ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ
Δέντρα στα δέντρα δεν μπορώ πια να δω.
Δεν έχουν τα κλαδιά τα φύλλα που τα κρατούν στον άνεμο
Γλυκείς είν’ οι καρποί, όμως χωρίς αγάπη.
Ούτε καν που χορταίνουν.
Και τι να γίνει;
Μπροστά στα μάτια μου το δάσος δραπετεύει,
μπροστά στ’ αυτιά μου κλείνουν τα πουλιά το στόμα,
κανείς αγρός δεν γίνεται για μένα κλίνη.
Χορτάτη είμαι απ’ το χρόνο
μα τον ορέγομαι.
Και τι να γίνει;
Θα καίνε στα βουνά τις νύχτες οι φωτιές.
Να ξεκινήσω να τα πλησιάζω όλα πάλι;
Δεν βλέπω σε κανένα δρόμο μια οδό.
*
ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ
Ξέρεις, μητέρα, όταν τα μήκη και τα πλάτη
τον τόπο δεν θα αναφέρουν, πως τα παιδιά σου
από την σκοτεινή γωνιά του κόσμου θα σου γνέφουν;
Σταματάς, όπου οι δρόμοι περιπλέκονται
και διαθέσιμη είναι η καρδιά σου για όλους τους άλλους.
Δεν βαστάμε πολύ, σκορπάμε τα έργα μας
και κοιτάζουμε πίσω. Μα ο καπνός πάνω από την πυρά
δεν μας αφήνει τη φωτιά να δούμε.
Ρώτα: κανένα δεν ξανάρχεται; Οδηγημένοι προς τα κάτω
απ’ το νήμα της στάθμης,
όχι στην κατεύθυνση του ουρανού, φέρνουμε
πράγματα στο φως που εντός τους κατοικεί η εξόντωση
και η δύναμη να διασκορπιστούμε.
Όλα αυτά είναι μια απόδειξη για το τίποτα που κανένας δε ζήτησε.
Αν τη φωτιά ανάψεις εξαρχής, παρουσιαζόμαστε αγνώριστοι,
μουντζουρωμένοι, μπρος στο λευκό σου πρόσωποo.
Κλάψε! Όμως μη μας γνέφεις.
*
ΑΣΤΕΡΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΤΗ
Ακόμα απέχει η σπορά. Προβάλλουν
τα μπροστά χωράφια στη βροχή και αστέρια τον Μάρτη.
Στον τύπο άκαρπων σκέψεων
αφήνεται πειθήνια το σύμπαν όπως στο παράδειγμα
με το φως που δεν φτάνει στο χιόνι.
Θα υπάρχει και σκόνη κάτω απ’ το χιόνι
και ό,τι δεν σάπισε, της σκόνης
η μετέπειτα τροφή. Ω άνεμε που παίρνεις!
Ξανά ανοίγουν άροτρα τη μαύρη γη.
Οι μέρες θέλουν να γίνουν μακρύτερες.
Τέτοιες μέρες κάποιος μας σπέρνει ανίδεους
σε κείνες τις λοξές και ίσιες γραμμές
και τα αστέρια αποσύρονται. Προκόβουμε
ή ρημάζουμε στα χωράφια αδιάκριτα,
υπάκουοι στη βροχή κι εντέλει και στο φως.
*
ΚΑΘΩΣ ΧΤΥΠΑ Η ΟΠΛΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Καθώς χτυπά η οπλή της νύχτας, του μαύρου άλογου
μπροστά στην πύλη,
τρέμει η καρδιά μου ακόμα όπως παλιά
και τη σέλα μού πετά στον αέρα,
κόκκινη όπως το καπίστρι που ο Διομήδης μου δάνεισε.
Σφοδρός ορμά απ’ εμπρός μου ο άνεμος σε δρόμο σκοτεινό
στα δυο μοιράζοντας
τους σκούρους όγκους των σγουρών των δέντρων που κοιμούνται,
ώστε οι υγροί από το φεγγαρόφωτο καρποί
πάνω σε ώμο και σπαθί πηδάνε τρομαγμένοι.
Με υψωμένο το μαστίγιο εγώ
ένα σβησμένο αστέρι σημαδεύω.
Μοναδική φορά που συγκρατώ το βήμα,
τα άπιστα σου χείλη να φιλήσω
και τα μαλλιά σου στα χαλινάρια πιάνονται,
το υπόδημα σου σέρνεται μέσα στη σκόνη.
Και ακούω την ανάσα σου ακόμα
και τη λέξη που μ’ εκείνη με χτύπησες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου