Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Βότση Όλγα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Βότση Όλγα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

Όλγα Βότση - Το χαρούμενο ολοκαύτωμα

Ξαφνικά ηρεμείς όπως το ταραγμένο νερό μετά τη βίαιη
πτώση του
κι έρχεσαι πάλι στα δικά σου τοπία, τα οικεία και απρόσιτα
αυτά που σε γέμιζαν ώς το λαιμό έκσταση και ψυχή
και πατούσες τη σιωπή τους σαν αφράτο χώμα.
Αυτά που θέλαν κάποτε από τις αχτές σου απότομα
να τραβηχτούνε,
όμως δεν το μπορούσαν και ποθούσαν πάλι μυστικά να
σε κατακλύσουν,
όπως ο πόθος του πουλιού στον τόπο της πρώτης του γέννας,
που αφήνει τη λάμψη της ματιάς του να κατρακυλά στη ζάλη
του κόσμου μας
κι ορθώνει προς τα πάνω το τρυφερό του φτερό όλο μουσική
και σαγήνη ανεπίγνωτη.
Έρχεσαι πάλι ξυπόλυτη σ' αυτούς τους τόπους,
τους έρημους και γυμνωμένους,
αυτούς που γυρεύουν πάλι από σένα το χαρούμενο ολοκαύτωμα,
αυτό που μια ζωή επιτελούσες χωρίς να ρωτάς, χωρίς να βλέπεις
γύρω σου,
ίσια πηγαίνοντας στην τεράστια θεϊκή φωτιά
τα πολυτιμα να προσφέρεις της ύπαρξής σου,
το δάκρυ και το άγρυπνο της ζωής ρίγος,
να ρίξεις σαν ρούχο βαρύτιμο την ακριβή σου γύμνια
που μέσα της σπαρταρούσε και μυστικά αντιφέγγιζε
ο πόνος και του κόσμου η δόξα.

Πηγή: περ. Ευθύνη, τ. 227, Νοέμβριος 1990

Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.

Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Όλγα Βότση - Κύμα του αγνώστου

 Τι ανέμους πέρ’ από τις ακτές σου μου ξεσηκώνεις,

τι μέθη για να βυθίσω ολόκληρη την ψυχή μου!

Έρχεσαι σα μεγάλο πάτημα από τη θάλασσα πάνω

και δεν ξέρω πώς να σε πω,

τεράστιο κύμα του αγνώστου,

μουσική που κινάς απ’ την κρυφή του κόσμου καρδιά

με τα δυο χέρια να με κυκλώσεις,

απ’ τη μυστική σου ευτυχία να μου δώσεις να πιω.


Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Όλγα Βότση - Η αιωνιότητα


Άφηνε πάντα τα δάχτυλά σου ανοιχτά
να μπαίνει η αιωνιότητα σα γύρη φωτός.
Πάνω στ' αλύγιστα χέρια σου, σα σε βράχια σκληρά,
άφηνε να τσιμπάνε τα χρυσά πουλιά της,
που θέλουνε στ' άγνωστο κορμί σου να περπατήσουν.

Ύψωσε τα βαριά σου τα βλέφαρα
στις άλλες ζώνες εκείνες τις άγιες. το δάκρυ χόρτασες,
τον πόνον όλο τον διάτρεξες.

Σήκω να ερευνήσεις τους άγνωστους τούτους τόπους,
όπου βέλη πια δεν υπάρχουνε, ούτε πληγές.
σπεύσε στις κρυστάλλινες βρύσες να συναντήσεις,
τα πελώρια δάση του ελέους τα μυστικά,
κι ας είναι μέσα από της ψυχής σου τιναγμένα το θόλο,
κι ας είναι από τον απελπισμό της κραυγής σου.
γιατί πολύ το πόθησες
μες στ' άχραντα φορέματα να τυλιχτείς,
γιατί πολύ το θέλησες
τη μουσική μόνο του φωτός στ' αυτιά σου ν' ακούσεις.

Πηγή: https://www.myriobiblos.gr/texts/greek/grpoetry/votsi.html


Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

Όλγα Βότση-Οι σκάλες



Σα σε σκάλες γιγάντιες,
με όλα τα αίματα και τα δάκρυα,
ανεβαίνουμε προς τις λέξεις,
τις ιερές και μεγάλες,
τις κρυμμένες στην αστραπή και στον κεραυνό,
κοντά τους να μαζέψουμε τα φτερά μας.

Να σιγήσουμε και να φοβηθούμε,
ν’ ατενίσουμε της ψυχής μας τις αβυσσαλέες εκτάσεις.

Ένα ματωμένο, ένα ειρηνεμένο κουρέλι,
στων μεγάλων πυλώνων την είσοδο να σταθούμε,
μια νύχτα μόνο χωρίς δρόμο, χωρίς αίμα κι αγώνα,
με το μαύρο βλέφαρο μονάχα ανοιγμένο,
από την παγωμένη δρόσο των τόπων τούτων να πίνει,
απ’ τη γλύκα της νύχτας
κι από τον αόρατο θείο ζέφυρο,
βάλσαμο στ’ αδύναμα, αμαρτωλά βλέφαρά μας.

Οι σκάλες, (1976)

Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

Όλγα Βότση-Φέγγουν κάποια πρόσωπα



Φέγγουν κάποια πρόσωπα από ένα χαρούμενο φως
Απ' όποια μεριά κι αν τα κοιτάξεις
κυλάει η μελιχρή δύση,
το άπιαστο υγρό της ψυχής,
μια τρυφερή σιγαλότητα,
κάποιο μυστηριακό χνούδι άλικων καπνών.

Τοπία που δεν τα μαστίγωσε ο άγριος βοριάς
μα ήρθαν για να χαμογελούν και να φέγγουν, 
να μας θυμίζουν
πως κάπου μες στη χλαμύδα του Σκότους ανασαίνει και το 
Λευκό. 

Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Όλγα Βότση-Τρία Ποιήματα

 


ΑΦΗΣΕ ΤΑ ΝΑ ΠΕΣΟΥΝ
Άφησέ τα να πέσουν σιγά - σιγά
τα φτερά, τα φορέματα, τα στολίδια,
τη ζέστα που μάζευες μια ζωή,
το μεγάλο φόβο
που έχτιζε γύρω σου τείχη.
Παράδωσε το κορμί σου γυμνό
στον άγνωστο άνεμο,
που φυσά απ' τ' αόρατα σταυροδρόμια του κόσμου,
που βγαίνει απ' άλλες σπηλιές μουσικής.
Είναι πια καιρός μ' άλλο ψωμί να χορτάσεις,
στο μαχαίρι της γύμνιας σου να ματώσεις,
ένα παιγνίδι να νιώσεις πως είσαι
στα μεγάλα αόρατα δάχτυλα,
που παίζουν μαζί μας και δεν το νιώθουμε.
Και πρέπει ν' ανοίξουν στη νύχτα πόρτες με βία,
να σκιστούνε παραπετάσματα ξαφνικά,
για να δούμε
σε τι βάραθρο τρομερό
σα νυχτερίδες κρεμόμαστε.
*
ΚΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ Ν' ΑΛΛΑΞΕΙ
Κάτι πρέπει πάντα ν' αλλάξει,
Ας είναι από σεισμό μυστικό,
ας είναι απ' του φίλου ή του εχθρού σου το χέρι.
Από κάπου πρέπει να εισχωρούν
του αγνώστου οι πτυχές,
για να μεγαλώσουν τα σύνορά σου,
για να έχεις μάτια τη νύχτα να βλέπεις,
για να τολμάς
στης ψυχής σου τη δίνη τη σκοτεινή
βλέμμα σταθερό να καρφώνεις.
Λικνίσου στο σάλεμα,
λικνίσου στην αλλαγή.
Πίσω από τα σκοτάδια τα φοβερά
πολλές φορές θεοί κατοικούνε
που περιμέναν να σε λυτρώσουν
που περιμέναν
πιο πάνω απ' του εαυτού σου το κατώφλι να σ' οδηγήσουν.
*
ΞΑΓΡΥΠΝΙΑ
Εκεί, ξαγρυπνά η ψυχή
στους θάμνους, στο φόβο, στα νυχτωμένα νερά,
στο πρώτο φως σαν τον κορυδαλλό να ξυπνήσει·
εκεί, έχει κουλουριάσει το σώμα της η ζωή,
στου ρόδου της το μπουμπούκι καρτερώντας ν' αναστηθεί:
εκεί που τ' άσωτο περπάτημα έχει γίνει σκοπός,
που τα κουρασμένα πόδια δε σταματήσαν ποτέ,
που τ' αποσταμένα χέρια να σκάβουν δε σταματήσαν ποτέ.
Εκεί, των φτερών το μεγάλωμα ακούει στο σκοτάδι η ψυχή:
εκεί που έχει η σάρκα σκιστεί και πονά,
εκεί που τρέμει αβοήθητη της ύπαρξης η φωνή.

Κυριακή 26 Μαΐου 2019

Όλγα Βότση-Ἡ αἰωνιότητα


.
Ἄφηνε πάντα τὰ δάχτυλά σου ἀνοιχτὰ
νὰ μπαίνει ἡ αἰωνιότητα σὰ γύρη φωτός.
Πάνω στ’ ἀλύγιστα χέρια σου, σὰ σὲ βράχια σκληρά,
ἄφηνε νὰ τσιμπᾶνε τὰ χρυσὰ πουλιά της,
ποὺ θέλουνε στ’ ἄγνωστο κορμί σου νὰ περπατήσουν.
Ὕψωσε τὰ βαριά σου τὰ βλέφαρα
στὶς ἄλλες ζῶνες ἐκεῖνες τὶς ἅγιες. Τὸ δάκρυ χόρτασες,
τὸν πόνον ὅλο τὸν διάτρεξες.
Σήκω νὰ ἐρευνήσεις τοὺς ἄγνωστους τούτους τόπους,
ὅπου βέλη πιὰ δὲν ὑπάρχουνε, οὔτε πληγές.
Σπεῦσε στὶς κρυστάλλινες βρύσες νὰ συναντήσεις,
τὰ πελώρια δάση τοῦ ἐλέους τὰ μυστικά,
κι ἃς εἶναι μέσα ἀπὸ τῆς ψυχῆς σου τιναγμένα τὸ θόλο,
κι ἃς εἶναι ἀπὸ τὸν ἀπελπισμὸ τῆς κραυγῆς σου.
Γιατί πολὺ τὸ πόθησες
μὲς στ’ ἄχραντα φορέματα νὰ τυλιχτεῖς,
γιατί πολὺ τὸ θέλησες
τὴ μουσικὴ μόνο τοῦ φωτὸς στ’ αὐτιά σου ν’ ἀκούσεις.


Ὄ λ γ α Β ό τ σ η

Όλγα Βότση, [Προχωρούμε και Σ' ανασαίνουμε...]

Αποτέλεσμα εικόνας για Όλγα Βότση
Προχωρούμε και Σ’ ανασαίνουμε.
Η παρουσία Σου μας τυλίγει σαν τον αγέρα της νύχτας·
μας αγγίζει τα ερημικά μαλλιά, τα μακριά μας ρούχα.
Είμαστε χαμένοι μες στα σκοτάδια και στα βουνά,
χωρισμένοι απ’ όλους τους ανθρώπους.
Είμαστε τα προχωρημένα φυλάκια.
Πιο πέρ’ από μας, κανείς για μας δε μιλεί.
Ποτέ δε μίλησαν για μας.
Κάπου-κάπου μονάχα, ένας σύντροφος της ερημιάς
περνά από δίπλα μας σα σκιά,
μας κοιτά σιωπηλός και τραβά το δρόμο του.
Σ’ αγκαλιάζουμε,
ανοίγουμε τα χέρια μας εκστατικοί,
και φουχτώνουμε το σκοτεινό αγέρι που μας τριγυρνά,
κι είμαστε ευτυχισμένοι.

Όλγα Βότση (1922-1998)

Από τη συλλογή Ενδόμυχα (1953)


[πηγή: Όλγα Βότση, Τα ποιήματα, τόμος πρώτος (1951-1973), Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1989, σ. 58]