Ἂν ἄκουσες ποτὲ τὸ βογγητό μου,
κι ἴσως κι ἐσὺ θὰ γέλασες μ’ ἐμένα,
ἂν ἄκουσες ποτὲ τὸ στεναγμό μου
καὶ τὰ μαρτύρια ποὺ ’χω περασμένα.
Ἂν εἶδες μ’ ἀπορία στὸν ὀφθαλμό μου
νὰ κρέμουνται δυὸ δάκρυα φλογισμένα,
ἐγὼ δοξάζω πάντα τὸ Θεό μου,
γιατί σ’ ἐμὲ τὰ βάσανα εἶναι ξένα.
Μέσα στῆς γῆς τὴν τρομερὴ τὴν πάλη,
ὑποκριτὴς κι ἐγὼ φριχτὰ θρηνώντας,
δὲν ἔγειρα ποτέ μου τὸ κεφάλι·
νὰ κρέμουνται δυὸ δάκρυα φλογισμένα,
ἐγὼ δοξάζω πάντα τὸ Θεό μου,
γιατί σ’ ἐμὲ τὰ βάσανα εἶναι ξένα.
Μέσα στῆς γῆς τὴν τρομερὴ τὴν πάλη,
ὑποκριτὴς κι ἐγὼ φριχτὰ θρηνώντας,
δὲν ἔγειρα ποτέ μου τὸ κεφάλι·
Κι ἐγέλασα μ’ ἐσέ, μὲ τὴν ἐλπίδα,
Θεὸ κι ἀγάπη πάντα βλαστημώντας,
κρυμμένος μὲς στὴν ψεύτρα προσωπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου