γεμάτο άρρωστα παιδιά στους χάρτες των ανταρτών με τις μισοσκότινες σήραγγες στα μπαμπού ανθισμένες.
Θυμάμαι τη μητέρα,
στην εσωτερική αυλή να καθαρίζει βύσσινο με την φουρκέτα.
Θυμάμαι τον πατέρα,
να κρύβεται στο πλυσταριό του γείτονα τα μεσημέρια εκείνου του έτους των χορωφυλάκων.
Θυμάμαι,
που αφήναμε τον γλόμπο αναμμένο, όλη τη νύχτα στο τετράγωνο στηθαίο, πάνω από την πόρτα της μονοκατοικίας για να βλέπουν ποιός μπαίνει και ποιός βγαίνει.
Θυμάμαι,
τη σκάφη γεμάτη νερό να γκρεμίζει ήχους και κλάματα στο σαπουνισμενο σώμα μας.
Θυμάμαι,
ότι όλη η γειτονιά έβλεπε μαυρόασπρα τα γεγονότα στην τηλεόραση - με σήμα το λιοντάρι-
ζώντας στην ασπρόμαυρη πραγματικότητα των καταπιεσμένων.
Οι λιακάδες τότε ζάρωναν τα πρωινά και μούχλιαζαν τ'απογεύματα μας στον κήπο, με ολάνθιστα τα χρυσάνθεμα του Αγίου Δημητρίου.
Θυμάμαι,
όμως τις νύχτες μας που είχαν πολύ φως, γιατι όλο το βράδυ τύπωνε στον πολύγραφο προκηρύξεις ο πατέρας.
Απ' το προφίλ του Νίκου Γεωργόπουλου