Bened Island
Ράδα στο Bened island, εδώ στη Νιγηρία,δράμα, στο τσιμεντάδικο, το σάπιο απ’ τη σκουριά,
καυγάδες στα κουβούσια του και δώστου ασυδοσία,
η ζέστη κι η μαλάρια τεντώνουν τα λουριά.
Μαύρες με χείλια φουσκωτά, χαζές απ’ τη μαστούρα,
χορταίνουνε τα πάθια μας, μ’ απαίσια μυρωδιά.
Έντεκα νάιρα,* που λες, για τη μισή ωρούλα,
και για νυχτιά, αν ήθελες, τριάντα, τσακιστά.
χορταίνουνε τα πάθια μας, μ’ απαίσια μυρωδιά.
Έντεκα νάιρα,* που λες, για τη μισή ωρούλα,
και για νυχτιά, αν ήθελες, τριάντα, τσακιστά.
Το σακουλάκι, εκατό, ντόπια μαριχουάνα,
μ’ αν ζήταγες ποσότητα, την έπαιρνες ογδόντα,
όμως φοβάσαι τα σκυλιά που έχει η Αντουάνα,*
της μπαρακούντας,* δύσκολα ξεφεύγεις, απ’ τα δόντια.
μ’ αν ζήταγες ποσότητα, την έπαιρνες ογδόντα,
όμως φοβάσαι τα σκυλιά που έχει η Αντουάνα,*
της μπαρακούντας,* δύσκολα ξεφεύγεις, απ’ τα δόντια.
Τα πράγματα αγρίεψαν και πάλι, χτες το βράδυ,
εσήμανε συναγερμός, να διώξουν τα μαυρούκια,*
από νωρίς τα πίναμε κι ήτανε μέλι λάδι,
μα σαν σε πίνει, πιο καλά, είναι να τρως φουντούκια.
εσήμανε συναγερμός, να διώξουν τα μαυρούκια,*
από νωρίς τα πίναμε κι ήτανε μέλι λάδι,
μα σαν σε πίνει, πιο καλά, είναι να τρως φουντούκια.
Η πλάκα όλη αρχίνησε, απ’ το γραμματικό,*
π’ αφού τη σούρωσε καλά, της σήκωσε τη φούστα,
η μαύρη, αντιστάθηκε, δεν τόδε για καλό,
αν την πληρώσει τού λεγε, του κάνει όλα τα γούστα.
η μαύρη, αντιστάθηκε, δεν τόδε για καλό,
αν την πληρώσει τού λεγε, του κάνει όλα τα γούστα.
Μ’ αυτός, τσιγκούνης κι άσκημος, επάνω στη ζαλάδα,
την έριξε κατάχαμα κι άρχισε να τη γδύνει,
αυτή, ουρλιάζοντας βραχνά, απ’ την πολύ φουμάδα,
του μάτωσε το πρόσωπο με μια μπουκάλα τζίνι.*
την έριξε κατάχαμα κι άρχισε να τη γδύνει,
αυτή, ουρλιάζοντας βραχνά, απ’ την πολύ φουμάδα,
του μάτωσε το πρόσωπο με μια μπουκάλα τζίνι.*
Έτσι κατέβηκε* κι αυτός από τον αφαλό της,
σκέπασε με τις φούχτες του τα μάτια, βλαστημούσε,
δύο κλωτσιές της έδωσε στο ξέσκεπο απ’ αυτό της
τ’ άρπαξε κείνη τ’ αχαμνά, κι άγρια τα τραβούσε.
σκέπασε με τις φούχτες του τα μάτια, βλαστημούσε,
δύο κλωτσιές της έδωσε στο ξέσκεπο απ’ αυτό της
τ’ άρπαξε κείνη τ’ αχαμνά, κι άγρια τα τραβούσε.
Όσοι από μας τ’ ακούσανε έτρεξαν για ν’ ανοίξουν,
σε σφάλι*‘χε την κλειδαριά, τραβούσαν το λεβιέ,
δυο μαύροι ναύτες, έσπασαν την πόρτα, να βοηθήσουν
και ο ανθυποπλοίαρχος, έφερε οξυζενέ.
σε σφάλι*‘χε την κλειδαριά, τραβούσαν το λεβιέ,
δυο μαύροι ναύτες, έσπασαν την πόρτα, να βοηθήσουν
και ο ανθυποπλοίαρχος, έφερε οξυζενέ.
Ο καπετάνιος π’ έφτασε, βαρύς σαν το πεπόνι,
έριξε γύρω μια ματιά κι άρχισε να φωνάζει,
με μια φωνή, που νόμιζες πως άκουγες τρομπόνι,
«Μες το νερό πετάξτε τες, πνίχτε τες, να αδειάσει».
έριξε γύρω μια ματιά κι άρχισε να φωνάζει,
με μια φωνή, που νόμιζες πως άκουγες τρομπόνι,
«Μες το νερό πετάξτε τες, πνίχτε τες, να αδειάσει».
Ενώ αυτός τις έφερνε, πολλά για να σκεπάσει,
στον υποπλοίαρχο, να πει κουβέντα, δεν μπορεί,
τι τον κρατά στο χέρι του αυτός και τόνε σφάζει,
στάχτη σκορπά με τις φωνές, μην αποκαλυφτεί.
στον υποπλοίαρχο, να πει κουβέντα, δεν μπορεί,
τι τον κρατά στο χέρι του αυτός και τόνε σφάζει,
στάχτη σκορπά με τις φωνές, μην αποκαλυφτεί.
Ετούτες όμως άγριες, τόνε λοξοκοιτάζαν,
μια απ’ αυτές π’ ήταν κοντά, άρχισε να τον σπρώχνει.
«Ι am captain» φώναζε, νόμιζε θα τρομάζαν
μ’ αυτή με μία χαστουκιά, το στόμα του βουλώνει.
μια απ’ αυτές π’ ήταν κοντά, άρχισε να τον σπρώχνει.
«Ι am captain» φώναζε, νόμιζε θα τρομάζαν
μ’ αυτή με μία χαστουκιά, το στόμα του βουλώνει.
Το πλήρωμα πλησίασε κοντά, να ρθει η τάξη,
τη διαιτησία αρχίσανε και λέγαν «Τώρα, φίλος».
μα ένας Τρίτος που μια κάσα μπύρα είχε αδειάσει,
εβγήκε απ’ την καμπίνα του γαυγίζοντας σαν σκύλος.
τη διαιτησία αρχίσανε και λέγαν «Τώρα, φίλος».
μα ένας Τρίτος που μια κάσα μπύρα είχε αδειάσει,
εβγήκε απ’ την καμπίνα του γαυγίζοντας σαν σκύλος.
Τότε, μ’ αυτόν αρπάχτηκε ο “captain”, παρευθύς,
-Μπουρδέλο το βαπόρι μου, δε θα το κάνεις, Τρίτε,
κάνε το σπίτι σου ότι θες, όταν εκεί βρεθείς…
έξω οι μαυρούκες, διέταξα και γκρεμοτσακιστείτε.
-Μπουρδέλο το βαπόρι μου, δε θα το κάνεις, Τρίτε,
κάνε το σπίτι σου ότι θες, όταν εκεί βρεθείς…
έξω οι μαυρούκες, διέταξα και γκρεμοτσακιστείτε.
Αλλά ο Τρίτος, χόλωσε, σαν τούπε για το σπίτι
και χύμιξε απάνω του, τούσφιξε το λαιμό,
τανάλιες λες τα χέρια του κι αυτές από μαγνήτη,
και χύμιξε απάνω του, τούσφιξε το λαιμό,
τανάλιες λες τα χέρια του κι αυτές από μαγνήτη,
Άσχημη πλάκα, αν τη βλέπεις λίγο ναυτικά...
κάτσαμε ‘γω κι ο Δεύτερος, επάνω στη βαρδιόλα.
-«Πού μπλέξαμε, με ρώτησε, τι ήταν όλα’ αυτά;»
-«Πεδίο μάχης, απαντώ και ρεζιλίκι, απ’ όλα».
Αντιγράφηκαν απ' το προφίλ του Δημήτρη Κονιδάρη.
κάτσαμε ‘γω κι ο Δεύτερος, επάνω στη βαρδιόλα.
-«Πού μπλέξαμε, με ρώτησε, τι ήταν όλα’ αυτά;»
-«Πεδίο μάχης, απαντώ και ρεζιλίκι, απ’ όλα».
Νίκος Κοντογιώργης
M/V REA
Στη ράδα του Bened island
17-11-1979
Νάιρα= Νόμισμα Νιγηρίας
Αντουάνα= Τελωνείο
Μπαρακούντα= Ψάρι που το δάγκωμα του είναι οδυνηρό
Μαυρούκια= Μαύρες κοπέλες
Γραμματικός= Υποπλοίαρχος
Τζίνι= Το ποτό Τζιν
Σφάλι= Σε ασφάλεια
Ένα λοστρόμο
ένα λεβέντη γίγαντα, που αν σ΄ έπιανε στα χέρια
νόμιζες πως σε μάγκωναν μέγγενες με μαχαίρια
κι η τύχη του τον έφερε στης τρέλας τα σκαλιά...
Κάπου στον κόλπο του Σιάμ, εκεί τον είχαν βρει,
που ρούα-τα* ψαρεύανε λίγο πιο ανοιχτά,
σε μπουκαπόρτα ξαπλωτό, κρατούσε δυο κουπιά
κι ούτε μιλιά απ΄ το στόμα του, ούτε λαλιά να βγει...
Σε μια μαούνα σάπια πια, στο ξωτικό καρνάγιο,*
κοιμότανε σαν γύριζε τη νύχτα απ΄ τα πορνεία,
τα δυο κουπιά σαν φυλαχτό έκρυβε με λατρεία,
αυτά που τόνε σώσανε απ΄ το φριχτό ναυάγιο...
Μ΄ ένα καλάμι από μπαμπού έφτιαξε αλμπουρέτο,*
οι πόρνες τον συμπάθησαν, του φύλαγαν το πιάτο,
μάζευε τα παλιόσκοινα π΄ αφήναν στο Μαρκάτο,*
να δέσει ξάρτια πάλευε, τ΄ άλμπουρο να ΄ναι νέτο..
Στη μπάρα σαν τον κέρναγαν οι ναυτικοί κρασί,
ήταν το μόνο που έπινε και μόνο δυο ποτήρια,
κάτι σινιάλα έκανε στη γλώσσα τη μυστήρια,
π΄ αυτοί καταλαβαίνανε πως τους ευγνωμονεί...
Κι ένα πρωί τον βρήκανε οι πόρνες πεθαμένο,
δεν πήγε στη μαούνα του βράδυ να κοιμηθεί,
τον έπλυναν, τον άλλαξαν κι η κάθε μια θρηνεί
αυτό το γίγαντα τρελό, τον τόσο αδικημένο...
Νίκος Κοντογιώργης
Κέρκυρα 23/3/2020
Ρούα-τα= Πλοιάρια στις ακτές του Σιάμ, πολλά είδη... ρούα τα, ρούα σαλόμ, ρούα πετ, ρούα πλατ, ρούα γιαγιάτ
καρνάγιο= Παλιό ναυπηγείο
Αλμπουρέτο=Μικρό άλμπουρο
Μαρκάτο= Αγορά
Αντιγράφηκαν απ' το προφίλ του Δημήτρη Κονιδάρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου