Συφοριασμένε, Κάτουλλε, ἔλα στά συγκαλά σου
κι ὅ,τι ἔχασαν τά μάτια σου πές πώς, πάει κι ἐχάθη.
Ναί, κάποτε ἄστραφταν οἰ ἥλιοι πάνωθά σου,
τότε πού συχνοπήγαινες, ὅπου σέ ὁδήγα ἡ κόρη,
ἐκείνη πού ἀγάπησες ὄσο ποτέ σου ἄλλη.
καί τά παιχνίδια πάλι ἐκεῖ εἴχατε τά χίλια,
πού τά ᾿θελες ἐσύ κι ἡ κόρη δέν τ᾿ ἀρνιόταν.
Τώρα δέ θέλει ἐκείνη πιά. Κι ἐσύ ὅμως ὄχι ἄπραγος·
μή κυνηγᾶς ὅ,τι ἔφυγε, παράτα τή μιζέρια·
στήλωσε τήν ψυχή κι ὑπόμενε μέ θάρρος.
Κοπέλα, ἔχε γειά. Νά, ὁ Κάτουλλος θαρρεύει,
ἄλλο πιά δέ σ'ἀποζητᾶ, τέρμα τά παρακάλια.
Ἐσύ θά κλάψεις πού ἔρημη κι ἀνέραστη θά μένεις.
Ἀλί σέ σένα, ἀνόσια! ποιά ζήση σοῦ ἀπομένει;
Ποιός τώρα σπίτι θά ᾿ρχεται; Ποιός θά σέ βλέπει ὡραία;
Ποιόν τώρα θ᾿ ἀγαπᾶς; Τίνος θά λές πώς εἶσαι;
Ποιόν θά γλυκοφιλᾶς; Τίνος χειλάκια θά δαγκώνεις;
Ἐσύ, ὅμως Κάτουλλε, ἀπόφαση καί θάρρος.
«Κάτουλλος, ἕνας ποιητής γιά ὅλες τίς ἐποχές», εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, Λ.Μ. Τρομάρας, Θεσσαλονίκη 1980. σ. 53.
Πηγή:https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=703706420507445&id=100026042801493
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου