Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Béranger Pierre-Jean de. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Béranger Pierre-Jean de. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Pierre-Jean de Béranger - Ο καλός θεός

 Ο καλός θεός

Μια μέρα με το σκούφο της νυκτός,
εβγήκε στ’ ουρανού το παραθύρι,
κι εκοίταζε αφρόντιστα ο Θεός
 τους κόσμους και τους τόπους που είχε σπείρει.
«Μη χάθηκ’ η γη», είπε, και κοιτά
την είδε σε μια κόχη να γυρνά·
εγέλασε, κουνεί την κεφαλή,

και λέει με πονήρια και με χάρη:

«Αν ξέρουν το τι κάνουν εδ’ εκεί.

ο διάβολος, παιδιά μου, να με πάρει

 να με πάρει».
 
«Βρε, άνθρωποι, τι πράγματα κουτά

εμπήκαν στο μυαλό σας εκεί κάτω!»

(είπ’ ο Θεός κι ερούφηξε μεμιά
 ένα βαθύ ποτήρι ρετσινάτο).
«Για σας ότι φροντίζω δα πολύ
νομίζετε πως έχω συλλογή
τι κάνει το φτωχό σας το κουφάρι,

εκεί όπου παράμερα γυρνά!

Της γης σας να βαστώ το χαλινάρι

αν σκέφθηκα ποτέ, μωρέ παιδιά,

ο διάβολος, σας λέω, να με πάρει
 να με πάρει.
 
Σας έδωκα, ως βλέπω, του κακού

κρασί, γυναίκες, τόσες ευτυχίες,

και θέλετε το πράμα του αλλουνού
 και κάνετε πολέμους, εκστρατείες·
ξεσχίζεσθε σαν όρνια στ’ όνομά μου
φωνάζετε πως είστε στράτευμά μου
και λέτε πως σας βοηθώ κι εγώ·

αν ξέρω τι θα πει σπαθί, κοντάρι,

αν έκαμα ποτέ τον στρατηγό,

ο διάβολος, παιδιά μου, να με πάρει

 να με πάρει.
 
Σε στόφες και χρυσάφια βουτημένοι,

σε θρόνους με διαμάντια καρφωτοί,

με μούτρα λαδωμένα, φουσκωμένοι

σαν κόκοροι, τι ζώα είν’ αυτοί;

Τους λέτε βασιλιάδες και σαν λύκοι,

βυζαίνουν σας τα άκακα αρνιά,

και λεν πως ευλογώ το καμιτσίκι

που έχουν για τη ράχη σας – χαμπάρι

αν έχω για τα πράγματα αυτά,

ο διάβολος, παιδιά μου, να με πάρει

 να με πάρει.
 
Εκείν’ οι άλλοι μαύροι πειρασμοί

μου χάλασαν τη μύτη από λιβάνι,

θα κάμουν τη ζωή σαρακοστή,
 φωνάζουν, — πως αν δεν μεταλαμβάνει
ο άνθρωπος, θα πάει θετικά
στην κόλαση· πως έχουν τα κλειδιά
του ουρανού, και τρέχουν με καμάρι

να δώσουν ευχές και ευλογίες·

αν ξέρω απ’ αυτές τες ιστορίες

ο διάβολος, παιδιά μου, να με πάρει

 να με πάρει.
 
Για ύστερη σας δίνω συμβουλή

ν’ αφήσετε, παιδιά, αυτές τες τρέλες!

Αν θέλετε να σώστε την ψυχή,
 χαρείτε το κρασί και τες κοπέλες!
Προσέξετε, σας προειδοποιώ,
γιατί σας πνίγω πάλι στο νερό!
Ταρτούφοι, δημοκόποι, μακριά!

Εάν ποτέ πατήσει το ποδάρι

στο σπίτι μου αυτ’ η σφηκοφωλιά,

ο διάβολος, παιδιά μου, να με πάρει

 να με πάρει».
 
 μτφρ. Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος
(Ζαν Μορεάς)
(1856-1910)
......................................................................................................................................................................

Ο Θεούλης μας

Μια μέρα ο Θεούλης μας, από ευγένειά του,
Ανοίγει τα ουράνια, ψηλά παράθυρά του,
Μπροβαίνει μια τη μύτη του και κατά δώθε σκύβει,
Από τον ύπνο μαχμουρλής τα δυο του μάτια τρίβει,
Και λέει: «Να μη χάθηκεν εκείν' η σβούρα γη τους»
Μα σε μιαν άκρη τ' ουρανού τη βλέπει και μπαλάρει
Και λέει τότε «αλί τους!
Στον κόσμο τους τί γίνεται, αν παίρνω γω χαμπάρι,
Στην πίστη μου, μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,»
Ο διάολος να με πάρει!

Άσπροι ή μαύροι, παρδαλοί, ψημένοι, παγωμένοι,
Θνητοί που είστ' από ταμέ τόσο μικροί πλασμένοι,
—Φωνάζει, σαν τον δάσκαλο που τα παιδιά παιδεύουν—
Λεν πως εγώ σας κυβερνώ… βρε σεις σας κοροϊδεύουν!
Βλέπετε δόξα σ' ο Θεός! και υπουργούς ακόμα
Έχω, μ' ανίσως ένα δυο δε διώξ' απ' το κελλάρι,
Να φέρω άλλο κόμμα,
Να παίρνει από κάθε τι που γίνεται, χαμπάρι,
Στην πίστη μου, μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,
Ο διάολος να με πάρει.

Μα δε σας έδωκ' αγαθά να ζήτε εν ειρήνη,
Κοπέλλες όμορφες, κρασί καθένας σας να πίνει;
Πώς, κάτ' από τη μύτη μου, μιας σπιθαμής ντζουτζέδες
Μου βγαίνετε συχνά, πυκνά για πόλεμο ιραντέδες,
Και με βαπτίζετε θεό της μάχης, του πολέμου,
Θεό που λες και για καυγά κρεμνάει το ζουνάρι…
Αν πάλεψα ποτέ μου,
Αν έχω από πόλεμο, μωρέ παιδιά χαμπάρι,
Σας λέω μα την πίστη μου, ο διάολος να με πάρει,
Ο διάολος να με πάρει.

Αυτοί οι νάνοι πούχετε οι χρυσοστολισμένοι,
Οι σε θρονιά περήφανα και μαλακά χωσμένοι,
Αυτοί που βασιλεύουνε στη μυρμηγκότρυπά σας,
Που στρήβουν το μουστάκι σας και τρώνε τον παρά σας,
Τί κάνουν; Λένε πως εγώ τους κάνω βασιλιάδες,
Μ' αν έτσι να σας τυραννούν εγώ 'καμα τη χάρι,
Σε τέτιους μασκαράδες,
Πώς βασιλεύουν αν ποτέ επήρα εγώ χαμπάρι,
Στην πίστη μου μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,
Ο διάολος να με πάρει.

Και κάτι νάνοι σας αυτού κορακοφορεμένοι,
Που μούχουν στα λιβάνια τους τη μύτη καπνισμένη,
Και μακρυά σαρακοστή σάς κάνουν τη ζωή σας
Ή σταίνουνε την κόλαση πηγάδι στο πουγγί σας
Κι όπου σας αφορίζουνε με γλώσσα σαν παπούτσι,
Αν απ' αυτά που ψάλλουνε πήρα ποτέ χαμπάρι,
Αν ένιωσα κουκούτσι
Και αν πιστεύω αυτουνών ποτέ το συναξάρι,
Στην πίστη μου, μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,
Ο διάολος να με πάρει!

Έτσι που λέτε, βρε παιδιά, μη τάχετε μαζί μου·
Όσ' έχουνε καλή καρδιά θε νάν' οι διαλεχτοί μου·
και μη φοβάστε, ρήχτε το, παιδιά μου, όξω κι' όξω!
Κανένα απ' τον παράδεισο, κανένα δε θα διώξω!
Γλεντάτε! μα αντίο σας, με θέλουνε στο σπίτι,
Έπειτ', αδέρφια, μυρωδιά φοβούμαι μη με πάρει
Εισαγγελέα μύτη!
Μ' ανίσως στον παράδεισο μπει τέτοιο σαλιγκάρι,
Μα το Θεό, μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,
Ο διάολος να με πάρει.

μτφ. Κλεάνθης Ν. Τριαντάφυλλος

[πηγή: Κλεάνθης Ν. Τριαντάφυλλος, Τα Τραγούδια του Ραμπαγά, Εκλογή και Επιμέλεια Δ.Π. Ταγκόπουλου, Εκδόσεις Τύπος, Αθήναι [1922], σ. 109-110]