Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κοτζιούλας Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κοτζιούλας Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Γιώργος Κοτζιούλας - Τσάρλι Τσάπλιν

 Ένας απλός φαντάρος,

ένα οβραιάκι με λαγού καρδιά,

που σαν αστάχι δίχως βάρος,

γλίτωσε απ’ του πολέμου τη σοδιά,

με σαλεμένα τα συλλογικά του

καθώς τον είχαν κάμει μπαίγνιο του Θανάτου,

ξαναγυρνάει στη φτωχογειτονιά,

στο μαγαζάκι, μόνο του έχος στο ντουνιά.

Κι εκεί,

μ’ ελπίδα μυστική,

γεμάτος, γεμάτος κέφι που του εχαμογέλα,

πλύστρα ορφανή, της γειτονιάς του μια κοπέλα,

με σύνεργα μπαρμπέρη,

χωρίς να καλοξέρει,

μάθαινε απάνω σε άλλων το κεφάλι,

τίμιο ψωμί πασκίζοντας να βγάλει.

Μα τι μπουρίνι ήταν εκειό,

που άρπαξε κάθε κατοικιό,

τη χαμοκέλα του φτωχοζωίτη

και του Ισραήλ ολάκερο το σπίτι!

Γκέτο!

Για ξαναπέτο

καλά να μάθεις

τι μέλλεται να πάθεις,

κι εσύ κι εγώ κι αυτοί,

που δε μας ίδρωνε τ’ αυτί

για Κίνες, Ισπανίες

και για πολιτικές δολοφονίες,

μεις να ’μαστε καλά

κι η σφαίρα να κυλά,

με γεια του μακελάρη

κι όποιον ο χάρος πάρει.


Μα να

που μες στα σκοτεινά

λύκοι ξεχύνονται μ’ ανθρώπινη μουσούδα

και τη φυλή του Ιούδα

που γεννοβόλησε ακριβούς Χάινε κι Αϊνστάιν και Μαν

τη μακελεύουν και την διαγουμάν

τα χτήνη τα οπλισμένα,

των άφεγγων δρυμών η γέννα,

που με τα κράνη, τους ζωστήρες

δέρνουν τις θύρες

και με τις προγκιασμένες μπότες

χτυπάν τους πατριώτες

κι ω, τρισαλιά,

σέρνουν απ’ τα μαλλιά

γερόντους και νοικοκυράδες,

οι χαμαλόκορμοι ψευτοπαλικαράδες.

Και ξεκληρίζονται οι αθώοι

και βγαίνει μοιρολόι

απ’ την πικρήν ορφάνια

που καραβάνια

τραβάει όθε όθε να γλιτώσει

στη χαλασιά την τόση,

κατηφοράει λαός προς την Αυστρία,

που ίσως εκεί να μην τους φτάσουν τα θηρία

κι ίσως εκεί,

σε μια γωνιά ειδυλλιακή,

του γέρου αμπελουργού αξιωθούν ποτέ τα χείλη,

καρπό του ιδρώτα, να γευτούν γλυκόρωγο σταφύλι.


Ποιος είναι τάχα

κείνος που λύσσα τον αδράζει ανθρωπομάχα

και δίνει προσταγή

να λείψουν πλάσματα απ’ τη γη;

Δέστε: ένας παλιοκερεστές,

ένας ζεβζέκης άγνωστος ως χτες,

που βάνοντας

και τα ποδήματα και το πηλίκιο παρασταίνει

τον άρχοντα της πλάσης

— και δε σ’ αφήνουν ούτε να γελάσεις.

Γύρω του στέκουν σούζα,

σαν τους στρατιώτες άμ’ ακούν την καραμούζα,

με μπιχλιμπίδια και λιλιά

πλάκα από το πηγούνι ως την κοιλιά,

πρόστυχες φάτσες (τέτοιους οι δικτάτορες

διαλέγουν συμβουλάτορες),

δούλοι έτοιμοι για το κακό

μόλις τους γνέψει «μπρος!» τ’ Αφεντικό.

Να πο ’ρχεται κι εκείνος

ο Νεοκαίσαρας ο θεατρίνος,

που στο κεφάλι το ξερό

κόλλησε κόκορα φτερό,

κι ίδιος μ’ εκειόν στη γνώση

ψάχνει στο χάρτη να ’βρει χώρες να σκλαβώσει.

Μιλώντας οι τρελοί, για Θεία Πρόνοια

τοιμάζουνε κανόνια,

κόβουν του εργάτη το ψωμί

για να γενούν καλύτερα οι ανθρωποσκοτωμοί.

Θε μου, αν δε βάλεις χέρι,

ποιος ξέρει…


Μικρέ Σαρλό,

π’ όλο με κάνεις να γελώ,

τώρα που σ’ ανεβάσανε στο βήμα,

πετώντας από πάνω σου της έπαρσης το ντύμα,

ρήτορας ε με το στανιό,

τι θα σου κόψει τάχα το νιονιό

να ειπείς σε μας που πρωτακούμε τη φωνή σου;

Κάτσε πρωτύτερα και καλοσυλλογίσου.

Στην αρχή

μιλάς σιγά, χωρίς ψυχή,

σαν ένας π’ ούτε ανανοήθη

τι λαχταρούν τα πλήθη.

Μα όσο προχωρείς

ξέθαρρος, θα βρεις

λόγια αγάπης, λόγια ειρήνης

τις ανήσυχες καρδιές μας ν’ απαλύνεις.

Και θα βρεις ακόμα έναν καινούργιο τόνο,

που σ’ εσέ ταιριάζει μόνο,

για να πέσει σαν το καμουτσίκι

στον αρχιφονιά σαν του έρθει η δίκη.

Βογκάει η σάλα, τρέμει:

«Φτάνουν οι πολέμοι!

Για ποιον πολεμάτε, φαντάροι;

Δεν έχει η γης μας και πλούτη και χάρη;

Τι σας φταιν οι Οβραίοι;

Κι ο Αράπης τι μας φταίει;

Υπερασπίστε τη Δημοκρατία!

Και μην ακολουθάτε τον εγκληματία!»

Τέτοια βροντοφώναξε ο Σαρλό,

που μας έκανε ως τώρα το λωλό,

π’ ορθώθηκε άοπλος Προφήτης

στη Βία και στην ισχύ της

βαρώντας καταπάνου

στο κάστρο του τυράννου.


Τρανέ μας φίλε,

συμπάθα μας και στείλε,

της φτώχιας ο παρήγορος και των δυναστεμένων,

τώρα που μας ζουλάει φτέρνα δικών και ξένων,

στείλε απ’ το Πνεύμα σου, που το είδα

—μονάχα εγώ;— να σελαγεί,

μια αχτίδα και σ’ αυτήν τη γη,

στη νυχτωμένη μας Πατρίδα!


 Γιώργος Κοτζιούλας, «Τσάρλι Τσάπλιν. Αφού είδαμε κι εμείς το “Δικτάτορα”», περ. Νέοι Σταθμοί, (Μάρτ. 1947) 42 [= Αθηνά Βογιατζόγλου, «Ο Μεγάλος Δικτάτορας. Η τραγική επικαιρότητα του Τσάρλι Τσάπλιν, της ομώνυμης ταινίας του, αλλά και της ματιάς του Γιώργου Κοτζιούλα», εφ. Η Αυγή, 10 Ιουνίου 2012].

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Γιώργος Κοτζιούλας - Ερωτικό

 Συλλογισμένη πρέπει να' σαι

και κάτι σα να καρτερείς.

είσαι άνθος χώρας ισκιερής

και το πολύ το φως φοβάσαι.


Σήμερα ο ήλιος πριν να γείρει

-τότε ο καημός είναι βαθύς-

θέλω να βγεις και να σταθείς

ολόρθη εμπρός στο παραθύρι.


Ήχοι σου πρέπει να σε φτάνουν

απόκρυφοι, αλληγορικοί

και να μην ξέρεις ποιοι είν' εκεί

που όλο απαντέχουν να πεθάνουν.


Λέω να φανεί κάποιος διαβάτης

που τριγυρίζει αποβραδύ

μες στα στενά, μήπως ιδεί

μια κόρη απάνω στ' άνθισμά της.


Πηγή: Ανθολογία Περάνθη


Αναδημοσίευση από: https://ennepe-moussa.gr/%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B1/%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B1%CF%82

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Γιώργος Κοτζιούλας - Ποιήματα

ΕΛΕΓΕΙΟ ΣΤΟΝ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Και συλλογιέμαι, Καρυωτάκη, τώρα
που η νύχτα πια του ερέβους σε κρατεί
για πάντα στης ανυπαρξίας τη χώρα,
συλλογιέμαι τη μοίρα του ποιητή.

Μια νύχτα, είχες βρεθεί χωρίς κανένα
σύντροφο στ’ ακρογιάλι ναυαγός
και πέρα κάπου εγύρναες ολοένα
τα βλέμματά σου, αιώνιος νοσταλγός.

Ήσουν, αλήθεια, τόσο απαυδημένος
απ’ τον αγώνα τον καθημερνό:
ένας μεγάλος εγκαταλειμμένος
από την γη και τον ουρανό

Και μες στην ώς θανάτου απόγνωσή σου
ξάφνου σε μια πικρότατη στιγμή
ερίχτηκες στα βάθη της αβύσσου
όπου τελειώνουν όλ’ οι σπαραγμοί

Τι να σου πω και πώς να σε θρηνήσω,
στοχαστικό μου αδέρφι θλιβερό;
Έφυγες πριν ακόμα σε γνωρίσω
και μόλις τώρα σ’ ένιωσα, νεκρό.

Μα κι αν εχάθης, ακριβέ, μού μένει
σ’ αυτόν τον ασυμβίβαστο καιρό,
μου μένει σαν υπόμνηση η ειμαρμένη,
και ο στίχος σου που ως πένθος τον φορώ.

Από την πρώτη του συλλογή (Εφήμερα, 1932) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του.

Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938)

ΣΤΡΟΦΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΣΥΓΚΡΙΤΟ

Ο Αλέξαντρος Παπαδιαμάντης, η μεγάλη
ψυχή, δεν είχε, λεν όσοι είδαν, να φορέσει
λουρί, γιʼ αυτό κι εκείνος έδενε τη μέση
μʼ ένα σκοινί, σα διακονιάρης. Όταν πάλι
τουʼδιναν τσάι ευρωπαϊκό σε σπίτι ξένο,
δεν τοʼπαιρνε, γιατί δεν τοʼχε μαθημένο.

Φεύγοντας ύστερη φορά για τʼ ακρογιάλι
(πενήντα περασμένα κι είχε καταπέσει)
τον πήρε το παράπονο, έκλαιε, πώς να μη μπορέσει
τʼ αγόρι τʼ αδερφού του κάπου να το βάλει.
«Αχ, όπως ήρθα στην πατρίδα μου πηγαίνω»
κρυφοτρεμούλιαζε τʼ αχείλι πικραμένο.

Τίποτε δεν τους λείπει αυτών που γράφουν τώρα•
κι όμως τη χάρη ποιος την έφτασε εκεινού;
Κανένας άλλος, όση και να πάρει φόρα,
δε σώνει το χαλκά να πιάσει τʼ ουρανού.

Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων. Θα συμφωνήσω με τη Σοφία Κολοτούρου ότι είναι κρίμα που δεν μπήκε το ποίημα στην ανθολογία «Ποιητές για ποιητές» του Θ. Νιάρχου.

Από τη συλλογή Η δεύτερη ζωή (1938)

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Τζουμέρκα – Αθήνα, αυτή ήταν όλη
που χάραξα, όλη μου η γραμμή.
Κίνησα απέκει μ’ ένα τσόλι,
μου ‘λειψε εδώ και το ψωμί.

Αρχή κακού ηταν που δεν είχα
κουκούτσι πνεύμα πραχτικό
τριχιά την έκανα την τρίχα,
της φαντασίας μου υλικό.

Έναν καιρό δεν ήθελα ούτε
να βλέπω ανθρώπινη θωριά.
«Βρέστε του (και μην τον ακούτε)
γυναίκα», έλεγαν στα χωριά.

Αργότερα θα μ’ έχουν βάλει
με δυο σειρές στο λεξικό.
Θα με ζηλέψουν τότε οι άλλοι,
θα γίνει ντόρος και κακό.

Από τη συλλογή Η δεύτερη ζωή (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του.

Από τη συλλογή Ο γρίφος (1938)

Ο ΓΡΙΦΟΣ

Ι.

Στίχο με στίχο, λέξη με λέξη, κόμμα με κόμμα,
το κεντρομέτρι το πατρικό μου στα χέρια ως να ʼχα,
γύρευα, διάλεα, κι αγωνιζόμουν, ξανά κι ακόμα,
να γίνει κάτι για νʼ ανασάνω –τότε μονάχα.

Καθώς η σκύλα που της αρπάξαν τα νέα κουτάβια,
παρόμοια σκούζω κι εγώ στης νύχτας το έναστρο πλάτος•
ω, εσείς που πάτε στης γης την άκρη γοργά καράβια,
στείλτε σινιάλο κι όλα τʼ αφήνω να ρθώ τρεχάτος.

Ζητιάνος είμαι κι είχα ό,τι θέλει η ψυχή του ανθρώπου•
αέρας ήταν ο θησαυρός μου, μα ποιος τα ξέρει!
Μέρα και νύχτα, ξάπλα ή ολόρθος, στην πόλη κι όπου
μʼ έφερνε η τύχη, τα συλλογιόμουν όπως οι γέροι

παλιές μονέδες που κομποδιάζουν μες στη σακκούλα
κι όλο φυλάνε μην τους προφτάσει γλήγορο μάτι.
Κι αν με ρωτούσαν: Ποιο είναι το βιο σου, Γιώργο Κοτζιούλα;
θʼ αποκρινόμουν: — Οι κόποι μου είναι στίχοι μονάτοι.

Χώμα ήταν χάμου, βροχή αποπάνου, γύρω υγρασία
κι ο σύντροφός μου κουκουλωμένος όλο εβλαστήμα.
Σε μένα (ω θάμα!) χαμογελούσε η Αθανασία
κι άσε τους άλλους να προσκυνάνε, μούʼλεε, το χρήμα.

Κάποτʼ ερχόταν ο ήλιος πλάι μου στο παραθύρι
κι από την όψη μου έφευγε αμέσως όλη η χλωμάδα,
η άφωνη πίκρα πόχει το μούτρο του κακομοίρη•
δεν είχα τότε νου να κοιτάξω πώς παν τα γράδα.

Ο Αράπης ήταν κουλουριασμένος εκεί πιο πέρα
και μʼ ένα νόημα του αφεντικού του πετιόταν ίσια.
Στο δάσος πρέπει να τριγυρίζεις τέτοιαν ημέρα,
να κόβεις ρείκια και να μυρίζεις κρίνα βουνίσια.

Χίλια παιγνίδια μού έκανʼ ο σκύλος δίπλα στο ρέμα
(παράσταινʼ ο άθλιος του ιπποδρομίου τʼ ακράτητα άτια),
για να μου δώσει να καταλάβω πως ήταν ψέμα
τα όσα μου λέγαν οι εχτροί του τάχα για τα κομμάτια.

Καθώς επάαινα κάτου απʼ τα δέντρα με βήμα πλάνο
συχνά γυρνούσε μες στο μυαλό μου μια τέτοια ιδέα:
Δε φέρνʼ ο διάολος εδώ κανέναν Αμερικάνο,
μην του γλιστρήσει το πορτοφόλι –θαʼ ταν ωραία!

Όσο να ταʼ βρω, κουτσοπερνούσα, μʼ ελιά και σκόρδο
(καλύτερα έτσι παρά να τρέχω σε πόρτα ξένη).
Μα δεν πειράζει, θα συγκινήσω κανένα λόρδο,
μόλις θα μάθουν τι έχω γραμμένα στην οικουμένη.

Το πρώτο ποίημα της συλλογής Ο γρίφος (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του

Από τα ανέκδοτα ποιήματα της περιόδου 1928 – 1942

Της εξοχής

Μπορεί να τα στερώ από τίποτα αλεπούδες
αλλά μου αρέσουνε τα κούμαρα πολύ
και σκύβοντας μαζώνω σύριζα στις φλούδες
που σκάσαν από τον κορμό τον κανελή.

Μόνο ζουλάπια εδώ τρυπώνουν ή πουλάκι
που τουʼ λειψε η καλοκαιριάτικη τροφή.
Πήρε να βρέχει τώρα, δρόσισε λιγάκι
– το ζώδιο άλλαξε, που λένε κι οι σοφοί.

Χωρίς να με σκοτίζει εμένα για το γένι
που το ʼευχαριστώ αφήσει μια βδομάδα, τριγυρνώ
στην εξοχή μου πάλι την αγαπημένη
με το μαβί κατά το σούρουπο βουνό.

Τι να ζηλέψω απʼ τις σπουδαίες μεγαλοπόλεις
όπου πληρώνεις αρμυρά το καθετί;
Δεν ήμουν έμπορας εκεί ούτε καπνοπώλης
με τον αέρα ζούσα, τύπος ποιητή.

Από τον πρώτο τόμο των Απάντων του, όπου περιλαμβάνεται στην ενότητα Ανέκδοτα ποιήματα 1928-1942

Ποιήματα δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά μετά τον πόλεμο

Προσωπική καταγγελία

Σιχάθηκα όσους έμαθαν να χάφτουν με τα δυο
και γράφουν με τα πόδια,
γιʼ αυτό γυρνάω μʼ αδύναμο κάκιωμα αθώων παιδιώ
διαμαρτυρία πλανόδια.

Αφού δεν έχω να τρυγάω κι εγώ από τα δικά
μου, πότε θα γλυτώσω,
Θε μου, από τα τυπογραφεία και τα περιοδικά,
που τα ʼθελα όμως τόσο;

Αχ, μʼ έχει πιάσει η μέγκενη του κακοπληρωτή
με τη βαριά σακούλα:
να ποιοι, χωρίς να φαίνονται, σταυρώνουν τον ποιητή
που λέτε εσείς Κοτζιούλα.

Ανθρωπομάζωμα

Σαν εκείνους τους σκασμένους που γενήκαν άρατοι,
κι άλλοι τους, θροφή των όρνιων, μείναν στις λακκούβες
μάς σηκώσαν απʼ το στρώμα νύχτα οι τρισκατάρατοι
και μας σάκιασαν οι μπόηδες τσούρμο μέσʼ στις κλούβες.

Άιντε μωρέ παιδιά δεν είναι τίποτα
ποιος θα σκιαχτεί από μας μούτρα ξετσίπωτα!

Δίχως φταίξη, δίχως κρίση (βρε τους αλειτούργητους!)
μέσʼ στις φυλακές μας ρίχνουν και στα ξερονήσια,
καταπώς τούς ορμηνεύουν οι τρανοί οι κακούργοι τους
που κοπιάσαν στην Ελλάδα φορτωμένοι αλύσια.

Μωρʼ ξένα αφεντικά πότε μας άρεσαν;
Όσοι άπλωσαν εδώ μας εμαγάρισαν.

Έρχεται καιρός, αδέρφια, κι όλοι τον ξανοίγουνε
που στην άφοβη γροθιά μας μπρος, την οργισμένη
κι οι αλλόφερτοι ένας-ένας παν καπνός –θα φύγουνε–
κι ούτε για σπορά δικός μας τύραννος δε μένει.

Μʼ ανασυρμένα, βάι, μαχαιροθήκαρα
τραβάμε το χορό πρωτοπαλήκαρα!

Επανάσταση

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Κομποδιάστε τα κλεμένα,
κρύψτε και τʼ ασημικά σας να τα χαίρεται η σκουριά
Θα ʼβγουμε κι εμείς παγάνα, θα σας εύρουμε ως τον ένα,
και στην πόλη μέσα αν είστε και στʼ απόμερα χωριά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Κι απʼ τις άγιες πίσω εικόνες
αν τρυπώστε, θα σας βρούμε μʼ όλα τα υποκριτικά
παρακάλια στο θεούλη που αναμπαίζεταν αιώνες
αδικεύοντας το πλήθος όπου του ʼχατε χαλκά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Ξεσηκώθηκαν οι σκλάβοι,
κι όσοι ζούσαν αφεντάδες με τον ίδρο του αλλουνού
δε γλυτώνουν ούτʼ αν φύγουν με ταχύπλωρο καράβι,
τόσο πλήθυναν τα δάκρυα της φτωχιάς και του ορφανού.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Φυλακές και ξερονήσια
κι οι κλωτσιές στα κρατητήρια και οι χαφιέδες στα γιαπιά
μας διδάξανε να βρούμε τους δημίους αλύπητα, ίσια
σαν το φίδι που του δίνουν κατακέφαλα χτυπιά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Μόλις βλέπαμε κορδόνια
μας ερχόταν να χωθούμε στα κατάβαθα της γης,
και θαρρούσατε πως θα ʼστε στου λαού τη ράχη αιώνια
μη γρικώντας τα σημάδια της μεγάλης αλλαγής.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Να, ξυπνάει ο μιναδόρος
και της θάλασσας ο μούτσος κι ο λιγόλογος σκαφτιάς.
Πες και πες οι απλοί διδάχοι, στα στερνά θα πιάσʼ ο σπόρος
κι είναι πια φουρτούνας βόγγος η φωνή της εργατιάς.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Στα σχολειά και στις στρατώνες
κι απʼ τους άμβωνες απάνω Φαρισαίοι χωρίς καρδιά
μας κρατούσαν στο σκοτάδι και με νόμους, με κανόνες
πρόσταζαν τον πεινασμένο «σουτ», «σκασμός» και «τσιμουδιά».

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Πρόστυχοι καλαμαράδες
με ψυχή ξεπουλημένη γράφανε κατεβατά
που γινόταν απʼ το κράτος φημερίδες και φυλλάδες
να στραβώνετʼ ο καθένας, να φλομώνεται μʼ αυτά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Παίρνατʼ άνογους χωριάτες
και τους στέλνατε κοπάδι στου πολέμου τη φωτιά,
διασκεδάζοντας οι ίδιοι με κυρίες μυρωδάτες
απʼ αυτές που το ʼχουν ρίξει στο πιοτό και στα χαρτιά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Δες που σήκωσε κεφάλι
κι όλο δείχνει τη γροθιά του προλετάριος τρομερός.
Δε σας αξίζʼ η εξουσία και γιʼ αυτό την παίρνουν άλλοι.
Κατευόδιο, άρχοντές μου! Βλέπετε, άλλαξʼ ο καιρός.

Το μαστορόπουλο

Τον πήραν τον Κολιό
τον πήραν οι μαστόροι
παιδί από το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.

Καρδιά πονετική
τον ξέβγαλε με κλάμα:
«Τετράδη Κυριακή,
θα καρτερώ για γράμμα».

Δε σώνει άλλο να ιδεί,
παιδεύεται το μάτι:
κρατούσε ένα ραβδί,
το στρώμα του στην πλάτη.

Μας έφυγε ο Κολιός
κι είχε μια τέτοια λύπη!
θα ʼναι όλοι δω τ’ Άη-Λιος
και μόνο αυτός θα λείπει.

Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του.

Κοντός ψαλμός

Ήμουνα μικρό παιδάκι
μʼ έλεε ο πατέρας Γάκη
και με βλέπαν τοσοδούλη
στο σκολειό με το τσατσούλι.

Μη ζηλεύοντας τη χάρη
του τσοπάνου του εξοχάρη,
γράμματα ήθελα να μάθω
να μην κάνω ούτʼ ένα λάθο.

Πήγα στα Κατσανοχώρια
να ʼμαι απʼ τους δικούς μου χώρια
και της Άρτας το γιοφύρι
μʼ είχε χρόνια μουσαφίρη.

Το παιδί της Πλατανούσας
(χωριατόπουλα, το νου σας!)
γράμματα ήθελε να μάθει
και κατάντησε στη Βάθη.

Μη ρωτάτε παρακάτου
ποια ήταν τα καλά υστερνά του.
Για σπουδάματα όποιος τρέχει
διάφορο τη φτώχεια του έχει.

(1948)

Το ποίημα αυτό μπήκε «Σαν επίλογος» στη συλλογή αφηγημάτων «Από μικρός στα γράμματα» που δημοσίευσε ο Κοτζιούλας σε συνέχειες στο περιοδικό Ηπειρωτική Εστία, και στη συνέχεια στη συλλογή «Ηπειρώτικα» που τύπωσε ο Κοτζιούλας το 1953.

Πηγή: https://www.poiein.gr/

Γιώργος Κοτζιούλας - Μια ιστορία


Ἤξερα κάποιο μοναχὸ παιδὶ βασανισμένο
μὲ μέτωπο στοχαστικὸ καὶ πρόσωπο σβηστό,
ποὺ μήτε τὸ ἴδιο μάντευε γιατὶ ἦταν λυπημένο
κι οὔδ᾽ ἔβρισκε τί τοῦ ᾽λειπε γιὰ νὰ χαρῆ κι αὐτό.
Κάποτε μόνο κοίταζε πικρὰ χαμογελώντας,
ἐνῶ μιὰ θλίψη τοῦ ἴσκιωνε τὰ μάτια τὰ λαμπρά,
τ᾽ ἄλλα παιδιὰ ποὺ ἐπαίζανε πηδώντας καὶ γελώντας,
κι ὡστόσο δὲν τὰ ζήλεψε γι᾽ αὐτὸ καμιὰ φορά.
Εἶχε πιστέψει ἀπὸ μικρὸ μονάχα στὰ βιβλία
καὶ τ᾽ ἀγαποῦσε μὲ κρυφὴ λαχτάρα φλογερά,
μὰ ὅταν στερνὰ δὲν τοῦ ᾽μεινε παρὰ μιὰν ἄδεια ἀνία,
δίσταζε ἀκομα στ᾽ ὄνειρο ν᾽ ἁπλώσει τὰ φτερά.
Λυπόταν καὶ χαιρότανε καὶ κάπου ἐρωτευόταν,
ὅμως ποτὲ δὲν ἄνοιγε τὸ στόμα νὰ τὸ πεῖ,
καὶ σὰν κανένας γύρω του νὰ μὴν τὸ ὑποπτευόταν
μεγάλωνε κι ὡρίμαζε κλεισμένο στὴ σιωπή.
Γιῶργος Κοτζιούλας: «Τὰ ἀνέκδοτα» ἀπὸ τὰ «Ἅπαντα»,
τόμος πρῶτος, ποιήματα 1928-1942, Δίφρος 2013

Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

Γιώργος Κοτζιούλας - Της εξοχής


Μπορεί να τα στερώ από τίποτα αλεπούδες
αλλά μου αρέσουνε τα κούμαρα πολύ
και σκύβοντας μαζώνω σύριζα στις φλούδες
που σκάσαν από τον κορμό τον κανελή.

Μόνο ζουλάπια εδώ τρυπώνουν ή πουλάκι
που του’ λειψε η καλοκαιριάτικη τροφή.
Πήρε να βρέχει τώρα, δρόσισε λιγάκι
– το ζώδιο άλλαξε, που λένε κι οι σοφοί.

Χωρίς να με σκοτίζει εμένα για το γένι
που το ’χω αφήσει μια βδομάδα, τριγυρνώ
στην εξοχή μου πάλι την αγαπημένη
με το μαβί κατά το σούρουπο βουνό.

Τι να ζηλέψω απ’ τις σπουδαίες μεγαλοπόλεις
όπου πληρώνεις αρμυρά το καθετί;
Δεν ήμουν έμπορας εκεί ούτε καπνοπώλης
με τον αέρα ζούσα, τύπος ποιητή.

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Γιώργος Κοτζιούλας - [Θέλω νά γράψω ἕνα βιβλίο]



Θέλω νά γράψω ἕνα βιβλίο, ἀλλά τό κέφι,
πού εἶναι ἀπαραίτητο, δέν ἔρχεται ποτές.
Ἡ κακοπέραση κατόπι καταστρέφει
κάτι στιγμές πού τίς θεωρῶ ξεχωριστές.
Θά σᾶς μιλοῦσα ἐκεῖ γιά τή βασανισμένη
ζωή μου, γιά τά χρόνια τά φοιτητικά·
θά σέ φανέρωνα καί σένα τότε, Ἑλένη,
μέ ὅσα δέν εἶπα σέ κανέναν μυστικά.
Οἱ νέοι πού γράφουν δέ διαβάζονται καί τόσο,
πρέπει νά φτάσεις στά πενήντα ν᾿ ἀκουστεῖς.
μά ἐγώ ὥς τά τότε πῶς ἀλλιῶς θά ξαλαφρώσω,
πού δέ μοῦ ἀρέσει πιά νά λέγομαι ποιητής;
Δέν ὑποφέρονται ἄλλο οἱ στίχοι οἱ κουδουνάτοι,
αὐτά σοῦ τά μαθαἰνουν κι οἱ στιχουργικές.
Εἴμαστε σύμφωνοι, ἀναγνώστη ἀνοιχτομάτη,
πρέπει νά λείψουν οἱ συνήθειες οἱ κακές.
Γ. Κοτζιούλας, Άπαντα, τόμος πρῶτος, Δίφρος, Ἀθήνα 1956, σ. 83.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Γιώργος Κοτζιούλας - Ἐσέ πού τ᾿ ὄνομά σου δέν τό γράφω

Ἐσέ πού τ᾿ ὄνομά σου δέν τό γράφω
θά σ' ἀγαποῦσα, ξέρεις, ὥς τόν τάφο.
Μά βιάστηκα καί τ᾿ ὄχι σου ἦταν τόσο
βαρύ, πού θέλω νά σ' τό ξεπληρώσω.
Ὧρες γιά σέ, μετρώντας τούς διαβάτες,
περίμενα καί μοῦ ᾿τρεμαν οἰ πλάτες.
ἔκανε κρύο ἀκόμα, τέλη Μάρτη·
ἀργεῖ, μά δέν πειράζει, ἔλεγα, θά ᾿ρτει.
Θά ρχότανε, θεά στά πεζοδρόμια,
πρόθυμη καί καλή, μέ διάθεση ὅμοια,
«Τί στέκεσαι λοιπόν, θά μοῦ ᾿λεγε · Ἔλα!»
καί γύρω θά τῆς βγάζαν τά καπέλα.
Αὐτά συλλογιζότανε ὁ ἱππότης
πού ἀποκοιμιόταν μέ τό πρόσωπό της,
πού ξεγελοῦσε μέ ὄνειρα γελοῖα
τή φτώχια του καί τή μελαγχολία.
Πηγή: Γιῶργος Κοτζιούλας, παντα, τόμος πρῶτος, Δίφρος, Ἀθήνα 1956, σ. 65.

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023

Γιώργος Κοτζιούλας - Μοναξιά


Καμιά ἀπό σᾶς, καμιά δέ θά μέ καταλάβει
σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τῆς γῆς τήν ἄκρη τή ρηχή.
Καλύτερα θά μέ γνωρίζουν, λέω, οἰ γράβοι [δέντρα]
κι οἱ πέτρες πού κρατοῦν σέ γοῦρνες τή βροχή.
Ἄν εἶχα τώρα ἐδῶ μαζί μου τόν Τραχήλη,
θά νά ᾿παιζα μέ τήν οὐρά του καί τ'αὐτιά·
θά ᾿κανα καί ξεδοκιμές μέ τό μαντήλι,
πού δέ θά τό ᾿φτανε οὔτε μιά δαγκωματιά.
Μά ἐκεῖνος εἶν᾿ ἀλλοῦ, κανένας δέ μ' ἀκούει.
Κρυφογελοῦν μαζί μας οἱ μελαχρινές.
Μονάχα ἡ μάνα τῶν παιδιῶν ξέρει τό χούι
κι ἐμεῖς διαλέγουμε ὅσο πάει ἀλαργινές.
Ἄχ, δέν περνάει ἀπόψε ἠ στεναχώρια ἐτούτη·
ποῦ νά πάω νά βρῶ βαθύτερο γκρεμό;
Ἡ μάνα μου νά γνέθει γιά σαμαροσκούτι [ὔφασμα μάλλινο]
κι ἐγώ ἔχω μιᾶς ἀρχοντοπούλας τόν καημό.
Γιῶργος Κοτζιούλας ΑΠΑΝΤΑ, τόμος πρῶτος, Δἰφρος (2η ἔκδοση), Ἀθήνα 2013, σ. 87.

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2023

Γιώργος Κοτζιούλας - Ερωτικό


 

Το φρύγανο με τη φυγόκεντρη κορφή,

π’ ούτ’ όνομα έχει κι ούτ’ έχει άλλοτε γραφεί,

το στέλνω κιόλας –μ’ ένα φύσημα– του ανέμου,

σαν πυροτέχνημα, για κάποιο πλάσμα, Θε μου.

 

Βλέμματα μόνο μου’ χει ρίξει τρυφερά

(να μου’ σφιξε ίσως και το χέρι μια φορά;),

μα θα φυλάξω την εικόνα της αιώνια.

Σε κάστρο αν ήμουν, θα της έριχνα κανόνια.

 

Θα’ βρισκα εγώ κι άλλης λογής χαιρετισμό

γι’ αυτήν που σήμερα έτσι ξέχωρα τιμώ.

Θα’ δενα, λέγοντάς του «τρέξε κι άφησέ το»,

στα πόδια ενός περιστεριού μικρό μπιλιέτο.

 

Αχ, θα χαθώ απ’ της στρίγλας Εύας τη σειρά,

δεν έπρεπε να τις λατρεύω τόσο αβρά.

Μάνα, που εσένα ήταν το σόι σου από πουρνάρι,

μάνα, γιατί να μ’ έχεις κάμει έτσι ερωτιάρη;

 

Από τη συλλογή Γρίφος (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του.


Αναδημοσίευση από: https://www.sarantakos.com/liter/kotzioulas/erwtiko.html

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Γιώργος Κοτζιούλας - Ακόμα και πάντα


Κουνώντας το μικρό σου δάχτυλο, μπορείς
να μ' οδηγήσεις ώς τα πέρατα της πλάσης
και φτάνει μια στιγμή να μου χαμογελάσεις
για να λυγίσει ο χαρακτήρας μου ο βαρύς.
Τι νά' σαι τάχα, ποια σ' ελκύουν ιδανικά,
μήπως ο γιος καμιάς αυστριακής βαρώνης,
ή τι να μελετάς εκεί που χαμηλώνεις
τα μάτια σου τα κάπως μελαγχολικά;
Ποιος από μας θα μάθει τι σε συγκινεί
μες απ' τον κύκλο της ζωής, απ' τα βιβλία!
Όσο κοντά μας κι αν σε φέρν' η ομιλία
γίνεσαι πάλι ακατανόητη, μακρινή.
Μυστήριο σκέπει την καρδιά της γυναικός
κι η καθεμιά τους παίζει αδίδαχτη το ρόλο
που πάντα πίκρα φέρνει στον ονειροπόλο.
Μα είναι κι ο πόνος απ' αυτές τόσο γλυκός.

Σωτήρης Τριβιζάς (ανθολόγηση), Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου, Καστανιώτης, 2015

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

Γιώργος Κοτζιούλας-Η τέχνη μου


Χτίζω με πέτρα και μ' ασβέστη

με προαιώνια υλικά·

την τέχνη μου όπως θέλεις πες τη,

με αυτή το χρόνο θα νικά.


Θεμελιωμένη σ' ασπρολίθι,

με πέτρα απάνου παρδαλή,

μήτε κατεβασιά φοβήθη

κι ούτε η φωτιά την καταλεί


Μοιάζει χωριάτικο κονάκι

με τ' αργαλεία στην αγκώνη

και με το καπνισμένο τζάκι, 

την τάβλα, να και το σκαμνί.


Μέσα φυλάει ο νοικοκύρης

που τους περάτες αγρικά.

«Κόπιασε, ξένε μου, να γείρεις,

να σε φιλέψω φτωχικά»


17.11.45

Δημοσιεύτηκε στο τ. 36 του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (8.2.1946) αλλά στα χαρτιά του ποιητή είναι σημειωμένη η παραπάνω ημερομηνία. Στη συνέχεια, στον τρίτο τόμο των Απάντων του.


Αναδημοσίευση από: https://www.sarantakos.com/liter/kotzioulas/texnh.html


Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2021

Γιώργος Κοτζιούλας-Παράδοση


Ρήμαξε η χώρα των ποιητών, η χώρα εκείνη
με τους αρχόντους και τα σπίτια τα ψηλά.
Εδώ κι εκεί κανένας γέρος έχει μείνει,
ξαμώνει στον αέρα και παραμιλά.
Άχαρος σβήνει στα πενήντα του ο Πορφύρας,
ο Καρυωτάκης μες στη θάλασσα βουτά,
δεμένος χεροπόδαρα, άπαρτος της μοίρας
χτυπιέται ακόμα κι ο Φιλύρας μας φριχτά.
Σημαδιακοί, νεραϊδογέννητοι, βαρδιάνοι
που συλλαβίζετε το αιώνιο μυστικό,
πείνα και τρέλα και χτικιό είναι το στεφάνι
στα χρόνια τα δικά μας, γένος ηρωικό.
Άμοιαστα πρόσωπα φωτίζει η νέα η μέρα,
πουλάκια αλάλητα σε αμάζωχτη σοδειά.
Πάει απ’ το σπίτι ο βαρύς ίσκιος του πατέρα!
Ποιος άλλος από μας θα πάρει τα κλειδιά;
Μην τρέμεις, χέρι που’ χες άδικα ματώσει,
πάντα έτσι πικραμένα σώνεται η φωνή.
Άλλοι έρχονται πίσω από μας και μ’ άλλη τόση
φούρια θα τους αμπώχνουν οι κατοπινοί.
Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938).

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Γιώργος Κοτζιούλας-[άτιτλο]

 

Κρύψε φτωχέ τη θλίψη σου βαθιά μες την ψυχή σου
και μάθε το από σήμερα μονάχος να υπομένεις,
αφού δε βρίσκει φιλικόν αντίλαλο η φωνή σου
κι ακόμα δεν εφάνηκεν εκείνη που προσμένεις.

Περήφανα και θλιβερά κλεισμένος στη σιωπή σου,
μη δείχνεις τη θανατερή πληγή σου σε κανένα •
μες το μεγάλο πόνο σου για πάντα λησμονήσου
και φύλαξε τα πιο όμορφα τραγούδια σου για σένα.

Γιώργος Κοτζιούλας, Ποιήματα Εφήμερα

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

Γιώργος Κοτζιούλας-Rendez-vous


Δεν ήτανε για τέτοια η πρώτη εκείνη
που στο χειμώνα εδιάλεξε βραδιά:
τ’ αηδόνια τρεμουλιάζαν στα κλαδιά
κ’ έλειπε η προστατευτική σελήνη.
Με περιέργεια είχε περιμείνει,
κι ενώ τη βρήκε ρόδο στη ροδιά
χωρίς παλμό αισθανόταν την καρδιά
και ξέχασε ως και τη φιλοφροσύνη.
Επήγαινε στο πλάι της σιωπηλά
φυλάγοντας για κάποια τάχατε άλλη
τα ετοιμασμένα λόγια τα πολλά.
Και μόνο όταν χωρίζονταν, εκεί
θυμήθηκε στο χέρι της να βάλει
τα χείλη του, συνήθεια ιπποτική.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ (1909-1956)

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

Γιώργος Κοτζιούλας - Φιλοσοφείν


Τούτ' η ζωή που ζούμε είναι γελοία,
μα δεν υπάρχει κι άλλη να διαλέξεις.
Γράφουμε, ερωτευόμαστε, όλο λέξεις·
πεθαίνουμε και μπαίνει μια τελεία.
Τα δάχτυλα που εκράτησαν την πέννα
θα' ν' ίδια μ' όποια χάιδευαν μια κόμη,
θα φαίνονται απαράλλαχτα κι ακόμη
κι αυτά και κείνα μάταια απλωμένα.
Από την κεφαλή μας ως τα πόδια
θα βγαίνουν άνθη, γιούλια ή χαμομήλια,
ενώ αποπάνου ατελείωτη η γαμήλια
πομπή θα διασταυρώνεται με ξόδια.
Θα 'μαστε μόνοι χώρια κι από κείνους
που χάνουνε με μας την οικουμένη:
η μάνα, η αδερφή γονατισμένη
δε θα μας φτάνουν ούτε με τους θρήνους.
Εφήμερα, 1932.

Πηγή: Ποίηση Μεσοπολεμική

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Γιώργος Κοτζιούλας - Ελεγείο στον Καρυωτάκη


Και συλλογιέμαι, Καρυωτάκη, τώρα

που η νύχτα πια του ερέβους σε κρατεί

για πάντα στης ανυπαρξίας τη χώρα,

συλλογιέμαι τη μοίρα του ποιητή.


Μια νύχτα, είχες βρεθεί χωρίς κανένα

σύντροφο στ' ακρογιάλι ναυαγός

και πέρα κάπου εγύρναες ολοένα

τα βλέμματά σου, αιώνιος νοσταλγός.


Ήσουν, αλήθεια, τόσο απαυδημένος

απ' τον αγώνα τον καθημερνό:

ένας μεγάλος εγκαταλειμμένος

από την γη και τον ουρανό


Και μες στην ώς θανάτου απόγνωσή σου

ξάφνου σε μια πικρότατη στιγμή

ερίχτηκες στα βάθη της αβύσσου

όπου τελειώνουν όλ' οι σπαραγμοί


Τι να σου πω και πώς να σε θρηνήσω,

στοχαστικό μου αδέρφι θλιβερό;

Έφυγες πριν ακόμα σε γνωρίσω

και μόλις τώρα σ' ένιωσα, νεκρό.


Μα κι αν εχάθης, ακριβέ, μού μένει

σ' αυτόν τον ασυμβίβαστο καιρό,

μου μένει σαν υπόμνηση η ειμαρμένη,

και ο στίχος σου που ως πένθος τον φορώ.


Από την πρώτη του συλλογή (Εφήμερα, 1932)

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Γιώργος Κοτζιούλας -Ένας φοιτητής βλέπει Σαρλό

 Καθώς εζήταε μια διασκέδαση φτηνή,

με κάποιο τάληρο που βρέθηκε στην τσέπη,

μπήκε στον κινηματογράφο εδώ και βλέπει

το δοξασμένο Τσάρλι Τσάπλιν στη σκηνή.


Τον είχε δει κι άλλες φορές, μα σήμερα,

μπορεί να πει, καταλαβαίνει στην εντέλεια

την τέχνη ετούτη που σκορπίζει τόσα γέλια

γύρου στον άμαθο κοσμάκη τον απλό.

Αχ, αχ, αυτός ο στραβοπόδης ο Σαρλώ,

που ξεκαρδίζονται μ’ αυτόν τα παιδαρέλια

με την αιώνια αμηχανία του κι αφέλεια,

τι χρυσάφι έχει βγάλει από τα εφήμερα!


Κι ο νέος που γυρίζει μεσοχείμωνα

σε δρόμους κεντρικούς με παντελόνια τρύπια

φέρνει ολοένα στο μυαλό του τα τερτίπια

που συχναλλάζει ο κωμικός ο θαυμαστός.

Ωχ, ας μπορούσε, Θε μου, κάποτε κι αυτός,

με στίχο ή με πεζό —λουλούδια από τα ερείπια—

να βγάλει δάκρια, να κινήσει καρδιοχτύπια.

Λαμπρές ιδέες γυρνούν στο νου του επίμονα.


Με το σακάκι γυρισμένο στο λαιμό,

με τέτοια σκέδια περπατώντας και παρόμοια,

δε νιώθει πια την υγρασία στα πεζοδρόμια.

Κι έχει μιαν ώρα ίσαμε το συνοικισμό.


 Γιώργος Κοτζιούλας, Σιγανή φωτιά, Αθήνα 1938 [= Αθηνά Βογιατζόγλου, Άπαντα – Τόμος πρώτος. Ποιήματα 1928-1942, [επιμ. Λέανδρος Βρανούσης], Δίφρος, Αθήνα 1956, σ. 89.


Αναδημοσίευση από: http://selidodeiktes.greek-language.gr/literas/501

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Γιώργος Κοτζιούλας-Στέφανος Σαράφης


Δε σ’ είδα πάρεξ απ’ αλάργα καβαλάρη
κι ορθά το δίκωχο φορούσες του ελασίτη
σαν που σε δέχτηκε χωρίς να σ’ αποπάρει,
παιδί φευγάτο, η μάνα μας στο σπίτι.

Και γίνηκες εσύ του αγώνα μας καμάρι,
σύνθημα νίκης ως τον τελευταίον οπλίτη,
τότε που δυο φωτιές μάς ζώναν κι οι Βουλγάροι
με τους δικούς μας, αχ, έτσι που ο νους να φρίττει.

Μα η μοίρα των λαών ελευθερίες γράφει
κι έτσι, δικέ μας αρχιστράτηγε Σαράφη,
φτάσαμε εκεί που δεν ξανάφτασε στρατός.

Μόνος απόμεινες, χωρίς πολεμιστάδες,
μα τ’ όνομά σου πια το διαλαλούν χιλιάδες.
Ζήτω ο ΕΛΑΣ μας! Ζει και βασιλεύει αυτός.


Γιώργος Κοτζιούλας «Οι πρώτοι του Αγώνα», Αθήνα 1946 – «Άπαντα», εκδ. Δίφρος, 2013