Θόλωνε το βράδυ και βαρύ επροχώρει
μπλάβο σαν ‘να σύγνεφο μελάνι
μέσα στην αχλύ του –όργιο– το βαπόρι
κι ήμπε σιγανά μες το λιμάνι.
Το βαπόρι, είπα με ψυχή σκιαγμένη,
νάτο το βαπόρι –όρνιο– νάτο,
τάχα ποιόν ν’αρπάξει έχει έρθει και προσμένει
μουχτερό και δόλιο, από δω κάτω;
Ήταν μου το θάρρος έντρομο και όμως
μαύρες υποψίες έχω εντός μου
–ξέρω– ένας κρύφιος θα με φέρει δρόμος
όξ’ από τα όρια του κόσμου.
Άχ δυστυχισμένος έκλαιγα όλη νύχτα
τις προετοιμασίες κάνοντας του Άδη
κι όλο το βαπόρι ρεύονταν κι αλύχτα
–ύαινα τυφλή– μες στο σκοτάδι.
Την αυγή δεν τόδα! Στα νερά επροχώρει
μιά γραμμή –που τα ουράνια σμίγει–
φιδωτή μου δείχνει πούθε το βαπόρι,
πούθε το βαπόρι –μου– είχε φύγει.
Τώρα, πιό θλιμμένος την ψυχή μου ανοίγω,
τραγουδεί πικρά η λύπη εντός μου:
Άχ τι ευκαιρία πούχασα να φύγω
όξ’ από τα όρια του κόσμου!
Γ ι ά ν ν η ς Σ κ α ρ ί μ π α ς (1892-1984)
Ουλαλούμ, 1936
(Γ ι ώ ρ γ ο ς Μ α ρ κ ό π ο υ λ ο ς & Κ ω σ τ ή ς Ν ι κ ο λ ά κ η ς, Ποιήματα που αγαπήσαμε, Αθήνα, Εκάτη, 2009, σελ. 290-291)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου