Ξυπνοῦσα λουσμένη στόν ἱδρῶτα,
ἡ φωνή πνιγμένη ἀπό τόν τρόμο,
παιδί, ἔφηβος, νέα γυναίκα:
Οἱ φριχτές πέτρες τεράστιες
συγκρούονταν,θά μέ συνέθλιβαν,
ποτέ δέν θά περνοῦσα!
Κι ἐρχόσουν ἐσύ, Ἀργώ,
γοργή σάν τό συνονόματό σου καράβι,
νά μοῦ πεῖς πῶς θά περάσω:
«Δές τό περιστέρι… Πρόλαβε…,
Μόνο λίγο ἕνα φτερό του τσακίστηκε!»
Ἀστραπή κι ἐγώ περνοῦσα
θανατηφόρες πύλες.
Μ’ ἕνα φτερό τσακισμένο
πέρασε καί τοῦτος ’δῶ ὁ βίος
πού κρατάει ὅσο
ὁ ὕπνος μιᾶς νύχτας.
Καί μέ τό χάραμα,
τήν ὥρα τήν χαρίεσσα,
ἀναχωροῦμε.
Ποῦ εἶσαι,γοργό καράβι μου,
γιαγιά,νά προλάβω νά περάσω;
Ἀπαρηγόρητη εἶμαι!
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.