Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Αυστρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Αυστρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Erich Fried - Τρία ποιήματα

 ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΥΜΟΡ


Τα αγόρια

ρίχνουν

για πλάκα

πέτρες

στους βατράχους

Οι βάτραχοι

πεθαίνουν

στα σοβαρά


*


ΜΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ


Κλείδωσα τη λέξη στην καρδιά μου

φτεροκοπά

χτυπά στα πλευρά μου επάνω

είναι φυλακισμένη

Μπορώ να μιλώ πολύ

Τάισα τη λέξη

με καλό ψωμί

και κάθε είδους σάρκα

τώρα την αφήνω να φύγει

ανείπωτη

σε μια χώρα όπου το κόκκινο

κυλά ορμητικά πάνω στο πράσινο

σε μια πόλη όπου το μαύρο

πέφτει στην ολόφωτη μέρα

μαθαίνω να μιλώ πιο λίγο

ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ
Η Catherine θυμάται
κάτι που της
θυμίζει κάτι
κι όμως στην αρχή
ούτε τι
ούτε γιατί
Ύστερα καταλαβαίνει
πως ήταν μια μυρωδιά
και πιο ύστερα
μια μυρωδιά που
της θυμίζει Χριστούγεννα
όμως
όχι μυρωδιά από κερί ή έλατο
και σίγουρα όχι
μυρωδιά από φούρνισμα
Μα τότε τι;
Μα, μυρωδιά σαπουνιού
Μυρωδιά ενός υγρού σαπουνιού
που εκείνη κι ο αδερφός της
αγόραζαν τα Χριστούγεννα
για να κάνουν πελώριες σαπουνόφουσκες
Τώρα η ανάμνηση είναι
ξανά εδώ
πολύ μεγάλη
και πολύ στρογγυλή
και καθρεφτίζει το παιδικό της πρόσωπο
και λάμπει με χίλια χρώματα
και ύστερα σκάει

Από τη συλλογή: κόβοντας με τα δόντια το κεφάλι της ποίησης, Εκδόσεις Ενύπνιο, Αθήνα 2024. Μετάφραση: Γιώργος Λίλλης – Άκης Παραφέλας.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Thomas Bernhard - Μανία καταδιώξεως

 Όταν πείνασα ξαφνικά
στο Χάινμπουργκ,
πήγα σ’ ένα εστιατόριο
ερχόμενος από την Κρακοβία
και παράγγειλα
χοιρινό με κνέντελ
και μια μικρή μπύρα.
Στο ταξίδι μου στη Σλοβακία
άδειασε πάλι το στομάχι μου.
Κουβέντιασα με τον πανδοχέα,
μου είπε πως θα έπρεπε να σκοτώσουν
όλους τους Πολωνοεβραίους
χωρίς εξαίρεση καμιά.
Ήτανε ναζί.

 
Στη Βιέννη πήγα στο ξενοδοχείο Αμπάσσαντορ
και παρήγγειλα ένα κονιάκ,
ένα γαλλικό φυσικά, είπα,
ένα Μαρτέλ

και συζήτησα με έναν ζωγράφο
που έλεγε συνεχώς πως ήταν καλλιτέχνης
και πως ήξερε τι σημαίνει Τέχνη,
και πως όλος ο υπόλοιπος κόσμος δεν έχει ιδέα
τι σημαίνει Τέχνη.
Σε λίγο διαπίστωσα πως ήτανε ναζί.
 
Στο Λιντς πήγα στο καφέ Ντράξελμαγερ
για να πιω καφέ
και μίλησα με τον σεφ
για τον αγώνα Ραπίντ- Λασκ
και ο σεφ μου είπε,
πως αυτούς της Ραπίντ
έπρεπε να τους στείλουν όλους
στους θαλάμους αερίων,
πως ο Χίτλερ θα ‘χε περισσότερα να κάνει σήμερα
από όσα στον καιρό του.
Σε λίγο διαπίστωσα
πως ήτανε ναζί.
 
Στο Ζάλτσμπουργκ συνάντησα
τον καθηγητή μας των θρησκευτικών.
Μου είπε κατάμουτρα,
πως τα βιβλία μου
και γενικά ό,τι έγραψα ως τώρα
είναι σκατά,
και πως την σήμερον ημέρα
μπορεί κανείς να δημοσιεύσει
τα μεγαλύτερα σκατά,
σε μια εποχή, είπε, που είναι,
έτσι κι αλλιώς σκατένια,
στο Τρίτο Ράιχ, είπε, δεν θα μπορούσα
να κυκλοφορώ τα βιβλία μου,
και πρόσθεσε πως ήμουνα γουρούνι
και ύπουλο σκυλί
και έφαγε το σάντουιτς
με λουκάνικο που κρατούσε,
έπιασε με τα δυο  χέρια το ράσο του,
σηκώθηκε όρθιος και πήρε δρόμο.
Ήτανε ναζί.
 
Χθες έλαβα μια κάρτα από το Ίνσμπουργκ
με τη χρυσή στέγη,
όπου κάποιος είχε γράψει
χωρίς να λέει γιατί:
Όσοι είναι σαν εσένα πρέπει
να πεθαίνουν σε θαλάμους αερίων!

Περίμενε και θα δεις!
Διάβασα την κάρτα ξανά και ξανά
ώσπου άρχισα να φοβάμαι.
 

Έξι Ευρωπαίοι Ποιητές: Γκέοργκ Τρακλ, Αρσένι Ταρκόφσκι, Ρ. Μ. Ρίλκε, Τόμας Μπέρνχαρντ, Ιβάν Γκολ, Γκότφριντ ΜπενΜετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης, Gutenberg 2015.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Erich Fried - Τρία ποιήματα

ΝΥΧΤΑ

Την νύχτα
οι όρκοι χορεύουν
μ’ ανήμερες γάτες

Ό,τι απομένει
το καταβροχθίζουν τα ψάρια
το ξημέρωμα

Η νύχτα εγγράφεται
μέσα σ’ όλες τις άλλες νύχτες
η νύχτα υπεργράφεται
πάνω απ’ όλες τις άλλες νύχτες
Η αγάπη είναι αλλιώς

Η νύχτα είναι τόσο μεγάλη
όσο μακραίνει
Η νύχτα είναι τόσο σύντομη
όσο βαθαίνει
Η ζωή είναι αλλιώς

*

ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ

Πρώτα ο ήλιος
μετά μια μύγα
ίσως ένα ποντίκι
μετά όσο το δυνατόν
περισσότεροι άνθρωποι
μετά πάλι ο χρόνος

*

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΒΑΖΑΝ ΤΙΣ ΦΩΤΙΕΣ

Εσύ τι έκανες;
Τους
άφησα να φωνάζουν

Οι άλλοι τι έκαναν;
Τους
βούλωσαν το στόμα

Τι φώναζαν;
Φώναζαν
για βοήθεια

Βοήθεια για ποιον;
Κάποιες φορές πιστεύω
για μένα

Από τη συλλογή: κόβοντας με τα δόντια το κεφάλι της ποίησης, Εκδόσεις Ενύπνιο, Αθήνα 2024. Μετάφραση: Γιώργος Λίλλης – Άκης Παραφέλας.

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Thomas Bernhard - Τρία ποιήματα

 ΜΟΝΟ ΕΝΑ ΤΟΠΙΟ ΝΑ ΕΧΕΙΣ…

Μόνο ένα τοπίο να έχεις, σκέφτομαι, και ένα σπίτι,
Έναν ποταμό και τη θέα προς τα βουνά,
Και πάνω από τους ανέμους, μακριά πάνω από την κοιλάδα
Ένα βασίλειο μεγαλύτερο απ’ αυτήν τη γη.
Δεν θα αρρώσταινα, θα το άντεχα.
Θα μπορούσα τα πιο βαθιά βάθη να δω.
Θα φορούσα τον πόνο και την έσχατη ευτυχία.
Θα έβρισκα πάλι το σημείο εκκίνησης.
Έτσι σκέφτηκα χθες: έναν ποταμό, ένα σπίτι
Όπου η ζωή κυλάει και ξοδεύεται.
Έναν αγρό βαθιά μέσα στο τοπίο ομίχλης,
Ένα αλέτρι οδηγημένο απ’ το χέρι μου –
Μόνο ένα τοπίο, μόνο ένα σπίτι,
Όπου οι τάφοι ορθώνονται κόντρα στον άνεμο,
Μια χώρα πολύ βαθιά από αυτήν τη γη.
Και ζούσα με το σκοτεινό ρεύμα.

ΚΟΡΑΚΙΑ

Σύντομα θα ‘ρθει το φθινόπωρο και θα σώσει τα πουλιά,
σε σκοτεινά δωμάτια αδελφός κι αδελφή μαζεύουν
τα σπόρια για το χειμερινό γεύμα.
Στο μαύρο χωριό είναι αλυσοδεμένο το γουρούνι.
Στον αγρό ψοφάνε τα κοράκια του πόνου.
Πίνουμε την μπίρα της απελπισίας
και σταυρώνουμε τα χέρια εμπρός στην περιφρόνηση του πατέρα.
Η γη γεύεται απ’ τα κορδόνια του κρέατος.
Καπνός ανεβαίνει πάνω απ’ τις αυλές
κι αφήνει πίσω τον φόβο των μεθυσμένων γεωργών.
Η πλευρά του πηγαδιού κραυγάζει μπροστά απ’ το σάπιο παραθύρι…
Εγώ όμως δεν φοβάμαι.

ΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

Όλοι τους ρωτούσαν για το όνομα του χειμώνα,
τίναζαν τα παπούτσια μπροστά απ’ την εξώπορτα και ορμούσαν
στα τραπέζια,
μεθούσαν
και πλάγιαζαν με μια δούλα,
ώστε τα πουλιά να φτερουγίζουν από τα ζεστά φιλιά τους.
Στα βαρέλια ανάβραζε η πρώτη τους χιλιετία, αυτός τους έκανε
σκεπτικούς σαν ηλίθιες χοντροκοιλιές,
ατένισαν μακριά προς τη χώρα και πέθαναν, άσπροι, γιατί ο θάνατος
τους κατακρήμνισε
όλους με το σφυρί του,
τους σακάτεψε και αδιαφορούσε για τους θρήνους τους,
που σε λίγο, μόνοι παρατημένοι έσβησαν.
Στο έμπα του φεγγαριού, ανακάλυψε ένας ανάμεσά τους τα ίχνη
του βασιλιά των κοράκων
και έτριβε τα χέρια του πάνω από τη φωτιά,
οι άλλοι ήταν εκείνη την ώρα στα κρεβάτια τους,
στην κρεμάλα των ονείρων τους.

Πηγή: Τόμας Μπέρνχαρντ, Άπαντα τα ποιήματα. Εκδόσεις Βακχικόν. Μετάφραση: Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου, Ιωάννα Διαμαντοπούλου.

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Thomas Berhnard - Κάτω από το σίδερο του φεγγαριού



Η χρονιά είναι όπως η χρονιά πριν από χίλια χρόνια,
κουβαλάμε την στάμνα και χτυπάμε τη ράχη της αγελάδας,
θερίζουμε και δεν μπορούμε τίποτα για τον χειμώνα,
πίνουμε μούστο ενώ αγνοούμε τα πάντα
πολύ σύντομα θα μας λησμονήσουν
κι οι στίχοι πέφτουν σαν νιφάδες μπρος στο σπίτι.
Η χρονιά είναι όπως η χρονιά πριν από χίλια χρόνια,
κοιτάζουμε το δάσος λες κι είναι το αχούρι του κόσμου,
λέμε ψέματα και πλέκουμε καλάθια για μήλα και απίδια,
κοιμόμαστε ενώ έξω απ' το κατώφλι μας σαπίζουν
τα βρομισμένα μας παπούτσια.
Η χρονιά είναι όπως η χρονιά πριν από χίλια χρόνια,
τίποτα δεν γνωρίζουμε,
δεν ξέρουμε για την πτώση,
για τις βυθισμένες πολιτείες, για το πλατύ ποτάμι
που έχει ρουφήξει άλογα και ανθρώπους.

Μεταφρ. : Αλέξανδρος Ίσαρης
Έξι Ευρωπαίοι ποιητές, εκδ. Gutenberg

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Georg Trakl - Σ’ ένα παλιό λεύκωμα


Μελαγχολία που γυρνάς ξανά, μελαγχολία,
γλυκύτητα ψυχής μοναχικής.
Στο τέρμα της καίει χρυσαφένια.
Ο άρρωστος στον πόνο σκύβει ταπεινός,
μ΄ ήχους αρμονικούς, γλυκιά παραφροσύνη.
Κοίτα, σκοτείνιασε!
Νύχτα ξανά θρηνεί μια θανή
κι άλλη μια συμπάσχει.
Ριγώντας κάτω απ’ τ’ αστέρια του φθινοπώρου
Το κεφάλι κάθε χρόνο όλο και βουλιάζει.


μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Περιοδικό Ευθύνη, τ. 175, Ιούλιος 1986.

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Georg Trakl - Ο ύπνος


Καταραμένα εσείς σκοτεινά δηλητήρια, 

Λευκέ ύπνε!

Ο τόσο αλλόκοτος τούτος κήπος

Από δέντρα λυκόφεγγα

Όλο φίδια, νυχτοπεταλούδες,

Αράχνες, νυχτερίδες.

Ξένε! Ο ίσκιος σου, χαμένος

Μέσα στο βραδινό κόκκινο, 

Ένας ζοφερός κουρσάρος

Στην αλμυρή θάλασσα της κατήφειας.

Λευκά πουλιά φτερουγίζουν στις παρυφές της νύχτας

Επάνω από ατσάλινες πολιτείες, 

Που καταρρέουν


Μετάφραση: Έλενα Νούσια

Erich Fried - Έξι ποιήματα

 Χωρίς χιούμορ

Τα παιδιά
πετάνε
για πλάκα
πέτρες
στους βατράχους

Οι βάτραχοι
πεθαίνουν
στα σοβαρά

Σκοτώνοντας

Πρώτα την ώρα
μετά μια μύγα
ίσως ένα ποντίκι
μετά όσο πιο πολλούς
ανθρώπους
μετά πάλι την ώρα

Τρεις επιθυμίες

Μερικές φορές θα ήθελα
όσο γέρος είμαι, άλλο τόσο να ήμουν έμπειρος
ή έστω
όσο έμπειρος είμαι, άλλο τόσο να ήμουν έξυπνος
ή τουλάχιστον
όσο έξυπνος είμαι, άλλο τόσο να ήμουν ευτυχισμένος
όμως πιστεύω
παραείμαι χαζός για κάτι τέτοιο

Πολιτογράφηση

άσπρα χέρια
κόκκινα μαλλιά
μπλε μάτια

άσπρες πέτρες
κόκκινο αίμα
μπλε χείλη

άσπρα κόκκαλα
κόκκινη άμμος
μπλε ουρανός

Προϋπόθεση

Αν είχε νόημα
να ζεις
θα είχε νόημα
να ζεις
Αν είχε νόημα
να ελπίζεις ακόμα
θα είχε νόημα
να ελπίζεις ακόμα
Αν είχε νόημα
να θες να πεθάνεις
θα είχε νόημα
να θες να πεθάνεις
Σχεδόν το καθετί θα είχε νόημα
αν είχε νόημα

Επιγραφή

Πες πού να χαράξω
τʼ όνομά σου;
Στον ουρανό;
Είναι τόσο ψηλά
Στα σύννεφα;
Είναι τόσο φευγαλέα
Στο δέντρο
που κόβεται και καίγεται;
Στο νερό
που παρασύρει τα πάντα;
Στο χώμα
που ποδοπατείται
και μέσα του βρίσκονται μόνο
οι νεκροί;
Πες
πού
να χαράξω
τʼ όνομά σου;
Μέσα μου
και μέσα μου
κι ακόμα πιο βαθειά
μέσα μου


Μετάφραση από τα γερμανικά: Αρτέμης Μαυρομμάτης

Πηγή: ΠΟΙΕΙΝ

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023

Erich Fried - Δύο ερωτήματα


Τι είδους σοσιαλιστής
ή κομμουνιστής
είναι αυτός
που πια δεν πιστεύει
ότι ξέρει
τι ακριβώς είναι
ο σοσιαλισμός
ή ο κομμουνισμός
και πώς θα οικοδομηθεί;
Αλλά και τι είδους
σοσιαλιστής
ή κομμουνιστής
είναι αυτός
που σήμερα εξακολουθεί να πιστεύει
ότι το ξέρει;
Έριχ Φριντ ( 1921- 1988 )
Μετάφραση: Νίκος Δήμου
«ΞΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ- ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ 1957 -1982
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: GUTENBERG- 2019

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

Georg Trakl - De profundis


Είναι ένας κάμπος με καλαμιές όπου πέφτει μαύρη βροχή.
Είναι ένα καστανό δέντρο, που στέκεται εκεί μόνο του.
Είναι ένας άνεμος που σφυρίζει και σαρώνει άδειες καλύβες.
Πόσο θλιμμένο αυτό το βράδυ.
Κοντά σε ένα μικρό χωριό
Ένα γλυκό κορίτσι ορφανό μαζεύει ακόμα τα ελάχιστα στάχυα σταριού.
Τα μάτια της στρογγυλά και χρυσαφένια συνεπαρμένα μες στο σούρουπο.
Και η μήτρα της περιμένει τον ουράνιο νυμφίο.
Στον γυρισμό
Οι βοσκοί βρήκαν το τρυφερό της σώμα
Σαπισμένο μες στις αγκαθιές.
Είμαι ένας ίσκιος μακριά από τα σκοτεινά χωριά.
Ήπια τη σιωπή του Θεού
Από τη πηγή του άλσους.
Κρύο μέταλλο περνάει πάνω απ’ το μέτωπο μου
Αράχνες ψάχνουν την καρδιά μου.
Είναι ένα φως που τρεμοσβήνει στο στόμα μου.
Τη νύχτα βρέθηκα πάνω σ’ ένα σκίνο
Ξεραμένο μέσα σε σκουπίδια και αστερόσκονη
Στις φουντουκιές
Ψιθύρισαν πάλι άγγελοι από κρύσταλλο.

μετάφραση: Νίκος Ερηνάκης

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

Georg Trakl - Η καταιγίδα



Άγρια εσείς βουνά, αετών
Περήφανο πένθος.
Νέφος χρυσό
Αχνίζει πάνω από κακοτράχαλη ερημιά.
Καρτερίας σιωπή ανασαίνουν τα άγρια πεύκα
Και τα μαύρα αρνιά στο γκρεμό,
Όπου άξαφνα
Παράξενα βουβαίνεται το μπλε
Και της αγριομέλισσας το ανάλαφρο βούισμα.
Ω, εσύ λουλούδι πράσινο ‒
Ω, εσύ σιωπή!

Σαν σ΄όνειρο ανταριάζουν την καρδιά
Τα σκοτεινά στοιχειά του άγριου χειμάρρου,
Μαυρίλα
κατακλύζει ορμητικά τις ρεματιές!
Σάλος λευκών φωνών
Σε αυλές τρόμου,
Ρημαγμένοι εξώστες,
Πατέρων μήνις σφοδρή, θρήνος
Μητέρων,
Του αγοριού η χρυσή πολεμική κραυγή
Και το Αγέννητο
Βογκώντας αόμματο.

Ω οδύνη, φλεγόμενο αντίκρισμα εσύ
Της μεγάλης ψυχής!
Μα να, τώρα χτυπά στο μαύρο συνονθύλευμα
Αλόγων και αμαξών
ροδόχρωμος τρομακτικός ένας κεραυνός
Το φλύαρο έλατο.
Ψύχος μαγνητικό
Τυλίγει το αγέρωχο τούτο κεφάλι,
Χολερική κακοκεφιά
Οργίλου θεού.

Φόβε, όφι φαρμακερέ,
Μαύρε εσύ, να ψοφήσεις στις πέτρες!
Αίφνης ξεχύνονται ορμητικοί
Δακρύων χείμαρροι,
Τρικυμιά ελέους,
Ολόγυρα βοούν στις απειλητικές βροντές
Οι χιονισμένες κορφές
Και φωτιά
Εξαγνίζει τα ράκη της νύχτας.


Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

Πηγή:https://frear.gr/

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Ingeborg Bachmann - 4 Ποιήματα

 ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ

Δέντρα στα δέντρα δεν μπορώ πια να δω.
Δεν έχουν τα κλαδιά τα φύλλα που τα κρατούν στον άνεμο
Γλυκείς είν’ οι καρποί, όμως χωρίς αγάπη.
Ούτε καν που χορταίνουν.
Και τι να γίνει;
Μπροστά στα μάτια μου το δάσος δραπετεύει,
μπροστά στ’ αυτιά μου κλείνουν τα πουλιά το στόμα,
κανείς αγρός δεν γίνεται για μένα κλίνη.
Χορτάτη είμαι απ’ το χρόνο
μα τον ορέγομαι.
Και τι να γίνει;

Θα καίνε στα βουνά τις νύχτες οι φωτιές.
Να ξεκινήσω να τα πλησιάζω όλα πάλι;

Δεν βλέπω σε κανένα δρόμο μια οδό.

*

ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ

Ξέρεις, μητέρα, όταν τα μήκη και τα πλάτη
τον τόπο δεν θα αναφέρουν, πως τα παιδιά σου
από την σκοτεινή γωνιά του κόσμου θα σου γνέφουν;
Σταματάς, όπου οι δρόμοι περιπλέκονται
και διαθέσιμη είναι η καρδιά σου για όλους τους άλλους.

Δεν βαστάμε πολύ, σκορπάμε τα έργα μας
και κοιτάζουμε πίσω. Μα ο καπνός πάνω από την πυρά
δεν μας αφήνει τη φωτιά να δούμε.
Ρώτα: κανένα δεν ξανάρχεται; Οδηγημένοι προς τα κάτω
απ’ το νήμα της στάθμης,
όχι στην κατεύθυνση του ουρανού, φέρνουμε
πράγματα στο φως που εντός τους κατοικεί η εξόντωση
και η δύναμη να διασκορπιστούμε.

Όλα αυτά είναι μια απόδειξη για το τίποτα που κανένας δε ζήτησε.
Αν τη φωτιά ανάψεις εξαρχής, παρουσιαζόμαστε αγνώριστοι,
μουντζουρωμένοι, μπρος στο λευκό σου πρόσωποo.

Κλάψε! Όμως μη μας γνέφεις.

*

ΑΣΤΕΡΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΤΗ

Ακόμα απέχει η σπορά. Προβάλλουν
τα μπροστά χωράφια στη βροχή και αστέρια τον Μάρτη.
Στον τύπο άκαρπων σκέψεων
αφήνεται πειθήνια το σύμπαν όπως στο παράδειγμα
με το φως που δεν φτάνει στο χιόνι.

Θα υπάρχει και σκόνη κάτω απ’ το χιόνι
και ό,τι δεν σάπισε, της σκόνης
η μετέπειτα τροφή. Ω άνεμε που παίρνεις!
Ξανά ανοίγουν άροτρα τη μαύρη γη.
Οι μέρες θέλουν να γίνουν μακρύτερες.

Τέτοιες μέρες κάποιος μας σπέρνει ανίδεους
σε κείνες τις λοξές και ίσιες γραμμές
και τα αστέρια αποσύρονται. Προκόβουμε
ή ρημάζουμε στα χωράφια αδιάκριτα,
υπάκουοι στη βροχή κι εντέλει και στο φως.

*

ΚΑΘΩΣ ΧΤΥΠΑ Η ΟΠΛΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Καθώς χτυπά η οπλή της νύχτας, του μαύρου άλογου
μπροστά στην πύλη,
τρέμει η καρδιά μου ακόμα όπως παλιά

και τη σέλα μού πετά στον αέρα,
κόκκινη όπως το καπίστρι που ο Διομήδης μου δάνεισε.
Σφοδρός ορμά απ’ εμπρός μου ο άνεμος σε δρόμο σκοτεινό
στα δυο μοιράζοντας
τους σκούρους όγκους των σγουρών των δέντρων που κοιμούνται,
ώστε οι υγροί από το φεγγαρόφωτο καρποί
πάνω σε ώμο και σπαθί πηδάνε τρομαγμένοι.
Με υψωμένο το μαστίγιο εγώ
ένα σβησμένο αστέρι σημαδεύω.

Μοναδική φορά που συγκρατώ το βήμα,
τα άπιστα σου χείλη να φιλήσω
και τα μαλλιά σου στα χαλινάρια πιάνονται,
το υπόδημα σου σέρνεται μέσα στη σκόνη.

Και ακούω την ανάσα σου ακόμα
και τη λέξη που μ’ εκείνη  με χτύπησες.

Ingeborg Bachmann (Κλάγκενφουρτ, Αυστρία, 25 Ιουνίου 1926 – Ρώμη, Ιταλία, 17 Οκτωβρίου 1973)
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

Πηγή: Περί Ου
http://www.periou.gr/ingeborg-bachmann-4-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC%CF%86%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CF%84/?fbclid=IwAR26Y-GI2W8M8NG1kJd-0Y2yYjKV1tJvCKjyGG5cuIjJLXIzF_nb3vs4M6g

Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Georg Trakl - Μεταμορφωμένο φθινόπωρο


Πόσο βίαια τελειώνει η χρονιά
Με τους καρπούς των κήπων και το χρυσό κρασί.
Έξοχη είναι τριγύρω των δασών η σιωπή
Και στον μοναχικό κάνουνε συντροφιά.
Τότε λέει ο γεωργός: Όλα καλά.
Εσείς χαμηλοί και μακρόσυρτοι ήχοι εσπερινοί
Χαρίστε επιτέλους τη χαρά
Περνούν και χαιρετούν τα αποδημητικά πουλιά .
Είναι η γλυκιά της αγάπης εποχή.
Μέσα στη βάρκα που κατεβαίνει το γαλάζιο ποτάμι
Πόσο όμορφα στοιχίζονται οι εικόνες η μια δίπλα στην άλλη –
Όλα βυθίζονται μες στη γαλήνη και στη σιωπή

Μετφρ: Ιωάννα Αβραμίδου

Georg Trakl - Το τραγούδι Κάσπαρ Χάουζερ


Για την Bessie Loos

Αγαπούσε πράγματι τον ήλιο που πορφυρός κατέβαινε το λόφο,
Τους δρόμους του δάσους, το ωδικό ψαρόνι
Και τη χαρά του πράσινου.
Στιβαρή ήταν η κατοικία του στον ίσκιο του δέντρου
Κι η όψη του καθάρια.
Μια γλυκιά φλόγα άρθρωσε ο Θεός στην καρδιά του:
Ω, Άνθρωπε!
Σιγανά βρήκε το βράδυ το βήμα του την πόλη•
Ο σκοτεινός θρήνος του στόματός του:
Θέλω να γίνω καβαλάρης
Όμως τον καταδίωκε θάμνος και ζώο,
Σπίτι και θαμπόφωτος κήπος ανθρώπων λευκών
Και ο φονιάς του έψαχνε να τον βρει.
Έαρ και Θέρος και ωραίο το Φθινόπωρο
Του δίκαιου, το σιγανό του βήμα
Καθώς προχωρούσε στις σκοτεινές κάμαρες των νειρομένων.
Τη νύχτα έμενε μονάχος με τ’ αστέρι του
Έβλεπε το χιόνι να πέφτει πάνω στο γυμνό κλωνάρι
Και στην αμφιλύκη του διαδρόμου τον ίσκιο του φονιά
Ασημένια έπεσε τ’ αγέννητου η κεφαλή


Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου

Georg Trakl - Στη Γιοχάννα


Ακούω συχνά το βήμα σου
Να αντηχεί μέσα στο δρόμο
Στον καστανόχρωμο κηπάκο
Τη γαλαζωπή σκιά σου
Κάτω από την κρεβατίνα
Καθόμουν σιωπηλός μπρος στο κρασί
Μια σταγόνα αίματος
Έσταξε από τον κρόταφό σου
Στο τραγουδιστό ποτήρι
Δίχως τέλος η μελαγχολία.
Φυσάει από τα άστρα σαν χιόνι
Ένας άνεμος ανάμεσα στα φύλλα
Διπλό θάνατο πεθαίνει
Τη νύχτα ο άνθρωπος ο ωχρός
Το πορφυρό σου στόμα πληγή
Που μέσα μου κατοικεί
Σαν να ερχόμουν από τους πράσινους
Ελάτινους λόφους και τους θρύλους
Της δικής μας πατρίδας,
Που την ξεχάσαμε εδώ και καιρό-
Ποιοι είμαστε; Γαλάζιος θρήνος
Μιας βρυοσκεπούς πηγής
Όπου οι βιολέτες
Την άνοιξη ευωδιάζουν μυστικά
Ένα ειρηνικό χωριό το θέρος
Κάποτε προστάτευε τα χρόνια τα παιδικά
Από το δικό μας γένος,
Τώρα πεθαίνουν στον βραδινό
Λόφο οι άγγελοι οι λευκοί
Ονειρευόμαστε τον τρόμο
Του νύχτιου αίματός μας
Σκιές στην πετρωμένη πόλη

Από το βιβλίο “Γκεόργκ Τρακλ, Ένας Οδοιπόρος στον Μαύρο Άνεμο, εκδόσεις Νησίδες, 2014, σε εισαγωγή, σημειώσεις, σχόλια, μετάφραση Ιωάννας Αβραμίδου.

Κυριακή 11 Ιουνίου 2023

Georg Trakl - Στο σκοτάδι (2ο σχεδίασμα)


Τη γαλάζια άνοιξη η ψυχή σωπαίνει.
Κάτω από τα κλαδιά της εσπέρας
Το μέτωπο των εραστών βυθίστηκε σε ρίγος.
Ω, ο χλοερός σταυρός. Μέσα από μια σκοτεινή συνομιλία
Αναγνωρίστηκαν ο Άντρας και η Γυναίκα.
Πλάι στο γυμνό τείχος
Περιπλανιέται ο μοναχικός με τα άστρα του.
Πάνω στους σεληνόφωτους δρόμους του δάσους
Βούλιαζαν οι αγριότοποι
Ξεχασμένων κυνηγιών· γαλάζιο βλέμμα
Προβάλλει μέσα από ερειπωμένους βράχους.
Georg Trakl, Σκοτεινή αγάπη μιας άγριας γενιάς, Εισαγωγή – Μετάφραση: Νίκος Ερηνάκης, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011.

Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

Erich Fried - Περιγραφή



Σ' εκείνους που θάρρος θέλησα να δώσω
ακουγόταν η φωνή μου ψεύτικη
Ίσως ήθελα μόνο σε μένα
θάρρος να δώσω

Δεν πήγαινε άλλο:
έβλεπα τους φόβους μου
κι απελπιζόμουν
γιατί απελπισμένος ήμουν

Δεν μου έμενε άλλη εκλογή από το να μιλήσω
γι' αυτήν την απελπισία
Ήμουν γεμάτος από δαύτην
για να την αποσιωπήσω

Μερικοί άκουσαν
οι ίδιοι που λίγες μέρες πριν
δεν είχαν ακούσει
τις κουβέντες θάρρους
Εκείνους ήθελα να βοηθήσω
με το θάρρος μου

βοηθώ ίσως
με την απελπισία μου


Μετάφραση: Παναγιώτης Αλαβέρας
Εντευκτήριο, τεύχος 46, 1999

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

Marie von Ebner-Eschenbach - Ένα ποιηματάκι


(Από το γερμανικό της Marie von Ebner‒Eschenbach)

Ένα ποιηματάκι! Πες μου, πώς μπορείτόσον η καρδιά μας ναν το λαχταρεί;Σ’ ένα τραγούδι μέσα τί θα λάχει;

Τίποτε. Δυο λέξεις μόνο ρυθμικές,
μόνο δυο ριμούλες ταιριαστές, γλυκές,και μια ψυχήν ακέρια εντός του θα ’χει.

[Marie von Ebner‒Eschenbach]

Νηπενθή

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Georg Trakl - Ποιήματα

Σήψη

Το βράδυ που τα σήμαντρα διαλαλούν ειρήνη
Ξωπίσω είμαι απ’ των πουλιών τα θαυμαστά φτερά,
Που όπως προσκυνητών μακριές πομπές κι ευλαβικές, σε σμήνη,
Σε πλάτη φθινοπωρινά χάνονται λαγαρά.

Συνεπαρμένος απ’ αυτά το λιόγερμα στον κήπο
Τη φωτεινότερη τη μοίρα τη δική τους νοσταλγώ
Κι ούτε που νιώθω καν το ζύγωμα του χρόνου ή δείκτη κτύπο.
Πάνω απ’ τα σύννεφα λοιπόν στις διαδρομές τ’ ακολουθώ.

Χνότο ανέμου σήψης τότε με ταράζει.
Θρηνεί ο κότσυφας μες στ’ άφυλλα κλαδιά.
Σε σκουριασμένο πλέγμα κόκκινο σταφύλι τρεμουλιάζει,

Ενώ μες στον αέρα σαν θανάσιμος  ωχρών παιδιών χορός ανθίζει
Ολόγυρα σε σκούρα στόμια πηγαδιών σαθρά
Γαλάζια μια αστρομαργαρίτα παγωμένη που λυγίζει.

***

Η φρίκη

Μ’ έβλεπα να περιπλανιέμαι σε δωμάτια έρμα.
Έσερναν σε γαλάζια βάθη χορό μανιακό τα αστέρια,
Φθάναν απ’ τα χωράφια των σκυλιών δυνατά ουρλιαχτά,
Κι άγρια με λύσσα χτύπαγε ο νοτιάς της κορφής τα κλαδιά.

Μα ξαφνικά: απόλυτη γαλήνη! Άναμμα πυρετού υπόκωφο
Αφήνει φαρμακερά λουλούδια από το στόμα μου να βγουν
Και απ’ τα κλαδιά όπως από πληγή σταλάζει
Ωχρή αχνοφεγγιά δροσιάς  που πέφτει  κι όπως αίμα στάζει.

Από το πλανερό  ενός καθρέφτη το κενό
Παίρνει ένα σχήμα κάπως και υψώνεται αργό
Το πρόσωπο του Κάιν: ερεβώδες και φρικτό!

Απ’ το παράθυρο κοιτάζει το φεγγάρι σαν στο Άδειο,
Θροΐζει ελάχιστα το βελουδένιο παραπέτο,
Μόνος με το φονιά μου είμαι εκεί και στέκω.   

***

Κατάνυξη

Ό,τι απ’ τον καιρό της νιότης μου έχει διασωθεί:
Η σιωπηλή κατάνυξη, όταν ηχούν καμπάνες,
Όταν μέσα στις εκκλησιές βραδιάζουν οι βωμοί
Και ατενίζω τις γαλάζιες τους αψίδες τις πλατιές κι ουράνιες.

Τις νότες απ’ το Όργανο εκεί τις βραδινές,
Το σβήσιμο το σκοτεινό των ήχων στις πλατείες,
Τον παφλασμό σιντριβανιών ήρεμο κι απαλό
Που ηχεί όπως παιδιών γλυκές κι άγνωρες ομιλίες.

Γαλήνιο σαν σε όνειρο με βλέπω να σταυρώνω
Τα χέρια μου και να ψελλίζω  προσευχές που έχω καιρό να πω,
Το βλέμμα απ’ την αλλοτινή βαρυθυμία ν’ αμαυρώνω.  

Τότε μέσα απ’ τη σύγχυση εικόνων απαυγάζει
Μια γυναικεία μορφή μέσα σε μαύρα πέπλα πένθους ,
Και ένα ρίγος μιαρό από κύπελλο μέσα μου να αδειάζει.   

***

Ψυχή της ζωής

Μαλακά τα φύλλα η σήψη ένα γύρω σκουραίνει,
Σε δάσος μέσα  κατοικεί η σιωπή της πλατειά.
Σαν φάντασμα θα μοιάζει ένα χωριό σε λίγο να γέρνει.
Της αδελφής το στόμα ψιθυρίζει από μαύρα κλαδιά.

Ο μόνος σύντομα θα αλλαξοδρομήσει,
Ίσως ένας βοσκός σε σκοτεινά μονοπάτια.
Σιγά  ένα ζώο από δέντρων τόξα να βγει θα τολμήσει,
Διάπλατα αντίκρυ στο Θείο ανοίγουν τα μάτια.

Αργά το ποτάμι γαλάζιο κυλά,
Διαγράφονται σύννεφων όγκοι το δείλι ΄
Η ψυχή όπως άγγελος κι εκείνη σιωπά.
Εφήμερα πλάσματα καταρρέουν σαν ύλη.  

***

Εκθαμβωτικό φθινόπωρο

Έτσι τελειώνει η χρονιά επιβλητικά
Με ολόχρυσο κρασί και με καρπούς ο κήπος.
Ολόγυρα σιωπούν τα δάση θαυμαστά
Και είναι του μοναχικού ο συνοδός και φίλος.

Είναι τότε που λέει ο αγρότης: αρκετά,
Καμπάνες σεις ηχήσετε  αργόσυρτα το δείλι,
Καλό κουράγιο δώστε μέχρι τέλους σιγανά.
Και χαιρετάνε τα πουλιά που φεύγουν σε ταξίδι.

Είναι η ώρα της αγάπης η γλυκιά.
Μέσα στη βάρκα που το γαλανό ποτάμι κατεβαίνει
Τι όμορφα που στέκουν οι εικόνες  στη σειρά  –
Κι η πλάση είναι σε σιωπή και ησυχία βυθισμένη.

Στις κόκκινες φυλλωσιές με τις κιθάρες…

Με τις κιθάρες μες στην κόκκινη τη φυλλωσιά
Τα κίτρινα μαλλιά των κοριτσιών κυματίζουν
Στο φράχτη, όπου οι ηλίανθοι ανθίζουν
Και μια χρυσή καρότσα μες στα σύννεφα πετά.

Στην ησυχία σωπαίνουν σ’ ένα ίσκιο παχύ
Εκείνοι οι γέροι αγκαλιά σα χαζοί.
Γλυκά την εσπέρα τα ορφανά τραγουδούν.
Σε κίτρινη μπόχα οι μύγες βομβούν.

Πλένουν γυναίκες στο ρυάκι ακόμα.
Τα άσπρα λινά ανεμίζουν κρεμασμένα.
Κι εκείνη η μικρή που αρέσει σε μένα
Στης μέρας έρχεται πάλι το γιόμα.

Από χλιαρό ουρανό σπουργίτια ορμούν
Σε πράσινες τρύπες γεμάτες σαπίλα να μπουν.
Τον πεινασμένο, πως θα φάει, ξεγελά η οσμή
Από μπρούσκο μπαχάρι κι η ευωδιά από ψωμί.  

***

Το βράδυ της καταιγίδας

Ω, οι ώρες του βραδιού οι πορφυρές!
Φέγγουν αχνές στο παράθυρο το ανοικτό και χορεύουν
Κληματαριάς ανάκατες  στριμμένες φυλλωσιές,
Τρομακτικά φαντάσματα  στο σπίτι εμφωλεύουν.

Σκόνη λικνίζεται στην απόπνοια του βούρκου.
Πέφτοντας τρίζει ο αέρας στα τζάμια.
Και όπως κοπάδι από άγρια άτια
Οι αστραπές διασχίζουν στριγκές συννεφιές.

Με θόρυβο σχίζεται της λίμνης ο πάγος.
Και κράζουνε γλάροι δυνατά  στο πρεβάζι
Πυρός καβαλάρης απ’ το λόφο καλπάζει
Κι αναφλέγεται πέφτοντας στο ελατοδάσος.

Οι άρρωστοι στο νοσοκομείο ουρλιάζουν.
Οι φτερούγες της νύχτας βοούν γαλανές.
Και απότομα στάλες βροχής σπίθες βγάζουν
Χτυπώντας σα θύελλα σπιτιών τις σκεπές.

***

Tα κοράκια

Πάνω απ’ τη μαύρη τη γωνιά πετώντας βιάζουν
Το μεσημέρι τα κοράκια και κράζουν ξερά.
Ο ίσκιος τους από μίας λαφίνας το πλάι περνάει ξυστά
Και άλλοτε κακόκεφα  τα βλέπει κανείς να ησυχάζουν.

Ω, πως ταράσσουν τη σιγή την  καφετιά,
Στο χωράφι σα θάμπος που απλώνει,
Όπως  γυναίκα που  βαρύ προαίσθημα πλακώνει,
Και κάποτε ακούγεται η κραξιά

Για ένα ψοφίμι που κάπου μυρίζουν,
Και ξαφνικά προς το βορρά αντιγυρίζουν
Και χάνονται ίδια με πομπή νεκρική
Μέσα σε αιθέρες  που αδηφάγα λαγνεία τους ριγεί.

Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης.

Αναδημοσίευση από: https://tokoskino.me/2017/01/23/georg-trakl-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-2/

Edouard Vuillard - Τhe Window