Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον
Το ποίημα
ά το ποίημα — έλεγε —
μια συνουσία αέναη
σημεία στίξης τίποτα
τελεία καμιά
μοσκοβολιά της γης
κοπριά και λεμονάνθι
και σπέρμα
ηή αξίνα και το φτυάρι
πάνω στο μάρμαρο
διπλή δουλειά
άλλο μη λες
ο έρωτας ένας.
Αθήνα 22. Ι. 80
Α ανεξάντλητο — λέει —
ανεξάντλητο
το ανθρώπινο σώμα
πηγμένος ουρανός
κόκκινος ουρανός
βυθίζεσαι
κλαδί δεν έχεις να πιαστείς
γη να πατήσεις
πηγμένος ουρανός —
για ν’ ανοιχτούνε τα φτερά σου
πρέπει να βγεις.
Αθήνα, 6.II.80
Έσμιξαν τα χείλη
τις γλώσσες
το σάλιο τους
το σάλιο τους έπηζε
έτσι έπλασαν
ένα θεό
μικρές μαργαρίτες
στο τρίχωμα του στήθους του
ένα ψωμί στα γόνατά του
κι ό διαβήτης καρφωμένος
στο κέντρο του χάρτη —
ο κόσμος είναι κύκλος.
Αθήνα, 12.11.80
Πεινάνε τα μάτια
πεινάνε τ’ αυτιά τα ρουθούνια
το στόμα η γλώσσα
πεινάει το σώμα
οσμίζεται αφουγκράζεται ψάχνει
τα γόνατα τα ρούχα τις τσέπες
τη μορφή τ’ άλλο σώμα
τα ματόκλαδα ένα ένα
αγάλματα τρέχουν τις νύχτες
άνθρωποι με σημαίες
φανοστάτες
το σώμα αμετάπειστο ψάχνει
τις κλειδώσεις της μιας χειρονομίας
πάνω απ’ το θάνατο ψάχνει
μέσα στο θάνατο
ακούει τις σταλαματιές της βρύσης
μες στον μαρμάρινο λουτρώνα
με τις μεγάλες κόκκινες πετσέτες
μουσκεμένες.
Αθήνα 16.ΙΙ.80
Ταξίδια εικόνες άνθρωποι
μια γυναίκα με ομπρέλα
ήχοι από καμπανοκρουσίες
7 το βράδυ
μέσα σε σκοτεινά αλλαντοπωλεία
σε καπνοπωλεία
μια καρέκλα
δυό στρατιώτες
ο αντίχειρας του Ορέστη
σ’ ένα πλήκτρο του πιάνου
στο ημίφωτο του σύθαμπου —
αυτό που λέμε ομορφιά
αυτό ‘ναι — λέει —
αυτό που ετοιμάζει το σπέρμα
παύση του χρόνου
διάρκεια —
άραγε λίγο πιο μακριά;
πιο κοντά;
Διακοφτό 17.80
Λιμάνια πόλεις
ανάβουν τα φανάρια τους
ένα σκυλί στέκεται
έξω απ’ την πόρτα
δυό λαθρέμποροι
μπροστά στο τελωνείο
κόκκινες γυναίκες
μαύροι αχθοφόροι
αυτός
κρύβεται πίσω απ’ το σώμα του
παρατηρεί ξένος
λαθρεπιβάτης της νύχτας μας
ξένος να λέει — τί ξένος; —
μες στα βρεγμένα φώτα
υπάκουος επιστρέφει
κουρντίζει το ρολόι του
9 και 5′ περίλυπο αίμα βράδυ
σε απόβροχο.
Αθήνα, 19.11.80
Το σώμα σου στην αμμουδιά
η άμμος κολλημένη στη σάρκα σου
η άμμος στα χέρια μου
στη γλώσσα μου
να σε ανακαλύπτω
πίσω απ’ το λεπτότατο εμπόδιο
κι’ η άμμος να πέφτει απ’ τα μαλλιά μας
να κατακάθεται στο βυθό της σιωπής
κ’ εμείς
ωραίοι φρεσκολουσμένοι
απ’ τα δικά μας νερά αναδυμένοι
στο φώς και στο σώμα
τούτης της Γής.
Αθήνα, 23.11.80
Την έβδομη μέρα
(μάλλον την όγδοη)
μετά τη φυγή σου
(μετά το θάνατό μου)
γεννήθηκε ο άνθρωπος
η φυσαρμόνικα
και μια πεταλούδα
όχι κόκκινη
άσπρη
με μικρά μαύρα στίγματα —
ήμουν ελεύθερος.
Αθήνα 25.ΙΙ.80
Γυμνό σώμα
Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.
Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.
Η γλώσσα μου στο στόμα σου,
η γλώσσα σου στο στόμα μου —
σκοτεινό δάσος
οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.
Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.
Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ’ αυτί σου
τόσο μικρό και τρυφερό
πώς χωράει
όλη τη μουσική;
Ηδονή —
πέρα απ’ τη γέννηση,
πέρα απ’ το θάνατο•
τελικό κ’ αιώνιο
παρόν.
Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ό κόσμος.
Κάτω απ’ όλες τις λέξεις
δυό σώματα ενώνονται
και χωρίζουν.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πώς πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;
Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.
Ενώνεται.
Τώρα
με τη δική σον αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ό σφυγμός μου.
Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
* * *
Το σώμα σου
μ’ εκτοπίζει,
με περιέχει.
Πλαγιάζω κ’ εγείρομαι
μέσα σου.
Τ απόκρυφα όργανα
σημαίνουν
έξω απ’ το χρόνο.
Πλοία με φώτα
έρχονται, φεύγουν
δε σφυρίζουν.
Έρωτας,
η βαθειά τομή —
αυτό που ονειρευτήκαμε
μισό στην άγνοια,
μισό στο απόλυτο,
εδώ.
* * *
Η κάθε σου χειρονομία
έχει αφήσει
πάνω στο τραπέζι,
μες στο ντουλάπι,
κάτω απ’ το προσκέφαλο,
ένα μικρό κιβώτιο μουσικής.
Ακούω μόνος.
Όλη νύχτα
τ’ όνομά σου
κελαϊδάει μέσα στο στόμα μου,
πίνει το σάλιο μου,
με πίνει.
Τ’ όνομά σου.
Απ’ το τηλέφωνο
ακούω να ρίχνεις
ένα ένα τα ρούχα σου
στο πάτωμα. Τελευταίο
το δαχτυλίδι σου.
* * *
Γυμνό το σώμα σου,
αυθεντικό —
τελεσίδικη απάντηση
στο τίποτα.
Έλα.
Πέντε ποτήρια,
γεμίζουν, αδειάζουν.
Με το μολύβι τα χτυπώ —
ήχο τον ήχο
η ιστορία.
Ήθελα κάπου να τα πω,
να τα μοιράσω —
τόσο μεγάλα.
Δεν τα είπα.
Ασφυκτικά μεγάλωσα,
μόνος.
* * *
Ένα μεγάλο ρόδο
ανεβαίνει ασυντρόφιαστο
στα σκοτεινά.
Χτυπάει ή πόρτα.
Χτυπάει το τηλέφωνο.
Τίποτα.
Λείπουμε.
Οι δυό μαζί
λείπουμε.
Κι η συνωμοτική βροχή.
Του σώματος σου το σχήμα
μες στις παλάμες μου
πηλός,
γίνεται υδρία,
λήκυθος,
εννέα αγάλματα
κ’ ένας αητός.
Τα χέρια μου σε θυμούνται
π ιό βαθιά απ’ τη θύμηση.
Τα σώματα αρνούνται τις λέξεις.
Γυμνά κι αμίλητα
συνεννοούνται.
Οι δυό πέτρινες σφίγγες
κοιτάζονται.
Απ’ τα χείλη τους ρέει
το γαλανό νερό.
Γδυθήκαμε.
Κλείσαμε έξω απ’ την πόρτα
τα σπίτια, τα σκυλιά,
τους κήπους, τ’ αγάλματα,
το θάνατο.
Το ξέρεις
Εκείνα τα δυό κάστανα
μένουν ακόμη
επάνω στο γυμνό τραπέζι.
Σ’ αγαπώ.
Πώς ζουν οι πεθαμένοι
χωρίς έρωτα;
Βαθειά συνουσία.
Πόλεις γκρεμίζονται,
άλογα καλπάζουν,
φανοστάτες πέφτουν,
άηχα, άηχα.
Θηλάζεις τον αντίχειρα μου
βρέφος, και τρέφεσαι,
και τρέφομαι.
* * *
Νέφος το ποίημα,
μπορεί και φως, —
σώμα δεν έχει.
Στο σώμα σου υπάρχω.
0που κι αν βρίσκεσαι
πλάι μου είσαι.
Σφίγγω τη ζώνη σου
στη μέση μου.
Βαθειά μου περηφάνια.
Όσα είπαμε,
όσα δεν είπαμε
υποβαστάζουν το ποίημα.
Στο αέτωμα
ένα ψηλό κυπαρίσσι
ανάμεσα
σε δυό μαρμάρινα άλογα.
* * *
Όταν ακουμπούσες το χέρι σου
στο γόνατο μου ή στον ώμο μου
ή στη μέση μου
άλλαζε στάση ό κόσμος.
Μακραίνει ο χρόνος,
μακραίνεις.
Η εικόνα σου ασάλευτη
στο μέσα τοίχο.
Ακούω.
Κάτι ραγίζει
στο ξύλο, στο τζάμι,
στον καθρέφτη
Όταν συναντηθούμε πάλι
θάμαστε οι ίδιοι;
Και βέβαια
υπάρχουν κι άλλα χρώματα
κι άλλα τοπία.
Στη μέση του ύπνου μου θυμάμαι.
Και ξυπνώ.
Τώρα
προς ποιά πλευρά του ορίζοντα
τα μαλλιά σου ανεμίζουν;
Ούτε Απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.
* * *
Σάρκινος λόγος
Όταν λείπεις, δεν ξέρω που είμαι. Το σπίτι αδειάζει. Οι κουρτίνες ανεμίζουν έξω απ’ τα παράθυρα. Κλειδιά στο τραπέζι. Στο πάτωμα χάμω
βαλίτσες ανοιχτές από παλιά ταξίδια, με παράξενα κοστούμια
ενός θιάσου πού κάποτε θριάμβευσε κι αργότερα διελύθη •
η ωραία πρωταγωνίστρια αυτοκτόνησε μια νύχτα πάνω στη σκηνή.
Όταν λείπεις,
έξω στους δρόμους τρέχουν στρατιώτες• γυναίκες φωνάζουν
κροτούν τα βαριά μηχανοκίνητα σφυρίζουν οι σειρήνες •
περνούν τ’ ασθενοφόρα, σταματούν οι νοσοκόμοι στα άσπρα
μαζεύουν τραυματίες απ’ την άσφαλτο, μαζεύουν κ’ εμένα,
με μεταφέρουν σ’ ένα κάτασπρο νοσοκομείο χωρίς κρεβάτια
κλείνω τα μάτια σαν παιδί πολιορκημένο απ’ το επικίνδυνο άσπρο.
Μια νοσοκόμα
έχει μείνει στον κήπο, πλάι στο σιντριβάνι σκύβει και μαζεύει
κάτι λευκά λουλούδια που ‘ριξε ο αέρας απ’ τις ακακίες. Και, να, που
ανοίγει ή πόρτα•
μπαίνεις εσύ μ’ ένα καλάθι• — μυρίζουν τα ώριμα αχλάδια.
Κοιμάσαι; — λέει ή φωνή σου. Κοιμάσαι μόνος; Δε με περιμένεις;
Ανοίγω τα μάτια. Κ’ είναι εδώ τό σπίτι. ΑΓ’ είμαι εδώ. Κ’ οι δυό πολυθρόνες.
Κόκκινες πολυθρόνες. Και τί σπίρτα στο τραπέζι.
Ω, κατάλευκο φώς• ώ, κόκκινο αίμα, αγάπη, αγάπη.
Αθήνα 16.11.81
***
Ολόκληρο με πήρες. Ο θάνατος πια δε θα χει τίποτα να πάρει.
Μέσα στο σώμα σου αναπνέω. Χίλια αγόρια έχω σπείρει στον ιδρωμένο
αγρό σου
χίλια άλογα καλπάζουν στο βουνό, σέρνοντας πίσω τους ξεριζωμένα ελάτια,
κατηφορίζουν ως τα πρόθυρα της πολιτείας, υψώνουν το κεφάλι,
κοιτούν με τ’ αμυγδαλωτά μαύρα τους μάτια την Ακρόπολη, τους ψηλούς
φανοστάτες,
Ανοιγοκλείνουν τα κοντά τους τσίνορα. Τα πράσινα, κόκκινα σήματα
τούς φέρνουν
σε μια δυσάρεστη αμηχανία. Κι αυτός ο τροχονόμος
κουνάει τα χέρια του σαν για νι κόψει έναν αόρατο καρπό απ’ τη νύχτα
ή να πιάσει απ’ την ουρά ένα αστέρι. Στρέφουν τη ράχη
σαν ηττημένα σε μια μάχη που δε δόθηκε. Κι άξαφνα
τινάζουν πάλι τί χαίτη και καλπάζουν προς τη θάλασσα. Στο λευκότερο
απ όλα
καβάλα εσύ γυμνή. Σε φωνάζω. Στα στήθη σου
χιαστί ζωσμένα δυό κλωνάρια κισσού. Ένα σαλιγκάρι
ακινητεί στα μαλλιά σου. Σε φωνάζω, αγάπη. Τρεις ξενυχτισμένοι χαρτοπαίχτες
μπαίνουν στο γαλατάδικο της γειτονιάς. Ξημερώνει.
Σβήνουν τα φώτα της πόλης. Το μεγάλο ωχρό χύνεται λείο
πάνω στο δέρμα σου. Είμαι μέσα σου. Φωνάζω από μέσα. Σε φωνάζω
εδώ πού συγκλίνουν τα ποτάμια βουίζοντας κι ό ουρανός κυλάει
μες στο ανθρώπινο σώμα, ανεβάζοντας μαζί του
τά θνητά πλάσματα και πράγματα — αγριόπαπιες, παράθυρα, βουβάλια,
τα θερινά σαντάλια σου, το να βραχιόλι σου, έναν αχινιό,
δυό περιστέρια,
στόν ανοιχτό περίβολο μιας ανεξήγητης κι αζήτητης αθανασίας.
Αθήνα, 17.11.81
***
Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για ήλους, ορατή μόνο σ’ εμένα.
Καλυμμένη οπ τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο οπ τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών. Οι πόροι σου εκπέμπουν
φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα. Αρθρώνονται απόρρητες λέξεις.
Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ τη πράξη του έρωτα. Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει πάνω απ τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ, τα ναυτικά οινομαγειρεία.
Πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο. Μια γυάλινη σφαίρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου. Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει
σε μία τρικυμία φυσημένη απ την αναπνοή του σώματός σου. Μὴ φεύγεις. Μη φεύγεις.
Τόσο υλική, τόσο άπιαστη. Ένας πέτρινος ταύρος
πηδάει απ’ το αέτωμα στα ξερά χόρτα. Μια γυμνή γυναίκα ανεβαίνει
τη ξύλινη σκάλα
κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό. Ὁ ατμός της κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον αέρα
ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία. Φυλάξου.
Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου. Το τρίχωμα
της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει.
Γίνεται μία έγκυος αρκούδα ἡ κουβέρτα. Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ ᾿ το χρόνο κι απ ᾿ το θάνατο πέρα,
σε μια μοναχική παγκόσμια ένωση. Τί όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου.
Αθήνα 18.11.81
Αναδημοσίευση από: ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου