Λοιπόν ωραία! Εφτάσαμε, ποιός ξέρει από τί κήπους,
ξένα πουλιά γης άγνωστης –Πρώσσοι εδώ ατενείς–
κι είμαστ’ εδώ (στης χάλκινης καρδιάς μας μπρος τους χτύπους)
μ’ άγνωστο έντός μας γύρισμα και ρόγχο μηχανής.
Κι ήταν ωραία –πρώτο φτερό– άκρη-άκρη τ’ ακρωτήριου
της χίμαιρας ως στάθκαμε με πόζες και ρυθμούς,
με στήθος κούφιο, ακούοντας έντός μας του μυστήριου
τη ρόδα, πόθους να γυρνά, γρανάζια κι αριθμούς.
Πρώτο φτερό –τί πήδημα! –Παράδεισος που εχάθη,
η πρώτη ανυπαρξίοα μας (αργά τάχα ή νωρίς;)
κι είμαστ’ –α-χά– απ’ το υλικό (να ζούμε χωρίς λάθη)
πού ’ν΄–με σοφία– οι ηλίθιοι και οι σοφοί ’ν’ χωρίς...
Λειψοί ή περίσσοι; Αίνιγμα! Μυστήριο γύρω οι τόποι
κι ο σπαραγμός της μύτης μας μοιάζει άνθος τ’ ουρανού
–δε φτάσαμε ή περάσαμε– κι εμείς – νά ’μαστ’ ανθρώποι;
Δώθες τάχα σταθήκαμε ή πέρα από το νου;
Από το βιβλίο: Γιάννης Σκαρίμπας, «Ουλαλούμ, εαυτούληδες, βοϊδάγγελοι», Κάκτος, Αθήνα 1976, σελ. 61.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου