ΜΕΡΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΠΟΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
- «Ο ποιητής είναι ένα υποχείριο, ένα ευκαιριακό όργανο του ποιήματος που γράφει».
- «Στην ποίηση, το κύριο πρόσωπο είναι ο αναγνώστης. Η λυρική ποίηση γράφεται με τέτοιον τρόπο που ο αναγνώστης να τοποθετείται αυτοπροσώπως στο κέντρο της. Είναι βαθμίδες της ψυχής».
- «Η ποίηση είναι η τέχνη να προκαλείς συγκίνηση χρησιμοποιώντας το παιχνίδι των λέξεων. Ένας στίχος είναι κάτι που λέγεται με ένα ρυθμό και δεν υπάρχει ποιητική νομοθεσία∙ είναι μια τέχνη μυστηριώδης όσο και η μουσική – ίσως και περισσότερο».
- «Μπορεί να ζήσει κανείς χωρίς χιλιάδες πράγματα, χωρίς ποίηση όμως δεν μπορεί να ζήσει».
- «Η διαφορά μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας βρίσκεται στον αναγνώστη, ο οποίος στη μεν πεζογραφία ζητά πληροφορία και επιχείρημα, ενώ στην ποίηση ξέρει ότι οφείλει να συγκινηθεί».
- «Η ποίηση ήταν ένα πάθος, εκτοπισμένο σήμερα από την πολιτική και την οικονομία. Αυτό το χαμένο πάθος είναι μια μορφή ευτυχίας – ίσως η ύψιστη».
- «Είναι κάτι το εσωτερικό που δεν μπορεί να προσδιοριστεί∙ μπορούμε να προσδιορίσουμε μόνο τα απλά στοιχεία, αλλά η ποίηση είναι κάτι περίπλοκο».
- «Η ποίηση είναι μια απλή, ρητορική μαγεία. Το γράψιμο ενός ποιήματος είναι μια μικρή μαγική χειρονομία που συντελείται με τη φαντασία και το πνεύμα του αναγνώστη μαζί με του ποιητή».
- «Η ποίηση δεν είναι κάτι που το διαλέγεις, ούτε είναι επάγγελμα. Απλώς συμβαίνει πότε πότε να μιλάει μέσα από σένα».
- «Μετά από τόσα χρόνια έχω καταλήξει ότι ο τονισμός, η φωνή του ποιητή, είναι το σημαντικότερο πράγμα στην ποίηση. Κατόπιν έρχονται οι μεταφορές ή ο μύθος».
- «Όταν ήμουν νέος πίστευα στην έκφραση. Τώρα δεν πιστεύω πια στην έκφραση, πιστεύω μόνο στον υπαινιγμό».
- Γιατί δημοσιεύουμε; «Δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας για να μην περάσουμε την υπόλοιπη ζωή μας διορθώνοντας δοκίμια».
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Το μπαστούνι, μια αρμαθιά κλειδιά, κάτι κέρματα,
η απαλή κλειδαριά, κάτι τελευταίες
σημειώσεις που δε θα ξαναδιαβαστούν
τις λίγες μέρες που μου απομένουν, η τράπουλα,
η σκακιέρα, ένα βιβλίο και ανάμεσα στα φύλλα του
η ξεραμένη βιολέτα –ενθύμιο κάποιας βραδιάς
αλησμόνητης ασφαλώς μα ήδη ξεχασμένης–
στη δύση ο κόκκινος καθρέφτης πυρπολώντας
ένα δειλινό της φαντασίας. Τόσα και τόσα πράγματα,
ομπρέλες, πίπες, άτλαντες, φλιτζάνια, μπιχλιμπίδια
που δουλεύουν για χάρη μας σαν αμίλητοι σκλάβοι,
τυφλά και απολύτως βουβά!
Θα επιζήσουν πέρ’ από τη λήθη μας∙
δίχως να ξέρουν καν πως έχουμε υπάρξει.
ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ
Τα γηρατειά (όπως τ’ αποκαλούν οι άλλοι)
μπορεί και να ‘ναι η εποχή της ευτυχίας μας.
Το ζώο έχει πια πεθάνει ή πεθαίνει όπου να ‘ναι.
Απομένει μονάχα ο άνθρωπος κι η ψυχή του.
Ζω ανάμεσα σε θολερές και διάφανες μορφές
που ακόμα δεν έχουν γίνει απόλυτο σκοτάδι.
Το Μπουένος Άιρες
που παλιά μοιραζόταν σε φτωχογειτονιές
προς τη μεριά του απέραντου κάμπου,
έγινε πάλι το νεκροταφείο Ρεκολέτα, η πλατεία Ρετίρο,
τα δρομάκια της παλιάς πόλης
και τα ετοιμόρροπα παλιά σπίτια
μια περιοχή που ακόμα λέμε Νότο.
Πάντοτε στη ζωή μου όλα ήρθαν άφθονα∙ ο Δημόκριτος
ο Αβδηρίτης έβγαλε τα μάτια του προκειμένου να σκέφτεται∙
ο χρόνος ήταν ο δικός μου Δημόκριτος.
Αυτό το μισοσκόταδο προχωράει αργόσυρτο, χωρίς να πληγώνει∙
κυλάει πάνω σε μια ήρεμη πλαγιά
και μοιάζει σαν να είναι η αιωνιότητα.
Οι φίλοι μου δεν έχουν μορφή
οι γυναίκες είναι όπως ήταν εδώ και πολλά χρόνια,
μπερδεύεται η μια γωνιά του δρόμου με την άλλη,
δεν έχουν γράμματα οι σελίδες των βιβλίων.
Όλα αυτά θα έπρεπε να με τρομάζουν
όμως αφήνουν μια γεύση γλυκιά, σαν της επιστροφής.
Από τα τόσα κείμενα που έχουν γραφτεί πάνω στη γη
έχω διαβάσει ελάχιστα
κι αυτά τα ίδια συνεχίζω να διαβάζω με τη μνήμη,
να τα ξαναδιαβάζω και να τα μεταπλάθω.
Απ’ το Νοτιά, τη Δύση, την Ανατολή και το Βοριά,
συγκλίνουν οι δρόμοι που μ’ οδήγησαν
στο μυστικό μου κέντρο.
Οι δρόμοι αυτοί ήταν αντίλαλοι και βήματα,
γυναίκες, άντρες, αγωνίες, αναβιώσεις,
μέρες και νύχτες,
λήθαργοι κι όνειρα,
η καθεμιά στιγμή του χτες,
του κάθε χτες του κόσμου,
το κραταιό σπαθί του δανού και η σελήνη του πέρση,
τα έργα των νεκρών,
ο έρωτας που βρήκε ανταπόκριση, τα λόγια,
ο Έμερσον και το χιόνι, τόσα και τόσα…
Τώρα μπορώ να τα ξεχάσω. Φτάνω στο στόχο μου,
στην άλγεβρά μου, στην κλείδα
και στον καθρέφτη μου.
Σύντομα θα ξέρω ποιος είμαι.
THINGS THAT MIGHT HAVE BEEN
Συλλογίζομαι τα πράγματα που θα μπορούσαν να υπάρξουν αλλά δεν υπήρξαν.
Την πραγματεία περί σαξονικής μυθολογίας που δεν έγραψε ο Μπέντα.
Το αδιανόητο έργο που μπόρεσε να μισοδεί ο Δάντης διορθώνοντας τον τελευταίο στίχο της Κωμωδίας.
Την ιστορία δίχως το βράδυ εκείνο του Σταυρού και το βράδυ του κώνειου. Την ιστορία δίχως το πρόσωπο της Ελένης.
Τον άνθρωπο χωρίς τα μάτια του, που του πρόσφεραν τη σελήνη.
Στις τρεις συγκρούσεις του Γκέττισμπεργκ τη νίκη του Νότου.
Την αγάπη που δεν μοιραστήκαμε.
Την τεράστια αυτοκρατορία που δεν θέλησαν να εγκαθιδρύσουν οι βίκινγκς.
Τον κόσμο χωρίς τον τροχό ή δίχως το ρόδο.
Τη γνώμη του Τζον Νταν για τον Σαίξπηρ.
Το άλλο κέρατο του μονόκερου.
Το μυθικό πουλί της Ιρλανδίας, που βρισκόταν ταυτόχρονα σε δύο σημεία. Τον γιο που δεν απόκτησα.
ΚΑΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΧΤΕΣ
Ξέρω πως έχασα τόσα πράγματα που δεν θα μπορούσα να τα
καταγράψω και αυτές οι απώλειες είναι, τώρα πια, ό, τι μου
ανήκει. Ξέρω ότι έχασα το κίτρινο και το μαύρο και σκέφτομαι
αυτά τα άπιαστα χρώματα όπως δεν τα σκέφτονται αυτοί που
βλέπουν. Ο πατέρας μου πέθανε και πάντα στέκει στο πλευρό
μου. Όποτε θέλω να μελετήσω στίχους του Σουίνμπερν, το κάνω,
μου λένε, με τη φωνή του. Μόνο ό, τι έχει πεθάνει είναι δικό μας,
μόνο αυτό που χάνουμε μας ανήκει. Το Ίλιον υπήρξε, όμως το
Ίλιον παραμένει στο εξάμετρο που το θρηνεί. Το Ισραήλ υπήρξε
όταν ήταν μια παμπάλαια νοσταλγία. Το κάθε ποίημα, με τον καιρό,
είναι μια ελεγεία. Δικές μας είναι μονάχα οι γυναίκες που μας
άφησαν, και που δεν είναι δεμένες με της βραδιάς την αγωνία,
τους πανικούς και την τρομοκρατία της ελπίδας. Δεν υπάρχουν
παράδεισοι άλλοι από τους χαμένους παραδείσους.
ΠΗΓΗ: Χόρχε Λουίς Μπόρχες – Ποιήματα | Εκδόσεις: Πατάκη, Μάιος 2017 | Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης
Αναδημοσίευση από: https://exitirion.wordpress.com/2020/06/04/jorge-luis-borges/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου