Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ροδοστόγλου Παντελής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ροδοστόγλου Παντελής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Παντελής Ροδοστόγλου - Ποιήματα

 Στο πλάι σου

Στεκόμαστε γυμνοί απ' όνειρα
κάτω απ' τα μαύρα σύννεφα
απόγονοι του τίποτα
πελάτες της σιωπής
έχουμε τσέπες αδειανές
και στην καρδιά δυο μνήματα
μια άδεια μποτίλια δίπλα στο κρεβάτι
είναι ο μόνος μας συγγενής.
Κορόνα γράμματα ποντάρουμε
τον θάνατό μας
την ίδια κλίση παίρνουμε
φλερτάροντας γκρεμούς
κι όταν δεν θα 'χουμε πια τίποτα δικό μας
ο έρωτας θα μας τσακίσει και
θα μας κάνει αληθινούς.
Θα μ' αγαπάς, θα μ' αγαπάς με δε θα φτάνει
άγονη βροχή θα πέφτει πάνω μου το χάδι σου
και εγώ σαν γέρικο σκυλί μες στο λιμάνι
θα πεθαίνω στο πλάι σου.
*****
Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ΄ την κόλαση
Πάνω μου γέρνει ένας σακάτης ουρανός
ριγούν τ’ αστέρια, πέφτουν στο αδιάβροχό μου.
Είναι συνήθεια που έχω από μικρός
ν’ αγαπάω ό,τι με σπρώχνει στο χαμό μου.
Υφαίνω σάβανα με ήλιους παιδικούς,
αναρωτιέμαι αν θα βρω κάποιο σου χνάρι.
Μαθαίνω νέα σου από δαίμονες τρελούς,
απ’ αστροναύτες που σε είδαν στο φεγγάρι.
Κάνω παρέα με λεπρούς που θέλουν χάδια,
μ’ άγια ρεμάλια και μυαλά σακατεμένα,
κατατρεγμένους που αγκαλιάζουνε σκοτάδια
μήπως ακούσω και μου πουν κάτι για σένα.
Και έτσι βυθίζομαι στην άβυσσο μ’ απόγνωση
αφού μακριά σου έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος.
Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση
και εγώ έχω φτάσει εκεί και την προσμένω.
*****
Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
στεκότανε κοντά στη φωτιά
και δυο μαύρα πουλιά τής φέρναν μηνύματα
από μια αγάπη παλιά: «ποτέ πιά!»
Η γυναίκα που μιλούσε στα κύματα
χόρευε σε μια ακρογιαλιά
ένα βαλς μανιασμένο μα λυτά τα μαλλιά
και προχώρησε στα βαθιά.
Η γυναίκα που έσκαβε μνήματα
και δεν είχε μιλιά
κοιτούσε τον θάνατο σαν μια αγάπη παλιά
και ψιθύριζε με μάτια σβηστά:
«Για όλα αυτά που ζήσαμε
μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους
τις ώρες που δακρύσαμε
μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους».
*****
Τα μάτια
Ένας άνθρωπος δίχως μάτια
γευμάτιζε σ' ένα τραπέζι μόνος του
τα μάτια του ήταν πεσμένα στο πάτωμα
τα είχε βγάλει ο ίδιος.
Τα μάτια τον κοιτούσαν κι όλο δάκρυζαν
καθώς μες στον μυχό του βλέμματός τους
ένα μικρό παιδί έπαιζε αμέριμνο
μέσα στη μοναξιά μιας νύχτας δίχως τέλος.
******
Χρειάζομαι μέρες
Χρειάζομαι μέρες που να εκτείνονται στις νύχτες σου
χίλια φιλιά να με χορτάσουνε μ' αιθάλη
άγριους ανέμους να γυρίσουνε τους δείκτες μου
και μια αγκαλιά να γείρω το κεφάλι.
Χρειάζομαι μάρτυρες να θρέψουν με το αίμα τους
την αγωνία που χλωμιάζει την καρδιά μου
άθλιους εχθρούς να κατοικήσω μες στο βλέμμα τους
κι ένα κοχύλι για ν' ακούσω το όνομά μου.
Νεκρούς πλανήτες για ν' αστράψουν απ' τη λύσσα μου
θαμπό ασήμι να θυμάμαι τη ματιά σου
ένα σφαγείο να προσφέρω την αλήθεια μου
και μια στεριά για να ξεβράσω τα όνειρά μου.

Είναι που όλα ήρθαν αργά
Λυπάμαι που δεν έγινα μια θάλασσα για σένα
να με κοιτάς νοσταλγικά με τα μαλλιά βρεγμένα
λυπάμαι που δεν έγινα Σαχάρα να ουρλιάζεις
κάτω από τ’ άστρα από χαρά, να κλαις, ν’ ανατριχιάζεις
λυπάμαι που δεν έγινα βράχος να ξαποστάσεις
βότσαλο αψηλάφητο να σκύψεις να το πιάσεις.

Είναι που όλα ήρθαν αργά και πως να συνηθίσω
την άπειρή σου ομορφιά, τον τρυφερό σου ίσκιο
είναι που όλα ήρθαν αργά και πως να συνηθίσω
την άπειρή σου ομορφιά, μαράθηκα πριν ζήσω.

Πολλούς θανάτους έζησα μα σαν κι αυτόν για σένα
πολλούς θανάτους έζησα μα σαν κι αυτόν κανένα.

Τελευταίο ποτό με τον διάβολο
Σου στέλνω αυτό το γράμμα
βγαλμένο απ’ τα πιο σκοτεινά υλικά
του θανάτου της ψυχής μου
το σώμα μου, ένα κοχύλι που κάποτε μέσα του πλάγιαζες
αργεί τώρα, κάτω από βρόμικα σεντόνια
αποζητώντας τα μέλη του στ’ απομεινάρια μιας θυσίας.
Οι μέρες εδώ κυλούν σαν μικρά πεπρωμένα του τίποτα
που κατεργάζονται την εκμηδένισή μου
θρυμματίζουν όλα μου τ’ άστρα
και μ’ αποδίδουν ξανά στο κενό διάστημα
στα ερωτηματικά και στους τρόμους.
Σ’ τα γράφω όλα αυτά αυτή τη νύχτα
καθώς πίνω το τελευταίο μου ποτό με τον διάβολο
και φυσάει μι’ αργόσυρτη βροχή
φορτωμένη μ’ αναμνήσεις κι αποχαιρετισμούς
και την ανία της ζωής χωρίς εσένα.

Τώρα ξέρεις γιατί δεν απαντώ
ξέρεις το τίμημα που πληρώνω.


Η δεξίωση
«Συγγνώμη, κύριε,
αλλά δεν μπορείτε να περάσετε
είστε πολύ επίσημα ντυμένος»
του είπε σε αυστηρό τόνο ο υπηρέτης
στην είσοδο του σπιτιού
όπου γινόταν η δεξίωση.
Τότε, έβγαλε το φράκο του
και φόρεσε κατάσαρκα
τα βάσανά του σαν κουρέλια
κι έτσι πέρασε ανεμπόδιστα κι αυτός
μες στο νεκρικό δείπνο.

Κλόουν την Τετάρτη την Κυριακή νεκρός
Οι έρημες πόλεις, τα φώτα που σβήνουν
σαν γέροι που κλείσαν τα μάτια και πίνουν
κι εσύ να γερνάς μες στης λήθης το ψέμα
κουφάρι απόγνωσης στου ήλιου το γέρμα.

Τα μάτια της λάμπουν σαν έναστρη νύχτα
τα χέρια της σκάβουν τον τύμβο της ήττας
κι εσύ ζητάς να βρεις ένα τέρμα
σαν χάδι χαμένο στης θλίψης το δέρμα.

Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός
στης λύπης το κατάρτι, σε σταύρωσε ο Θεός
δίχως νερό κι αγάπη σε άφησε εδώ
σαν νόθο γιο της λάσπης που κοιτάει τον ουρανό.

Διάφανα κρίνα

Κινήσανε πριν χρόνια σαν τα τρένα
που ολόφωτα διασχίζαν τα όνειρά τους
τρελά πουλιά με μάτια πληγωμένα
συντρόφευαν την άγρυπνη χαρά τους.

Μεθύσανε σε μπαρ ναυαγισμένα
μ’ αγγέλους που ‘χαν χάσει τα φτερά τους
και μοιάζαν με παιδιά εγκαταλειμμένα
που φτιάχναν βάρκες με τη χάρτινη καρδιά τους.

Στον δρόμο συναντούσαν υπνοβάτες
νεκρές ψυχές που αναζητούσαν τα κορμιά τους
σκιάχτρα που ξεδιψούσαν μ’ αυταπάτες
τρελούς που κυνηγούσαν τη σκιά τους.

Τις νύχτες κάτω απ’ τα άστρα που σπινθήριζαν
μέσα στη ρόδινη σιωπή του γαλαξία
θυμόντουσαν το σπίτι που γεννήθηκαν
και μια σκυφτή στην κάμαρα οπτασία:
τη μοίρα τους που τους κοίταζε σαν ξένους.

Κι ακούγανε φωνές που τους καλούσανε
και λέγανε τα μαύρα παραμύθια
τις ρίζες που τους κόψαν και πονούσανε
τη μοναξιά, τη μόνη τους αλήθεια.

 


Πηγή: Και τα σκυλιά κοιτούσαν δακρυσμένα Παντελής Ροδοστόγλου, Εκδόσεις Κυψέλη, 2020