Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Πεντζίκης Νίκος-Γαβριήλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Πεντζίκης Νίκος-Γαβριήλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης - Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής (1963)

«…Η ζωή είναι όλο σχήματα. Απ΄αυτή την άποψη των ξεκάθαρων σχημάτων, νομίζω ότι μ’ ενθουσιάζει και μ’ ευχαριστεί το γαλλικό θέατρο. Όπως άλλωστε και ο γαλλικός κήπος. Θυμούμαι ένα απόγευμα Κυριακής στις Βερσαλλίες. Τα αγάλματα και τα κτίρια ανάμεσα στη βλάστηση και τα νερά είναι μια ικανή απόδειξη ότι εκεί αντικρύσθηκαν , κατά κάποιο νέο τρόπο που τα ζωντάνεψε, τα αρχαία ελληνικά σχήματα που χρησίμεψαν στον Πλάτωνα, ως άλλη κλίμαξ του Ιακώβ, για την άνοδό του μέχρι το όντως όν. Γιατί λοιπόν ήμουν τόσο αφόρητα μελαγχολικός, διατρέχοντας την επιμήκη αίθουσα των καθρεπτών, νεαρός σπουδαστής σταλμένος από τους γονείς μου να μάθω, να πληροφορηθώ το καλύτερο; Γιατί έφθασα να κλείνω τα μάτια μου μη θέλοντας να βλέπω; Γιατί η καρδιά μου δε σκιρτούσε καθως περιδιάβαζα στο πάρκο με τις ευγενείς και όμορφες παλατιανές γυναίκες που μαρμάρωσαν, παρομοιάζοντας την Αφροδίτη και την Αρτεμη; Δεν είναι πολύς καιρός που ξεδιάλυνα το μυστικό της τοτινής μελαγχολικής εφηβείας που μ΄έκανε να κρυώνω και να κουμπώνομαι. Χρειάστηκε στο μεταξύ να περάσουν χρόνια. Χρόνια πάρα πολλά που με το κύλισμά τους, άδειασαν τα χέρια μου από κάθε υπόνοια σχήματος. Όλα γκρεμίστηκαν κάτω. Επεσαν και έγιναν θρύμματα, σαν κρυστάλλινα βάζα απ’ τα χέρια ενός παιδιού. Μη φανταστείτε ότι προτίθεμαι σαν τον τεχνίτη που γέμιζε τις παιδικες μας καρδιές μ’ ‘έκπληξη όταν τον ακούγαμε που περνώντας από το δρόμο διακήρυττε: «σπασμένα πιάτα, φκιάα..» Το σπασμένο μια φορά είναι σπασμένο.Θέλω μονάχα να με φανταστείτε να περπατώ στην ακρογιαλιά. «Παρά θιν αλός ατρυγέτοιο», κλαίγοντας. Πιστεύω ότι από τα δακρυα των ανθρώπων είναι η θάλασα αλμυρή. Θάλασσα ή ποτάμι, νερό που κυλά, είδα να με παρασέρνει η ανθρώπινη μοίρα. Μεσα στο νερό αυτό κολυμπώντας είπα ότι αγαπώ τον Πλάτωνα, τις ελληνικες ιδέες, πιστευοντας ότι έβλεπα και καταλάβαινα τα σχήματά τους. Ετσι εξηγειται και η διαφορετική στάση μου σαν συγγραφέα. Η αδυναμία μου δηλαδη να εξατμίσω την ύλη των αναμνήσεων εκ της ζωής μέσα στον καθορισμένο χώρο ενός σχήματος ή ομοιογενούς ομάδος σχημάτων. Ειμαι πλατωνικός όχι γιατι κρατάω και σηκώνω ψηλά στα χέρια μου ένα σχήμα του Αθηναίου φιλοσόφου, αλλά σαν εμβαπτισμένος στα αέναα νάματα, όπου κυλάν τα βότσαλα και όστρακα των ιδεών του.Την αλήθεια επομένως δεν μπορώ να την δώ σαν περιγραφή κρυστάλλου, αλλά μάλλον σα ρυθμό της ροής που συγκυλά τα θρύμματα του βάζου, του κρυστάλλινου μυροδοχείου, πού όντας στο Παρίσι, δίχως να το καταλάβω, έφηβος, « ανεπαισθήτως» άφησα και μούπεσε απ τα χέρια και τσάκισε. Υστερα απ' αυτη την εξήγηση, δικαιολογείται αρκετά μου φαίνεται ο τρόπος επεξεργασίας του υλικου που αντλώ από τον κόσμο..."

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης - Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης

 Στη φθαρτή, θνητή σάρκα του ανθρώπου, στη σύσταση του υλικού κόσμου, η γοητεία της αγάπης μπορεί να διαθέσει κατά τέτοιο τρόπο τα μόρια, ώστε τα σώματα να καταστούν πυρίμαχα, αδιάβρωτα στο νερό, ανθεκτικά σε όλων των ειδών τα σκληρά κτυπήματα.

Εφ’ όσον υπάρχουν μάνες που γεννάν, μη φανταστείτε ποτέ ότι το μίσος μπορεί να είναι ισχυρότερο από την αγάπη.

Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Ν. Γ. Πεντζίκης - Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση

Όσα σκεπάζει το δέρμα ήταν κοντά μου , μέσα μου. Αγγίζω το μικρό δαχτυλάκι στο στόμα. Το γόνατο, το άλλο γόνατο. Γόνατα μεσημεριάτικου λουλουδιού. Έμορφη κόρη. Ελαφρό περπάτημα. Λεπτοφυής τολύπη, καπνία διασπαρμένη. Ο πόθος περισσότερος στον ίσκιο, όπου οι βάλανοι στο χώμα αλλοιώνονται. Αναγνωρίζω τον κελαηδισμό: κορυδαλλός. Είσαι πεταλούδα, λουλούδι, εύκομη, "παραθαλασσία", αιγαία, ανατολική, πολύκλωνη, πολύκαμπη, πολύανθη, μ' ολόκληρα φύλλα, γυθωτή, ξανθιά, ξανθωπή, ανεμώνη. Γερανός, επιστρέφω, αγνός, αγνός, αιδήμων, λαγόπους. Καταπίνω την απόσταση. Το χέρι μετάβαση. Αδύνατο, απίθανο. Αφή, ορατή έννοια, ύλη, νόηση, εικόνα, εικόνιση, εικόνισμα. Βερονίκη, λονικερία, κρουκιανέλη, αγρόστεμα, στεφανωτική κορωνίδα, περιστερένια, λουλουδιά, τριγωνέλα, αστερωτή, χαρίεσσα, μελισσαντρού. Καταφύγιο ζητώ. Έσχατος, ταπεινός, φάγναλος, τραχύτριχος, γαουτίνης.... Στη λίμνη κοντά τα δυό χέρια σφιχτοπεριπλέχτηκαν. καθώς χτένιζες τα μαλλιά σου Αφροδίτη. Βέτη, ευφορβία, σφαιρωτή, σφαιροφόρα, μικρή ελιά φουντωμένη, αμυγδαλωτή, στενόφυλλη, μικρόφυλλη, μικρόανθη, μικρόκαρπη, συσφιγμένη. Είμαι ερωδιός, ατρίπλαξ, ρούμηξ, οποπάναξ, ελίχρυσος, σπαθωτός, λογχωτός, ταρτονραίος. Φρύνος οξύς. Κοντά μου ζωή... Στάσου σαστικιά, αραβωνιαστικιά, περιστερά, προποντίδα, κρημνόφυλλη, σπαρτή αρουραία, κυρτή, κλιτή, γυρτή, λυγερή, λυγαριά, ιξωτή, αδράχνη, περιπλοκάδα, τορηλίδα, κληματίς, κληματίδα, κληματσίδα, καραμπελού, καβαλερού, γλυκοπόριχο, χοιμαλιά. Ελελιφασκόθυμος, σπούνερ, αλέκτωρ, βασιλικός, σταφυλόνικος, ορχιφόρος. Αγκάθι, αγκαθωτό, δαυκί, λάθρα, λάθυρα. Ανάμεσα κόντυλος, κοντυλόριζο. Καταγής πλαγιασμένη. Χαμαισυκή, ροδοδάφνη, ρόκα, γυνοφόρα, τρίμερη, κολπωτή. Κασέλι μικρό με τριπλή ευωδιά φυλαγμένη. Κυστίδα, γαστρίδα, δεντρωτή, φλεβωτή, αλμυρωτή, βελουδένια. Γυναίκα που αγγίζω τον ώμο σου. Ηδύπνοη, κομψή, στρεπτή, κοιλερία, σχιστή, ωοειδής, σκληροπόα. Κριός, επιβήτωρ, κρουπινάστρο. Εκβάλιον, δίδυμο, γύνανδρο, θηλυγόνο, ξυνάκι, αιματόχρωμο, υμενόνημα, ποικιλία μεταξύ μας. Μαζί μας αδενόανθος, υμενόκαρπος, αγραπίδι, αμύγδαλο, κύαμος, σταχυς. Από μας ανθρώπινη ουσία δημητριακή. Κότινος. καλάνθρωπος. Μετεβλήθης ήμερη. Βικία, ευακία, υπόλευκη, άσπρη βοτάνη, μελόχορτο, ανθέμιο, γαλατσίδα.


Ν. Γ. Πεντζίκη, Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, 1938

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

Νίκος- Γαβριήλ Πεντζίκης - [περί ιδέας]




Με τυραννά η αναζήτηση της καθαρής ιδέας μέσα σε κάθε υλικό σχήμα. Θα ήθελα να μπορούσα να πιω την ιδέα στο γεμάτο ποτήρι δροσερό νερό που είναι απάνω στο τραπέζι να ξεδιψάσω. Υπάρχει παντού η ιδέα. Και στο σχήμα, και στην ιδιοσυγκρασία, και μέσα στο ποτήρι νερό. Όμως αντί να την καταπίνεις, σε περιέχει.

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης-Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης (απόσπασμα)

 Τᾶ τελευταία τέσσερα χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ εἶδα τ’ ὄνειρο καὶ ἄλλαξε ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μου κι’ ἄρχισα νὰ παίρνω μιὰ θέση στὴ Κοινωνία, δὲν ἦταν πιὰ τὸ ἴδιο πράγμα οἱ σχέσεις μας, ὅπως πρὶν ποὺ τοὺς δινόμουν ὁλόψυχα. Ἔνιωθα νά ’χω κι’ ἄλλον πλοῦτο στὴν ψυχὴ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαυμασμὸ ποὺ μποροῦσε νὰ μοῦ ἐμπνέει ἡ κυρία Ἔρση. Δὲν τῆς διηγήθηκα τ’ ὄνειρό μου, οὔτε ἐπίσης στὸν Παῦλο. Ἴσως μάλιστα τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ κράτης μυστικὸ νά ’ταν ἡ αἰτία ποὺ ψυχρανθήκαμε. Δὲν ὑπαρχεικανένας ἄλλος λόγος νὰ μὴ πηγαίνω ὅπως πρὶν τακτικὰ σπίτι τους. Μοῦ ἦταν ἀδύνατο ὅμως νὰ τοὺς τὸ πῶ, ἐξαιτίας τοῦ μικροῦ ἐνθουσιασμοῦ ποὺ ἔδειξαν, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν ἐπὶ τόπου μετάβασή μου, ἔτρεξα σπίτι τους νὰ τοὺς πῶ τὰ καθέκαστα. Βέβαια ἂν τὸ καλοεξετάσεις ἡ κουβέντα μου ἀφοροῦσε γνωστὰ πράματα. Δὲν εἶχα νὰ τοὺς πῶ παρὰ ὅτι πῆγα ἴσαμε τὴν Καβάλα ἢ τὴν Κεραμωτή. Δικαιολογημένα νὰ μὲ κόψει ὁ Παῦλος, λέγοντάς μου ὅτι εἶχε κάμει τουλάχιστο δέκα φορὲς τὴ διαδρομή. Μὰ ἐπειδὴ γνώρισες ἕναν τόπο, στέκει νὰ βαριέσαι ν’ ἀκοῦς νὰ μιλᾶν γι’ αὐτόν; Μπορεῖ ποτὲ νὰ φανταστεῖς ὅτι ἕνας τόπος ἐξαντλήθηκε ὁσον ἀφορᾶ τὴν περιέργειά σου; Ἐγὼ νόμιζα ὅτι μὲ ὅσα ἔλεγα τοὺς πρόσφερνα τὰ κουφέτα μιᾶς χαρᾶς, ἑνὸς εὐτυχισμένου γάμου. Ξέρω λοιπὸν ὅτι ὅσοι ἀκοῦν γιὰ γάμο καὶ παίρνουν τὴν μπομπονιέρα, εὐχαριστοῦν καὶ μειδιοῦν πρόσχαρα. Μὰ τέλος πάντων μόνο τὰ δικά τους ἔχουν ἐνδιαφέρον γενικὸ καὶ παναθρώπινο; Μόνο οἱ θησαυροὶ οἱ ἀρχαίοι ποὺ ὁ Παῦλος ἀνέσερνε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἡ πανέμορφη γυναίκα του σχολίαζε μὲ λεπτὸ γοῦστο; Ἕνα πλῆθος πράγματα τῆς διαδρομῆς μου γιᾶ τὰ ὁποῖα τοὺς ρώτησα δὲν τά ’ξεραν. Τὸ πλατὺ σίδηρο ποὺ συνδέει ἀπὸ παράθυρο σὲ παράθυρο τ’ ἀντικριστὰ καπνεργοστάσια στὴν Καβάλα. Ἡ Καβάλα μ’ εἶχε τρελάνει μὲ τὸ πανόραμά της, μὲ τὶς ποικίλες ἀπόψεις, ἀπὸ κάθε μεριὰ ποὺ στεκόμουνα καὶ τὴν ἔβλεπα. Μ’ ἀρέζει πάρα πολὺ ἡ Καβάλα. Γιατὶ δὲν μ’ ἄφηκαν νὰ τοὺς τὴν περιγράψω;Μήπως δὲν τά ‘λεγα σωστά; Δὲν εἶχαν δίκαιο. Κράτησα σημειώσεις καὶ ἐνδιαφέρθηκα νὰ συλλέξω σχετικὲς πλητοφορίες. Ἔμαθα ὅλα τὰ ὀνόματα τῶν χωριῶν κατὰ μῆκος τῆς διαδρομῆς.Ὅσα φαίνονται ἁπὸ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ δρόμου, κι’ ὅσα δὲν φαίνονται, κρυμμένα πίσ’ ἀπὸ καμιὰ ράχη, ἀλλὰ δὲν ἀπέχουν πολύ. Μιὰ παρακαμπτήριος ἀπὸ τὴ γαληψὸ ὁδηγεῖ στ’ Ὀρφάνι. Ἀπὸ τὸ Ποδοχώρι στὸ Μονόλιθο τοῦ Ἀκροποτάμου. Περνώντας ἀπὸ τὰ διάφορα χωριὰ καὶ διαβάζοντας τὶς πινακίδες μὲ τὰ ὀνόματά τους, εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι ἤμουν γιὰ ψώνια γιορταστικά, σ’ ἔνα πεντακάθαρο φωτεινὸ παντοπωλεῖο καὶ διάλεγα διαβάζοντας τὰ διάφορα χρωματιστὰ κουτιὰ κονσερβῶν. Ἡ φίρμα ἑνὸς ἐργοστασίου σοκολάτας εἶχε τὴ σοφὴ ἔμπνευση νὰ συνδυάσει τὴ ρεκλάμα τῶν προϊόντων της μὲ καλογραμμένες πινακίδες, ὅπου σημειώνεται τ’ ὄνομα τοῦ χωριοῦ καὶ ἡ χιλιομετρικὴ ἀπόσταση ἀπὸ Θεσσαλονίκης. Γευόμουνα τὰ προϊόντα ἀντικρίζοντας τὸ κάθε χωριό, τὰ σπίτια, τὰ δέντρα, τοὺς μπαχτσέδες, τὰ χωράφια. Ἀπομνημόνευσα τὸν ἀριθμὸ τῶν κατοίκων γιὰ ὅλα τὰ χωριά, σύμφωνα μὲ τὴ στατιστικὴ τοῦ ’40. Ἐπὶ τῇ βάσει αὐτῆς τῆς στατιστικῆς δὲν μποροῦσα να ’μαι βέβαιος καὶ χαλνοῦσε τὸ παιχνίδι μου τῆς ἀριθμητικῆς ἀπομνημονεύσεως, ἀφηνοντάς με ἄμεση τὴν αἰσθηση ὅλων τῶν πολεμικῶν συνεπειῶν ἐπὶ τοῦ πληθυσμοῦ. Τόσο ποὺ ἂν δὲν ντρεπόμουνα τοὺς συνταξιδιῶτες μου θά ’βανα τὰ κλάματα, σὰν τὸ παιδὶ ποὺ τοῦ πέφτει ἀπ’ τὰ χέρια τὸ παιχνίδι καὶ σπάνει, βλέποντας τὰ ἐρημωμένα χωριά, ποὺ ἐγκαταλείφθηκαν γιὰ νὰ συνοικισθοῦν ἐκ νέου. Γιατί ὁ τόπος μας νά ’ναι γεμάτος μὲ τόσα ἐρείπια; Γιατί κι’ ὅ,τι κτίζεται νέο, τόσο εὔκολα καταντάει ἐρείπιο; Τὰ παιδιὰ τῆς πατρίδας μας γιατί τόσο νέα νὰ διακόπτουν γέλια καὶ παιχνίδια γιὰ νὰ ἐργαστοῦν; Μοῦ ’ρχοταν καθὼς περνοῦσα βιαστικὰ μὲ τ’ αυτοκίνητο ν’ ἁπλώσω τὸ χέρι καὶ ὅπως κάνουν τὰ μικρὰ παιδιὰ γιὰ τὰ παιχνίδια τους ποὺ χάλασαν, νὰ πάρω νὰ τὰ βάνω στὸ στόμα νὰ τὰ γιατρέψω, ν’ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἀπολεσθεῖσα τάξη μ’ ἕνα φίλημα στὰ παθιασμἐνα σπίτια ποὺ μίλαγαν γιὰ στέρηση. Τόσο δυνατὸ ἦταν τὸ αἴσθημα στὰ χείλη μου ὅτι φιλοῦσα, ὥστε εὐθὺς ξεχνοῦσα τὴν ὅρεξή μου πού ’χα γιὰ κλάματα καὶ μιὰ ἐλπίδα ευφρόσυνη μοῦ μπαλσάμωνε τὴν καρδιά. Γιατί ὁ Παῦλος καὶ ἡ Ἔρση νὰ μὴ μ’ ἀκούσουν; Τόσο πολὺ ἡ προβολὴ τοῦ συγκεκριμένου καὶ γνωστοῦ σκοτώνει τὴ φαντασία τους καὶ τοὺς ἀφήνει ἀδιάφορους, δίχως ἐνθουσιασμό; Κι’ ὅμως ποῦ ἀλλοῦ παρὰ στὸ συγκεκριμένο φυτρώνουν ὅλα τὰ λουλούδια, τὰ πολυπληθῆ, ποικίλα καὶ ἔμορφα;

Στὸ συγκεκριμένο καθὼς δὲν εἶχα λεφτά, πηγαίνοντας μὲ τὰ πόδια παρὰ τὴ ζέστη τὴ θερινή, τριγύριχα τὴν Καβάλα. Δὲν πῆγα πρὸς τὸ περιλάλητο Ἰμαρὲτ καὶ τοῦ ξένου τὸ ἄγαλμα, στὴ συνοικία τῆς Παναγίας ὅπου ἡ θάλασσα σπάνει τὰ κύματά της, πολύτιμα γυαλιὰ καὶ κρύσταλλα π’ἀντανακλοῦν τὸν ἥλιο, ἀναπεπταμένη πλατεία. Ἐπισκέφθηκα τὸ Ναό, ποὺ τιμᾶται στὴ μνήμη τῶν γενεθλίων τοῦ Προδρόμου, ἀναπνέοντας τὴ θρησκευτικὴ τάξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἐκατὸ χρὀνια πιὸ πρίν. Πέρασα ἀπὸ τὰ καπνεργοστάσια καὶ πῆγα στὸ Μουσεῖο. Προχωρώντας πιὸ πέρα, μέσα ἀπὸ συνοικίες καὶ συνοικισμοὺς κατὰ τὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σύλλα καὶ τὰ πεῦκα κι’ ἔπειτα παράλληλα πρὸς τὸν αἰγιαλό, κατέληξα στὴν Καλαμίτσα καὶ τὸ Τσαλὶ-ντερέ, κρατώντας ἕνα χαρτὶ καὶ σημειώνοντας ὅσα ἔβλεπα. Σὰ νὰ τά ’βλεπα ὅλα πρώτη φορά. Σὰ νὰ μὴν ὑπῆρχαν ἀλλοῦ τὰ ἴδια. Τ’ ἀντίκριζα μὲ χαρὰ καὶ λύπη, ἀποχαιρετώντας τὰ γιατὶ πολὺ σύντομα θά ’φευγα καὶ δὲν ἤξερα ἂν θὰ τὰ ξανάβλεπα. Πηγαίνοντας στὸ σπίτι τῶν Ροδανῶν, μὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἐνθουσιασμὸ θὰ τοὺς ἔδειχνα ὅτι ἔχω ἕναν κόσμο δικό μου, τοὺς δικαιολογῶ ποὺ βαρέθηκαν νὰ δοῦν τὶς φωτογραφίες ποὺ εἶχα ἀγοράσει, μὲ διάφορες ἀπόψεις τῆς πόλης, τοῦ λιμανιοῦ, τῶν κάστρων, τοῦ ὑδραγωγείου, τῶν σπιτιῶν, τῶν δρόμων καὶ πλατειῶν, ἀπὸ τὶς πέτρες ποὺ φαντάζουν σὲ κορυφὴ ὑπερκείμενη τῆς πόλεως μὲ τὸ ὑγιεινότατο κλίμα. Μοῦ ’παν ὅτι θυμοῦνται τὴν Καβάλα πολὺ καλά. Εἶδαν μὀνον τὴ φωτογραφία ποὺ μ’ εἶχε βγάλει ἕνας πλανόδιος πρὸ τοῦ μνημείου καὶ γέλασαν.

-   « Ἐκεῖ ποζάρουν ὅλοι οἱ στρατιῶτες καὶ στέλνουν τὶς φωτογραφίες στὰ σπίτια τους. Δὲν διάλεγες καημένε κάποια καλύτερη θέση, μοῦ εἶπε ἡ κυρία Ἔρση. Τόσο στερεῖσαι γοῦστο; Δὲν τὸ φανταζόμουν».

Μὲ κοίταξε ἀπὸ πάνω ἴσαμε κάτω καὶ μ’ ἔκανε νὰ ντραπῶ γιὰ τὴν ἐμφάνισή μου καὶ τὸ ἀτημέλητό μου ντύσιμο. Γιὰ ὅλ’ αὐτὰ μπορεῖ νά ’χαν δίκαιο ἀλλ’ ὄχι καὶ νὰ μὴν θελήσουν ν’ ἀκούσουν τὶς σημειώσεις μου, ποὺ τὰ εἶχα ὅλα καταγράψει ἀπὸ τὸ Χωροφύλακα τῆς Τροχαίας καὶ πέρα. Ἕνας μεθυσμένος τότε στάθηκε στὸ δρόμο καὶ κινδυνεύοντας νὰ παρασυρθεῖ ἀπὸ τὰ ὀχήματα, ἄρχισε νὰ μιμεῖται τὶς ἀλλόκοτες κινήσεις τοῦ Ἀστυνόμου. Ἄρχισα νὰ τοὺς διαβάζω γιὰ τὸ γκαράζ, τὴν ἀποθήκη ξυλείας ἀριστερὰ μεριά, τᾶ κέντρα μὲ τὴν καλὴ κουζίνα καὶ τὴ φημισμένη ὀρχήστρα. Τὴν ὁδὸ Τενέδου, τὰ μπάνια, εἰσητήριο δραχμὲς 2. Τὶς εὔσωμες σὰν τὰ ἑλκυστικὰ ἐξώφυλλα εἰκονογραφημένων περιοδικῶν νεαρές, τὴν τοπικὴ καπνοβιομηχανία, τοὺς καπνεργάτες καὶ τὶς καπνεργάτισσες, τὴν Ἠλεκτρική, τὸ Στάδιο, τὸ λεωφορεῖο μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Πλατεία Φουὰτ – Βύρωνος».

Μὲ διέκοψαν. «Τί θέλεις νὰ πεῖς μ’ ὅλα αὐτά;» Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ. Τίποτα ἅλλο δὲν εἶχα στὸ νοῦ μου ἀπὸ τὸ κύρος τοῦ συγκεκριμένου πράγματος ποὺ εἶδα. Αὐτὸ ἤθελα νὰ τοὺς παρουσιάσω καὶ μοῦ φαινόταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ λέω κι’ ἐγὼ πὼς εἶμαι κάποιος.

Τοὺς ρώτησα: « Σᾶς πειράζει μήπως τ’ ὅτι παραλείπω πολλά;» Δὲν εἶχα ἀναφέρει τὸ περίπτερο μὲ τὰ τσιγάρα καὶ τὶς σοκολάτες, ἄντικρυ στὸν Ἐθνικὸ Παιδικὸ Σταθμό, ὅπου μέσα ἀπὸ τὰ κάγκελα τοῦ περιβόλουυ, ἔβγαναν τὰ κεφαλάκια τους καὶ σεργιάνιζαν τ’ ἀποκλεισμένα ὀρφανά.

-   «Μὴ κάνεις ὅτι δὲν καταλαβαίνεις. Ξέρεις πολὺ καλὰ ὅτι ὅλ’ αὐτὰ δὲν ἔχουν κανένα νόημα. Ἐμεῖς ἀντίθετα σ’ ἐκτιμοῦμε γιατὶ τόσο βαθιὰ καταλαβαίνεις ὅ,τι κάθε φορὰ λέμε. Ἐνθουσιάζεσαι περισσότερο ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους. Πρώτη φορὰ σ’ άκοῦμε νὰ μιλᾶς τόσο ἀκατανόητα. Τι ἔπαθες; Τί ἀκριβῶς θέλεις νὰ πεῖς; Θὰ εἶσαι ἀκόμα κουρασμένος ἀπὸ τὸ ταξίδι καὶ τὶς ἐντυπώσεις σου ».

Κοκκίνισα κι’ ἔσκιψα τὸ κεφάλι μου καταντροπιασμένος. – «Πῆγα στὴν Ἁγία Παρασκευὴ τὸ Ἐκκλησά πού ’ναι κάτω ἀπὸ τὸ βράχο», πρόσθεσα. – « Μπράβο, πολὺ καλὰ ἔκαμες. Ἔχουμε πάει καὶ μεῖς. Ἀπὸ τὸν ἐξώστη του ἡ ἄποψη εἶναι θεαματικότατη. Εὐχαριστήθηκες;»

Τί νὰ πῶ πιὰ δὲν ἤξερα. Στὸ χαρτάκι μου εἶχα σημειωμένα: «Ἐρειπωμένη πρόσοψη, σπίτι μὲ κλουβιά, περίβολος καφενείου μὲ τροπαίολα, ρεμπέτικη πλάκα στὸ γραμμόφωνο, σπίτι μονώροφο μὲ στέγη ἔτοιμη γιὰ δεύτερο πάτωμα, φαντάροι, γριὰ ζαλικωμένοι, τέλος ἀπὸ τὸ ἄλσος Παναγούδα. Λεῦκες, φτελιές, συκιές, λαχανόκηποι, μαγκανοπήγαδο, οἰκήματα παλαιὰ καὶ νέα, ἐξοχικὸ ἀπάνω στὴν βραχώδη προεξοχή, μιὰ κοπέλα στὴν κούνια σὰν τὴν Λάουρα τοῦ Ξενὀπουλου, νεαρὸς ἀξιωματικός, ἐξοχικὰ μὲ κηπάρια, σφουγγάρια ποὺ στεγνώνουν στὸν ἥλιο, βαρκάκι ψαράδικο, τὸ μοτοράκι «Γλάρος» γεμάτο παιδιά, βράχοι ποὺ φαγωμένοι ἀπὸ τὰ νερἀ παρομοιάζουν καὶ κηρήθρα, βράχια σὰν σκόρπιοι τόμοι βιβλιοθήκης, στὸν «Μπάτη» καλὸς κόσμος, γυναῖκες ὄμορφες». Τίποτα ἀπ’αὐτὰ δὲν τοὺς διάβασα, ὄχι μόνο γιατὶ φοβόμουνα πὼς μποροῦσε νὰ μὲ παρεξηγήσει ἡ κυρία Ἔρση, βάνοντας μὲ τὸ νοῦ της ὅτι δὲν τῆς ἤμουν ἀπολύτως πιστός, καταλαβαίνοντας τὸ θαύμασμά μου γιὰ τὴν κοπέλα ποὺ κεντοῦσε στὴν σκιὰ ἀπὸ τὸ τσαρδάκι στὴν ἀμμουδιά. Θὰ μποροῦσε ἀπολύτως ν’ ἀφεθῶ νὰ μὲ τρυπήσει μὲ τὸ βελόνι σ’ ὅλο τὸ σῶμα, ποὺ στέναζε ἀπο τὸ βάρος τοῦ συγκεκριμένου ποὺ ἔβλεπα κι’ εὐθὺς χανόταν, σκόρπαγε. Ἤθελα μὲ τὴν κλωστὴ τοῦ κεντἠματός της, ἡ κοπέλα νὰ ἐπανασυνδέει τὴν σκόρπια στὸν κόσμο διψασμένη μου ὕπαρξη. Ἀγόρασα ἕνα παγωτὸ «Στὰρ» καὶ μοῦ ’μειναν ἀκριβπως τὰ χρήματα τῆς ἐπιστροφῆς καὶ γιὰ νὰ τσιμπήσω κάτι στὴν Ἀσπροβάλτα. Παρ’ ὅλο ὅτι εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι θὰ πήγαινε χαμένη, μ’ ὅλα ταῦτα δὲν κρατήθηκα κι’ ἔδωκα τὴ μικρὴ πέτρα τῆς Καλαμίτσας στὴν κυρία Ἔρση, ποὺ εὐθὺς τὴν ἄφηκε ἀπρόσεκτα πάνω στο τραπέζι. – «Τέλειωσε, πάει σκέφτηκα μέσα μου, δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ γίνω ἄνθρωπος καὶ νὰ σταθῶ στὸν κόσμο κύριος». Σηκώθηκα κι’ ἔφυγα καὶ τοὺς ἄφηκα.

Πηγή: Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, Το μυθιστόρημα της Κυρίας Έρσης (απόσπασμα)

Αναδημοσίευση από:https://architechtoniki-scorpias-zois.blogspot.com/2012/06/blog-post_22.html