Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης-Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης (απόσπασμα)

 Τᾶ τελευταία τέσσερα χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ εἶδα τ’ ὄνειρο καὶ ἄλλαξε ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μου κι’ ἄρχισα νὰ παίρνω μιὰ θέση στὴ Κοινωνία, δὲν ἦταν πιὰ τὸ ἴδιο πράγμα οἱ σχέσεις μας, ὅπως πρὶν ποὺ τοὺς δινόμουν ὁλόψυχα. Ἔνιωθα νά ’χω κι’ ἄλλον πλοῦτο στὴν ψυχὴ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαυμασμὸ ποὺ μποροῦσε νὰ μοῦ ἐμπνέει ἡ κυρία Ἔρση. Δὲν τῆς διηγήθηκα τ’ ὄνειρό μου, οὔτε ἐπίσης στὸν Παῦλο. Ἴσως μάλιστα τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ κράτης μυστικὸ νά ’ταν ἡ αἰτία ποὺ ψυχρανθήκαμε. Δὲν ὑπαρχεικανένας ἄλλος λόγος νὰ μὴ πηγαίνω ὅπως πρὶν τακτικὰ σπίτι τους. Μοῦ ἦταν ἀδύνατο ὅμως νὰ τοὺς τὸ πῶ, ἐξαιτίας τοῦ μικροῦ ἐνθουσιασμοῦ ποὺ ἔδειξαν, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν ἐπὶ τόπου μετάβασή μου, ἔτρεξα σπίτι τους νὰ τοὺς πῶ τὰ καθέκαστα. Βέβαια ἂν τὸ καλοεξετάσεις ἡ κουβέντα μου ἀφοροῦσε γνωστὰ πράματα. Δὲν εἶχα νὰ τοὺς πῶ παρὰ ὅτι πῆγα ἴσαμε τὴν Καβάλα ἢ τὴν Κεραμωτή. Δικαιολογημένα νὰ μὲ κόψει ὁ Παῦλος, λέγοντάς μου ὅτι εἶχε κάμει τουλάχιστο δέκα φορὲς τὴ διαδρομή. Μὰ ἐπειδὴ γνώρισες ἕναν τόπο, στέκει νὰ βαριέσαι ν’ ἀκοῦς νὰ μιλᾶν γι’ αὐτόν; Μπορεῖ ποτὲ νὰ φανταστεῖς ὅτι ἕνας τόπος ἐξαντλήθηκε ὁσον ἀφορᾶ τὴν περιέργειά σου; Ἐγὼ νόμιζα ὅτι μὲ ὅσα ἔλεγα τοὺς πρόσφερνα τὰ κουφέτα μιᾶς χαρᾶς, ἑνὸς εὐτυχισμένου γάμου. Ξέρω λοιπὸν ὅτι ὅσοι ἀκοῦν γιὰ γάμο καὶ παίρνουν τὴν μπομπονιέρα, εὐχαριστοῦν καὶ μειδιοῦν πρόσχαρα. Μὰ τέλος πάντων μόνο τὰ δικά τους ἔχουν ἐνδιαφέρον γενικὸ καὶ παναθρώπινο; Μόνο οἱ θησαυροὶ οἱ ἀρχαίοι ποὺ ὁ Παῦλος ἀνέσερνε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἡ πανέμορφη γυναίκα του σχολίαζε μὲ λεπτὸ γοῦστο; Ἕνα πλῆθος πράγματα τῆς διαδρομῆς μου γιᾶ τὰ ὁποῖα τοὺς ρώτησα δὲν τά ’ξεραν. Τὸ πλατὺ σίδηρο ποὺ συνδέει ἀπὸ παράθυρο σὲ παράθυρο τ’ ἀντικριστὰ καπνεργοστάσια στὴν Καβάλα. Ἡ Καβάλα μ’ εἶχε τρελάνει μὲ τὸ πανόραμά της, μὲ τὶς ποικίλες ἀπόψεις, ἀπὸ κάθε μεριὰ ποὺ στεκόμουνα καὶ τὴν ἔβλεπα. Μ’ ἀρέζει πάρα πολὺ ἡ Καβάλα. Γιατὶ δὲν μ’ ἄφηκαν νὰ τοὺς τὴν περιγράψω;Μήπως δὲν τά ‘λεγα σωστά; Δὲν εἶχαν δίκαιο. Κράτησα σημειώσεις καὶ ἐνδιαφέρθηκα νὰ συλλέξω σχετικὲς πλητοφορίες. Ἔμαθα ὅλα τὰ ὀνόματα τῶν χωριῶν κατὰ μῆκος τῆς διαδρομῆς.Ὅσα φαίνονται ἁπὸ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ δρόμου, κι’ ὅσα δὲν φαίνονται, κρυμμένα πίσ’ ἀπὸ καμιὰ ράχη, ἀλλὰ δὲν ἀπέχουν πολύ. Μιὰ παρακαμπτήριος ἀπὸ τὴ γαληψὸ ὁδηγεῖ στ’ Ὀρφάνι. Ἀπὸ τὸ Ποδοχώρι στὸ Μονόλιθο τοῦ Ἀκροποτάμου. Περνώντας ἀπὸ τὰ διάφορα χωριὰ καὶ διαβάζοντας τὶς πινακίδες μὲ τὰ ὀνόματά τους, εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι ἤμουν γιὰ ψώνια γιορταστικά, σ’ ἔνα πεντακάθαρο φωτεινὸ παντοπωλεῖο καὶ διάλεγα διαβάζοντας τὰ διάφορα χρωματιστὰ κουτιὰ κονσερβῶν. Ἡ φίρμα ἑνὸς ἐργοστασίου σοκολάτας εἶχε τὴ σοφὴ ἔμπνευση νὰ συνδυάσει τὴ ρεκλάμα τῶν προϊόντων της μὲ καλογραμμένες πινακίδες, ὅπου σημειώνεται τ’ ὄνομα τοῦ χωριοῦ καὶ ἡ χιλιομετρικὴ ἀπόσταση ἀπὸ Θεσσαλονίκης. Γευόμουνα τὰ προϊόντα ἀντικρίζοντας τὸ κάθε χωριό, τὰ σπίτια, τὰ δέντρα, τοὺς μπαχτσέδες, τὰ χωράφια. Ἀπομνημόνευσα τὸν ἀριθμὸ τῶν κατοίκων γιὰ ὅλα τὰ χωριά, σύμφωνα μὲ τὴ στατιστικὴ τοῦ ’40. Ἐπὶ τῇ βάσει αὐτῆς τῆς στατιστικῆς δὲν μποροῦσα να ’μαι βέβαιος καὶ χαλνοῦσε τὸ παιχνίδι μου τῆς ἀριθμητικῆς ἀπομνημονεύσεως, ἀφηνοντάς με ἄμεση τὴν αἰσθηση ὅλων τῶν πολεμικῶν συνεπειῶν ἐπὶ τοῦ πληθυσμοῦ. Τόσο ποὺ ἂν δὲν ντρεπόμουνα τοὺς συνταξιδιῶτες μου θά ’βανα τὰ κλάματα, σὰν τὸ παιδὶ ποὺ τοῦ πέφτει ἀπ’ τὰ χέρια τὸ παιχνίδι καὶ σπάνει, βλέποντας τὰ ἐρημωμένα χωριά, ποὺ ἐγκαταλείφθηκαν γιὰ νὰ συνοικισθοῦν ἐκ νέου. Γιατί ὁ τόπος μας νά ’ναι γεμάτος μὲ τόσα ἐρείπια; Γιατί κι’ ὅ,τι κτίζεται νέο, τόσο εὔκολα καταντάει ἐρείπιο; Τὰ παιδιὰ τῆς πατρίδας μας γιατί τόσο νέα νὰ διακόπτουν γέλια καὶ παιχνίδια γιὰ νὰ ἐργαστοῦν; Μοῦ ’ρχοταν καθὼς περνοῦσα βιαστικὰ μὲ τ’ αυτοκίνητο ν’ ἁπλώσω τὸ χέρι καὶ ὅπως κάνουν τὰ μικρὰ παιδιὰ γιὰ τὰ παιχνίδια τους ποὺ χάλασαν, νὰ πάρω νὰ τὰ βάνω στὸ στόμα νὰ τὰ γιατρέψω, ν’ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἀπολεσθεῖσα τάξη μ’ ἕνα φίλημα στὰ παθιασμἐνα σπίτια ποὺ μίλαγαν γιὰ στέρηση. Τόσο δυνατὸ ἦταν τὸ αἴσθημα στὰ χείλη μου ὅτι φιλοῦσα, ὥστε εὐθὺς ξεχνοῦσα τὴν ὅρεξή μου πού ’χα γιὰ κλάματα καὶ μιὰ ἐλπίδα ευφρόσυνη μοῦ μπαλσάμωνε τὴν καρδιά. Γιατί ὁ Παῦλος καὶ ἡ Ἔρση νὰ μὴ μ’ ἀκούσουν; Τόσο πολὺ ἡ προβολὴ τοῦ συγκεκριμένου καὶ γνωστοῦ σκοτώνει τὴ φαντασία τους καὶ τοὺς ἀφήνει ἀδιάφορους, δίχως ἐνθουσιασμό; Κι’ ὅμως ποῦ ἀλλοῦ παρὰ στὸ συγκεκριμένο φυτρώνουν ὅλα τὰ λουλούδια, τὰ πολυπληθῆ, ποικίλα καὶ ἔμορφα;

Στὸ συγκεκριμένο καθὼς δὲν εἶχα λεφτά, πηγαίνοντας μὲ τὰ πόδια παρὰ τὴ ζέστη τὴ θερινή, τριγύριχα τὴν Καβάλα. Δὲν πῆγα πρὸς τὸ περιλάλητο Ἰμαρὲτ καὶ τοῦ ξένου τὸ ἄγαλμα, στὴ συνοικία τῆς Παναγίας ὅπου ἡ θάλασσα σπάνει τὰ κύματά της, πολύτιμα γυαλιὰ καὶ κρύσταλλα π’ἀντανακλοῦν τὸν ἥλιο, ἀναπεπταμένη πλατεία. Ἐπισκέφθηκα τὸ Ναό, ποὺ τιμᾶται στὴ μνήμη τῶν γενεθλίων τοῦ Προδρόμου, ἀναπνέοντας τὴ θρησκευτικὴ τάξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἐκατὸ χρὀνια πιὸ πρίν. Πέρασα ἀπὸ τὰ καπνεργοστάσια καὶ πῆγα στὸ Μουσεῖο. Προχωρώντας πιὸ πέρα, μέσα ἀπὸ συνοικίες καὶ συνοικισμοὺς κατὰ τὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σύλλα καὶ τὰ πεῦκα κι’ ἔπειτα παράλληλα πρὸς τὸν αἰγιαλό, κατέληξα στὴν Καλαμίτσα καὶ τὸ Τσαλὶ-ντερέ, κρατώντας ἕνα χαρτὶ καὶ σημειώνοντας ὅσα ἔβλεπα. Σὰ νὰ τά ’βλεπα ὅλα πρώτη φορά. Σὰ νὰ μὴν ὑπῆρχαν ἀλλοῦ τὰ ἴδια. Τ’ ἀντίκριζα μὲ χαρὰ καὶ λύπη, ἀποχαιρετώντας τὰ γιατὶ πολὺ σύντομα θά ’φευγα καὶ δὲν ἤξερα ἂν θὰ τὰ ξανάβλεπα. Πηγαίνοντας στὸ σπίτι τῶν Ροδανῶν, μὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἐνθουσιασμὸ θὰ τοὺς ἔδειχνα ὅτι ἔχω ἕναν κόσμο δικό μου, τοὺς δικαιολογῶ ποὺ βαρέθηκαν νὰ δοῦν τὶς φωτογραφίες ποὺ εἶχα ἀγοράσει, μὲ διάφορες ἀπόψεις τῆς πόλης, τοῦ λιμανιοῦ, τῶν κάστρων, τοῦ ὑδραγωγείου, τῶν σπιτιῶν, τῶν δρόμων καὶ πλατειῶν, ἀπὸ τὶς πέτρες ποὺ φαντάζουν σὲ κορυφὴ ὑπερκείμενη τῆς πόλεως μὲ τὸ ὑγιεινότατο κλίμα. Μοῦ ’παν ὅτι θυμοῦνται τὴν Καβάλα πολὺ καλά. Εἶδαν μὀνον τὴ φωτογραφία ποὺ μ’ εἶχε βγάλει ἕνας πλανόδιος πρὸ τοῦ μνημείου καὶ γέλασαν.

-   « Ἐκεῖ ποζάρουν ὅλοι οἱ στρατιῶτες καὶ στέλνουν τὶς φωτογραφίες στὰ σπίτια τους. Δὲν διάλεγες καημένε κάποια καλύτερη θέση, μοῦ εἶπε ἡ κυρία Ἔρση. Τόσο στερεῖσαι γοῦστο; Δὲν τὸ φανταζόμουν».

Μὲ κοίταξε ἀπὸ πάνω ἴσαμε κάτω καὶ μ’ ἔκανε νὰ ντραπῶ γιὰ τὴν ἐμφάνισή μου καὶ τὸ ἀτημέλητό μου ντύσιμο. Γιὰ ὅλ’ αὐτὰ μπορεῖ νά ’χαν δίκαιο ἀλλ’ ὄχι καὶ νὰ μὴν θελήσουν ν’ ἀκούσουν τὶς σημειώσεις μου, ποὺ τὰ εἶχα ὅλα καταγράψει ἀπὸ τὸ Χωροφύλακα τῆς Τροχαίας καὶ πέρα. Ἕνας μεθυσμένος τότε στάθηκε στὸ δρόμο καὶ κινδυνεύοντας νὰ παρασυρθεῖ ἀπὸ τὰ ὀχήματα, ἄρχισε νὰ μιμεῖται τὶς ἀλλόκοτες κινήσεις τοῦ Ἀστυνόμου. Ἄρχισα νὰ τοὺς διαβάζω γιὰ τὸ γκαράζ, τὴν ἀποθήκη ξυλείας ἀριστερὰ μεριά, τᾶ κέντρα μὲ τὴν καλὴ κουζίνα καὶ τὴ φημισμένη ὀρχήστρα. Τὴν ὁδὸ Τενέδου, τὰ μπάνια, εἰσητήριο δραχμὲς 2. Τὶς εὔσωμες σὰν τὰ ἑλκυστικὰ ἐξώφυλλα εἰκονογραφημένων περιοδικῶν νεαρές, τὴν τοπικὴ καπνοβιομηχανία, τοὺς καπνεργάτες καὶ τὶς καπνεργάτισσες, τὴν Ἠλεκτρική, τὸ Στάδιο, τὸ λεωφορεῖο μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Πλατεία Φουὰτ – Βύρωνος».

Μὲ διέκοψαν. «Τί θέλεις νὰ πεῖς μ’ ὅλα αὐτά;» Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ. Τίποτα ἅλλο δὲν εἶχα στὸ νοῦ μου ἀπὸ τὸ κύρος τοῦ συγκεκριμένου πράγματος ποὺ εἶδα. Αὐτὸ ἤθελα νὰ τοὺς παρουσιάσω καὶ μοῦ φαινόταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ λέω κι’ ἐγὼ πὼς εἶμαι κάποιος.

Τοὺς ρώτησα: « Σᾶς πειράζει μήπως τ’ ὅτι παραλείπω πολλά;» Δὲν εἶχα ἀναφέρει τὸ περίπτερο μὲ τὰ τσιγάρα καὶ τὶς σοκολάτες, ἄντικρυ στὸν Ἐθνικὸ Παιδικὸ Σταθμό, ὅπου μέσα ἀπὸ τὰ κάγκελα τοῦ περιβόλουυ, ἔβγαναν τὰ κεφαλάκια τους καὶ σεργιάνιζαν τ’ ἀποκλεισμένα ὀρφανά.

-   «Μὴ κάνεις ὅτι δὲν καταλαβαίνεις. Ξέρεις πολὺ καλὰ ὅτι ὅλ’ αὐτὰ δὲν ἔχουν κανένα νόημα. Ἐμεῖς ἀντίθετα σ’ ἐκτιμοῦμε γιατὶ τόσο βαθιὰ καταλαβαίνεις ὅ,τι κάθε φορὰ λέμε. Ἐνθουσιάζεσαι περισσότερο ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους. Πρώτη φορὰ σ’ άκοῦμε νὰ μιλᾶς τόσο ἀκατανόητα. Τι ἔπαθες; Τί ἀκριβῶς θέλεις νὰ πεῖς; Θὰ εἶσαι ἀκόμα κουρασμένος ἀπὸ τὸ ταξίδι καὶ τὶς ἐντυπώσεις σου ».

Κοκκίνισα κι’ ἔσκιψα τὸ κεφάλι μου καταντροπιασμένος. – «Πῆγα στὴν Ἁγία Παρασκευὴ τὸ Ἐκκλησά πού ’ναι κάτω ἀπὸ τὸ βράχο», πρόσθεσα. – « Μπράβο, πολὺ καλὰ ἔκαμες. Ἔχουμε πάει καὶ μεῖς. Ἀπὸ τὸν ἐξώστη του ἡ ἄποψη εἶναι θεαματικότατη. Εὐχαριστήθηκες;»

Τί νὰ πῶ πιὰ δὲν ἤξερα. Στὸ χαρτάκι μου εἶχα σημειωμένα: «Ἐρειπωμένη πρόσοψη, σπίτι μὲ κλουβιά, περίβολος καφενείου μὲ τροπαίολα, ρεμπέτικη πλάκα στὸ γραμμόφωνο, σπίτι μονώροφο μὲ στέγη ἔτοιμη γιὰ δεύτερο πάτωμα, φαντάροι, γριὰ ζαλικωμένοι, τέλος ἀπὸ τὸ ἄλσος Παναγούδα. Λεῦκες, φτελιές, συκιές, λαχανόκηποι, μαγκανοπήγαδο, οἰκήματα παλαιὰ καὶ νέα, ἐξοχικὸ ἀπάνω στὴν βραχώδη προεξοχή, μιὰ κοπέλα στὴν κούνια σὰν τὴν Λάουρα τοῦ Ξενὀπουλου, νεαρὸς ἀξιωματικός, ἐξοχικὰ μὲ κηπάρια, σφουγγάρια ποὺ στεγνώνουν στὸν ἥλιο, βαρκάκι ψαράδικο, τὸ μοτοράκι «Γλάρος» γεμάτο παιδιά, βράχοι ποὺ φαγωμένοι ἀπὸ τὰ νερἀ παρομοιάζουν καὶ κηρήθρα, βράχια σὰν σκόρπιοι τόμοι βιβλιοθήκης, στὸν «Μπάτη» καλὸς κόσμος, γυναῖκες ὄμορφες». Τίποτα ἀπ’αὐτὰ δὲν τοὺς διάβασα, ὄχι μόνο γιατὶ φοβόμουνα πὼς μποροῦσε νὰ μὲ παρεξηγήσει ἡ κυρία Ἔρση, βάνοντας μὲ τὸ νοῦ της ὅτι δὲν τῆς ἤμουν ἀπολύτως πιστός, καταλαβαίνοντας τὸ θαύμασμά μου γιὰ τὴν κοπέλα ποὺ κεντοῦσε στὴν σκιὰ ἀπὸ τὸ τσαρδάκι στὴν ἀμμουδιά. Θὰ μποροῦσε ἀπολύτως ν’ ἀφεθῶ νὰ μὲ τρυπήσει μὲ τὸ βελόνι σ’ ὅλο τὸ σῶμα, ποὺ στέναζε ἀπο τὸ βάρος τοῦ συγκεκριμένου ποὺ ἔβλεπα κι’ εὐθὺς χανόταν, σκόρπαγε. Ἤθελα μὲ τὴν κλωστὴ τοῦ κεντἠματός της, ἡ κοπέλα νὰ ἐπανασυνδέει τὴν σκόρπια στὸν κόσμο διψασμένη μου ὕπαρξη. Ἀγόρασα ἕνα παγωτὸ «Στὰρ» καὶ μοῦ ’μειναν ἀκριβπως τὰ χρήματα τῆς ἐπιστροφῆς καὶ γιὰ νὰ τσιμπήσω κάτι στὴν Ἀσπροβάλτα. Παρ’ ὅλο ὅτι εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι θὰ πήγαινε χαμένη, μ’ ὅλα ταῦτα δὲν κρατήθηκα κι’ ἔδωκα τὴ μικρὴ πέτρα τῆς Καλαμίτσας στὴν κυρία Ἔρση, ποὺ εὐθὺς τὴν ἄφηκε ἀπρόσεκτα πάνω στο τραπέζι. – «Τέλειωσε, πάει σκέφτηκα μέσα μου, δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ γίνω ἄνθρωπος καὶ νὰ σταθῶ στὸν κόσμο κύριος». Σηκώθηκα κι’ ἔφυγα καὶ τοὺς ἄφηκα.

Πηγή: Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, Το μυθιστόρημα της Κυρίας Έρσης (απόσπασμα)

Αναδημοσίευση από:https://architechtoniki-scorpias-zois.blogspot.com/2012/06/blog-post_22.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου