Στη Μαργαρίτα Μάνσο
-Τί είναι κείνο που όλο λάμπει
πάνω στους ψηλούς διαδρόμους;
-Κλείσε πια την πόρτα γυιέ μου,
έντεκα είναι περασμένες.
-Μες στα μάτια μου, άθελά μου,
λάμπουν τέσσερα φανάρια.
-Θα’ναι που οι άνθρωποι εκείνοι
το χαλκό τους καθαρίζουν.
***
Σκόρδο απ’ ασήμι αγωνίας
η φθίνουσα σελήνη, βάζει
κίτρινα βάζει τα μαλλιά
πάνω στους κίτρινους τους πύργους.
Η νύχτα τρέμοντας χτυπάει
πάνω στων μπαλκονιών τα τζάμια
και χίλια την ακολουθάνε
σκυλιά που ούτε που την ξέρουν,
κι οσμή κρασιού και κεχριμπάρι
έρχεται από τους διαδρόμους.
***
Αύρες από υγρό καλάμι
και θόρυβος φωνών αρχαίων
αντηχούσαν απ’ το τόξο
των μεσάνυχτων σπασμένο.
Βόδια και ρόδα αποκοιμιούνταν.
Και μονάχα στους διαδρόμους
τέσσερα φώτα που κραυγάζαν
με τη λύσσα του Άη Γιώργη.
Θλιβές γυναίκες της κοιλάδας
το αντρικό του αίμα φέρναν,
ήσυχο από άνθος κομμένο
και πικρό από μηρό νέου.
Γριές του ποταμού γυναίκες
έκλαιγαν στα ριζά του όρους
ένα απροσπέλαστο λεπτάκι
των μαλλιών και των ονομάτων.
Προσόψεις από ασβέστη κάναν
τετράγωνη κι άσπρη τη νύχτα.
Τα Σεραφείμ και οι Τσιγγάνοι
παίζανε τ’ακορντεόν τους.
-Μάνα, σαν εγώ πεθάνω
όλοι οι κύριοι να το μάθουν.
Τηλεγραφήματα γαλάζια
ρίξε απ΄το Βορρά ως το Νότο.
Εφτά οι κραυγές, εφτά το αίμα,
εφτά λουλούδια από αφιόνι
σπάσαν συμπαγείς σελήνες
στα σκοτεινά μέσα σαλόνια.
Γεμάτη με κομμένα χέρια
και στεφανάκια από λουλούδια,
πέρα η θάλασσα των όρκων
δεν ξέρω πού, αλλά αντηχούσε.
Κι ο ουρανός έδινε χτύπους
στον τραχύ ψίθυρο του δάσους,
ενώ κλαίγονταν τα φώτα
πάνω στους ψηλούς διαδρόμους.
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου