Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Borges Jοrge Luis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Borges Jοrge Luis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Jorge Luis Borges - Ένας αναγνώστης

 Άλλοι, ας καυχηθούν για τις σελίδες που έχουν γράψει.
εγώ, είμαι περήφανος για κείνες που έχω διαβάσει.
Μπορεί να μην υπήρξα φιλόλογος,
ή να μην έχω ερευνήσει τις πτώσεις, τις εγκλίσεις
τις δύσκολες μεταφωνίες των γραμμάτων,
το δέλτα που μετατρέπεται σε ταυ
την ισοδυναμία του χι με το κάπα,
αλλά, χρόνο με το χρόνο, μ’ έχει κυριέψει ένα πάθος για τη γλώσσα.
Τις νύχτες μου γεμίζει ο Βιργίλιος
έχοντας μάθει κάποτε και έχοντας ξεχάσει τα λατινικά
μένει κάποιο όφελος, γιατί η λησμονιά
είναι μία από τις πλευρές της μνήμης, το αχανές κελάρι της,
η άλλη όψη, η μυστική, του νομίσματος.
Και καθώς έσβηναν από τα μάτια μου
οι πρόσκαιρες αγαπημένες μορφές,
τα πρόσωπα, οι σελίδες,
αφοσιώθηκα στη μελέτη της δύσκαμπτης γλώσσας
που χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοί μου τραγουδώντας
για σπαθιά και μοναξιές,
και τώρα, ύστερα από εφτά αιώνες,
από την Έσχατη Θούλη,
φτάνει ως εμένα η φωνή σου, Σνόρι Στούρλουσον.
Ο νέος, ανοίγοντας το βιβλίο, σπουδάζει έναν συγκεκριμένο κλάδο
ζητώντας να αποκομίσει μια επακριβή γνώση.
Στην ηλικία τη δική μου, κάθε τέτοιο τόλμημα είναι μια περιπέτεια
που αγγίζει τα όρια της απόγνωσης.
Δεν θα μπορέσω ποτέ ν’ αποκρυπτογραφήσω τις πανάρχαιες γλώσσες του Βορρά,
κι ούτε να βυθίσω τα άπληστα χέρια μου στο χρυσάφι του Σίγκουρντ.
Το έργο που αναλαμβάνω είναι ανεξάντλητο
και θα με συντροφέψει μέχρι τέλους,
πάντα εξίσου αινιγματικό καθώς το σύμπαν
ή και καθώς εγώ, ο αρχάριος.


Ποιήματα


Jorge Luis Borges


Μτφ. Δημήτρης Καλοκύρης


ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Ελληνικά γράμματα

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, "Ο δημιουργός"

 Σκάκι


Ι

Συγκεντρωμένοι οι παίχτες νύχτα μέρα
καθοδηγούν τα αδιάφορα πιόνια.
Ως το πρωί θα κλείνει η σκακιέρα
δυο χρώματα που αντιμάχονται αιώνια.

Μέσα, τα πιόνια αναδίνουν μια προσήλωση
μαγευτική: ευκίνητα άλογα, πύργοι ομηρικοί,
βασιλιάς στα μετόπισθεν, διαγώνιοι αξιωματικοί.

Μα κι όταν αποσύρονται οι παίχτες,
από το χρόνο πια εξαντλημένοι,
η δράση εξακολουθεί να επιμένει.

Απ’ την Ανατολή έχει ο πόλεμος αυτός ανάψει∙
το δίχτυ του σ’ ολόκληρη τη γη απλώνει.
Μα ούτε η μια παρτίδα ούτε η άλλη δεν τελειώνει.



ΙΙ

Φρενιασμένη βασίλισσα, πύργος ευθύς, αξιωματικός
λοξός, στρατιώτης πολυμήχανος, βασιλιάς ασθενικός
ψάχνονται στο ασπρόμαυρο πεδίο του αοράτου
να συγκρουστούν σιωπηλά μέχρι θανάτου.

Δεν ξέρουν πως το αποφασισμένο χέρι
του παίχτη τούς ρυθμίζει την πορεία τέλεια,
δεν ξέρουν καν πως μια ασύλληπτη νομοτέλεια
τις αποφάσεις και τη διαδρομή τους περιφέρει.

Αλλά κι ο παίχτης είναι επίσης ένας αιχμάλωτος
μιας άλλης σκακιέρας με νύχτες μαύρες
(η έκφραση είναι του Ομάρ) και άσπρες μέρες.

Ο Θεός ελέγχει τον παίχτη κι ο παίχτης τα πιόνια.
Μα τάχα ποιος θεός πίσω από τον Θεό, κινεί αιώνια
τα νήματα του χρόνου, του ονείρου και της αγωνίας;




Η βροχή

Το πρόσωπο της μέρας χαρακώνει
η αργυρή λεπίδα της βροχής.
Όμως η λάμψη αυτή που σε κυκλώνει
είναι η βροχή μιας άλλης εποχής.

Και σε χρονιές σε παίρνει που η μοίρα
σε μοίρανε να δεις μέσ’ απ’ το χώμα
του ρόδου του εκατόφυλλου τη σπείρα
το άλικο παράξενό του χρώμα.

Αυτή η βροχή που τα τζάμια θολώνει
στην ξεχασμένη αυλή μιας γειτονιάς
αλλοτινής τα σταφύλια χρυσώνει.

Κι όσο γέρνει η μέρα το υγρό της στεφάνι
μια φωνή ξανακούω, έναν αχό λησμονιάς:
τον πατέρα μου, λες και δεν έχει πεθάνει.




Σ’ έναν παλιό ποιητή

Την πεδιάδα διασχίζεις της Καστίλης
και σχεδόν δεν τη βλέπεις. Σε παιδεύει
ένα δύσκολο εδάφιο του Ιωάννη και της ύλης
Δεν προσέχεις τον ήλιο που βασιλεύει.

Το φως σκορπίζεται σπαρταρώντας∙ διαυγής
στα βάθη του ήλιου ανοίγει εκείνη
η πορφυρένια σκωπτική σελήνη
που είναι ίσως ο καθρέφτης της Οργής.

Γυρνάς το πρόσωπό σου και την κοιτάζεις.
Κάποια σου μνήμη ξεπετάγεται χωρίς ήχο.
Χαμηλώνεις το λευκόμαλλο κεφάλι

και προχωράς βαθιά στης λύπης το χορτάρι
χωρίς να θυμηθείς εκείνον τον παλιό σου στίχο:
Και είχε επιτύμβιο το ματωμένο φεγγάρι.




Αναφορά σ’ έναν ίσκιο του 189…

Τίποτα. Μόνο το μαχαίρι του Μουράνια.
Στο γκρίζο απόβραδο πλανιέται μια ιστορία.
Καθώς νυχτώνει νιώθω πίσω απ’ τα πλατάνια
εκείνο τον απρόσωπο φονιά να ψάχνει ευκαιρία.

Το Παλέρμο έφτανε τότε ως τα μέρη
που σκίαζε ο ωχρός περίβολος της φυλακής
στο υγρό προάστιο μιας άλλης εποχής
όπου είχε πέραση μόνο η φρίκη, το μαχαίρι.

Ένα μαχαίρι. Ένα πρόσωπο σβησμένο.
Απ’ το χέρι αυτό το πληρωμένο
που για μοναδική του τέχνη είχε το θάρρος

απόμεινε μια λάμψη ατσαλιού, σαν ίσκιος δίχως βάρος.
Ο χρόνος που σκουριάζει τα καράβια στα λιμάνια
ας ήταν να κρατήσει τούτο τ’ όνομα: Χουάν Μουράνια.




Από το βιβλίο «Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (συλλογή «Ο δημιουργός, “EL HACEDOR”, 1960»), Μετάφραση, Εισαγωγή, Σχόλια: Δημήτρης Καλοκύρης. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006.

Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2014/06/blog-post_20.html

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Jorge Luis Borges - Σ' εκείνον που δεν είναι νέος πια


Μπορείς την τραγική σκηνή από τώρα να δεις, 

το κάθε πράγμα στη σωστή του θέση·

το ξίφος και η στάχτη στη Διδώ

 ένας οβολός για τον Βελισάριο.


Τον πόλεμο τι επιμένεις να γυρεύεις

μέσα στον μπρούντζο τον θολό των εξαμέτρων 

αφού είναι εδώ, μπροστά σου τα εφτά ποδάρια γης, 

το αίμα που κοχλάζει και ο τάφος ανοιγμένος;


Είναι εδώ και σε παραμονεύει ο σκοτεινός καθρέφτης 

εκείνος που θα δει και θα ξεχάσει την αντανάκλαση 

της τελευταίας σου στιγμής, της αγωνίας.


Το τέλος κιόλας σε κυκλώνει. Είναι το σπίτι

 όπου ξοδεύεις το αργόσυρτο πια δειλινό που σ' απομένει

 κι ο δρόμος που κοιτάς κάθε πρωί.


Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης

Xόρχε Λουί Μπόρχες - Δύο ποιήματα για τον Ηράκλειτο

 

Ηράκλειτος


Το δεύτερο μισοσκόταδο.
Η νύχτα που βαθαίνει μες στον ύπνο
Η κάθαρση κι η λησμονιά.
Το πρώτο μισοσκόταδο.
Το πρωινό που ήταν αυγή.
Η μέρα που ήταν πρωί.
Η πλούσια μέρα που θα καταλήξει σε μια χαμένη βραδιά.
Το δεύτερο μισοσκόταδο.
Η νύχτα − τούτο το άλλο ένδυμα του χρόνου.
Η κάθαρση κι η λησμονιά.
Το πρώτο μισοσκόταδο...
Το φευγαλέο ξημέρωμα και, καθώς ξημερώνει,
η αγωνία του Έλληνα.
Τι υφάδι είναι τούτο
του είναι του θα ’ναι και του ήταν;
Και ποιο είναι τούτο το ποτάμι
              που μέσα του κυλάει ο Γάγγης;
Τι είναι τούτο το ποτάμι
              που την πηγή του δεν αντέχεις καν φανταστείς;
Τι είναι τούτο το ποτάμι
              που παρασέρνει ξίφη και μυθολογίες;
Είναι ανώφελο να κοιμηθώ.
Κυλάει μες στον ύπνο, στην έρημο, στα υπόγεια.
Με παρασέρνει το ποτάμι και το ποτάμι τούτο είμαι εγώ.
Είμαι από μια ύλη από αινιγματικό χρόνο
              που συνεχώς μεταβάλλεται.
Ίσως η πηγή να βρίσκεται μέσα μου
Ίσως απ’ τη σκιά μου
να αναβλύζουν οι μέρες: ανελέητες και φανταστικές.



Το εγκώμιο της σκιάς, 1969.





                          Ηράκλειτος


Ο Ηράκλειτος περπατάει βραδάκι
για την Έφεσο. Το δειλινό τον έφερε
χωρίς να το ’χει συνειδητά επιδιώξει
στην όχθη ενός σιωπηλού ποταμού.
Δεν ήξερε ούτε πώς τον έλεγαν, ούτε κατά πού πάει.
Υπήρχε ένας πέτρινος Ιανός και κάτι λεύκες.
Κοιτάζεται στον αεικίνητο καθρέφτη
και συλλαμβάνει και επεξεργάζεται τη φράση
που κράτησαν αμετάβλητη
οι ανθρώπινες γενιές. Η φωνή του εξάγγειλε:
Κανείς δεν μπαίνει δυο φορές στα νερά
του ίδιου ποταμού. Στάθηκε. Νιώθει
με ένα δέος ιερό και μ’ ένα ρίγος
ότι κι ο ίδιος είναι ένα ποτάμι, μια ροή.
Θέλει να ξανακερδίσει εκείνο το πρωινό,
τη νύχτα του, το δειλινό της. Όμως δεν μπορεί.
Ξαναλέει τη φράση. Τη βλέπει τυπωμένη
καθαρά, με γράμματα του μέλλοντος
σε κάποια σελίδα του Μπάρνετ.
Ο Ηράκλειτος δεν ξέρει ελληνικά. Ο Ιανός,
θεός των θυρών, είναι λατίνος θεός.
Ο Ηράκλειτος δεν έχει τώρα ή χτες.
Είναι ένα καθαρό τέχνασμα που ονειρεύτηκε
ένας μελαγχολικός άνθρωπος στην όχθη του Κόκκινου Κέδρου,
ένας άνθρωπος που συνδυάζει εντεκασύλλαβους
για να μη σκέφτεται συνέχεια το Μπουένος Άιρες,
και τα αγαπημένα του πρόσωπα. Κάποιος του λείπει.



Το σιδερένιο νόμισμα, 1976.



Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης




Από το βιβλίο «Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Ποιήματα»,
Μετάφραση, Εισαγωγή, Σχόλια: Δημήτρης Καλοκύρης.
Εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Χόρχε Λουίς Μπόρχες- Λαβύρινθος



Πόρτα ποτέ δε θα υπάρξει. Βρίσκεσαι μέσα

και το μέγαρο αγκαλιάζει το σύμπαν˙

δεν υπάρχει ούτε μπρος ούτε πίσω όψη

ούτε περίβολος ούτε κέντρο μυστικό. 

Μην ελπίζεις πως ο απέραντος δρόμος

που διακλαδίζεται σε άλλον, 

και πάλι διακλαδίζεται σε άλλον, 

κάπου τελειώνει. Το ριζικό σου αλύγιστο

σαν τον κριτή σου. Μην περιμένεις να σου ορμήσει

ο ταύρος που μοιάζει με άνθρωπο κι η αλλόκοτη, 

πολύμορφη όψη του σκορπάει τον τρόμο 

μέσα σ' αυτό το μπερδεμένο πέτρινο κουβάρι. 

Δεν υπάρχει. Μην ελπίζεις καν να φανεί

μέσ' απ' το φοβερό σκοτάδι το τέρας. 


 Ποιήματα, μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. Πατάκη

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Jorge Luis Borges - Ο καθρέφτης


Από παιδάκι εγώ φοβόμουν ο καθρέφτης

μη μού ’δειχνε άλλο πρόσωπο ή και προσωπείο

τυφλό και απρόσωπο που θά ’κρυβε σα μάσκα

κάτι αποτρόπαιο ασφαλώς. Φοβόμουν όντως

πως ο αμίλητος ο χρόνος τού καθρέφτη

θα ξέφευγε απ’ την καθημερινή τροχιά του

(: απ’ τις ανθρώπειες ώρες) για να πανδοχεύσει

στ’ αφάνταστα και στ’ ακαθόριστα όριά του

όντα, μορφές, αλλά και χρώματα καινούργια.

(Δεν τό ’πα πουθενά, απ’ την παιδική ντροπή μου.)

Και τώρα ακόμα τρέμω ότι ο καθρέφτης κλείνει

εντός του την αληθινή όψη της ψυχής μου

με τις πληγές της από ζόφους και από λάθη – 

και, ναι, το βλέπει ο Θεός και οι άνθρωποι, ίσως, όλοι.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Jorge Luis Borges - Ο καθρέφτης


Από παιδί φοβόμουνα πως ο καθρέφτης
θα μου ’δειχνε άλλο πρόσωπο ή μια τυφλή
απρόσωπη προσωπίδα που θα ’κρυβε
κάτι ασφαλώς φοβερό. Φοβόμουνα επίσης
πως ο σιωπηλός χρόνος του καθρέφτη
θα ξέφευγε από τη συνηθισμένη ροή του,
τις ώρες του ανθρώπου, και θα εγκαθιστούσε
στα ακαθόριστα φανταστικά όριά του
όντα, μορφές και χρώματα καινούργια.
(Δεν το ’πα σε κανέναν, ντρέπονται τα παιδιά.)
Τώρα φοβάμαι ότι ο καθρέφτης περικλείνει
το αληθινό πρόσωπο της ψυχής μου,
χτυπημένο από ίσκιους και λάθη,
και που το βλέπει ο Θεός• ίσως κι όλος ο κόσμος.
(Χ.Λ. Μπόρχες, Ποιήματα, μτφ. Δημήτρης Καλοκύρης,
Ελληνικά Γράμματα)

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Jorge Luis Borges - Σε αυτόν που με διαβάζει


Είσαι άτρωτος. Αλλά, άραγε, να μη σου έχουν δώσει

τους αριθμούς εκείνους που σου ορίζουνε τη μοίρα,

το βέβαιον της σκόνης; Τάχα ο χρόνος ο δικός σου

δεν είναι μη αναστρέψιμος σαν κείνο το ποτάμι,

που ο Ηράκλειτος το σύμβολο να κατοπτρίζεται είδε

του εφημέρου του; Το μάρμαρο σε περιμένει

που δεν θα το διαβάσεις. Ήδη εκεί είναι όλα γραμμένα:

ημέρα, μήνας, πόλη – ό,τι γράφεται στους τάφους.

Του χρόνου όνειρα είναι και οι άλλοι άνθρωποι· δεν είναι

(κανείς τους) μπρούντζος δυνατός ή καθαρό χρυσάφι·

το σύμπαν είναι σαν και σένανε – κι αυτό Πρωτέας.

Σκοτάδι – εκεί θα πας: στο σκότος που σε περιμένει,

μοιραίο και γραφτό στις παρυφές του ταξιδιού σου.

Να σκέπτεσαι ότι τρόπον τινά ήδη έχεις αποθάνει.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Jorge Luis Borges -Εννέα ποιήματα

 Ο ΕΝΑΣ, Ο ΑΛΛΟΣ

(EL OTRO, EL MISMO)

ΑΓΡΥΠΝΙΑ (INSOMNIO)

Από ατσάλι,
από τανυσμένες βέργες ατόφιου ατσαλιού
γίνηκε η νύχτα
για να μη τη σχίζουν
και τη ξεχώνουν
τα μύρια πράματα
πού τα μάτια μου αποκαμωμένα
έχουνε δει
τα απαίσια πράματα
πού ανυπόφορα
τα φωλιάζουν.

Το κορμί μου απόκαμε τις νόρμες,
τους πυρετούς, τα φώτα:
στα βαγόνια
ενός μεγάλου σιδηρόδρομου
μέσα σʼ ένα τσιμπούσι
ανθρώπων πού αλληλομισούνται
σʼ ένα νήμα τραχύ
των προαστίων
σε μια αγροικία θαλπωρή
νοτισμένων αγαλμάτων
στη νύχτα τη παραφουσκωμένη
πού αφθονούν το άλογο
και ο άνθρωπος.

Το σύμπαν τούτης της νύχτας
έχει την απλοχωριά της λησμονιάς
και το αλφάδι του πυρετού.
Του κάκου πόθησα
νʼ απαλλαγώ
απʼ το σώμα μου
και από την έξαψη καθρέφτη
πού το αγαλλιάζει
και το κοντοζυγώνει
και του σπιτιού πού
αυγαταίνει τους εξώστες του
και του κόσμου πού φτάνει
ίσαμε στα δρομάκια
ενός ρημαγμένου φτωχομαχαλά
ξεθυμασμένου αέρα
και λασπουριάς.

Μάταια περιμένω
τα ξεφτίδια και τα σύμβολα
πριν αρχίσει το όνειρο.

Ακολουθεί η παγκόσμια ιστορία:
οι σχοινοτενείς διαδρομές τού θανάτου
στις ξεχαρβαλωμένες οδοντοστοιχίες
η κυκλοφορία του αίματος μου
και των πλανητών.
(Μίσησα το γλυφό νερό
της γούβας,
αηδίασα το δείλι
το τραγούδι του παπαγάλου.)
Τα ατέλειωτα αποκαμωμένα μίλια
του νότιου προαστίου,
τα μίλια πάμπας
βρωμερής και πρόστυχης,
μίλια ξεράσματος
να σβηστούν θέλουν από τη μνήμη.
Ποντισμένα μποστάνια,
αποφάγια στο σωρό
σαν σκύλοι,
βαλτόνερα στο ασημί
πού βρωμοκοπάνε:
Είμαι ο απαίσιος φύλακας
τούτων των ακίνητων σκηνικών.
Σύρματα, αναχώματα,
ρόλοι νεκρωμένοι,
υπολείμματα του Buenos Aires.
Πιστεύω ετούτη τη νύχτα
στην τρομερή αθανασία:
κανένας άντρας
δεν πέθανε μέσα στον χρόνο,
καμιά γυναίκα,
κανένας νεκρός,
γιατί αυτή πραγματικότητα
η αδήριτη
του σίδερου και της λάσπης
ξεπερνάει
την αδιαφορία αυτών πού είναι
κοιμισμένοι ή νεκροί
– ακόμα κιʼ αν κρύβονται
μέσα στον βόρβορο και στους αιώνες –
και τους καταδικάζει
σε αγρύπνια στοιχειωμένη.
Τραχιά σύννεφα,
χρώμα της διαύγειας κρασιού
θα ατιμάσουν τον ουρανό.

θα ξημερώσει
στα βλέφαρα μου
τα σφιχτοκλεισμένα.

`

*

EDGAR ALLAN POE

Λαμπρότητα μαρμάρινη, μαύρη ανατομία
πού τη βεβήλωναν τα σκουλήκια του τάφου,
του θριάμβου τού θανάτου
τα ψυχρά σύμβολα μάζεψε.
Δεν τα φοβήθηκε.

Φοβήθηκε την άλλη σκιά, του έρωτα,
τη τρέχουσα ευωχία των περισσότερων.
Δεν τον τύφλωσε
το αστραφτερό το μέταλλο
ούτε το επιτάφιο μάρμαρο
μόνο το τριαντάφυλλο.
Σαν από τη πίσω μεριά του καθρέφτη
μοναχικός παραδομένος
στη μοίρα του την μεστή
τού να σκαρώνει εφιάλτες.
Ίσως από την πίσω πλευρά
του θανάτου,
να συνεχίζει να στήνει
μοναχικός και αλύγιστος
εξαίσια και αποκρουστικά
θάματα.

`

*

Ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ

Την αυγή τετράποδο, στητός την ημέρα
και με τρία πόδια σεργιανίζοντας
στις έρημες απλωσιές
του βραδινού,
έτσι εθώριασε η αιώνια σφίγγα
τον παραλλαγμένο αδελφό της,
τον άντρα,
και το βράδυ ήρθε κάποιος
πού έλυσε τον γρίφο,
ενεός της εικόνας της φριχτής
στον καθρέφτη,
της ανάκλασης της παρακμής
και της μοίρας του.
Είμαστε Οιδίποδες
και μʼ ένα τρόπο αναλλοίωτο
το μεγάλο
και τρισυπόστατο τέρας,
ό,τι θα γίνουμε
και ό,τι γινήκαμε.
Η όψη
της μορφής της άφατης
του Είναι μας
θα μας είχε συντρίψει.

το έλεος του Θεού
μας χάρισε τη μετάβαση
και τη λησμονιά.

`

*

ΟΡΙΑ

(LIMITES)

Από τούτους τους δρόμους
πού μπλαβίζουνε το δείλι
ένας θα είναι (δεν ξέρω ποιος)
πού θα τον έχω κιόλας διαβεί
στερνή φορά,
αδιάφορος και ανυποψίαστος,
παραδομένος.

Σʼ αυτόν πού ορίζει άτεγκτες νόρμες
κιʼ ένα κρυφό και άκαμπτο ζύγι
για τις σκιές, τα όνειρα
και τις μορφές
πού κεντάνε το υφάδι
τούτης της ζωής.

Αν για όλα υπάρχει όριο
και μέτρο
και ύστατη φορά
και το όχι πλέον
και λησμοσύνη
ποιος θα μας πει, ποιόν,
σʼ αυτό το σπίτι
αποχαιρετίσαμε
χωρίς να το ξέρουμε;

Απʼ το μαβί το παράθυρο
η νύχτα σέρνεται
κι από το σωρό τα βιβλία
πού μια κολοβωμένη σκιά
απλώνεται στο θαμπό
το τραπέζι,
θα βρίσκεται κάποιο
πού ποτέ δε θα διαβάσουμε.

Υπάρχουνε στο νότο
κάτι παραπάνω
από αυλόπορτες
ξεχαρβαλωμένες
με τις χτισμένες υδρίες
και τους χλωρούς κάκτους
πού το έμπα
μού κλείνουν
σαν ναʼ τανε λιθογραφίες.

Μια πόρτα τη σφάλισες
για πάντα
κιʼ ένας καθρέφτης
μάταια σε περιμένει..
το σταυροδρόμι
σού φαίνεται ορθάνοιχτο
μα το βιγλίζει,
τετραπρόσωπος, Ιανός.

Σε όλες σου τις μνήμες
υπάρχει μια
πού ανεπίστρεπτα χάθηκε…
δεν θα σε δούνε
σʼ αυτή την κρήνη
να γέρνεις
ούτε ο ήλιος ο λευκός
ούτε το κίτρινο φεγγάρι.

Δε θα ξαναπιάσει το στόμα σου
αυτό πού είπε ο πέρσης
στη γλώσσα του
από πουλιά και τριαντάφυλλα
όταν το σούρουπο,
πριν το λίγνεμα του ήλιου,
θελήσεις να πείς
πράγματα αλησμόνητα.

Και ο ασταμάτητος Ροδανός
και η λίμνη,
όλο τούτο το χθεσινό
στο ποιό απόψε σκύβω;
Το ίδιο χαμένα θαʼ ναι
όπως η Καρχηδόνα
πού οι λατίνοι τη ξέκαναν
με φωτιά κιʼ αλάτι.

Την αυγή ψυχανεμίζομαι
το ανακατωμένο σούσουρο
του πλήθους πού αλαργεύει…
είναι αυτοί πού με πόθησαν,
κιʼ αυτοί πού με ξέχασαν..
χώρος και χρόνος
κιʼ ο Μπόρχες
κιόλας με αφήνουν.

`

*

ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΫΡΕΣ

(FERVOR DE BUENOS AYRES)

ΔΡΟΜΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ

(CALLE DESCONOCIDA)

Σούρουπο του περιστεριού
λέγανε οι εβραίοι
το ξάνοιγμα του απόβραδου
όταν η σκιά δεν κοντοστέκει τα βήματα
κι ο ερχομός της νύχτας
ζυγώνει σαν καλοδεχούμενη
παλιά μουσική,
σαν ένα ανάλαφρο ξεθώριασμα.
Αυτή την ώρα πού το φως
σαν αμμόσκονη λιχνίζεται,
σαν βρήκα
ένα δρόμο ξεχασμένο
πού στην απλωσιά βγάζει
τη διακριτική εξώστη,
κι αυτουνού οι κορνίζες
και οι τοίχοι
δείχνανε τα χρώματα απαλά
σαν ο ίδιος ο ουρανός
να κινούσε το φόντο.
Όλα – η ρηχότητα των σπιτιών,
τα ταπεινά παραπέτα
και τα ρόπτρα,
κάποτε μια κοριτσίστικη προσμονή
από τα μπαλκόνια
έμπαιναν στο άδειο μου το είναι
καθάρια σαν το δάκρυ.
Ίσως τούτο το ασημένιο απόβραδο
να χάριζε την γλύκα του
στο δρόμο
κάνοντας τον
τόσο πραγματικό
σαν ένα στίχο ξεχασμένο
πού ξαναβρήκαμε.
Μόνο τότε συλλογίστηκα
ότι κείνος ο δρόμος
του βραδινού
ήταν αλλόκοτος,
ότι κάθε σπίτι
είναι ένα καντελάμπρο
πού λιώνουν οι ζωές των ανθρώπων
σαν κεριά μοναχικά,
κιʼ όπου κάθε βήμα μας αυθόρμητο
δρασκελίζει
πάνω σε Γολγοθάδες.

`

*

Ο ΝΟΤΟΣ

(EL SUR)

Από ένα απʼ τους εξώστες σου
έχοντας δει τα αρχέγονα άστρα,
από τον πάγκο της σκιάς
δει
κείνα τα σκόρπια φώτα
πού η άγνοια μου
δεν ήξερε να ονοματίσει
ούτε να κατατάξει
σε αστερισμούς,
έχοντας ακούσει
το κύλισμα του νερού
στη στέρνα τη κρυφή,
το άρωμα από γιασεμί
και αγιόκλημα,
τη σιωπή
του κοιμισμένου παπαγάλου,
την αψίδα της στοάς,
το νότισμα
– τούτα τα πράματα, ίσως,
είναι το ποίημα.

`

*

ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ

(LAS CALLES)

Οι δρόμοι του Μπουένος Αϊρες
είναι να η ψυχή μου.
Όχι οι αδηφάγοι δρόμοι,
οι αγχωτικοί
του πλήθους και της βιασύνης,
αλλά οι δρόμοι οι αδέσποτοι
των συνοικιών
σχεδόν αόρατοι
από τους συνηθισμένους
μαυλισμένοι από τις σκιές
και το ηλιοβασίλεμα
κιʼ εκείνοι πιο μακριά
απρόσιτοι στα
δέντρα τα τακτοποιημένα
εκεί πού τα χαμόσπιτα
μόλις ξεμυτούν,
θαμμένα
μέσα στις ατέλειωτες αποστάσεις,
πού να χάνονται
στο βαθύ πεδίο
του ουρανού και της πεδιάδας.
Είναι για τον μοναχικό
μια υπόσχεση
γιατί χιλιάδες ψυχές ξέχωρες
τα κατοικούν,
μοναδικές μπροστά στον Θεό
και τον χρόνο
και χωρίς κουβέντα πολύτιμες.
Ίσαμε την ανατολή, το βορρά και το νότο
έχουν εξαπλωθεί
– κιʼ είναι πάλι η πατρίδα –
οι δρόμοι.

Μακάρι στους στίχους πού σκαρώθηκαν
ναʼ ναι αυτοί τα λάβαρα.

`

*

Η ΡΕΚΟΛΕΤΑ

(LA RECOLETA)

Πεισιθάνατοι των γηρατειών
από τις τόσες λεπτές
βεβαιότητες της σκόνης,
σουρθήκαμε
και σβήσαμε τη φωνή μας
ανάμεσα στις ήπιες στήλες
των μαυσωλείων,
πού η ρητορική τους της σκιάς
και του μάρμαρου
υπόσχεται ή προϊδεάζει
την ποθητή αξιοπρέπεια
του να είσαι νεκρός.
Είναι ωραίοι οι τάφοι,
τα λιτά λατινικά
και οι επιτύμβιες χρονολογίες,
η συμπλοκή του μάρμαρου
και των λουλουδιών
και οι περίβολοι
με την φρεσκάδα των εξωστών
και τα πολλά χθες
μιας ιστορίας
στο σήμερα
καθηλωμένης και μοναδικής.
Μπερδεύουμε αυτή τη γαλήνη
με το θάνατο
και θαρρούμε πως αποζητούμε
το θάνατο μας
όταν αποζητούμε το όνειρο
και τη λησμονιά.
Ασπαίρουσα στο σπαθί και το πάθος
κιʼ αποκοιμισμένη στον κισσό,
μόνο η ζωή υπάρχει.
Ο χώρος και ο χρόνος
είναι μορφές της,
όργανα μαγικά της ψυχής
κιʼ όταν αυτή μαραίνεται,
φυλλοροούν μαζί της
ο χώρος, ο χρόνος και ο θάνατος,
όπως όταν λιγνεύει το φως
λιγνεύει η μορφή στους καθρέφτες
πού ήδη έσβηνε με το σούρουπο.
Ευγενική σκιά των δέντρων,
αύρα με πουλιά
πού στα κλαδιά λικνίζεται,
ψυχή πού σε άλλες ψυχές
σκορπίζεται,
θα ήτανε θαύμα
αν κάποτε
έπαυαν να υπάρχουν,
ασύλληπτο θαύμα,
όσο κιʼ αν
η φαντασιακή του αναδρομή
στιγματίζει με τρόμο
τις μέρες μας.

Αυτά σκεφτόμουνα στην
Ρεκολέτα
στον τόπο της τέφρας μου.

`

*

ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΣΑΝ ΜΑΡΤΙΝ

(EL CUADERNO SAN MARTIN)

ΘΑΝΑΤΟΙ ΤΟΥ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ

(MUERTES DE BUENOS AIRES)

I

Η ΤΣΑΚΑΡΙΤΑ

(LA CHACARITA)

Είναι γιατί τα σπλάχνα
του κοιμητηρίου του νότου
χόρτασαν απʼ τον κίτρινο πυρετό
όσο να πεις φτάνει.
Είναι γιατί μαχαλάδες φτωχόσπιτα
ξαπόστελναν θάνατο
στο μέτωπο του Μπουένος Αϊρες
και γιατί το Μπουένος Αϊρες
να βλέπει δεν μπορούσε
τούτο το θανατικό,
με φτυάρια σε ανοίξανε
στο παραγκωνισμένο ακρινό
της δύσης,
πίσω από τις αμμοθύελλες
και τη παχιά αδούλευτη λάσπη
πού ʼκανε για τους ζωολάτες.
Εκεί παραπάνω τίποτες
από τον κόσμο
και τα ειωθότα
των άστρων
πάνω από τα αγροτόσπιτα,
και το τραίνο ξεκίναγε
από ένα υπόστεγο στο Bermejo
με τους λησμονημένους
του θανάτου:
νεκροί με άγρια γένια
και μάτια ορθάνοιχτα
νεκρές με ρικνή τη σάρκα
και δίχως μαγεία.
Οι μαγγανείες της θνητότητας –
κηλιδωμένη όπως οι άνθρωποι
στα γεννητούρια τους –
συνεχίζουν να ποτίζουν τις ρίζες σου
κιʼ έτσι στοιχίζεις την καζάρμα
των ψυχών
το κρυφό σου ασκέρι
των οστών
πού πέφτουν στο βάθος
της νύχτας σου της ρημαγμένης
το ίδιο όπως
στα βάθη της θάλασσας.
Μια βλάστηση τραχιά
εξοβελισμένων λειψάνων
κρατάει αγάντα
απέναντι στους ατέλειωτους
τοίχους σου
στον χαμό εξοικειωμένους,
και οι πεισιθάνατοι μαχαλάδες
στραγγίζουν
τον φλογερό βίο τους
στα πόδια σου
σε δρόμους διάτρητους
στις μικρές ριπές λάσπης
ή πλαντάζουν με την νωχέλεια
των μπαντονεόν
ή με το σουράβλισμα των
καρναβαλικών κέρατων.
(Το πρόσταγμα της μοίρας
τώρα παρά ποτέ
πού μέσα μου κρατάει
το άκουσα τούτη τη νύχτα
στη δική σου νύχτα
όταν η κιθάρα στα δάχτυλα
του μόρτη
έλεγε το ίδιο με τις λέξεις,
πού λέγανε:
ο θάνατος είναι ζωή
αναλωμένη,
η ζωή είναι θάνατος
στο κατόπι.
Η ζωή τίποτες άλλο
δεν είναι
παρά θάνατος
πού πορεύεται φωταγωγός.)

Παρωδία νεκροταφείου,
η Quema
συνάζει θάνατο αυθάδικο
στα πόδια σου.
Αναλώνουμε και μολύνουμε
την πραγματικότητα:
210 νεκράμαξες
ατιμάζουν τα πρωϊνά
φέρνοντας σʼ αυτή
την καπνισμένη νεκρόπολη
πράγματα καθημερινά
πού με το θάνατο
έχουμε μπολιάσει.
Αλλόκοτοι ξύλινοι τρούλοι
και σταυροί σηκωμένοι ψηλά
περιδιαβαίνουν
τους δρόμους σου –
μαύρα πιόνια
ενός ύστατου ζατρικίου –
κιʼ η κακοφορμισμένη τους
μεγαλοπρέπεια
σκεπάζει την αισχύνη
των θανάτων μας.
Στις τακτοποιημένες σου
μεριές
ο θάνατος είναι άχρωμος,
άδειος κιʼ αριθμητικός.
καταπέφτει σε επετείους
και ονόματα,
σε θανάτους των λέξεων.

Η Τσακαρίτα:

αποχέτευση τούτης της πατρίδας
του Μπουένος Αϊρες,
τελευταίος σταθμός,
συνοικία κορακοζώϊτη
πού στοιχειώνεσαι
ανάμεσα στις άλλες,
λαζαρέτο τούτου του θανάτου
κιʼ όχι της άλλης ζωής,
έχω ακούσει τα λόγια σου
τα γεροτραυλισμένα
και τέτοια δεν τα πιστεύω,
ʼτί η ίδια σου η μέθεξη
της οδύνης
είναι πράξη ζωής
και γιατί η πλησμονή
ενός μόνο τριαντάφυλλου
είναι πάνω απʼ όλα σου
τα μάρμαρα.

`

*

ΙΙ

Η ΡΕΚΟΛΕΤΑ

(LA RECOLETA)

Εδώ είναι σχολαστικός ο θάνατος,
εδώ είναι ο θάνατος τού λιμανιού
ο γαληνεμένος,
ομογάλακτος στο φως το ανθεκτικό
και ζήδωρο του αίθριου
του Socorro
και της στάχτης της κοσκινισμένης
των καύσεων
και της λεπτής γλύκας του γάλακτος
των γενεθλίων
και των ριζωμένων δυναστειών
των patios.
Της ταιριάζουν
τούτες οι παλιές ηδύτητες
κιʼ οι παλιές
τυπικότητες επίσης.

Η κορωνίδα σου
είναι η στοά η αξιοπρεπής
κιʼ η άδολη γενναιοδωρία
του δέντρου
και το τιτίβισμα των πουλιών
πού νευματίζουν,
δίχως να το ξέρουν,
στο θάνατο
και ο παλμός των ταμπούρλων,
πού φουσκώνει το στέρνο,
στις στρατιωτικές παρελάσεις.
Η πλάτη σου
τα αφανή χαμόσπιτα του βορρά
και το τοιχίο των εκτελέσεων
της Rosas.
Σε αποσύνθεση αναδύεται
πίσω από τα μαρμάρινα
καλλιτεχνήματα
το ανεπέρειστο έθνος των νεκρών
πού στα σκοτάδια σου
αλλοιώνεται το ανθρώπινο
από τότε πού
η Μαρία ντε λος Ντολόρες Μασιέλ
θυγατέρα της Ουρουγουάης
– φύτρο τού κήπου σου για
τον ουρανό-
κοιμήθηκε, μικρή δα υπόθεση,
στις ερημιές σου.

Κιʼ όμως στη σκέψη
θέλω να σταθώ
των λουλουδιών των ανέμελων
πού είναι η ιεροπρεπής σου
νεκρολογία
– κίτρινη λάσπη
κάτω από τις ακακίες
των παρυφών σου,
άνθη πού προσφέρθηκαν
εις ανάμνηση στα μαυσωλεία σου –
και στο γιατί της εξαίσιας
και χαυνωμένης ύπαρξης τους
δίπλα στα λείψανα
τα τρομερά
εκείνων πού αγαπάμε.

Το αίνιγμα διατύπωσα
και τη λύση του συνάμα
θα πω:
για πάντα τα λουλούδια
στο θάνατο παραστέκουν,
γιατί όλοι ασυνείδητα ξέρουμε
ότι η ύπαρξη τους
η ανάλαφρη και υπναλέα
είναι το καλύτερο
πού να συνοδέψει μπορεί
αυτούς πού πέθαναν
χωρίς να τούς πληγώσει
με την οίηση τού ζώντος,
χωρίς να είναι
περισσότερο ζωή
απʼ αυτούς.


Μετάφραση: Στάθης Λειβαδάς


* Η ανθολόγηση και μετάφραση των ποιημάτων τού Χόρχε Λουίς Μπόρχες έγινε από την έκδοση:

JORGE LUIS BORGES OBRAS COMPLETAS (1923-1972) Emece΄ Editores, Buenos Aires, 1974.


Πηγή: https://www.poiein.gr/2016/05/15/jorge-luis-borgesaiiya-dhiethiaoa-iaouonaoc-adhssiaoni-ooueco-eaeaaauo/

Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

Jorge Luis Borges -Ο λαβύρινθος

 Δεν θα μπορέσει ο Δίας να μου λύσει

τα πέτρινα δίχτυα που με ζώνουν. Έχω ξεχάσει

τις μορφές των ανθρώπων που κάποτε ήμουν·

σέρνω τη μοίρα μου στους μονότονους τοίχους ανάμεσα

που μισώ. Ολόισιοι δρόμοι που στρίβουν

και σχηματίζουν μυστικούς κύκλους

στων αιώνων τα βάθη. Πεζούλια

χαρακωμένα από το πέρασμα του χρόνου.

Πάνω στην αχνή σκόνη βρήκα σημάδια

που με φοβίζουν. Στα άδεια βράδια μου

φέρνει ένα μουγκρητό ο αγέρας

ή ένα απελπισμένο αντίλαλο που μουγκρίζει.

Ξέρω πως μέσα στα σκοτάδια είναι ο Άλλος,

που ’ναι ταγμένος να εξαντλεί την ατέλειωτη μοναξιά

που πλέκει και ξεπλέκει αυτόν τον Άδη,

να λαχταρά το αίμα μου, να τρέφεται απ’ το θάνατό μου.

Ψάχνουμε ο ένας τον άλλο. Ας ήτανε απόψε

η τελευταία μέρα της αναμονής.


Jorge Luis Borges. 1999. Το εγκώμιο της σκιάς. Μετ. Δημήτρης Καλοκύρης. Αθήνα: Ύψιλον/βιβλία.

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Jοrge Luis Borges - Οδύσσεια, εικοστή τρίτη ραψωδία



Το σιδερένιο τώρα πια σπαθί
έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει, εκδικήθηκε·
τα τρομερά δοξάρια τώρα και τα δόρατα
στο αντίπαλο βάφτηκαν αίμα που χύθηκε.

Σε πείσμα ενός θεού και του πελάγου του,
ο Οδυσσέας ξαναγύρισε στη γυναίκα, στη γης του,
σε πείσμα ενός θεού και των ανέμων του
των παγωμένων, του Άρη και της οργής του.

Και τώρα, ειρηνικά στο νυφικό τους κρεβάτι
κοιμάται η περίφημη βασίλισσα, στο στήθος
του βασιλιά της· όμως, πού να βρίσκεται τάχα

κείνος που νύχτα μέρα τριγυρνούσε
εξόριστος στον κόσμο σα σκυλί
κι έλεγε πως το όνομά του είναι Κανένας;



Jorge Luis Borges, Ποιήματα, Μτφ. Δημήτρης Καλοκύρης,Ελληνικά γράμματα 2006.

Jorge Luis Borges - Ορισμοί για την Ποιητική Τέχνη και Ποιήματα

 ΜΕΡΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΠΟΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

  • «Ο ποιητής είναι ένα υποχείριο, ένα ευκαιριακό όργανο του ποιήματος που γράφει».
  • «Στην ποίηση, το κύριο πρόσωπο είναι ο αναγνώστης. Η λυρική ποίηση γράφεται με τέτοιον τρόπο που ο αναγνώστης να τοποθετείται αυτοπροσώπως στο κέντρο της. Είναι βαθμίδες της ψυχής».
  • «Η ποίηση είναι η τέχνη να προκαλείς συγκίνηση χρησιμοποιώντας το παιχνίδι των λέξεων. Ένας στίχος είναι κάτι που λέγεται με ένα ρυθμό και δεν υπάρχει ποιητική νομοθεσία∙ είναι μια τέχνη μυστηριώδης όσο και η μουσική – ίσως και περισσότερο».
  • «Μπορεί να ζήσει κανείς χωρίς χιλιάδες πράγματα, χωρίς ποίηση όμως δεν μπορεί να ζήσει».
  • «Η διαφορά μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας βρίσκεται στον αναγνώστη, ο οποίος στη μεν πεζογραφία ζητά πληροφορία και επιχείρημα, ενώ στην ποίηση ξέρει ότι οφείλει να συγκινηθεί».
  • «Η ποίηση ήταν ένα πάθος, εκτοπισμένο σήμερα από την πολιτική και την οικονομία. Αυτό το χαμένο πάθος είναι μια μορφή ευτυχίας – ίσως η ύψιστη».
  • «Είναι κάτι το εσωτερικό που δεν μπορεί να προσδιοριστεί∙ μπορούμε να προσδιορίσουμε μόνο τα απλά στοιχεία, αλλά η ποίηση είναι κάτι περίπλοκο».
  • «Η ποίηση είναι μια απλή, ρητορική μαγεία. Το γράψιμο ενός ποιήματος είναι μια μικρή μαγική χειρονομία που συντελείται με τη φαντασία και το πνεύμα του αναγνώστη μαζί με του ποιητή».
  • «Η ποίηση δεν είναι κάτι που το διαλέγεις, ούτε είναι επάγγελμα. Απλώς συμβαίνει πότε πότε να μιλάει μέσα από σένα».
  • «Μετά από τόσα χρόνια έχω καταλήξει ότι ο τονισμός, η φωνή του ποιητή, είναι το σημαντικότερο πράγμα στην ποίηση. Κατόπιν έρχονται οι μεταφορές ή ο μύθος».
  • «Όταν ήμουν νέος πίστευα στην έκφραση. Τώρα δεν πιστεύω πια στην έκφραση, πιστεύω μόνο στον υπαινιγμό».
  • Γιατί δημοσιεύουμε; «Δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας για να μην περάσουμε την υπόλοιπη ζωή μας διορθώνοντας δοκίμια».

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Το μπαστούνι, μια αρμαθιά κλειδιά, κάτι κέρματα,
η απαλή κλειδαριά, κάτι τελευταίες
σημειώσεις που δε θα ξαναδιαβαστούν
τις λίγες μέρες που μου απομένουν, η τράπουλα,
η σκακιέρα, ένα βιβλίο και ανάμεσα στα φύλλα του
η ξεραμένη βιολέτα –ενθύμιο κάποιας βραδιάς
αλησμόνητης ασφαλώς μα ήδη ξεχασμένης–
στη δύση ο κόκκινος καθρέφτης πυρπολώντας
ένα δειλινό της φαντασίας. Τόσα και τόσα πράγματα,
ομπρέλες, πίπες, άτλαντες, φλιτζάνια, μπιχλιμπίδια
που δουλεύουν για χάρη μας σαν αμίλητοι σκλάβοι,
τυφλά και απολύτως βουβά!
Θα επιζήσουν πέρ’ από τη λήθη μας∙
δίχως να ξέρουν καν πως έχουμε υπάρξει.


ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ
Τα γηρατειά (όπως τ’ αποκαλούν οι άλλοι)
μπορεί και να ‘ναι η εποχή της ευτυχίας μας.
Το ζώο έχει πια πεθάνει ή πεθαίνει όπου να ‘ναι.
Απομένει μονάχα ο άνθρωπος κι η ψυχή του.
Ζω ανάμεσα σε θολερές και διάφανες μορφές
που ακόμα δεν έχουν γίνει απόλυτο σκοτάδι.
Το Μπουένος Άιρες
που παλιά μοιραζόταν σε φτωχογειτονιές
προς τη μεριά του απέραντου κάμπου,
έγινε πάλι το νεκροταφείο Ρεκολέτα, η πλατεία Ρετίρο,
τα δρομάκια της παλιάς πόλης
και τα ετοιμόρροπα παλιά σπίτια
μια περιοχή που ακόμα λέμε Νότο.
Πάντοτε στη ζωή μου όλα ήρθαν άφθονα∙ ο Δημόκριτος
ο Αβδηρίτης έβγαλε τα μάτια του προκειμένου να σκέφτεται∙
ο χρόνος ήταν ο δικός μου Δημόκριτος.
Αυτό το μισοσκόταδο προχωράει αργόσυρτο, χωρίς να πληγώνει∙
κυλάει πάνω σε μια ήρεμη πλαγιά
και μοιάζει σαν να είναι η αιωνιότητα.
Οι φίλοι μου δεν έχουν μορφή
οι γυναίκες είναι όπως ήταν εδώ και πολλά χρόνια,
μπερδεύεται η μια γωνιά του δρόμου με την άλλη,
δεν έχουν γράμματα οι σελίδες των βιβλίων.
Όλα αυτά θα έπρεπε να με τρομάζουν
όμως αφήνουν μια γεύση γλυκιά, σαν της επιστροφής.
Από τα τόσα κείμενα που έχουν γραφτεί πάνω στη γη
έχω διαβάσει ελάχιστα
κι αυτά τα ίδια συνεχίζω να διαβάζω με τη μνήμη,
να τα ξαναδιαβάζω και να τα μεταπλάθω.
Απ’ το Νοτιά, τη Δύση, την Ανατολή και το Βοριά,
συγκλίνουν οι δρόμοι που μ’ οδήγησαν
στο μυστικό μου κέντρο.
Οι δρόμοι αυτοί ήταν αντίλαλοι και βήματα,
γυναίκες, άντρες, αγωνίες, αναβιώσεις,
μέρες και νύχτες,
λήθαργοι κι όνειρα,
η καθεμιά στιγμή του χτες,
του κάθε χτες του κόσμου,
το κραταιό σπαθί του δανού και η σελήνη του πέρση,
τα έργα των νεκρών,
ο έρωτας που βρήκε ανταπόκριση, τα λόγια,
ο Έμερσον και το χιόνι, τόσα και τόσα…
Τώρα μπορώ να τα ξεχάσω. Φτάνω στο στόχο μου,
στην άλγεβρά μου, στην κλείδα
και στον καθρέφτη μου.
Σύντομα θα ξέρω ποιος είμαι.


THINGS THAT MIGHT HAVE BEEN
Συλλογίζομαι τα πράγματα που θα μπορούσαν να υπάρξουν αλλά δεν υπήρξαν.
Την πραγματεία περί σαξονικής μυθολογίας που δεν έγραψε ο Μπέντα.
Το αδιανόητο έργο που μπόρεσε να μισοδεί ο Δάντης διορθώνοντας τον τελευταίο στίχο της Κωμωδίας.
Την ιστορία δίχως το βράδυ εκείνο του Σταυρού και το βράδυ του κώνειου. Την ιστορία δίχως το πρόσωπο της Ελένης.
Τον άνθρωπο χωρίς τα μάτια του, που του πρόσφεραν τη σελήνη.
Στις τρεις συγκρούσεις του Γκέττισμπεργκ τη νίκη του Νότου.
Την αγάπη που δεν μοιραστήκαμε.
Την τεράστια αυτοκρατορία που δεν θέλησαν να εγκαθιδρύσουν οι βίκινγκς.
Τον κόσμο χωρίς τον τροχό ή δίχως το ρόδο.
Τη γνώμη του Τζον Νταν για τον Σαίξπηρ.
Το άλλο κέρατο του μονόκερου.
Το μυθικό πουλί της Ιρλανδίας, που βρισκόταν ταυτόχρονα σε δύο σημεία. Τον γιο που δεν απόκτησα.


ΚΑΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΧΤΕΣ
Ξέρω πως έχασα τόσα πράγματα που δεν θα μπορούσα να τα
καταγράψω και αυτές οι απώλειες είναι, τώρα πια, ό, τι μου
ανήκει. Ξέρω ότι έχασα το κίτρινο και το μαύρο και σκέφτομαι
αυτά τα άπιαστα χρώματα όπως δεν τα σκέφτονται αυτοί που
βλέπουν. Ο πατέρας μου πέθανε και πάντα στέκει στο πλευρό
μου. Όποτε θέλω να μελετήσω στίχους του Σουίνμπερν, το κάνω,
μου λένε, με τη φωνή του. Μόνο ό, τι έχει πεθάνει είναι δικό μας,
μόνο αυτό που χάνουμε μας ανήκει. Το Ίλιον υπήρξε, όμως το
Ίλιον παραμένει στο εξάμετρο που το θρηνεί. Το Ισραήλ υπήρξε
όταν ήταν μια παμπάλαια νοσταλγία. Το κάθε ποίημα, με τον καιρό,
είναι μια ελεγεία. Δικές μας είναι μονάχα οι γυναίκες που μας
άφησαν, και που δεν είναι δεμένες με της βραδιάς την αγωνία,
τους πανικούς και την τρομοκρατία της ελπίδας. Δεν υπάρχουν
παράδεισοι άλλοι από τους χαμένους παραδείσους.

ΠΗΓΗ: Χόρχε Λουίς Μπόρχες – Ποιήματα | Εκδόσεις: Πατάκη, Μάιος 2017 | Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης 

Αναδημοσίευση από: https://exitirion.wordpress.com/2020/06/04/jorge-luis-borges/