«- Φελλοί, έλεγα μέσα μου, επιπλέουν στο ύδωρ λόγω αυξημένης πυκνότητός του απ’ τις λέρες. Ύστερα, εμένα αδελφέ, μου έχει χαριστεί επί γης η Βασιλεία των ουρανών· δε θα ήμουνα λοιπόν, αγνώμων και καταπλεονέκτης αν αποζήταγα εγκόσμιες προίκες και πανωπροίκια; Αστεία, αστειότατα πράματα. Αυτά είναι για κείνους που ζούνε μέχρι να πεθάνουνε και γι’ αυτό φοβούνται τόσο, εν ζωή, το θάνατό τους, μ’ αποτέλεσμα να πεθαίνουν κάθε μέρα χίλιες φορές απ’ το φόβο τους. Ενώ εγώ, ποιόν θάνατο να φοβηθώ, που κάθε μέρα ξαναγεννιέμαι, πεθαίνω κι ανασταίνομαι, γερνάω εν σοφία κι ανασταίνομαι εν ευφροσύνη. Αφήνω που έχω πάρει και παράταση, πέντε; δέκα χρόνια θες; μετά την εκφορά μου. Ενώ αυτοί, απ’ τα εξήντα, εξήντα πέντε είναι πια πεθαμένοι. Εγώ, περιμένω πως και πώς να πάρω την ψωροσύνταξή μου για ν’ αρχίσω να ζω όπως θέλω· να χωθώ, να κλειδαμπαρωθώ μέσα στις ιστορίες μου, να παλεύω σαν γίγαντας μαζί τους, να τις χαρίζω ζωή απ’ τη δικιά μου και να παίρνω δύναμη από ελόγου τους, να τις ζω και να τις δοκιμάζω πάνω στις μπαλάντζες των κυρίων κυρίων αγνώστων Χι αναγνωστών μου, που τους φαντάζομαι κατά τα γούστα μου και φτιάχνω τα σουσούμια μου κατά τα δικά τους γούστα. Αλλά, πρόσεξέ με τώρα· αυτά ακριβώς τα νιώθανε κι ας μην το εννοούνε. Γιατ’ είναι άνθρωποι κι αυτοί κι ας μην το εννοούνε. Γιατ’ είναι άνθρωποι κι αυτοί κι αυτό το χάρισμα τους το ‘δωσε ο Θεός· άλλο τώρα κι εξεταστέον το “τις πταίει”, που δεν μπήκανε ποτέ στον κόπο να εννοήσουνε αυτά που αισθάνονται. Πάντως το αισθάνονται, κι επειδή δεν έμαθαν πώς να εννοούν, σκυλιάζουνε και φέρνονται σαν τα οικόσιτα εντόπια ζώα μας. Μιας εξαρχής εξοργίστηκα κι αγριεύτηκα μαζί τους κι αγανάκτησα με την ανθρώπινη κατάντια τους. Γίνηκα κι εγώ ζούδιο του βουνού, το κόκκινο πανί της εντόπιας αρένας, που δίνει οργισμένη και φαρμακερή ζωή στο ψόφιο και νερόβραστο αίμα αυτής της πόλης. Φτωχός εγώ, ανιδιοτελής, αυτάρκης, πιο μόνος και … γι’ αυτό ευτυχέστατος· πλούσιοι αυτοί, μπουκωμένοι μ’ όλου του κόσμου τ’ αγαθά, κοσμογυρισμένοι, κοσμοπεριτριγυρισμένοι, χορτάτοι κι άπληστοι από κάθε λογής χρεία ανθρώπινη και … δυστυχείς· ακούς εκεί οξύμορα σχήματα; που να τις καταπιούν οι άνθρωποι τέτοιες εκπλήξεις; τέτοιες προσβολές; Δόστου, λοιπόν, λύσσα με τη σέσουλα…».
ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ, Μια μέρα με τον Σκαρίμπα, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1985, 108-109.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου