Στο πλάι σου
Είναι που όλα ήρθαν αργά
Λυπάμαι που δεν έγινα μια θάλασσα για σένα
να με κοιτάς νοσταλγικά με τα μαλλιά βρεγμένα
λυπάμαι που δεν έγινα Σαχάρα να ουρλιάζεις
κάτω από τ’ άστρα από χαρά, να κλαις, ν’ ανατριχιάζεις
λυπάμαι που δεν έγινα βράχος να ξαποστάσεις
βότσαλο αψηλάφητο να σκύψεις να το πιάσεις.
Είναι που όλα ήρθαν αργά και πως να συνηθίσω
την άπειρή σου ομορφιά, τον τρυφερό σου ίσκιο
είναι που όλα ήρθαν αργά και πως να συνηθίσω
την άπειρή σου ομορφιά, μαράθηκα πριν ζήσω.
Πολλούς θανάτους έζησα μα σαν κι αυτόν για σένα
πολλούς θανάτους έζησα μα σαν κι αυτόν κανένα.
Τελευταίο ποτό με τον διάβολο
Σου στέλνω αυτό το γράμμα
βγαλμένο απ’ τα πιο σκοτεινά υλικά
του θανάτου της ψυχής μου
το σώμα μου, ένα κοχύλι που κάποτε μέσα του πλάγιαζες
αργεί τώρα, κάτω από βρόμικα σεντόνια
αποζητώντας τα μέλη του στ’ απομεινάρια μιας θυσίας.
Οι μέρες εδώ κυλούν σαν μικρά πεπρωμένα του τίποτα
που κατεργάζονται την εκμηδένισή μου
θρυμματίζουν όλα μου τ’ άστρα
και μ’ αποδίδουν ξανά στο κενό διάστημα
στα ερωτηματικά και στους τρόμους.
Σ’ τα γράφω όλα αυτά αυτή τη νύχτα
καθώς πίνω το τελευταίο μου ποτό με τον διάβολο
και φυσάει μι’ αργόσυρτη βροχή
φορτωμένη μ’ αναμνήσεις κι αποχαιρετισμούς
και την ανία της ζωής χωρίς εσένα.
Τώρα ξέρεις γιατί δεν απαντώ
ξέρεις το τίμημα που πληρώνω.
Η δεξίωση
«Συγγνώμη, κύριε,
αλλά δεν μπορείτε να περάσετε
είστε πολύ επίσημα ντυμένος»
του είπε σε αυστηρό τόνο ο υπηρέτης
στην είσοδο του σπιτιού
όπου γινόταν η δεξίωση.
Τότε, έβγαλε το φράκο του
και φόρεσε κατάσαρκα
τα βάσανά του σαν κουρέλια
κι έτσι πέρασε ανεμπόδιστα κι αυτός
μες στο νεκρικό δείπνο.
Κλόουν την Τετάρτη την Κυριακή νεκρός
Οι έρημες πόλεις, τα φώτα που σβήνουν
σαν γέροι που κλείσαν τα μάτια και πίνουν
κι εσύ να γερνάς μες στης λήθης το ψέμα
κουφάρι απόγνωσης στου ήλιου το γέρμα.
Τα μάτια της λάμπουν σαν έναστρη νύχτα
τα χέρια της σκάβουν τον τύμβο της ήττας
κι εσύ ζητάς να βρεις ένα τέρμα
σαν χάδι χαμένο στης θλίψης το δέρμα.
Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός
στης λύπης το κατάρτι, σε σταύρωσε ο Θεός
δίχως νερό κι αγάπη σε άφησε εδώ
σαν νόθο γιο της λάσπης που κοιτάει τον ουρανό.
Διάφανα κρίνα
Κινήσανε πριν χρόνια σαν τα τρένα
που ολόφωτα διασχίζαν τα όνειρά τους
τρελά πουλιά με μάτια πληγωμένα
συντρόφευαν την άγρυπνη χαρά τους.
Μεθύσανε σε μπαρ ναυαγισμένα
μ’ αγγέλους που ‘χαν χάσει τα φτερά τους
και μοιάζαν με παιδιά εγκαταλειμμένα
που φτιάχναν βάρκες με τη χάρτινη καρδιά τους.
Στον δρόμο συναντούσαν υπνοβάτες
νεκρές ψυχές που αναζητούσαν τα κορμιά τους
σκιάχτρα που ξεδιψούσαν μ’ αυταπάτες
τρελούς που κυνηγούσαν τη σκιά τους.
Τις νύχτες κάτω απ’ τα άστρα που σπινθήριζαν
μέσα στη ρόδινη σιωπή του γαλαξία
θυμόντουσαν το σπίτι που γεννήθηκαν
και μια σκυφτή στην κάμαρα οπτασία:
τη μοίρα τους που τους κοίταζε σαν ξένους.
Κι ακούγανε φωνές που τους καλούσανε
και λέγανε τα μαύρα παραμύθια
τις ρίζες που τους κόψαν και πονούσανε
τη μοναξιά, τη μόνη τους αλήθεια.