Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Παπαμόσχος Ηλίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Παπαμόσχος Ηλίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

Ηλίας Παπαμόσχος-Η γαλανή σαγήνη


Μια απ’ αυτές τις βάρκες των ντόπιων που θυμίζουν φέρετρα κινούνταν ολοταχώς. Πήγαινε παράλληλα με την ακτή για καμιά εκατοστή μέτρα κι έπειτα κάνοντας στροφή
εκατόν ογδόντα μοιρών, τραβούσε αντίθετα. Θέαμα παράξενο παρουσίαζε η πλώρη της. Ένας άντρας μ’ ένα ξύλο μακρύ και παχύ έδερνε τα νερά, ένας σύγχρονος Ξέρξης. Εξόχως αρμονικές ήταν οι κινήσεις του. Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά από την ακτή κι αχνά ακουγόταν ο βόμβος της μηχανής και του νερού το δάρσιμο, το θέαμα έγινε άκρως υποβλητικό, έπειτα κάθε ήχος έσβησε, σαν σκηνή ονείρου. Παρά την απόσταση, μπορούσες να δεις στο βλέμμα του πηδαλιούχου, αλλά ιδίως σ’ εκείνου που χτυπούσε τα νερά, το πάθος και τη σκληρότητα, του θηρευτή τη μανία. Η βίαιη αυτή τελετουργία εκτελούνταν κι από τους δύο με ηρεμία τρομακτική κι αποσκοπούσε στο να «ξυπνήσουν», όπως λένε, τα ψάρια. Να τα ταράξουν ήθελαν, να κινηθούν για να πιαστούν στα δίχτυα που πόντισαν από νωρίς. Ο πηδαλιούχος άρχισε να τα ανεβάζει, ενώ ο δάρτης των νερών, λάμνοντας ελαφρά, κρατούσε σταθερή τη βάρκα όσο να ξεσκαλώσει τα ψάρια ο άλλος. Μικρές εκρήξεις φωτός, σπαρτάρισμα χρωμάτων στον βασανιστικό ρυθμό της ασφυξίας, με αργές κινήσεις πρώτα, κι έπειτα πιο ζωηρά, από της λίμνης τον βούρκο σηκώνονται, σαν ζαλισμένα στην αρχή κι έπειτα με πανικό, προσπαθώντας να απομακρυνθούν από την πηγή που μετατοπιζόταν και ανανέωνε αδιάλειπτα την ταραχή τους, ανηφορίζουν προς τα δίχτυα και πιάνονται, πλάι στα άλλα, τα αιχμαλωτισμένα στο ανύποπτο διάβα τους.

Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες, Εκδόσεις Κίχλη, 2015.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

Ηλίας Λ. Παπαμόσχος-«Πολωνός ελαιοχρωματιστής»


Ο Φούτης ήρθε στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Έμαθε το ποτό από έφηβος στην Πολωνία, όταν εργάστηκε, ως μαθητευόμενος, σε μεγάλο  συνεργείο, που δούλευε σ’ένα πανύψηλο κτίριο στο κέντρο της Βαρσοβίας. Στα διαλείμματα ο πρωτομάστορας τον έστελνε να αγοράσει βότκα・ κάθονταν έπειτα όλοι πάνω στη στέγη και την πίνανε αγναντεύοντας τα υπερώα της πολωνικής πρωτεύουσας. Χρόνια μετά, κάποια βραδιά, έκλεψε με τους φίλους του ένα βαρέλι καθαρό οινόπνευμα. Το ξημέρωμα τον βρήκε στο σαλόνι του σπιτιού του να παριστάνει τον πιανίστα μπρος στο καλοριφέρ. Ο Φούτης γνώρισε του καλλιτέχνη τα βάσανα, τους κόπους και τις στερήσεις του αθλητή, αφού δούλεψε ένα φεγγάρι χορευτής στην Όπερα της Βαρσοβίας κι έπαιξε επαγγελματικό μποξ-κατηγορία πτερού. Του άρεσε συχνά να αναπολεί το μποέμικο κλίμα της Βαρσοβίας. Εκεί οι γυναίκες δίνονται με τα μάτια≫, έλεγε. Είχε κάτι το ασκητικό η όψη του Φούτη, το λιπόσαρκο κι άτριχο κεφάλι του φώλιαζε σαν αυγό μες στα πυκνά του γένια. Κάπνιζε Γιόζεφ Κουντέλκα, Καρέλια κασετίνα και χάριζε τη γελοιογραφία που έχει μέσα το πακέτο στα παιδιά, κι έβηχε έναν βήχα κούφιο, σαν ψεύτικο, σκεπάζοντας πάντα το στόμα με τη μεγάλη χούφτα του. Τα νύχια του τότε, σαν περασμένα με βερνίκι, έλαμπαν. Έτρωγε πάντα σαν πουλάκι (λίγο ψωμί, λίγο τυρί, δυο φέτες ζαμπόν) κι έπινε σαν άλογο. Δεν έμενε στην πόλη. Από το χωριό ερχόταν κάθε πρωί με

τα πόδια, τρέχοντας・ το βράδυ, αν ήταν νηφάλιος, έτρεχε πάλι, ειδάλλως έπαιρνε ταξί. Κι έπειτα ρίχνοντας τσίπουρο σε πηγάδι χωρίς πάτο, βούλιαζε στις βραζιλιάνικες σειρές. Κάποτε ήταν να βάψει την ταμπέλα ενός μαγαζιού και χρειάστηκε μια σκάλα ψηλή για ν’ ανεβεί, σε ρινγκ άλλο είδους όπως φάνηκε ύστερα. Πλαγιάσανε τη σκάλα. Η βάση της έβγαινε αρκετά μες στον δρόμο, που ήταν πολύ στενός. Όποτε ερχόταν αμάξι, δεν έκοβε πολύ και περνούσε σύρριζα από τη σκάλα. «Κανείς δεν μου κρατάει!...» έλεγε κάθε λίγο κλαψουρίζοντας ο Φούτης, κι ενώ τα χάχανα έδεναν με τον βόμβο των μηχανών, εκείνος συνέχιζε, με βλέμμα θολό και πυρετικό συνάμα, να απλώνει τη γαλάζια μπογιά στην ταμπέλα, θυμίζοντας μοναχό που ιστορεί ουρανό για να δραπετεύσει.

Edouard Vuillard - Τhe Window