήματα [1920-1950] - Επιλογή, μετάφραση, επίμετρο, σημειώσεις, Ε.Χ. Γονατάς», εκδ. Στιγμή, 2003.
Στην εικόνα: George Terry McDonald, «Ivan Goll».


Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2018/11/blog-post_28.html