Τι τρομερός, τι τρομερός,
που `ναι κι αυτός ο αλητισμός!
Τέτοια μιλώ, παραμιλώ,
την κάθε μέρα και γελώ
με τον ανόητο εαυτό μου,
πό ’χει πιστέψει στη ζωή και την ερμιά του δρόμου.
-«Σήμερις έχουμε ψωμί,
κι αν δεν υπάρχει, θα βρεθεί».-
Με τέτοια σκέψη τριγυρνώ
εδώ κι εκεί κι όλο περνώ
πάντα μες στ’ όνειρο, στην πλάνη,
και το κουφάρι μου γερνά, κοντεύει να πεθάνει.
-«Κάποιαν αγάπη καρτερώ
και θάρθει σύντομα, θαρρώ».
Φτωχή καρδιά, καρδιά τρελή,
πό ’χεις πεποίθηση πολλή
στα μαδημένα τα φτερά σου,
είν ο αγέρας δυνατός κι ανάλαφρη η χαρά σου.
-«Δεν ήρθε απόψε. Τι μ αυτό;
Στη μοναξιά θ αναπαυτώ».-
Ίσως και να ’ρθει την αυγή,
εδώ στον πάγκο να με βρει,
μ ένα φιλί να με ξυπνήσει.
Τάχα γιατί ν απελπιστώ κι αν λίγο ακόμη αργήσει;
-«Ω τι γλυκός, ω τι γλυκός,
πού’ ναι κι αυτός ο αλητισμός!»
Τέτοιον επίλογο θα πω,
σα μια νυχτιά θα κοιμηθώ
στον ουρανό από κάτου,
και θ απλωθεί τριγύρω μου το σκότος του θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου