Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Γιώργος Κοτζιούλας - Ποιήματα

ΕΛΕΓΕΙΟ ΣΤΟΝ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Και συλλογιέμαι, Καρυωτάκη, τώρα
που η νύχτα πια του ερέβους σε κρατεί
για πάντα στης ανυπαρξίας τη χώρα,
συλλογιέμαι τη μοίρα του ποιητή.

Μια νύχτα, είχες βρεθεί χωρίς κανένα
σύντροφο στ’ ακρογιάλι ναυαγός
και πέρα κάπου εγύρναες ολοένα
τα βλέμματά σου, αιώνιος νοσταλγός.

Ήσουν, αλήθεια, τόσο απαυδημένος
απ’ τον αγώνα τον καθημερνό:
ένας μεγάλος εγκαταλειμμένος
από την γη και τον ουρανό

Και μες στην ώς θανάτου απόγνωσή σου
ξάφνου σε μια πικρότατη στιγμή
ερίχτηκες στα βάθη της αβύσσου
όπου τελειώνουν όλ’ οι σπαραγμοί

Τι να σου πω και πώς να σε θρηνήσω,
στοχαστικό μου αδέρφι θλιβερό;
Έφυγες πριν ακόμα σε γνωρίσω
και μόλις τώρα σ’ ένιωσα, νεκρό.

Μα κι αν εχάθης, ακριβέ, μού μένει
σ’ αυτόν τον ασυμβίβαστο καιρό,
μου μένει σαν υπόμνηση η ειμαρμένη,
και ο στίχος σου που ως πένθος τον φορώ.

Από την πρώτη του συλλογή (Εφήμερα, 1932) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του.

Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938)

ΣΤΡΟΦΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΣΥΓΚΡΙΤΟ

Ο Αλέξαντρος Παπαδιαμάντης, η μεγάλη
ψυχή, δεν είχε, λεν όσοι είδαν, να φορέσει
λουρί, γιʼ αυτό κι εκείνος έδενε τη μέση
μʼ ένα σκοινί, σα διακονιάρης. Όταν πάλι
τουʼδιναν τσάι ευρωπαϊκό σε σπίτι ξένο,
δεν τοʼπαιρνε, γιατί δεν τοʼχε μαθημένο.

Φεύγοντας ύστερη φορά για τʼ ακρογιάλι
(πενήντα περασμένα κι είχε καταπέσει)
τον πήρε το παράπονο, έκλαιε, πώς να μη μπορέσει
τʼ αγόρι τʼ αδερφού του κάπου να το βάλει.
«Αχ, όπως ήρθα στην πατρίδα μου πηγαίνω»
κρυφοτρεμούλιαζε τʼ αχείλι πικραμένο.

Τίποτε δεν τους λείπει αυτών που γράφουν τώρα•
κι όμως τη χάρη ποιος την έφτασε εκεινού;
Κανένας άλλος, όση και να πάρει φόρα,
δε σώνει το χαλκά να πιάσει τʼ ουρανού.

Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων. Θα συμφωνήσω με τη Σοφία Κολοτούρου ότι είναι κρίμα που δεν μπήκε το ποίημα στην ανθολογία «Ποιητές για ποιητές» του Θ. Νιάρχου.

Από τη συλλογή Η δεύτερη ζωή (1938)

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Τζουμέρκα – Αθήνα, αυτή ήταν όλη
που χάραξα, όλη μου η γραμμή.
Κίνησα απέκει μ’ ένα τσόλι,
μου ‘λειψε εδώ και το ψωμί.

Αρχή κακού ηταν που δεν είχα
κουκούτσι πνεύμα πραχτικό
τριχιά την έκανα την τρίχα,
της φαντασίας μου υλικό.

Έναν καιρό δεν ήθελα ούτε
να βλέπω ανθρώπινη θωριά.
«Βρέστε του (και μην τον ακούτε)
γυναίκα», έλεγαν στα χωριά.

Αργότερα θα μ’ έχουν βάλει
με δυο σειρές στο λεξικό.
Θα με ζηλέψουν τότε οι άλλοι,
θα γίνει ντόρος και κακό.

Από τη συλλογή Η δεύτερη ζωή (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του.

Από τη συλλογή Ο γρίφος (1938)

Ο ΓΡΙΦΟΣ

Ι.

Στίχο με στίχο, λέξη με λέξη, κόμμα με κόμμα,
το κεντρομέτρι το πατρικό μου στα χέρια ως να ʼχα,
γύρευα, διάλεα, κι αγωνιζόμουν, ξανά κι ακόμα,
να γίνει κάτι για νʼ ανασάνω –τότε μονάχα.

Καθώς η σκύλα που της αρπάξαν τα νέα κουτάβια,
παρόμοια σκούζω κι εγώ στης νύχτας το έναστρο πλάτος•
ω, εσείς που πάτε στης γης την άκρη γοργά καράβια,
στείλτε σινιάλο κι όλα τʼ αφήνω να ρθώ τρεχάτος.

Ζητιάνος είμαι κι είχα ό,τι θέλει η ψυχή του ανθρώπου•
αέρας ήταν ο θησαυρός μου, μα ποιος τα ξέρει!
Μέρα και νύχτα, ξάπλα ή ολόρθος, στην πόλη κι όπου
μʼ έφερνε η τύχη, τα συλλογιόμουν όπως οι γέροι

παλιές μονέδες που κομποδιάζουν μες στη σακκούλα
κι όλο φυλάνε μην τους προφτάσει γλήγορο μάτι.
Κι αν με ρωτούσαν: Ποιο είναι το βιο σου, Γιώργο Κοτζιούλα;
θʼ αποκρινόμουν: — Οι κόποι μου είναι στίχοι μονάτοι.

Χώμα ήταν χάμου, βροχή αποπάνου, γύρω υγρασία
κι ο σύντροφός μου κουκουλωμένος όλο εβλαστήμα.
Σε μένα (ω θάμα!) χαμογελούσε η Αθανασία
κι άσε τους άλλους να προσκυνάνε, μούʼλεε, το χρήμα.

Κάποτʼ ερχόταν ο ήλιος πλάι μου στο παραθύρι
κι από την όψη μου έφευγε αμέσως όλη η χλωμάδα,
η άφωνη πίκρα πόχει το μούτρο του κακομοίρη•
δεν είχα τότε νου να κοιτάξω πώς παν τα γράδα.

Ο Αράπης ήταν κουλουριασμένος εκεί πιο πέρα
και μʼ ένα νόημα του αφεντικού του πετιόταν ίσια.
Στο δάσος πρέπει να τριγυρίζεις τέτοιαν ημέρα,
να κόβεις ρείκια και να μυρίζεις κρίνα βουνίσια.

Χίλια παιγνίδια μού έκανʼ ο σκύλος δίπλα στο ρέμα
(παράσταινʼ ο άθλιος του ιπποδρομίου τʼ ακράτητα άτια),
για να μου δώσει να καταλάβω πως ήταν ψέμα
τα όσα μου λέγαν οι εχτροί του τάχα για τα κομμάτια.

Καθώς επάαινα κάτου απʼ τα δέντρα με βήμα πλάνο
συχνά γυρνούσε μες στο μυαλό μου μια τέτοια ιδέα:
Δε φέρνʼ ο διάολος εδώ κανέναν Αμερικάνο,
μην του γλιστρήσει το πορτοφόλι –θαʼ ταν ωραία!

Όσο να ταʼ βρω, κουτσοπερνούσα, μʼ ελιά και σκόρδο
(καλύτερα έτσι παρά να τρέχω σε πόρτα ξένη).
Μα δεν πειράζει, θα συγκινήσω κανένα λόρδο,
μόλις θα μάθουν τι έχω γραμμένα στην οικουμένη.

Το πρώτο ποίημα της συλλογής Ο γρίφος (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του

Από τα ανέκδοτα ποιήματα της περιόδου 1928 – 1942

Της εξοχής

Μπορεί να τα στερώ από τίποτα αλεπούδες
αλλά μου αρέσουνε τα κούμαρα πολύ
και σκύβοντας μαζώνω σύριζα στις φλούδες
που σκάσαν από τον κορμό τον κανελή.

Μόνο ζουλάπια εδώ τρυπώνουν ή πουλάκι
που τουʼ λειψε η καλοκαιριάτικη τροφή.
Πήρε να βρέχει τώρα, δρόσισε λιγάκι
– το ζώδιο άλλαξε, που λένε κι οι σοφοί.

Χωρίς να με σκοτίζει εμένα για το γένι
που το ʼευχαριστώ αφήσει μια βδομάδα, τριγυρνώ
στην εξοχή μου πάλι την αγαπημένη
με το μαβί κατά το σούρουπο βουνό.

Τι να ζηλέψω απʼ τις σπουδαίες μεγαλοπόλεις
όπου πληρώνεις αρμυρά το καθετί;
Δεν ήμουν έμπορας εκεί ούτε καπνοπώλης
με τον αέρα ζούσα, τύπος ποιητή.

Από τον πρώτο τόμο των Απάντων του, όπου περιλαμβάνεται στην ενότητα Ανέκδοτα ποιήματα 1928-1942

Ποιήματα δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά μετά τον πόλεμο

Προσωπική καταγγελία

Σιχάθηκα όσους έμαθαν να χάφτουν με τα δυο
και γράφουν με τα πόδια,
γιʼ αυτό γυρνάω μʼ αδύναμο κάκιωμα αθώων παιδιώ
διαμαρτυρία πλανόδια.

Αφού δεν έχω να τρυγάω κι εγώ από τα δικά
μου, πότε θα γλυτώσω,
Θε μου, από τα τυπογραφεία και τα περιοδικά,
που τα ʼθελα όμως τόσο;

Αχ, μʼ έχει πιάσει η μέγκενη του κακοπληρωτή
με τη βαριά σακούλα:
να ποιοι, χωρίς να φαίνονται, σταυρώνουν τον ποιητή
που λέτε εσείς Κοτζιούλα.

Ανθρωπομάζωμα

Σαν εκείνους τους σκασμένους που γενήκαν άρατοι,
κι άλλοι τους, θροφή των όρνιων, μείναν στις λακκούβες
μάς σηκώσαν απʼ το στρώμα νύχτα οι τρισκατάρατοι
και μας σάκιασαν οι μπόηδες τσούρμο μέσʼ στις κλούβες.

Άιντε μωρέ παιδιά δεν είναι τίποτα
ποιος θα σκιαχτεί από μας μούτρα ξετσίπωτα!

Δίχως φταίξη, δίχως κρίση (βρε τους αλειτούργητους!)
μέσʼ στις φυλακές μας ρίχνουν και στα ξερονήσια,
καταπώς τούς ορμηνεύουν οι τρανοί οι κακούργοι τους
που κοπιάσαν στην Ελλάδα φορτωμένοι αλύσια.

Μωρʼ ξένα αφεντικά πότε μας άρεσαν;
Όσοι άπλωσαν εδώ μας εμαγάρισαν.

Έρχεται καιρός, αδέρφια, κι όλοι τον ξανοίγουνε
που στην άφοβη γροθιά μας μπρος, την οργισμένη
κι οι αλλόφερτοι ένας-ένας παν καπνός –θα φύγουνε–
κι ούτε για σπορά δικός μας τύραννος δε μένει.

Μʼ ανασυρμένα, βάι, μαχαιροθήκαρα
τραβάμε το χορό πρωτοπαλήκαρα!

Επανάσταση

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Κομποδιάστε τα κλεμένα,
κρύψτε και τʼ ασημικά σας να τα χαίρεται η σκουριά
Θα ʼβγουμε κι εμείς παγάνα, θα σας εύρουμε ως τον ένα,
και στην πόλη μέσα αν είστε και στʼ απόμερα χωριά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Κι απʼ τις άγιες πίσω εικόνες
αν τρυπώστε, θα σας βρούμε μʼ όλα τα υποκριτικά
παρακάλια στο θεούλη που αναμπαίζεταν αιώνες
αδικεύοντας το πλήθος όπου του ʼχατε χαλκά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Ξεσηκώθηκαν οι σκλάβοι,
κι όσοι ζούσαν αφεντάδες με τον ίδρο του αλλουνού
δε γλυτώνουν ούτʼ αν φύγουν με ταχύπλωρο καράβι,
τόσο πλήθυναν τα δάκρυα της φτωχιάς και του ορφανού.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Φυλακές και ξερονήσια
κι οι κλωτσιές στα κρατητήρια και οι χαφιέδες στα γιαπιά
μας διδάξανε να βρούμε τους δημίους αλύπητα, ίσια
σαν το φίδι που του δίνουν κατακέφαλα χτυπιά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Μόλις βλέπαμε κορδόνια
μας ερχόταν να χωθούμε στα κατάβαθα της γης,
και θαρρούσατε πως θα ʼστε στου λαού τη ράχη αιώνια
μη γρικώντας τα σημάδια της μεγάλης αλλαγής.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Να, ξυπνάει ο μιναδόρος
και της θάλασσας ο μούτσος κι ο λιγόλογος σκαφτιάς.
Πες και πες οι απλοί διδάχοι, στα στερνά θα πιάσʼ ο σπόρος
κι είναι πια φουρτούνας βόγγος η φωνή της εργατιάς.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Στα σχολειά και στις στρατώνες
κι απʼ τους άμβωνες απάνω Φαρισαίοι χωρίς καρδιά
μας κρατούσαν στο σκοτάδι και με νόμους, με κανόνες
πρόσταζαν τον πεινασμένο «σουτ», «σκασμός» και «τσιμουδιά».

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Πρόστυχοι καλαμαράδες
με ψυχή ξεπουλημένη γράφανε κατεβατά
που γινόταν απʼ το κράτος φημερίδες και φυλλάδες
να στραβώνετʼ ο καθένας, να φλομώνεται μʼ αυτά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Παίρνατʼ άνογους χωριάτες
και τους στέλνατε κοπάδι στου πολέμου τη φωτιά,
διασκεδάζοντας οι ίδιοι με κυρίες μυρωδάτες
απʼ αυτές που το ʼχουν ρίξει στο πιοτό και στα χαρτιά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Δες που σήκωσε κεφάλι
κι όλο δείχνει τη γροθιά του προλετάριος τρομερός.
Δε σας αξίζʼ η εξουσία και γιʼ αυτό την παίρνουν άλλοι.
Κατευόδιο, άρχοντές μου! Βλέπετε, άλλαξʼ ο καιρός.

Το μαστορόπουλο

Τον πήραν τον Κολιό
τον πήραν οι μαστόροι
παιδί από το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.

Καρδιά πονετική
τον ξέβγαλε με κλάμα:
«Τετράδη Κυριακή,
θα καρτερώ για γράμμα».

Δε σώνει άλλο να ιδεί,
παιδεύεται το μάτι:
κρατούσε ένα ραβδί,
το στρώμα του στην πλάτη.

Μας έφυγε ο Κολιός
κι είχε μια τέτοια λύπη!
θα ʼναι όλοι δω τ’ Άη-Λιος
και μόνο αυτός θα λείπει.

Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του.

Κοντός ψαλμός

Ήμουνα μικρό παιδάκι
μʼ έλεε ο πατέρας Γάκη
και με βλέπαν τοσοδούλη
στο σκολειό με το τσατσούλι.

Μη ζηλεύοντας τη χάρη
του τσοπάνου του εξοχάρη,
γράμματα ήθελα να μάθω
να μην κάνω ούτʼ ένα λάθο.

Πήγα στα Κατσανοχώρια
να ʼμαι απʼ τους δικούς μου χώρια
και της Άρτας το γιοφύρι
μʼ είχε χρόνια μουσαφίρη.

Το παιδί της Πλατανούσας
(χωριατόπουλα, το νου σας!)
γράμματα ήθελε να μάθει
και κατάντησε στη Βάθη.

Μη ρωτάτε παρακάτου
ποια ήταν τα καλά υστερνά του.
Για σπουδάματα όποιος τρέχει
διάφορο τη φτώχεια του έχει.

(1948)

Το ποίημα αυτό μπήκε «Σαν επίλογος» στη συλλογή αφηγημάτων «Από μικρός στα γράμματα» που δημοσίευσε ο Κοτζιούλας σε συνέχειες στο περιοδικό Ηπειρωτική Εστία, και στη συνέχεια στη συλλογή «Ηπειρώτικα» που τύπωσε ο Κοτζιούλας το 1953.

Πηγή: https://www.poiein.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου