Ξαφνικά ηρεμείς όπως το ταραγμένο νερό μετά τη βίαιη
πτώση του
κι έρχεσαι πάλι στα δικά σου τοπία, τα οικεία και απρόσιτα
αυτά που σε γέμιζαν ώς το λαιμό έκσταση και ψυχή
και πατούσες τη σιωπή τους σαν αφράτο χώμα.
Αυτά που θέλαν κάποτε από τις αχτές σου απότομα
να τραβηχτούνε,
όμως δεν το μπορούσαν και ποθούσαν πάλι μυστικά να
σε κατακλύσουν,
όπως ο πόθος του πουλιού στον τόπο της πρώτης του γέννας,
που αφήνει τη λάμψη της ματιάς του να κατρακυλά στη ζάλη
του κόσμου μας
κι ορθώνει προς τα πάνω το τρυφερό του φτερό όλο μουσική
και σαγήνη ανεπίγνωτη.
Έρχεσαι πάλι ξυπόλυτη σ' αυτούς τους τόπους,
τους έρημους και γυμνωμένους,
αυτούς που γυρεύουν πάλι από σένα το χαρούμενο ολοκαύτωμα,
αυτό που μια ζωή επιτελούσες χωρίς να ρωτάς, χωρίς να βλέπεις
γύρω σου,
ίσια πηγαίνοντας στην τεράστια θεϊκή φωτιά
τα πολυτιμα να προσφέρεις της ύπαρξής σου,
το δάκρυ και το άγρυπνο της ζωής ρίγος,
να ρίξεις σαν ρούχο βαρύτιμο την ακριβή σου γύμνια
που μέσα της σπαρταρούσε και μυστικά αντιφέγγιζε
ο πόνος και του κόσμου η δόξα.
Πηγή: περ. Ευθύνη, τ. 227, Νοέμβριος 1990
Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου