Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ασλάνογλου Νίκος- Αλέξης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ασλάνογλου Νίκος- Αλέξης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Πανέμορφος

Ψυχή μου τι λυπάσαι αυτόν που πέρασε

πανέμορφος χλευάζοντας τη συμφορά σου

ανένδοτος στα παρακάλια των πολλών


Τι συμπονείς αυτόν που μόνο θέρισε

παίρνοντας δύναμη απ' το χαμό των άλλων

ανώνυμος μέσα στο πλήθος θα χαθεί.


Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Γι’ αυτούς


Θα γδέρνουν, Πρίγκιπα. Αυτοί θα γδέρνουν πάντοτε

τα μαλακά μωρά και τριαντάφυλλα στο γαλανό βυθό τους

σε υγρούς στηθόδεσμους σαλεύοντας τα λάβρα χείλη

μαζεύουνε την πεθαμένη γύρη και τους κάλυκες

μιας όψιμης γιορτής. Όλα γι’ αυτούς.

Για μας το ατέλειωτο πνευματικό σκοτάδι


Ν.-Α. Ασλάνογλου, «Ωδές στον Πρίγκιπα», εκδ. ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, Νοέμβριος 1981, σ. 17

Νίκος Αλέξης-Ασλάνογλου - Η αναχώρηση


Θα φύγω κάποτε απ’ το νυχτερινό σταθμό

γλιστρώντας προς τη χλόη αγνώστων τόπων

καθώς το ψάρι, αδιάφορος για τον πολύχρωμο βυθό

αθόρυβα, καθώς αξιωματούχος πικραμένος θα γλιστρήσω


Όχι πως φεύγοντας θ’ αλλάξω τη ροή των βρώμικων νερών


*Από τη συλλογή Νοσοκομείο εκστρατείας, 1972.

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Τρία ποιήματα

ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΟΥ ΝΥΧΤΩΝΩ

Βλέπω τη θάλασσα ν' ανοίγεται για σένα
τρυφερέ περιηγητή του ουρανού
μες στις ακρογιαλιές μου που κουρνιάζεις
Βλέπω στον ουρανό μια κατασκήνωση για σένα
οργανοπαίχτη μιας σβησμένης εποχής
που ζωντανεύεις πάνω στην οθόνη
τη μνήμη μου ανάμεσα στα παιδικά σου χρόνια
Μονάχος μου νυχτώνω εδωπέρα

ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΓΕΙΑ Σ' ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ
Πάνω στη χλόη αποθέτω τα νωπά του ποιήματα
λουλούδια και μίσχοι από φύλλα νεκρά
μια σκέψη που έσβησε προτού καν ανθίσει.
Θρηνώντας στην εξώπορτα, τριγυρνώντας ως το πρωί
ποιος θα κλάψει τα δυο του φθαρμένα τετράδια
μια μπούκλα ή έναν ανθισμένο σταυρό
Κανένα τηλέτυπο μέσα στην πόλη, καμιά συντροφιά
από κιθάρες μες στους λειμώνες δε θα κρατήσει
τη χαμένη βουή του. Γιατί μ' εγκατέλειψε κι έφυγε
μες στους ατμούς μεσημεριάτικης θάλασσας
*
NATURE MORTE
Οι γήλοφοι έξω απ' την πόλη, το απόβραδο
η λαχτάρα για δρόμους, το γκρίζο μαλακό τοπίο
Η θέση της πολυθρόνας στη βεράντα μου
το τέλμα, η προσήλωση σε παμπάλαια σχήματα
το μονοπάτι ανθίζει σαν καινούριο


ΝΙΚΟΣ - ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ Ο ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΕΦΕΛΗ 2007

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Δεκαπέντε ποιήματα

 

Η ποίηση δε μας αλλάζει

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη

Ερείπιο απ’ τα ναρκωτικά

Ερείπιο απ’ τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι
ν’ αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία
να με ξεπλύνεις απ’ την περασμένη άνοιξη
Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά
όσο παλιώνω

Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο

Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο η καρδιά μου είναι
κόκκινο τούβλο και υλικό για οικοδομές
σα φυσαρμόνικα μέσα στην κατεδάφιση
Κι αν τσουρουφλίζεται στον ήλιο αυτός ο κάμπος
θα γίνω δροσερός καρπός λουλούδι απόβραδο
βλασταίνοντας τα παιδικά σου μάτια
Κι αν βρέχει στο μικρό σταθμό θα σέρνω
τη μουσική σου μέσα στα χαλάσματα
σαν ξοδεμένο φως στο νεροχύτη

Στην ενδοχώρα

Όσο κι αν προχωρώ στην ενδοχώρα
τίποτα δε μου σβήνει από τα μάτια
τον αιώνιο χωρισμό. Μες σε βαθιές κοιλάδες, λασπωμένες
απ’ τη βροχή, έρχεται το ψιθύρισμα του ήλιου με τη θάλασσα
παραπατώντας σ’ ένα σμίξιμο σφιχτό, ιδανικό
Πόσο γυαλίζουν μες στη στάχτη τους, έλεγε, πόσο
βαθαίνουν την καρδιά, ακρωτηριάζοντας
δάχτυλα και νευρώσεις, σκάβουνε
βαθιά μέσα στη γη για ναρκοπέδια
Μα εγώ καθώς προχώρησα στην ενδοχώρα, είδα
στην πυρκαγιά της θύμησης τη στάχτη μες στα φώτα

Κι αν είσαι άνθρωπος

Κι αν είσαι άνθρωπος κι αν είσαι εργοστάσιο
κι αν είσαι μια ξανθή μοντέρνα πόλη
Είσαι για μένα κούραση το βράδυ
μια μηχανή που σώπασε
μια ετοιμόρροπη φωνή
Είσαι η στάμνα μου για ένα καλοκαίρι

Στ’ ακρογιάλια

Γυρνάς ξανά στα μέρη που σε άλλαξαν
Φτωχά τα καφενεία δε σε ξεδιψούν
τώρα που μόνος σου συναίνεσες στη συμφορά
και η θάλασσα λαμποκοπά και τα χωριά ερήμωσαν
Πού να τον ψάχνεις στ’ ακρογιάλια ή στο βυθό
πού να ‘βρεις το ξανθό του το κουφάρι

Το πρόσωπό σου

Το αληθινό σου πρόσωπο, φεγγάρι που επιστρέφει
δε θέλει πια να εξαπατά, δε βρίσκει αντιστάσεις
μες στα γρανάζια της ζωής που ξεκολλούν και σβήνουν
τις λάμπες, όταν μέσα μου βραδιάζει
Το πρόσωπό σου στο κενό της νύχτας ανεβαίνει
είναι ακατάληπτο, μαρτυρικό, καθώς πληγώνει
είδωλο μιας απερίγραπτης στιγμής
η φοβερή ανάμνηση που δε θα ξημερώσει
Το πρόσωπό σου ξεσκεπάστηκε και είναι
γυμνό σαν ανατέλλει μες στη μνήμη
σα θάλασσα που κάποτε θα γίνει καλοκαίρι
Το πρόσωπό σου δε θα γίνει καλοκαίρι
μες στους ανθρώπους δε θα ξημερώσει

Πανέμορφος

Ψυχή μου τι λυπάσαι αυτόν που πέρασε
πανέμορφος χλευάζοντας τη συμφορά σου
ανένδοτος στα παρακάλια των πολλών
Τι συμπονείς αυτόν που μόνο θέρισε
παίρνοντας δύναμη απ’ το χαμό των άλλων
ανώνυμος μέσα στο πλήθος θα χαθεί

Αεροδρόμιο Μίκρας

Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα κι ο δρόμος
χαρακώνει το φως κομματιαστά γυρνώντας
μέσα στο άλλο φέγγος, σαν ξεγύμνωμα
σ’ έναν απαίσιο αδυσώπητο βιασμό
Τότε λάμπουν για μας οι προβολείς, λάμπουν για σένα
ανάβουνε οι δυνατοί φακοί κι όλα φωτίζουν
το στόμα, τα μαλλιά, το νυχτωμένο σώμα˙
έτσι φέγγει βαθιά στον ουρανό η αγάπη μας
θρυμματισμένη μουσική στον αερολιμένα, φέγγει
για τη στιγμή που η φλόγα εγγίζει
γλείφοντας το δοσμένο χέρι, κι όμως τρέμει
σαν ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα
Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα
μες στο μισόφωτο αλλάζουν όλα όψη, εξωραΐζονται
και ντύνονται το άλλο φως, το πιο δικό μας

Εκκοκκιστήρια Β’

Προχωρούσαμε με το Δημήτρη αμίλητοι προς το μικρό
σταθμό. Αφήναμε τη Βέροια πίσω μες στην κατάχνιά και κοιτάζαμε άφωνοι τους καπνούς στο μισοφώτιστο βράδυ
Εκεί, μες στην ερημωμένη έκταση, ακούγαμε τα εκκοκκι-
στήρια να κελαϊδούνε. Υπόκωφη στην αρχή, η βουή
δυνάμωνε με τον καιρό, μας είχε σχεδόν παρασύρει.
Φώτα και μηχανές μεσ’ απ’ τα τζαμωτά μας άφηναν
να ιδούμε τον αποχωρισμό. Ο καθαρός καρπός γλι-
στρούσε και σωριάζονταν δίπλα μας μέσα σ’ ένα σύν-
νεφο άσπρης σκόνης. Ακόμα θυμάμαι τα μάτια του,
σα να είχαν δακρύσει
Τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής.
Και πως ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε
σχεδόν σκορπίσει

Αποχαιρετισμός

Συναντηθήκαμε αργά το απόγευμα κάπου προς τον παλιό
σταθμό. Φυσούσε από το πρωί κι η θάλασσα ήταν
έρημη στα καφενεία και στα τραμ της αφετηρίας
Κοιτούσα τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή συγ-
κατάθεση, τα δικά μου. Μες στο σακίδιο ήταν όλος
ο κόσμος του – πουλόβερ, βιβλία, γράμματα…
Επρεπε να ‘ρχονταν τα πράγματα αλλιώς,
μα το θελήσαμε τάχα
Αχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη, καμιά ελπίδα.
Μικρά ταξίδια στις ακτές, όλα χαλάσανε. Θεέ μου,
τόση ερημιά
Εβρεχε στην επιστροφή και ο αυτοκινητόδρομος γέμισε
φωτεινά σήματα, πικρά ολομόναχα φώτα

Ερείπια της Παλμύρας

Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν
Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά – απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα

Ψυχή μου χόρεψες

Ψυχή μου χόρεψες όλο το καλοκαίρι
ποιος φωτεινός σηματοδότης δεν το δείχνει
Ξεδίπλωσες το σώμα σου στο ήλιο του μεσημεριού
κολύμπησες τα μάτια σου στα δέντρα και στον κάμπο
κυλίστηκες στην αμμουδιά, τσαλάκωσες τον ουρανό
χόρεψες ως το χάραμα στην ακροθαλασσιά
μέσα στον κόσμο στα γραμμόφωνα στη θλίψη
Ψυχή μου χόρεψες για ένα μόνο καλοκαίρι

Το βράδυ

Τι ήταν αυτή η ξαφνική ευτυχία
Αναβαν φώτα στις βεράντες της ψυχής μου
ανέμιζε στα ολάνοιχτα παράθυρα
μ’ ένα προχώρημα της άνοιξης
δειλά μες στο αθέατο καλοκαίρι
Τότε κατάλαβα τη νιότη μου ν’ ανοίγει
σαν τα λουλούδια και τους στίχους να καρπίζει
κήποι και ποιήματα ποτιστικά πλημμύρα
όχι καρδιά μου τόση ευτυχία

Ο θάνατος του Μύρωνα

Το ξέρω, δεν αξίζει τόση επιμονή
μέσα στην εκμηδένιση. Και όμως, χρόνια
μετά, ο Μύρωνας θα γίνει μουσική και φώτα
αίμα και γέλιο ενός παιδιού, σπαρμένοι
αγροί και θάλασσες, κι όλα τα μάτια των παιδιών
θα τον θυμίζουν γέρνοντας σα στάχυα
από ψιλή βροχή στα πεζοδρόμια. Εκείνος
ανεπανάληπτη φωνή μέσα μου θα σωπαίνει
ανάβοντας την ομορφιά στο σκοτωμένο νόημα
που η ζωή περιέχει. Γιατί τον είδα πόσο
καρτερικά φυτεύτηκε για πάντα ψιθυρίζοντας
ήμουν πολύ νέος για θάνατο, θα επιστρέφω πάντα
τα καλοκαίρια, όσο υπάρχεις, κι ύστερα
θα σταματήσουν όλα
Θεέ μου, ετοιμάζεις
κόσμο απατηλό, ατρικύμιστο για το χαμό μου


Πηγή: https://popaganda.gr/art/nikos-alexis-aslanoglou/

Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Μες στ’ αυτοκίνητα


 
Έτσι καθώς κατηφορίζει η φάλαγγα
λικνίζοντας στον ίλιγγο τους προβολείς της
και σβήνεις τα φώτα σου στα φώτα των άλλων κι’ εκστασιάζεσαι
μες στο γλυκό σου χαμό – έτσι και τώρα
βαραίνω αργά εντός σου κι’ απομένω
μοναχικό πουλί στην άσφαλτο κι’ έντρομος βλέπω
το φως σου να σπιθίζει τα δικά μου
χαμηλωμένα φώτα
όπως όταν
μες σε κρυστάλλινο ποτήρι πίνεις
το πιο ακριβό ποτό κι’ η μουσική κι’ όλα τα φώτα
σε μηδενίζουν φέγγοντας την ακριβή σου αγάπη
σ’ έκπαγλη ομορφιά κι’ αναβοσβήνεις
στη φρίκη μιάς αποτρόπαιης στιγμής – έτσι και πάλι
θα σε δεχθώ μες στην παλιά σου πόλη καίγοντας
μιά χαμηλή λαχανιασμένη φλόγα
κι’ όταν
μακραίνουν οι στρατιώτες στο προχωρημένο βράδυ
πιάνοντας επαφή με ακραίους σταθμούς ξάφνου αγγίζουν
συντρίμμια αναλυμένης μουσικής – έτσι και τώρα
μες στ’ αυτοκίνητα και στη βουή των δρόμων
ακούω την απόκοσμη φωνή σου να σπαράζει
πληθαίνοντας εντός μου την απόγνωση και βλέπω
την πιο παράφρονη ομορφιά να πνίγεται
μες στις φωνές της άνοιξης και να πεθαίνει


 Από τη συλλογή «Ο θάνατος του Μύρωνα» – συγκεντρωτική έκδοση «Ο δύσκολος θάνατος», εκδ. Εγνατία, 1978)


 

Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Δύο ποιήματα

 ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ


Είμαι χειρότερος απ’ τους αλήτες, τις αρτίστες

αυτοί μπορούν και ζουν, δεν περιμένουνε

μα εγώ ό,τι παίρνω γίνεται προπέτασμα καπνού

για όσα ζητώ, και προπαντός μια εξιλέωση

στην τέλεια σχέση να σωθώ ή να μαρτυρήσω

Μα ο άλλος είναι ανέφιχτος, γιατί

δεν είναι μόνο σώμα ή κατανόηση

μα κάποια ανεπανάληπτη φωνή. Κι αν προχωρήσω

εγκάρσια μέσα του έντρομος θα ιδώ

πως μένει θεατής. Δεν είναι

ετοιμασμένος για μαρτύριο ή για μοίρασμα

σκοτώνοντας τη σίγουρη μικρή του ελευθερία.

Φυλάγεται και σε καλεί μονάχα αν υπογράψεις

πως όλα θα τα σεβαστείς, και το κυριότερο

την σίγουρη μικρή του ελευθερία


*


ΤΙ ΜΕΝΕΙ ΛΟΙΠΟΝ


Τι μένει λοιπόν μες στο πικρό μεσοκαλόκαιρο

μες στο μυχό ενός κόλπου ξαπλωμένος

και η θάλασσα ευτυχισμένη, αδιάφορη

δέντρα και βότσαλα και φύκια κι ο καινούργιος άνεμος

Και συ, φωνή ελπίδας, ταξιδιώτη που έρχεσαι

με τους ατμούς ενός μεσημεριού στα συνεργεία

φωνή που χρόνια έχτιζα, πεθαίνεις


Από τη συλλογή:  Αργό Πετρέλαιο, 1974.

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Για μιαν ελευθερία


Είμαι χειρότερος απ’ τους αλήτες, τις αρτίστες
αυτοί μπορούν και ζουν, δεν περιμένουνε
μα εγώ ό,τι παίρνω γίνεται προπέτασμα καπνού
για όσα ζητώ, και προπαντός μια εξιλέωση
στην τέλεια σχέση να σωθώ ή να μαρτυρήσω
Μα ο άλλος είναι ανέφιχτος, γιατί
δεν είναι μόνο σώμα ή κατανόηση
μα κάποια ανεπανάληπτη φωνή. Κι αν προχωρήσω
εγκάρσια μέσα του έντρομος θα ιδώ
πως μένει θεατής. Δεν είναι
ετοιμασμένος για μαρτύριο ή για μοίρασμα
σκοτώνοντας τη σίγουρη μικρή του ελευθερία.
Φυλάγεται και σε καλεί μονάχα αν υπογράψεις
πως όλα θα τα σεβαστείς, και το κυριότερο
την σίγουρη μικρή του ελευθερία
'Ο θάνατος του Μύρωνα, 1960

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Οι ναυτοπρόσκοποι


Οι ναυτοπρόσκοποι ξεκίνησαν με την αυγή. Στο αχνιστό πρωί
με αποχαιρέτησαν στις βάρκες τους. Μπροστά
οι ανιχνευτές της θάλασσας μες στα γαλάζια
Έτσι κι εγώ θα ξεκινώ κάθε φορά και θα γυρίζω
πιο κουρασμένος, απαυδισμένος - και όμως πάλι
θα ξεκινώ για να σε βρίσκω ηλιοκαμένη
μορφή του αγνώστου, μουσική που λαχταρά
ν' ανθίσει κάποτε, να γίνει
καθάρια μνήμη πάνω στα νερά
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Ποιήματα για ένα καλοκαίρι, (1963)

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Η βεράντα


Αυτή η βεράντα που περάσαμε ένα βράδυ
κατάμονοι μες στην ερημωμένη πόλη
αυτή η βεράντα μες στο καλοκαίρι
είναι η μόνη ανάμνηση που απόμεινε
τώρα που ο άνεμος σηκώνεται και φέρνει σκόνη

Ποιήματα για ένα καλοκαίρι (1963)

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Στο φθινοπωρινό ξενοδοχείο



Σ’ αυτό το φθινοπωρινό ξενοδοχείο, έγραφες
που αγαπηθήκαμε τα περασμένα χρόνια
γυρίζω πάλι στις ταράτσες του και σκέφτομαι
βλέποντας φώτα εργοστάσια μες στη συννεφιά
πόσο το πεθαμένο αίσθημα επιζεί
ανήμπορο για μια σταγόνα αίμα

Κι όμως δεν τα λυπάμαι τα εργοστάσια, δεν τα σκέφτομαι
δε με μεθούνε πια το απόβραδο οι μηχανές
ούτε και η μνήμη σου, ξέθωρη πια πάνω στα τζάμια

Μόνο τον γείτονά μου, αυτόν δεν τον ξεχνώ
φυματικός και συνταξιούχος έμπορας
κρεμάστηκε στα δέντρα αυτά


άνοιξη 1951

Πηγή: [Ενότητα:  Ποιήματα της τελευταίας άνοιξης (1969-1971)], συγκεντρωτική έκδοση Ο δύσκολος θάνατος (Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1985).

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Στο καρνάγιο

Τον βρήκα με τα παραθυρόφυλλα κλειστά σ’ ένα μικρό

διαμέρισμα προς την Καλαμαριά, όχι μακριά από την

θάλασσα, όπου ετοιμάζονταν σιγά σιγά να πεθάνει. Στη

μακρόχρονη συμβίωση με την κατάκοιτη μητέρα του

απέδιδε την αποτυχία του να γίνει κάτι· στον ξαφνικό

πλουτισμό του από μια κληρονομιά, τα χρόνια μιας

αλόγιστης σπατάλης σε ταξίδια και ηδονές· σε μια κακή

συγκυρία, το προοδευτικό σάπισμα των οστών και την

απιστία του στις αιώνιες αξίες που τον είχαν από μικρό

γαλουχήσει


Με άνεση περνούσε τη βελόνη με το αναισθητικό. Το

πρόσωπό του αδιάφορο –ούτε ηρωισμός, ούτε αντίσταση 

ανέμελη αισιοδοξία για μια ζωή χωρίς εκπλήξεις μήτε

έκσταση, «γιατί αυτό μόνο υπάρχει πάνω σε τούτη τη γη»


Τον άκουγα να μου εξιστορεί τις μέρες του στο διπλανό

καρνάγιο. Μαστόρευε, «σκέψου, πιάνουν ακόμα τα χέρια

μου –αυτό είναι το νόημα, πώς να στο πω αλλιώς»


Έκλαψα τον παλιό μου συμμαθητή. Στην απερίγραπτη

ακαταστασία του σπιτιού είχε ξεφτίσει τώρα και το

ηλιόλουστο τοπίο. «Αυτό πάει πολύ για ποίημα», είπε

σφίγγοντάς μου δίχως θέρμη το χέρι 

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Η ποίηση δε μας αλλάζει


Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει
 
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη
 
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη


Ο Δύσκολος Θάνατος, Νεφέλη 1985.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Ανέραστος Σεπτέμβρης

Ποιος είναι αυτός που περιμένεις πάντοτε σκυφτός
βαδίζοντας ανέμελα στον μελιχρό Σεπτέμβρη
πάντα σε προσπερνούν κι όμως μένει το άρωμα
των χιλιομέτρων μέσα στα φώτα των σταθμών
και οι χλιαρές ανάσες στο μυαλό και η θάλασσα

Δεν θα μπορέσουν πια ποτέ να σε ιδούν
μέσα στα μάτια, καθώς άλλοτε· ούτε παραμερίζοντας
ένα ένα τα κλαδιά της αγροικίας για να ιδής την πόλη
θα βρεις σημάδια μες στον φθινοπωρινό ουρανό
καθώς ξυπνάς μες την κατάνυξη της παγωμένης γης
της βρώμικης ελπίδας, της χυδαίας μέθης.
Το ξέρουν πια γιατί το πρόσωπο αποστρέφεις
και τους ταΐζεις με ναρκωτικά και στέργεις
να χάσουν την υπόλοιπη ζωή
                                                 μα φτάνει
και η μουσική στο αίμα ας πνιγεί γιατί κοχλάζουν
θόρυβοι μιας χειμωνιάτικης ατμόσφαιρας με μηχανές
καπνούς, μια κίνηση αλλιώτικη καθώς θα ταξιδέψεις πάλι.

Ωδές στον Πρίγκηπα, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1991, 14.

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Ερημικό


Απόψε χιόνισε πολύ
στην πολιτεία

Αγάπες και κρύσταλλα
χυμούν μες στη νύχτα

Πού να γείρω το κεφάλι
ν’ ατενίσω τη σιωπή των δέντρων
ν’ αγαπήσω

Πού να γείρω το κεφάλι

Πηγή:Ενότητα  «Αισθηματική ηλικία» (1946-1949)Από τη συλλογή Δύσκολος θάνατος (1954), συγκεντρωτική έκδοση: Ο δύσκολος θάνατος, Αθήνα: Νεφέλη 1985.

Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Ποιήματα

 Έλκη


Γιατί η έκκριση του υγρού ανεξέλεγκτη


το οξύ πριν απ’ την ώρα του να καίει


σάλιο ή δάκρυ ποτέ την πρέπουσα στιγμή


γιατί το ερέθισμα καθυστερεί τη σκέψη μου


***


Τέχνη


Πάμε μαζί
μες απ’ τους ορεινούς σταυρούς κι από τα δάση


προς την πρωτεύουσα. Εκεί η νύχτα αναπνέει την πόλη


σαν συλλαβή υγρή μέσα στη λέξη, σαν παραθαλάσσιο μπαρ.


Πάμε μαζί να μελετήσουμε στους κήπους


τους ποιητές, τους γλύπτες και τους μουσικούς της


κάτω από τον ασπρογάλαζο νυχτερινό ουρανό


είναι ωραία η ζωή με τέχνη


***


Οι ξεχασμένοι ποιητές  (απ' τη συλλογή Αργό Πετρέλαιο, 1974)


Οι ξεχασμένοι ποιητές δεν έφυγαν, φυλλορροούν


σε όλες τις συνοικίες της πρωτεύουσας


στους κήπους της Δεξαμενής και στο Βοτανικό


και στους συνοικισμούς του Πειραιά μέχρι τα κρηπιδώματα

του λιμανιού, και στα παλιά διώροφα αργοσβήνουν


Οι ποιητές της σκοτεινής παράδοσης ενέδωσαν – εις πείσμα των καιρών


καταρρακώνουν τα καινούργια σχήματα


Και ταξιδεύουν προς την αντίθετη φορά


προς τους κατάφωτους συνοριακούς σταθμούς


στα ακραία φυλάκια


***


Ψευτίζοντας τον διορισμό


Το πρόβλημα δεν είναι αυτό που εκφράζεται


σε σπίτια ή εκκλησιές, σε σκέψη από κρύσταλλο


μες στο νερό ή πάνω στην καμένη γη


στη μουσκεμένη άσφαλτο προς τα χωριά


φώτα και μούχλα μες στις φυλλωσιές


της λασπωμένης γης, Βαγγέλη μου


του λέω


Ναυαγισμένος ουρανός που δεν νυχτώνει


τα μάτια σου χωρίς λεπτούς μηχανισμούς


απάντησε δακρύζοντας, κόβοντας τους πυράκανθους


αναπολώντας πιο τεχνητές κατασκευές


όχι πια πιστευτές, αληθινές τάχα


είμαστε αυτό σου λέω


Κοιτάζοντας ένα ερωτευμένο συντριβάνι

Μια νύχτα θα ταξιδέψω για πάντα.
Θ’ αγκαλιάσω με τα χέρια την πόλη
και θα πνιγώ στη δίνη των χρωματιστών νερών

Θάναι μια νάρκωση ή ο θάνατος,
δεν ξέρω να πω.
Μέσα στα δάκρυα δε θα καταλάβω πια
γιατί το θέλησα ούτε πού αστόχησα

Οι αποσκευές μου θα παρασύρουν
το σώμα μέχρι τη θάλασσα,
ως τους υφάλους, έξω απ’ τον παλιό σταθμό.
Άμμος και ξερολίθια

Σφυρίγματα των τραίνων κι ο κάμπος ολόγυρα
και δε θα μπορέσω να καταλάβω
γιατί ήσουν και καταδότης και συνεργός

Μες στη νεροσυρμή δε θα σε ξαναδώ ποτέ.
Μια νύχτα θ’αγαπηθούμε για πάντα.
Καθώς θάλασσα και ουρανός.

Η ποίηση δε μας αλλάζει

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη.

Τετράδια μουσικής

Τα ρούχα μας είναι γαλάζια
γαλάζια τα δέντρα κι ο άνεμος
μες στα μαλλιά σου, γαλάζιοι κι εμείς

Περπατούμε  ανάλαφροι κάτω απ’ τα δέντρα
τα φύλλα τραυλίζουν στα πόδια μας
όλα σχεδιάστηκαν καθώς λαχτάρησες
μες στο προαύλιο, μέσα στο ποίημα
της φυλακής.

Υστεροφημία (Νοσοκομείο Εκστρατείας, 1972)

Είπες κάποτε αυτά τα ποιήματα θ’ αγαπηθούν πολύ
θα τοιχοκολληθούν, να τα διαβάσουν όλοι.
Μια μέρα θα υγράνουν μάτια και χείλη
θα διαβαστούν κάτω από φανοστάτες, σε βροχερές συνελεύσεις.
Τέλος, καθώς πολλούς θα τυραννήσουν, θα καούν
ή θα ταφούν σε ανήλια σπουδαστήρια – κι είπες πάλι
ίσως ο άνεμος μιας δροσερής αυγής να τα σκορπίσει.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Ιούδας

Ήταν μια δύσκολη υποχώρηση κι αυτή, ν’ αφεθεί, κι ο αέρας του βραδιού
να του χτενίζει τα μαλλιά. Τι κι αν έδωσε το τελευταίο φίλημα
ο πυρετός του έκαιγε στο στόμα∙ τι κι αν τ’ αργύρια ομορφαίνουν τη ζωή
ο θάνατος ήταν η μόνη συγκατάβαση.

Μα εγώ τον συμπόνεσα στην απελπισμένη του κίνηση. Ήτανε φίλος μου,
μ’ έβλεπε στον ανήσυχο ύπνο του και τιναζόταν. Με ξεχώρισε
στο ανώνυμο πλήθος και μου ’σφιξε το χέρι — «δε χώρισα ποτέ ευθύνες» είπε
«δε δίστασα στην εκλογή, ξέρω πάντα καλά τι είναι αλήθεια».

από το Ο Δύσκολος Θάνατος, Νεφέλη 1985

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Κόρινθος


Φτάσαμε με κόπο στο ύψωμα. Ο δρόμος κουλουριάζεται μέχρι τη θάλασσα
εκεί που ο ήλιος κατηφορίζει θρυμματίζοντας το άσπρο χαλίκι σε φως
και το λουλάκι του ουρανού ψήνει την άσφαλτο σκαρφαλώνοντας ως τους στρατώνες

Σ’ αυτό τον ερημότοπο με το λειψό νερό, τον αφιλόξενο ήλιο
ήταν τα μάρμαρα ζεστά και κλάψαμε δίπλα στις πεσμένες κολόνες
και κάποιος χάραξε στο περιστύλιο τ’ όνομά του·

Ούτε ένα σχήμα καραβιού στο αχνιστό απομεσήμερο. Η αντικρινή στεριά
και ο ήλιος να χορεύει στις βεράντες του Saint George Hotel. Όλα είναι έτοιμα
τα φρούτα στον πάγο, τα σερβίτσια ανέγγιχτα
και οι λέξεις κομψά ταιριασμένες σε μιαν ανύπαρκτη σχέση. Αργότερα μένει
το μαλακό φως και το τρεμούλιασμα του αέρα στη νύχτα
το φέγγος πίσω απ’ τα μάτια σου στον άλλο ουρανό. Μα τώρα
που η αγωνία πυκνώνει και η μοναξιά του αρμυρού νερού δεν ξεδιψά
μας γέννησε η ένοχη σχέση, μας πεθαίνει
η ευθύνη της σκηνοθετημένης εκλογής. Τι γυρεύαμε
σ’ αυτές τις ξαπλωμένες κολόνες που δεν ονειρεύονται
τι να ζητούσαμε

Από τη συλλογή Δύσκολος θάνατος (1954) του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ο δύσκολος θάνατος (Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1985) του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Το τρίτο παράθυρο


Με κυνηγάει πάντα στον ύπνο μου το τρίτο παράθυρο
ένα μάτι ανελέητο κι εμείς
κόκκινα κι άσπρα πιόνια στη λέσχη των τραπεζικών·
είναι το ίδιο φωτάκι που καίει στην πολύβουη Αθήνα
για μια νύχτα μονάχα, την άνοιξη, «φθερεί αυτόν ο Θεός»
αυτός ο αμαρτωλός Θεός που με σαρκάζει στο κάτασπρο γέλιο σου
κάτω από μια λάμπα ασετιλίνης τα βράδια στον κήπο
δε μ’ αφήνουν ποτέ μοναχό και το τρίτο παράθυρο
ένα κόκκινο μάτι – ανάβει τη φλέβα της νύχτας, πυκνώνει τη μοναξιά
θαμπώνει τα όνειρά μου

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ο δύσκολος θάνατος (Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1985)
[Ενότητα Δύσκολος θάνατος (1950-1953)]

Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Γράμμα στο Τζίρι

 Τζίρι, καθώς γυρίζω μόνος στα λιμάνια στη

θάλασσα ή στην έρημο χρόνια μετά σύνορα

αφύλαχτα, χείλη μισάνοιχτα κι αρρώστια βλέπω

πως πάω αντίθετα στο ρεύμα, στις πηγές της

δυστυχίας θέλοντας να πιω ξανά


Τζίρι, πηγαίνω αντίθετα στο ρεύμα τόση

συσσωρευμένη πείρα για το τίποτε βρέθηκαν

άλλοι, μας ξέχασαν, μας διαγράψανε σκέφτομαι

πόσο στην πατρίδα σου θά με ζητάς


Η μελανίνη πότισε και το δικό μου δέρμα

πέρασε μες στο αίμα, με πονά όλα μού είναι

αδιάφορα και ξένα τώρα που η ζωή μου

κόπηκε στα δυο


Από το βιβλίο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Δύσκολος θάνατος (συλλογή: Νοσοκομείο εκστρατείας)

εκδ. Νεφέλη, 2007