Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ροζάνης Στέφανος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ροζάνης Στέφανος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Στέφανος Ροζάνης - Λήθη


Κι αν πίστεψαν το σώμα σου τα δάχτυλά μου

Κι αν κύκλους διέγραψαν πάνω στο χώμα που σε περιέβαλε

Κι αν γύρω σου σκοτείνιασαν τα δέντρα

Και το νερό δεν εκελάριζε -μικρό νερό ανάμεσα στις πέτρες-

Μα εβρυχάτο με τη φωνή θνήσκοντος ζώου

Που το εξόντωσε η ερημία πριν το προλάβει ο κυνηγός.


Εγώ εκεί στεκόμουν

Άνθρωπος που τον λησμόνησαν τα λόγια του.


Πηγή: Περιοδικό Σημειώσεις, τ. 56, Ιούνιος 2002

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Στέφανος Ροζάνης - Αν δεν στεκόσουν

 Αν δεν στεκόσουν στην απέναντι αποβάθρα 

      δεν θα έφευγα

Δεν θα γινόμουν δρόμος

Δεν θα γινόμουν έλεος για όσους περπατούν

      ανήμποροι ν' ακούσουν τις φωνές τρομαγμένων 

      αγγέλων που κείνται με τα μεγάλα φτερά 

      τους απλωμένα στο χώμα απειλώντας τη 

      σιγουριά των περαστικών

Δεν θα γινόμουν ερημιά και λόγια που

      προφέρονται ξεχνώντας την αιτία τους

Δεν θα γινόμουν ο αγαπημένος που

      θυσιάζεται για ένα καπρίτσιο του θεού

Ανεβαίνοντας στον ουρανό και κατεβαίνοντας 

      αποκαμωμένος στη γη

Και δεν θα με συνέτριβαν των ανομοίων 

      τα θελκτικά προστάγματα.

Κι ούτε θα έβλεπα τις συναστρίες να

      συμβάλλουν στην εξαφάνιση του 

      ημερησίου φωτός


Αν δεν στεκόσουν στην απέναντι αποβάθρα 

      θα έμενα ίσως ακίνητος


Πηγή: Ήταν ώρα, Έρασμος 2005.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Στέφανος Ροζάνης - [δύο ποιήματα]


γ

Μην ξεγελιέστε που μιλώ με τέτοιο πάθος

στο βάθος είμαι και γω όπως εσείς, μια θλιβερή

ασήμαντη ιστορία, μια μηχανή που τη σταμάτησαν

στην ορισμένη ώρα δίχως πολλές διατυπώσεις.


Μη με κυττάτε που μιλώ· μπορεί και να νοστάλγησα

 όπως εσείς κι έκλεψα την καρδιά του διπλανού μου.

Γέλασα και παραμόρφωσα το πρόσωπό μου γιατί δε βρήκα άλλη 

εκδίκηση να με γεμίσει.


Κι είναι δική μου η εκδίκηση, ολόδική μου, τώρα που τριγυρνώ

 κι αναρωτιέμαι. Θα σπάσει επιτέλους αυτό το τζάμι πότε

 θα σπάσει.


Κι είναι δική μου η εκδίκηση τώρα που γίναν άχρηστα τα όπλα 

γιατί δε βλέπω γύρω μου εχθρούς.


Και προσπαθώ ν’ ανάψω μια φωτιά γράφοντας ποιήματα.


δ

μονάχα πες μου εσύ τι είναι ερημιά

τι είναι κείνο που σκοτώνει περισσότερο:

ο κόσμος ή το βλέμμα που τον αντικρύζει


Περιοδικό Μαρτυρίες (δημοσ. Νοέμβριος 1965)



Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Στέφανος Ροζάνης - Γιατί γεννήθηκα μ’ αυτές τις λέξεις


Γιατί γεννήθηκα μ’ αυτές τις λέξεις
που μάταια πάλευαν τον θάνατό τους
και συ άλλες δεν είχες να διαλέξεις
πάρεξ εκείνες που δεν πίστεψαν ποτέ στον εαυτό τους.
Έτσι εγίναμε κι οι δυο ένα σώμα
-λέξη πάνω στη λέξη, λόγια πάνω στα λόγια-
Αβέβαιοι, όπως οι ώρες που περιμένουμε ακόμα
να χτυπήσουνε στα ξεχαρβαλωμένα μας ρολόγια.
Μαγνητικές γκριμάτσες, γρινιάρικες φωνές.
Μιλώντας γδέρνονται τα χείλη.
Τόσα τα χρόνια που πληρώνουμε αβάσταχτες ποινές
τα λόγια μας σμιλεύοντας και κομματιάζοντας τη σμίλη.
Γιατί γεννήθηκα μ’ αυτές τις λέξεις
που μάταια πάλευαν τον θάνατό τους
γι’ αυτό δεν πρόσεξα πως άλλαξε το ριζικό τους –
Κι εσύ δεν πρόφτασες άλλες να μου μαζέψεις.

Πηγή: Περιφραστική Σπουδή, Άγρα, 1991


Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Στέφανος Ροζάνης - Κρύπτη

 Κρύπτη

Όταν μιλώ για σένα είμαι ένας άλλος

Όταν μιλάς για μένα τότε είμαι εγώ 

Απομακρύνεται ο άλλος

Μεγαλώνει μέσα στην κρύπτη 

Μοιράζεται ανάμεσα σ' εμένα και σε σένα

Ακροπατεί και παραμονεύει

Τότε μιλώ εγώ ο μοιρασμένος άλλος 

Εξαντλώ τη γλώσσα μου σ' ανάρμοστα παιχνίδια

Κι ο θάνατος προβαίνει σαν αλησμόνητη στιγμή


Πηγή: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=pfbid0vhwtVEJ2iXuhQQcYDY4GWgepcyeG7nLBtoJH3uwewp2dCUgyL8UkBiDwstYgcGDCl&id=100002488576036



Πηγή: Στέφανος Ροζάνης, Κρύπτη, εκδ. Έρασμος 2006.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

Στέφανος Ροζάνης - Γιατί γεννήθηκα μ' αυτές τις λέξεις


Γιατί γεννήθηκα μ' αυτές τις λέξεις
που μάταια πάλευαν τον θάνατό τους
και συ άλλες δεν είχες να διαλέξεις
πάρεξ εκείνες που δεν πίστεψαν ποτέ στον εαυτό τους.
Έτσι εγίναμε κι οι δυο ένα σώμα
-λέξη πάνω στη λέξη, λόγια πάνω στα λόγια-
Αβέβαιοι, όπως οι ώρες που περιμένουμε ακόμα
να χτυπήσουνε στα ξεχαρβαλωμένα μας ρολόγια.
Μαγνητικές γκριμάτσες, γρινιάρικες φωνές.
Μιλώντας γδέρνονται τα χείλη.
Τόσα τα χρόνια που πληρώνουμε αβάσταχτες ποινές
τα λόγια μας σμιλεύοντας και κομματιάζοντας τη σμίλη.
Γιατί γεννήθηκα μ' αυτές τις λέξεις
που μάταια πάλευαν τον θάνατό τους
γι' αυτό δεν πρόσεξα πως άλλαξε το ριζικό τους·
Κι εσύ δεν πρόφτασες άλλες να μου μαζέψεις.

Περιφραστική Σπουδή, Άγρα 1991

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

Στέφανος Ροζάνης - Απογραφή (Τρία σχέδια για ένα γράμμα)



Ι
Σε μας ο κόσμος δεν κυκλοφορεί πολύ στους δρόμους.
Οι περισσότεροι μένουν στα σπίτια τους. Ανάβουν μόνοι τους φωτιά
παίζουν με τα παιδιά ή τους γέρους και γράφουν γράμματα.
Έτσι πιστεύουν. Πως έχουν ακόμη φίλους, πως έχουν κάποιον που θα τα λάβει.
Είναι περίεργο, όμως θυμούνται.
Καμιά φορά βλέπεις αφρόντιστους τους κήπους.
Τότε γίνονται περισσότερα τα ερειπωμένα σπίτια κι ούτε που ξεχωρίζεις τα παράθυρα.
Μόνο τις πόρτες που χτυπάνε και τα ρολόγια που σταμάτησαν ή πάνε πίσω.
Είναι δυσάρεστες αυτές οι εποχές, θαρρώ πως με καταλαβαίνεις.
Δεν έχεις τι να κάνεις. Οι άνθρωποι γίνονται ασυνήθιστοι, ούτε γυρίζουν να σε κοιτάξουν. Εύχεσαι να περάσει ο καιρός δίχως να σκέφτεσαι τι θα 'ρθει έπειτα.
Στο κάτω-κάτω κανείς δεν πεθαίνει περιμένοντας...
ΙΙ
Όταν η μέρα είναι καλή βγαίνουν σεριάνι.
Αλήθεια στο λέω, τρομάζεις που τους βλέπεις. Τόσο γερνάνε εύκολα.
Δεν κάνουνε παρέες κι ακόμη δεν μπορείς με βεβαιότητα να πεις αν περπατάνε.
Κάποτε παίζουν σαν τα μικρά παιδιά. Χτυπούν τα χέρια τους, φωνάζουν.
Κάποιοι κλαίνε κι ούτε που ξέρεις αν είναι θυμωμένοι ή έτσι το κάνουν, από συνήθεια.
Ανάμεσά τους υπάρχουνε πολλοί τυφλοί. Άνθρωποι που πέτυχαν κι άλλοι που δεν προσπάθησαν ποτέ.
Κι είναι μικρός, μικρός ο τόπος τους. Μπορείς να τον μετρήσεις με τις παλάμες σου.
Το βράδυ ρημαγμένοι δρόμοι.
Κι αύριο ίσως να βρέξει και τότε πια να μη φοβάσαι.
Οι περισσότεροι μένουν στα σπίτια τους κι ανάβουν μόνοι τους φωτιά και γράφουν γράμματα...
ΙΙΙ
Λοιπόν έτσι στα λέω, να παρηγορηθώ να βρω μια δικαιολογία τέλος πάντων, αν θες να κάνω κάτι.
Αυτή η σιγουριά πως θα με καταλάβεις είναι το μόνο όφελος.
Το μόνο κέρδος μου, κι είναι καιρός που τίποτε δεν κέρδισα.
Μα ήταν ο πόλεμος που θέλησα κ' η νίκη να καραδοκεί πάνω στους τοίχους όταν κανείς δεν την περίμενε, η νίκη που δεν μπόρεσε ν' αντέξει στο καθημερινό μαρτύριο...
Ώσπου στο τέλος έγινα προληπτικός: "Αφού δεν ξέρεις να πατάς τι προχωράς, τι σέρνεσαι".
Μα ήταν ο πόλεμος που διάλεξα χωμένος μες στα ξύλα δίχως ναυάγιο κανένα, χωρίς μιαν αφορμή.
Τώρα πια δεν θα μπορείς να πεις πως έφταιξα, πως θα 'πρεπε ν' ακολουθήσω άλλον δρόμο.
Γιατί δεν ξέρω. δεν ξέρω τι 'ν' αυτό που με πληγώνει περισσότερο.
Γιατί στο τέλος κανείς δεν θα πεθάνει περιμένοντας...

περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τ. 135, Μάρτης 1966

3

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Στέφανος Ροζάνης-Τρία ποιήματα

Requiem

Επειδή σε φυγή με έτρεψαν τα όνειρά μου
Και τα νερά δεν κυλούν πια στα ποτάμια
Κι ούτε τα φέρνει η βροχή μα εξαντλούνται στο σώμα σου,
Επειδή το σώμα σου δεν έχει πρόσβαση στις μέρες που ανατέλλουν
Και το σκοτάδι δεν πέφτει όπως παλιά
Και είναι κατάξερη και άδεια εκείνη η πλευρά του λόφου
που άλλοτε την έλουζε το φως
Επειδή την ακοή μου ακόμη δυναστεύει ο ήχος
της αλλοτινής φωνής σου
Όχι με της ψυχής τα σημάδια αλλά ως άδειο σήμαντρο
που αγαπούσες να καλείς τον ύπνο σου
Επειδή πάνω μου έγειρες ωσάν σκιά και ώρα δειλινή
Γι’ αυτό είμαι ακόμη εδώ.


***

Απειλή

Μπροστά στην απειλή του έναστρου ουρανού που προμηνύει
την αιθριότητα των ψυχών και τα αθώα μονοπάτια
τους φανερώνεσαι

Σαν το σκοτάδι πού κυβερνά τα όνειρα
Με μάτια ασίγαστα και μόλις ακουστές φωνές
Με σιωπές αναίτιες και λέξεις πριν από τις λέξεις
Πριν από το τίποτε που εγκαλεί τη μνήμη
Και χαράζει σκληρές γραμμές στα άσπλαχνα χέρια που μας κρατούν μέρα και νύχτα



Ώρες

Ώρες που περίμενα ν’ αδειάσει το σπίτι
Μ’ ένα ραβδί παραπλανημένου μάγου
Να γίνει ενδιαίτημα ονείρων
Και χώρος ακατοίκητος
Απ’ τις σκιές που ρίχνουν τα πράγματα στους τοίχους
Απ’ τις φωνές πού ανασύρουν τα πεπραγμένα της ημέρας
Από τις προσδοκίες εγκλεισμού όσων έδιάβηκαν το κατώφλι
Ώρες πού διέσυραν τη μνήμη
Που απειλητικά την έσυραν εκεί πού εξαντλείται όπως κάτι
χιλιοειπωμένο
Όπως η οικειότητα ανάμεσα σε παλιούς εραστές
Ώρες που έβλεπα το πρόσωπο σου σ’ έναν καθρέφτη

*Από τη συλλογή: Ανεπίδοτο, Εκδόσεις “Έρασμος”, 2004.