Βγάλτε με
απ' το καστ
βουβός κι εγώ
χωρίς υπότιτλους
και μπάντα
αυτό το φιλμ δεν
θέλω πια
δεν παίζω άλλο
Πηγή: Θαμπή πατίνα, Πόλις 2017.
Βγάλτε με
απ' το καστ
βουβός κι εγώ
χωρίς υπότιτλους
και μπάντα
αυτό το φιλμ δεν
θέλω πια
δεν παίζω άλλο
Πηγή: Θαμπή πατίνα, Πόλις 2017.
Κακέκτυπον αν και εξαργυρώσιμον
Ως νόμισμα είναι. Που παρηχητικά μέσα στην ξένη γλώσσα
Μιαν αύριο δηλώνει εάν όχι ταύρου ισχυρά μουκανήματα
Ευρείς λεωφόρους διασχίζουν φευγαλέα οι ποδηλάτισσες και
Πολλές το μάθημά τους παν να επαναλάβουν σ’ ένα μικρό και για λαίμαργα
Χείλη ωδείον. Περαστικές ευδίες έχει όπως ο νους και η μισοκαλυμμένη κνήμη
Πριν τη μετάληψη των εσωρούχων του άκρου θρου έμνοστη πιο
Γίνεται η σάρκα και γλιστρούν τα χτενάκια διαγώνια πάνω στ’ ανέγγιχτα
Ώς την τελευταία στιγμή σεντόνια. Μια πλάνη που την πήρε ο ύπνος
Διά παντός και πλέον δεν ν’ αυτοκατα-
νοηθεί γίνεται
Φίλες εσείς του πιο μικρού παρεκκλησίου την επίσκεψη πουλιών
Γνωρίσατε; Είναι ροζ κι έχουν φούλια στικτά κάτω απ’ τα πούπουλα
Διαβαστό χνούδι και αχνών ακμή που με το πέρασμά του παρασύρει
Του ανοιχτού δωματίου το ρεύμα. Ω γλυκείς μικροί ψιθυρισμοί
Κραυγές άξαφνες και πάλι γαληνεμένοι αναστεναγμοί γόοι
Της μιας φοράς και των πολλών σφυγμών «αχ» κερασένια που
Καταπίνει ο άνεμος. Κάτι σαν σκίρτημα που πριν το νιώσεις
Έχει κιόλας στα δάχτυλα μοιράσει ρίγος ίδιο χίλιες φορές κι ας μην ποτέ τις μέτρησες
Όπως ένα κλωστήριο μια πόλις λειτουργεί που οι κάτοικοί της
Με τα δόντια στην κατάλληλη στιγμή κόβουν το νήμα
Σε μετάξι περιπατά η αφή και σε λευκής μασχάλης κορδελίτσα ο ίασμος
Και σαν από μικρό του θέρους ποτιστήρι βρέχει ανεπαίσθητ’ αγγίγματα
Μια σύντομη των δέκα μενεξέδων διακοπή που ισχύει για πάντοτε
Όπως ισχύει σαν κλειδί της ηδονής και γίνεται όρος απαράβατος:
Είναι στα γόνατα που θέλει ο σκύλος τον αφέντη του και
Τον μελισσοκόμο της η κορασίς κηφήνα
Εάν η ευλάβεια μ’ άλλο επίθετο είχε βαπτισθεί και των ναών οι κώδωνες τίναζαν περιστέρες
Θα ’χαν απαιχμαλωτισθεί κι απ’ τον κλήρο τ’ αέρος οι δέσμιοι απαχθεί
Σ’ απαλών θωπειών δώματα
Να τι ζητούσε ο Ιωάννης ο νεότερος μέσα στου τετραγώνου του
Τον κύκλο. Να εισέρχονται και με κοθόρνους χτυπώντας το δάπεδο
Οι ως Αίαντες ή ως Επίσκοποι μιας μυστικής χαράς την ιδιαιτερότητα διεκδικώντας
Θύσανοι του ασημί πράο του σκοτεινού της χλόης στήθη του εύδερμου
Στη δική σας έχω πόλη ζήσει κι εγώ
Ζαλιστικά γλιστρούν και στροβιλίζονται πάνω στο όγδοο χρώμα
Τα ένστικτα όμοια φύλλα που τους απαγορεύτηκε το κίτρινο και
Σε μια ψιλή βροχή αλητεύουν ώσπου στα σγουρά κι αρμυρά
Χλωροφύλλη μυστική χύνουν από σπουργίτη έως κρινολανθό
Έτσι
της αύριον η αύρα πνέει
Το μικρό έαρ του έαρος δεν έχει τελειωμό.
Οδυσσέας Ελύτης, Δυτικά της λύπης, Ίκαρος, Αθήνα 1995, σ. 13-15 [= Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 579-581].
Φαντάσου λοιπόν κάπου στο βάθος έτοιμη μια θάλασσα. Θα μας χρειαστεί.Και φαντάσου τώρα τρένο παιδικό και παιδάκια μέσα. Εκεί ο Θάνος, η Μαρία, η Ελένη κι εγώ μ’ άσπρα χειλάκια χαραγμένα απ’ το ξύδι και το φιλί. Και τ’ άλλα τα παιδάκια στα βαγόνια με σώματα γεμάτα ουλές αραδιασμένα στους διαδρόμους μετά τον άγριον έρωτα, έρωτα πάλι να λαχταρούν. Φαντάσου ακόμα γάτες να δρασκελάν τις σάρκες, γάτες βυθίζοντας το πιο μεγάλο νύχι μέσα στις ουλές: όμως προσέχοντας τη λευκή σάρκα, την άθικτη, όπου υπάρχει.Αρχίζει τότε ο μικρός Θάνος ν’ αυνανίζεται σφυρίζοντας το βαρκάρη του Βόλγα κι εμένανε με πνίγει κάτι σα χλωρίνη, τι μου ’ρχεται τότε και κάνω το σταυρό μου η Ελένη δίπλα ζουπάει τη γόπα της στο στήθος μου μετά βάζει τα κλάματα γυρεύει τη μαμά της τη γόπα της. Στ’ άλλα βαγόνια άλλα πολλά συμβαίνουν που εμείς δεν τα βλέπουμε.Τώρα φαντάσου πωςεκείνη τη στιγμή ακριβώςκι αμέσως πριν φουντάρει το τρένο στη θάλασσα μ’ όλους εμάςτο τρένοέγινε πιάνο.Άκου…
Γιάννης Βαρβέρης, Το ράμφος, Εγνατία/Τραμ, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 45
Το μάτι βρήκε μια γωνιά και γέννησε τα αυγά του. Καλοκαίρι γεμάτο σκνίπες — σεισμούς — αποκαλύψεις. Μια παγωμένη λάμπα στο διάδρομο, φωτίζει ένα προφίλ και μια φωνή: είναι κανείς μέσα; είναι κανείς μέσα; Το προφίλ κολλάει στον τοίχο και μένει μ’ ανοιχτό το στόμα. Έξω ο ήλιος βαράει στο κούτελο ένα άγαλμα. Φωνές πίσω από τις νεραντζιές. Κρότοι κεφαλιών στην άσφαλτο. Το πετρέλαιο αναβρύζει στα δημόσια ουρητήρια. Το χρήμα γέμισε τις στέρνες μας. Νερό πουθενά. Το μάτι βρήκε μια γωνιά και γέννησε τ’ αυγά του — τις εικόνες του μέλλοντος —
Γιάννης Κοντός, Φωτοτυπίες, Κέδρος, Αθήνα 1977, σ. 7-19: 17
Νανά Ησαΐα, Ένα βλέμμα, Αθήνα, Ερμείας 1974, σ. 49-56: 50-51.
Ένας απλός φαντάρος,
ένα οβραιάκι με λαγού καρδιά,
που σαν αστάχι δίχως βάρος,
γλίτωσε απ’ του πολέμου τη σοδιά,
με σαλεμένα τα συλλογικά του
καθώς τον είχαν κάμει μπαίγνιο του Θανάτου,
ξαναγυρνάει στη φτωχογειτονιά,
στο μαγαζάκι, μόνο του έχος στο ντουνιά.
Κι εκεί,
μ’ ελπίδα μυστική,
γεμάτος, γεμάτος κέφι που του εχαμογέλα,
πλύστρα ορφανή, της γειτονιάς του μια κοπέλα,
με σύνεργα μπαρμπέρη,
χωρίς να καλοξέρει,
μάθαινε απάνω σε άλλων το κεφάλι,
τίμιο ψωμί πασκίζοντας να βγάλει.
Μα τι μπουρίνι ήταν εκειό,
που άρπαξε κάθε κατοικιό,
τη χαμοκέλα του φτωχοζωίτη
και του Ισραήλ ολάκερο το σπίτι!
Γκέτο!
Για ξαναπέτο
καλά να μάθεις
τι μέλλεται να πάθεις,
κι εσύ κι εγώ κι αυτοί,
που δε μας ίδρωνε τ’ αυτί
για Κίνες, Ισπανίες
και για πολιτικές δολοφονίες,
μεις να ’μαστε καλά
κι η σφαίρα να κυλά,
με γεια του μακελάρη
κι όποιον ο χάρος πάρει.
Μα να
που μες στα σκοτεινά
λύκοι ξεχύνονται μ’ ανθρώπινη μουσούδα
και τη φυλή του Ιούδα
που γεννοβόλησε ακριβούς Χάινε κι Αϊνστάιν και Μαν
τη μακελεύουν και την διαγουμάν
τα χτήνη τα οπλισμένα,
των άφεγγων δρυμών η γέννα,
που με τα κράνη, τους ζωστήρες
δέρνουν τις θύρες
και με τις προγκιασμένες μπότες
χτυπάν τους πατριώτες
κι ω, τρισαλιά,
σέρνουν απ’ τα μαλλιά
γερόντους και νοικοκυράδες,
οι χαμαλόκορμοι ψευτοπαλικαράδες.
Και ξεκληρίζονται οι αθώοι
και βγαίνει μοιρολόι
απ’ την πικρήν ορφάνια
που καραβάνια
τραβάει όθε όθε να γλιτώσει
στη χαλασιά την τόση,
κατηφοράει λαός προς την Αυστρία,
που ίσως εκεί να μην τους φτάσουν τα θηρία
κι ίσως εκεί,
σε μια γωνιά ειδυλλιακή,
του γέρου αμπελουργού αξιωθούν ποτέ τα χείλη,
καρπό του ιδρώτα, να γευτούν γλυκόρωγο σταφύλι.
Ποιος είναι τάχα
κείνος που λύσσα τον αδράζει ανθρωπομάχα
και δίνει προσταγή
να λείψουν πλάσματα απ’ τη γη;
Δέστε: ένας παλιοκερεστές,
ένας ζεβζέκης άγνωστος ως χτες,
που βάνοντας
και τα ποδήματα και το πηλίκιο παρασταίνει
τον άρχοντα της πλάσης
— και δε σ’ αφήνουν ούτε να γελάσεις.
Γύρω του στέκουν σούζα,
σαν τους στρατιώτες άμ’ ακούν την καραμούζα,
με μπιχλιμπίδια και λιλιά
πλάκα από το πηγούνι ως την κοιλιά,
πρόστυχες φάτσες (τέτοιους οι δικτάτορες
διαλέγουν συμβουλάτορες),
δούλοι έτοιμοι για το κακό
μόλις τους γνέψει «μπρος!» τ’ Αφεντικό.
Να πο ’ρχεται κι εκείνος
ο Νεοκαίσαρας ο θεατρίνος,
που στο κεφάλι το ξερό
κόλλησε κόκορα φτερό,
κι ίδιος μ’ εκειόν στη γνώση
ψάχνει στο χάρτη να ’βρει χώρες να σκλαβώσει.
Μιλώντας οι τρελοί, για Θεία Πρόνοια
τοιμάζουνε κανόνια,
κόβουν του εργάτη το ψωμί
για να γενούν καλύτερα οι ανθρωποσκοτωμοί.
Θε μου, αν δε βάλεις χέρι,
ποιος ξέρει…
Μικρέ Σαρλό,
π’ όλο με κάνεις να γελώ,
τώρα που σ’ ανεβάσανε στο βήμα,
πετώντας από πάνω σου της έπαρσης το ντύμα,
ρήτορας ε με το στανιό,
τι θα σου κόψει τάχα το νιονιό
να ειπείς σε μας που πρωτακούμε τη φωνή σου;
Κάτσε πρωτύτερα και καλοσυλλογίσου.
Στην αρχή
μιλάς σιγά, χωρίς ψυχή,
σαν ένας π’ ούτε ανανοήθη
τι λαχταρούν τα πλήθη.
Μα όσο προχωρείς
ξέθαρρος, θα βρεις
λόγια αγάπης, λόγια ειρήνης
τις ανήσυχες καρδιές μας ν’ απαλύνεις.
Και θα βρεις ακόμα έναν καινούργιο τόνο,
που σ’ εσέ ταιριάζει μόνο,
για να πέσει σαν το καμουτσίκι
στον αρχιφονιά σαν του έρθει η δίκη.
Βογκάει η σάλα, τρέμει:
«Φτάνουν οι πολέμοι!
Για ποιον πολεμάτε, φαντάροι;
Δεν έχει η γης μας και πλούτη και χάρη;
Τι σας φταιν οι Οβραίοι;
Κι ο Αράπης τι μας φταίει;
Υπερασπίστε τη Δημοκρατία!
Και μην ακολουθάτε τον εγκληματία!»
Τέτοια βροντοφώναξε ο Σαρλό,
που μας έκανε ως τώρα το λωλό,
π’ ορθώθηκε άοπλος Προφήτης
στη Βία και στην ισχύ της
βαρώντας καταπάνου
στο κάστρο του τυράννου.
Τρανέ μας φίλε,
συμπάθα μας και στείλε,
της φτώχιας ο παρήγορος και των δυναστεμένων,
τώρα που μας ζουλάει φτέρνα δικών και ξένων,
στείλε απ’ το Πνεύμα σου, που το είδα
—μονάχα εγώ;— να σελαγεί,
μια αχτίδα και σ’ αυτήν τη γη,
στη νυχτωμένη μας Πατρίδα!
Γιώργος Κοτζιούλας, «Τσάρλι Τσάπλιν. Αφού είδαμε κι εμείς το “Δικτάτορα”», περ. Νέοι Σταθμοί, (Μάρτ. 1947) 42 [= Αθηνά Βογιατζόγλου, «Ο Μεγάλος Δικτάτορας. Η τραγική επικαιρότητα του Τσάρλι Τσάπλιν, της ομώνυμης ταινίας του, αλλά και της ματιάς του Γιώργου Κοτζιούλα», εφ. Η Αυγή, 10 Ιουνίου 2012].
Ευγενικά ακουμπάμε δίπλα-δίπλα
γελάμε ή συγκινιόμαστε
ο διώκτης κι ο κυνηγημένος
ο εραστής κι ο σύζυγος.
Για δυο ώρες μοναχά μες στο σκοτάδι
ήρεμοι, άγνωστοι και φιλικοί.
Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, ΙΙ. 1953-1959, Κέδρος, Αθήνα 1998, σ. 135 (από τη συλλογή Μαθητεία, 1963).
Κρότοι παγωμένοι στη χειμωνιάτικη νύχτα
ένα τραίνο σπαράζει φορτωμένο με χιόνια
σύμβολο μοιραίο στο ξεφύλλισμα της καρδιάς της:
συντριμμένη γυναίκα ντυμένη στο μαύρο βελούδο
δεν προσμένει κανένα· — οι τροχοί ας γυρίσουν.
Αναστάσιος Δρίβας, Τα έργα, φιλολ. επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης & Μαίρη Μικέ, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2012, σ. 268.
Γιάννης Κορίδης
Ποιητικό Ημερολόγιο της Ιωλκού 2015
(Από τη συλλογή «Στα ξένα», εκδ. Κέδρος, 2001. Περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική έκδοση «Γιάννης Βαρβέρης, Τα Ποιήματα Τόμος Β' 2001- 2013», εκδ. Κέδρος, 2013.)
Πηγή: https://www.andro.gr/empneusi/oi-poihtes-mas-gia-ta-therina-cinema/5/
Πηγή: https://www.andro.gr/empneusi/oi-poihtes-mas-gia-ta-therina-cinema/3/
Από τη συλλογή: Στην εξορία του βλέμματος, εκδ. Κουκκίδα, 2019.
Από τη συλλογή: Σκοτεινός Καθρέφτης, εκδ. Κουκκίδα, 2022.
Πηγή: https://www.andro.gr/empneusi/oi-poihtes-mas-gia-ta-therina-cinema/?fbclid=IwY2xjawKWtCJleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFsbnF6QkFEOUVucHFSS2FvAR4qZSusk2ANSd86jt9eAfiBsqdPSczIZfVScUEnuFLjhVWr86ynZ1lWPe3wkg_aem_zYN_2O90QTSyhjIK97yM-Q
Στο σινεμά
τις πολιτείες τις απέραντες κοιτούμε
αυτό το έργο πρέπει να το ξαναδούμε
μου λες κρυφά στα σκοτεινά
Στο σινεμά
Γιατί το ξέρεις
ότι εμείς ποτέ δε θα γενούμε τίποτα
τις Κυριακές κρυφά θα ζούμε
τα όνειρά μας τα χαμένα και τ’ ανείπωτα
Στο σινεμά
Σφιχτά κρατιόμαστε οι δυο μας χέρι χέρι
κοίτα πως λάμπει το φεγγάρι στην Ταγέρη
Στην Ταϊτή στον Παναμά στο σινεμά
Γιατί το ξέρεις
ότι εμείς ποτέ γι’ αλλού δε θα σαλπάρουμε
στην γειτονιά που γεννηθήκαμε θα ζούμε
Φύγαν τα πλοία που μπορούσαμε να πάρουμε
Στο σινεμά
Στο σινεμά
μες στο σκοτάδι δίπλα μου
κλαις
κι εγώ βλέπω το φιλμ.
Βλέπω το φιλμ
- τι να σου πω.
Καταλαβαίνω τι σημαίνει ν' αγαπάς
και να σε απωθούν.
Στο σινεμά
με βλέπεις σιωπηλά μες στο σκοτάδι
και δεν τολμάς να με αγγίξεις.
Στο σινεμά
κλαις μες στο σκοτάδι
κι εγώ προσέχω
μια το φιλμ - μια εσένα.
Χρήστος Λεττονός, Εποχές, Ποιήματα 1965-1970, Αθήνα, 1970.
~*~
XXVII
Πήγαμε στο θέατρο μαζί.
Φόρεσες τα γυαλιά σου
για να δεις το έργο,
κι εγώ τα δικά μου
για να βλέπω εσένα.
Όθων Μ. Δέφνερ, Μαδριγάλια, Ποιήματα 1982, εκδ. Περγαμηνή, Αθήνα, 1984.
Πηγή: https://vkountzakis.blogspot.com/
Το παν κι εδώ είναι να κάνεις την αρχή, να κατανικήσεις ορισμένους δισταγμούς. Ύστερα συνηθίζεις και διαπιστώνεις ότι είναι καλύτερα από κάθε βόλτα και κάθε ανιαρό ζαχαροπλαστείο. Όσο να πάρω την απόφαση να μπω σε λαϊκό σινεμά, είδα κι έπαθα. Πήγαινα ολοένα και τα λιγουρευόμουν απʼ έξω, κοίταζα αυτούς που μπαίναν, έτρωγαν ώρες με τα μάτια τις φωτογραφίες, και ξαφνικά ξεφύτρωνε μια αντίρρηση στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να πάω. Κάτι μέσα μου με εμπόδιζε, ένα αίσθημα ενοχής, νόμιζα πως θα εκτεθώ πολύ άσχημα. Συμβαίνει όμως και σε άλλους αυτό το πράγμα. Το βλέπω στα μάτια τους, όταν ερχόμαστε τώρα φάτσα με φάτσα εκεί μέσα. Το βράδυ που ξεκίνησα σοβαρά να πάω οπωσδήποτε, τραβούσα προς το Βαρδάρη και τα πόδια μου κόβονταν. Δεν μπορούσα όμως νʼ αντέξω άλλο χωρίς παρέα. Οι φίλοι είχαν αλλάξει, είχαν γίνει πια ανυπόφοροι, αφήνω ότι με διάφορες δικαιολογίες χανόντουσαν τις νύχτες.