Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΘΕΑΤΡΟ-ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ-ΗΘΟΠΟΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΘΕΑΤΡΟ-ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ-ΗΘΟΠΟΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Δημήτρης Δασκαλόπουλος - [άτιτλο]


παράσταση τραγωδίας

Φλέβες μυστικές κύλησαν
από τις πέτρες στο κορμί σου.
Δεν ξέρεις πούθε κατεβαίνουν
μήτε που οδηγούν. Κι όμως
όταν χαμήλωσαν τα φώτα ενιώσες
πως χτυπιόσουν στο ρέμα να ψηλαφήσεις
το σχήμα της κοίτης του νερού.

«Αλφαβητάρι: Εφτάστιχα γυμνάσματα», Σκοτεινή Πανσέληνος: Ποιήματα 1963-1993, Αθήνα, Νεφέλη 1999.

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2025

Μάνος Ελευθερίου - Θεατρικά προγράμματα

Παλιά θεατρικά προγράμματα με ξεχασμένο έργο.
Οι συγγραφείς γνωστοί και άγνωστοι
χαμογελάνε σίγουροι για την αθανασία τους.
Ηθοποιοί που έχουν πεθάνει χαμογελούν κι αυτοί
σαν να μας στέλνουν χαιρετήσματα.
Έτσι θυμήθηκα κι εγώ την Ασπασία Σάνδη.
Μεσόφωνος έμαθα πως ήταν...
Πρωταγωνίστρια στον μεσοπόλεμο...
Στην πρόβα τζενεράλε της οπερέτας Χορχόρ Αγας
εκείνη έγειρε και πέθανε απάνω στη σκηνή.
Κι έτσι άγιασε κι αυτή και κάνει θαύματα.
Κι άλλοι πολλοί ηθοποιοί...Διάσημοι και θαυμαστοί.
Κι όσοι προνόησαν στα τέλη τους
να έχουν κάποιον δίπλα τους να τους κλείσει τα μάτια.
Κι όσοι πέθαναν μοιραίοι και ολομόναχοι σε οίκους ευγηρίας.
Και όμως ένδοξοι- δαφνοστεφείς- καταραμένοι.
Και μερικοί που άνοιξαν μαγαζάκια και ψευτοζήσανε
και άλλοι που άνοιξε η γη και τους κατάπιε.
Όλοι αυτοί άγιασαν χωρίς ασημικά και μουσικές.
Λάμπουν σ’ αυτές τις μαγικές φωτογραφίες...
Λάμπουν ακόμη τα παλιά θεατρικά προγράμματα.
Χείλη και δόντια κα μαλλιά... καπέλα και κοσμήματα...
γένια, μουστάκια και γραβάτες...
Μέχρι τον κάτω κόσμο λάμπουν.

Μάνος Ελευθερίου - Θεατρικά προγράμματα

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Οδυσσέας Ελύτης - Για μια Ville d’Avray

 Κακέκτυπον αν και εξαργυρώσιμον

Ως νόμισμα είναι. Που παρηχητικά μέσα στην ξένη γλώσσα

Μιαν αύριο δηλώνει εάν όχι ταύρου ισχυρά μουκανήματα

Ευρείς λεωφόρους διασχίζουν φευγαλέα οι ποδηλάτισσες και

Πολλές το μάθημά τους παν να επαναλάβουν σ’ ένα μικρό και για λαίμαργα

Χείλη ωδείον. Περαστικές ευδίες έχει όπως ο νους και η μισοκαλυμμένη κνήμη

Πριν τη μετάληψη των εσωρούχων του άκρου θρου έμνοστη πιο

Γίνεται η σάρκα και γλιστρούν τα χτενάκια διαγώνια πάνω στ’ ανέγγιχτα

Ώς την τελευταία στιγμή σεντόνια. Μια πλάνη που την πήρε ο ύπνος

Διά παντός και πλέον δεν ν’ αυτοκατα-

νοηθεί γίνεται


Φίλες εσείς του πιο μικρού παρεκκλησίου την επίσκεψη πουλιών

Γνωρίσατε; Είναι ροζ κι έχουν φούλια στικτά κάτω απ’ τα πούπουλα

Διαβαστό χνούδι και αχνών ακμή που με το πέρασμά του παρασύρει

Του ανοιχτού δωματίου το ρεύμα. Ω γλυκείς μικροί ψιθυρισμοί

Κραυγές άξαφνες και πάλι γαληνεμένοι αναστεναγμοί γόοι

Της μιας φοράς και των πολλών σφυγμών «αχ» κερασένια που

Καταπίνει ο άνεμος. Κάτι σαν σκίρτημα που πριν το νιώσεις

Έχει κιόλας στα δάχτυλα μοιράσει ρίγος ίδιο χίλιες φορές κι ας μην ποτέ τις μέτρησες


Όπως ένα κλωστήριο μια πόλις λειτουργεί που οι κάτοικοί της

Με τα δόντια στην κατάλληλη στιγμή κόβουν το νήμα

Σε μετάξι περιπατά η αφή και σε λευκής μασχάλης κορδελίτσα ο ίασμος

Και σαν από μικρό του θέρους ποτιστήρι βρέχει ανεπαίσθητ’ αγγίγματα

Μια σύντομη των δέκα μενεξέδων διακοπή που ισχύει για πάντοτε

Όπως ισχύει σαν κλειδί της ηδονής και γίνεται όρος απαράβατος:

Είναι στα γόνατα που θέλει ο σκύλος τον αφέντη του και

Τον μελισσοκόμο της η κορασίς κηφήνα

Εάν η ευλάβεια μ’ άλλο επίθετο είχε βαπτισθεί και των ναών οι κώδωνες τίναζαν περιστέρες

Θα ’χαν απαιχμαλωτισθεί κι απ’ τον κλήρο τ’ αέρος οι δέσμιοι απαχθεί

Σ’ απαλών θωπειών δώματα


Να τι ζητούσε ο Ιωάννης ο νεότερος μέσα στου τετραγώνου του

Τον κύκλο. Να εισέρχονται και με κοθόρνους χτυπώντας το δάπεδο

Οι ως Αίαντες ή ως Επίσκοποι μιας μυστικής χαράς την ιδιαιτερότητα διεκδικώντας

Θύσανοι του ασημί πράο του σκοτεινού της χλόης στήθη του εύδερμου

Στη δική σας έχω πόλη ζήσει κι εγώ


Ζαλιστικά γλιστρούν και στροβιλίζονται πάνω στο όγδοο χρώμα

Τα ένστικτα όμοια φύλλα που τους απαγορεύτηκε το κίτρινο και

Σε μια ψιλή βροχή αλητεύουν ώσπου στα σγουρά κι αρμυρά

Χλωροφύλλη μυστική χύνουν από σπουργίτη έως κρινολανθό

Έτσι

της αύριον η αύρα πνέει

Το μικρό έαρ του έαρος δεν έχει τελειωμό.


 Οδυσσέας Ελύτης, Δυτικά της λύπης, Ίκαρος, Αθήνα 1995, σ. 13-15 [= Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 579-581].

Γιάννης Βαρβέρης - Στριπ-τηζ για παιδιά

Φαντάσου λοιπόν κάπου στο βάθος έτοιμη μια θάλασσα. Θα μας χρειαστεί.Και φαντάσου τώρα τρένο παιδικό και παιδάκια μέσα. Εκεί ο Θάνος, η Μαρία, η Ελένη κι εγώ μ’ άσπρα χειλάκια χαραγμένα απ’ το ξύδι και το φιλί. Και τ’ άλλα τα παιδάκια στα βαγόνια με σώματα γεμάτα ουλές αραδιασμένα στους διαδρόμους μετά τον άγριον έρωτα, έρωτα πάλι να λαχταρούν. Φαντάσου ακόμα γάτες να δρασκελάν τις σάρκες, γάτες βυθίζοντας το πιο μεγάλο νύχι μέσα στις ουλές: όμως προσέχοντας τη λευκή σάρκα, την άθικτη, όπου υπάρχει.Αρχίζει τότε ο μικρός Θάνος ν’ αυνανίζεται σφυρίζοντας το βαρκάρη του Βόλγα κι εμένανε με πνίγει κάτι σα χλωρίνη, τι μου ’ρχεται τότε και κάνω το σταυρό μου η Ελένη δίπλα ζουπάει τη γόπα της στο στήθος μου μετά βάζει τα κλάματα γυρεύει τη μαμά της τη γόπα της. Στ’ άλλα βαγόνια άλλα πολλά συμβαίνουν που εμείς δεν τα βλέπουμε.Τώρα φαντάσου πωςεκείνη τη στιγμή ακριβώςκι αμέσως πριν φουντάρει το τρένο στη θάλασσα μ’ όλους εμάςτο τρένοέγινε πιάνο.Άκου…

 Γιάννης Βαρβέρης, Το ράμφος, Εγνατία/Τραμ, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 45

 

Γιάννης Κοντός - Σχέδιο για διήγημα [43.]

Το μάτι βρήκε μια γωνιά και γέννησε τα αυγά του. Καλοκαίρι γεμάτο σκνίπες — σεισμούς — αποκαλύψεις. Μια παγωμένη λάμπα στο διάδρομο, φωτίζει ένα προφίλ και μια φωνή: είναι κανείς μέσα; είναι κανείς μέσα; Το προφίλ κολλάει στον τοίχο και μένει μ’ ανοιχτό το στόμα. Έξω ο ήλιος βαράει στο κούτελο ένα άγαλμα. Φωνές πίσω από τις νεραντζιές. Κρότοι κεφαλιών στην άσφαλτο. Το πετρέλαιο αναβρύζει στα δημόσια ουρητήρια. Το χρήμα γέμισε τις στέρνες μας. Νερό πουθενά. Το μάτι βρήκε μια γωνιά και γέννησε τ’ αυγά του — τις εικόνες του μέλλοντος —

 Γιάννης Κοντός, Φωτοτυπίες, Κέδρος, Αθήνα 1977, σ. 7-19: 17

Νανά Ησαΐα - Στον κινηματογράφο [IV]

 Το φιλμ είχε αρχίσει.Μαζεύτηκα σε κρέας και αίμα.Ένας λυγμός με παίδευε καθώς έπαιζε ο εαυτός μου.Θα ήταν ευτυχισμένος κάποτε.Αυτό φαινότανε από την εξοχή και τη μακρινή θάλασσα στον άνεμο.Μια παραλία από αστεία κοχύλια κι ένα παιδί.Μια παραλία από μιαν ιστορία παιδική.Μια παραλία —Έσκυψα να μαζέψωένα κλαδί μέσα από τα φύκια.Ένας ροζ κόκκινος βράχος έλεγε πως ήταν ωραίος ο θάνατος κάτωαπό τον ήλιο.Κι εσύ;Αέναη ερώτηση σαν μια αναδίπλωση μέσα σ’ ένα ίδιο κύμα.Θυμάμαι αγάπη το κλίμα στο Νότο.Το κλίμα στον Βορρά.Το κλίμα —Το μικρό καβούριπου μπήκε σ’ ένα τυχαίο αυτίξένο.Και το γυαλί που θύμιζε βότσαλο και ήταν διάφανο και θολό γιαόλη μου τηζωή.Και κάτι άλλο που ήταν πολύ σαν άλογο στον άνεμο.Ένας καλπασμός.Ο αφρός της θάλασσας από την οθόνη φτάνει ώς εδώ σκέφτηκα.Πρέπει να σηκωθώ.Θα βραχούμε.

 Νανά Ησαΐα, Ένα βλέμμα, Αθήνα, Ερμείας 1974, σ. 49-56: 50-51.

Γιώργος Κοτζιούλας - Τσάρλι Τσάπλιν

 Ένας απλός φαντάρος,

ένα οβραιάκι με λαγού καρδιά,

που σαν αστάχι δίχως βάρος,

γλίτωσε απ’ του πολέμου τη σοδιά,

με σαλεμένα τα συλλογικά του

καθώς τον είχαν κάμει μπαίγνιο του Θανάτου,

ξαναγυρνάει στη φτωχογειτονιά,

στο μαγαζάκι, μόνο του έχος στο ντουνιά.

Κι εκεί,

μ’ ελπίδα μυστική,

γεμάτος, γεμάτος κέφι που του εχαμογέλα,

πλύστρα ορφανή, της γειτονιάς του μια κοπέλα,

με σύνεργα μπαρμπέρη,

χωρίς να καλοξέρει,

μάθαινε απάνω σε άλλων το κεφάλι,

τίμιο ψωμί πασκίζοντας να βγάλει.

Μα τι μπουρίνι ήταν εκειό,

που άρπαξε κάθε κατοικιό,

τη χαμοκέλα του φτωχοζωίτη

και του Ισραήλ ολάκερο το σπίτι!

Γκέτο!

Για ξαναπέτο

καλά να μάθεις

τι μέλλεται να πάθεις,

κι εσύ κι εγώ κι αυτοί,

που δε μας ίδρωνε τ’ αυτί

για Κίνες, Ισπανίες

και για πολιτικές δολοφονίες,

μεις να ’μαστε καλά

κι η σφαίρα να κυλά,

με γεια του μακελάρη

κι όποιον ο χάρος πάρει.


Μα να

που μες στα σκοτεινά

λύκοι ξεχύνονται μ’ ανθρώπινη μουσούδα

και τη φυλή του Ιούδα

που γεννοβόλησε ακριβούς Χάινε κι Αϊνστάιν και Μαν

τη μακελεύουν και την διαγουμάν

τα χτήνη τα οπλισμένα,

των άφεγγων δρυμών η γέννα,

που με τα κράνη, τους ζωστήρες

δέρνουν τις θύρες

και με τις προγκιασμένες μπότες

χτυπάν τους πατριώτες

κι ω, τρισαλιά,

σέρνουν απ’ τα μαλλιά

γερόντους και νοικοκυράδες,

οι χαμαλόκορμοι ψευτοπαλικαράδες.

Και ξεκληρίζονται οι αθώοι

και βγαίνει μοιρολόι

απ’ την πικρήν ορφάνια

που καραβάνια

τραβάει όθε όθε να γλιτώσει

στη χαλασιά την τόση,

κατηφοράει λαός προς την Αυστρία,

που ίσως εκεί να μην τους φτάσουν τα θηρία

κι ίσως εκεί,

σε μια γωνιά ειδυλλιακή,

του γέρου αμπελουργού αξιωθούν ποτέ τα χείλη,

καρπό του ιδρώτα, να γευτούν γλυκόρωγο σταφύλι.


Ποιος είναι τάχα

κείνος που λύσσα τον αδράζει ανθρωπομάχα

και δίνει προσταγή

να λείψουν πλάσματα απ’ τη γη;

Δέστε: ένας παλιοκερεστές,

ένας ζεβζέκης άγνωστος ως χτες,

που βάνοντας

και τα ποδήματα και το πηλίκιο παρασταίνει

τον άρχοντα της πλάσης

— και δε σ’ αφήνουν ούτε να γελάσεις.

Γύρω του στέκουν σούζα,

σαν τους στρατιώτες άμ’ ακούν την καραμούζα,

με μπιχλιμπίδια και λιλιά

πλάκα από το πηγούνι ως την κοιλιά,

πρόστυχες φάτσες (τέτοιους οι δικτάτορες

διαλέγουν συμβουλάτορες),

δούλοι έτοιμοι για το κακό

μόλις τους γνέψει «μπρος!» τ’ Αφεντικό.

Να πο ’ρχεται κι εκείνος

ο Νεοκαίσαρας ο θεατρίνος,

που στο κεφάλι το ξερό

κόλλησε κόκορα φτερό,

κι ίδιος μ’ εκειόν στη γνώση

ψάχνει στο χάρτη να ’βρει χώρες να σκλαβώσει.

Μιλώντας οι τρελοί, για Θεία Πρόνοια

τοιμάζουνε κανόνια,

κόβουν του εργάτη το ψωμί

για να γενούν καλύτερα οι ανθρωποσκοτωμοί.

Θε μου, αν δε βάλεις χέρι,

ποιος ξέρει…


Μικρέ Σαρλό,

π’ όλο με κάνεις να γελώ,

τώρα που σ’ ανεβάσανε στο βήμα,

πετώντας από πάνω σου της έπαρσης το ντύμα,

ρήτορας ε με το στανιό,

τι θα σου κόψει τάχα το νιονιό

να ειπείς σε μας που πρωτακούμε τη φωνή σου;

Κάτσε πρωτύτερα και καλοσυλλογίσου.

Στην αρχή

μιλάς σιγά, χωρίς ψυχή,

σαν ένας π’ ούτε ανανοήθη

τι λαχταρούν τα πλήθη.

Μα όσο προχωρείς

ξέθαρρος, θα βρεις

λόγια αγάπης, λόγια ειρήνης

τις ανήσυχες καρδιές μας ν’ απαλύνεις.

Και θα βρεις ακόμα έναν καινούργιο τόνο,

που σ’ εσέ ταιριάζει μόνο,

για να πέσει σαν το καμουτσίκι

στον αρχιφονιά σαν του έρθει η δίκη.

Βογκάει η σάλα, τρέμει:

«Φτάνουν οι πολέμοι!

Για ποιον πολεμάτε, φαντάροι;

Δεν έχει η γης μας και πλούτη και χάρη;

Τι σας φταιν οι Οβραίοι;

Κι ο Αράπης τι μας φταίει;

Υπερασπίστε τη Δημοκρατία!

Και μην ακολουθάτε τον εγκληματία!»

Τέτοια βροντοφώναξε ο Σαρλό,

που μας έκανε ως τώρα το λωλό,

π’ ορθώθηκε άοπλος Προφήτης

στη Βία και στην ισχύ της

βαρώντας καταπάνου

στο κάστρο του τυράννου.


Τρανέ μας φίλε,

συμπάθα μας και στείλε,

της φτώχιας ο παρήγορος και των δυναστεμένων,

τώρα που μας ζουλάει φτέρνα δικών και ξένων,

στείλε απ’ το Πνεύμα σου, που το είδα

—μονάχα εγώ;— να σελαγεί,

μια αχτίδα και σ’ αυτήν τη γη,

στη νυχτωμένη μας Πατρίδα!


 Γιώργος Κοτζιούλας, «Τσάρλι Τσάπλιν. Αφού είδαμε κι εμείς το “Δικτάτορα”», περ. Νέοι Σταθμοί, (Μάρτ. 1947) 42 [= Αθηνά Βογιατζόγλου, «Ο Μεγάλος Δικτάτορας. Η τραγική επικαιρότητα του Τσάρλι Τσάπλιν, της ομώνυμης ταινίας του, αλλά και της ματιάς του Γιώργου Κοτζιούλα», εφ. Η Αυγή, 10 Ιουνίου 2012].

Τίτος Πατρίκιος - Στον κινηματογράφο

 Ευγενικά ακουμπάμε δίπλα-δίπλα

γελάμε ή συγκινιόμαστε

ο διώκτης κι ο κυνηγημένος

ο εραστής κι ο σύζυγος.

Για δυο ώρες μοναχά μες στο σκοτάδι

ήρεμοι, άγνωστοι και φιλικοί.


 Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, ΙΙ. 1953-1959, Κέδρος, Αθήνα 1998, σ. 135 (από τη συλλογή Μαθητεία, 1963).

Αναστάσιος Δρίβας - Μια δέσμη αχτίδες

 Κρότοι παγωμένοι στη χειμωνιάτικη νύχτα

ένα τραίνο σπαράζει φορτωμένο με χιόνια

σύμβολο μοιραίο στο ξεφύλλισμα της καρδιάς της:

συντριμμένη γυναίκα ντυμένη στο μαύρο βελούδο

δεν προσμένει κανένα· — οι τροχοί ας γυρίσουν.


 Αναστάσιος Δρίβας, Τα έργα, φιλολ. επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης & Μαίρη Μικέ, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2012, σ. 268.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Γιάννης Κορίδης - Σκηνοθέτης


Μελτέμια, κακοκαιρίες, θάνατοι 
Κ' ένα πλήθος στο κορμί 
Δεν ξέρει ποιες άλλες ζωές
Κύλησαν στις φλέβες του·
Βγαίνει το πρωί χτυπώντας καμπάνες 
Γεμίζοντας εκκλησιές


Στη μέση του δρόμου 
Πετά τη σκούφια του 
Μετά άγγελος άφτερος 
Οδεύει στην κόλαση


Βήχας βρικόλακας 
Τον αδειάζει


Πιθάρι γιομάτο κρασί 
Πάνω στα γόνατά του 
Χορεύει το ποίημα.


Γιάννης Κορίδης

 Ποιητικό Ημερολόγιο της Ιωλκού 2015

Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Γιάννης Βαρβέρης - Σινεφίλ


Το διπλανό θερινό σινεμά
είναι χτισμένο με την πλάτη προς εμάς 
κι έτσι χωρίς να βλέπουμε, δωρεάν 
ακούμε τους διαλόγους απ' το μπαλκονάκι.

Στα διαλείμματα
που ο κόσμος τρώει τυρόπιτες
διάλειμμα κι εμείς 
με ό,τι βρεθεί.

Πέφτει ο χειμώνας
κλείνει το σινεμά
γέροι θεατές χτυπούν
με τις ταινίες στα μάτια
τα κουδούνια μας.

(Από τη συλλογή «Στα ξένα», εκδ. Κέδρος, 2001. Περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική έκδοση «Γιάννης Βαρβέρης, Τα Ποιήματα Τόμος Β' 2001- 2013», εκδ. Κέδρος, 2013.)


Πηγή: https://www.andro.gr/empneusi/oi-poihtes-mas-gia-ta-therina-cinema/5/

Γιώργος Μαρκόπουλος - Καθώς θα φεύγεις


Καθώς θα φεύγεις,
παίρνοντας την καμπαρντίνα σου και το καπέλο σου
κάνοντας μια κίνηση αόριστη
όπως όλοι όσοι φεύγουνε για πάντα, 
η θλίψη σου θα μείνει σαν μνήμη μακρινή
υπαίθριου σινεμά του Σεπτεμβρίου
με την ψύχρα και τους μοναχικούς του πελάτες
− ο μουγκός, ο τρελός και ο εργένης 
ή σαν το «πανόραμα», που ο παιδικός συμμαθητής
μας άφησε να δούμε, χάρη, μια εικόνα. 

(Από τη συλλογή «Η θλίψις του προαστίου», εκδ. Κέδρος, 1976. Περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική έκδοση «Γιώργος Μαρκόπουλος, Ποιήματα 1968-2010», εκδ. Κέδρος, 2014.)  

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/oi-poihtes-mas-gia-ta-therina-cinema/4/ ]

Έφη Καλογεροπούλου - Σινεφίλ


Δεν είμαι πουθενά κανείς
Κανείς δεν έμεινε να δει την προφητεία 
Φιλμ ασπρόμαυρο σκεπάζει την οθόνη
κινηματογράφος θερινός περασμένες δέκα 
σινεφίλ σφυγμοί και λείπεις 
απεγνωσμένα
να θέλω απ' την αρχή να γράψει τέλος

Τίποτα στη ζωή αθόρυβο
όλα συνομιλούν μες στη σιωπή 
ψίθυροι, συλλαβές, φωνήματα
ανέκκλητα χαρίζονται
στην πιο έρημη πλευρά τους
κι η σιωπή σου απόψε επίκληση μνήμης
μνήμη της πάλης του θανάτου
κλέβει απ' το τέλος το όνομά σου
και πάνω μου τρυφερά το αποθέτει

Πού πάει η μνήμη όταν χάνεται; 
Σε ποιο ήρεμο λιμάνι επιστρέφει;


Πηγή: https://www.andro.gr/empneusi/oi-poihtes-mas-gia-ta-therina-cinema/3/  

Από τη συλλογή: Στην εξορία του βλέμματος, εκδ. Κουκκίδα, 2019.

Νίκος Λάζαρης - [Άτιτλο]

 
Χλόη, Μπομπονιέρα, 
Τιτάνια, Ρέξ, Ακροπόλ, 
εξαίσια καλοκαιρινά σινεμά 
που απεικονίσατε
τα πρώτα μας όνειρα,
τα πρώτα χάδια στο σκοτάδι 
με ιδρωμένα δάχτυλα,
τα πρώτα δειλά φιλιά,
παίξτε τώρα για το χατίρι μας 
τις ταινίες σας ξανά 
από την αρχή, 
να δροσίσει
η παραδείσια αύρα
τα ξαναμμένα μας πρόσωπα 
και η λάμψη της σελήνης 
να φωτίσει τα νιάτα μας 
άλκιμα, ακαταμάχητα, ανέσπερα, 
κάτω από τις πανύψηλες λεύκες, 
μέσα στα τριαντάφυλλα,
τα νυχτολούλουδα
και τα γιασεμιά.

Από τη συλλογή: Σκοτεινός Καθρέφτης, εκδ. Κουκκίδα, 2022.


Πηγή:  https://www.andro.gr/empneusi/oi-poihtes-mas-gia-ta-therina-cinema/?fbclid=IwY2xjawKWtCJleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFsbnF6QkFEOUVucHFSS2FvAR4qZSusk2ANSd86jt9eAfiBsqdPSczIZfVScUEnuFLjhVWr86ynZ1lWPe3wkg_aem_zYN_2O90QTSyhjIK97yM-Q

Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

Κώστας Χατζής - Στο σινεμά


 


Στο σινεμά

τις πολιτείες τις απέραντες κοιτούμε

αυτό το έργο πρέπει να το ξαναδούμε

μου λες κρυφά στα σκοτεινά

Στο σινεμά


Γιατί το ξέρεις

ότι εμείς ποτέ δε θα γενούμε τίποτα

τις Κυριακές κρυφά θα ζούμε

τα όνειρά μας τα χαμένα και τ’ ανείπωτα


Στο σινεμά

Σφιχτά κρατιόμαστε οι δυο μας χέρι χέρι

κοίτα πως λάμπει το φεγγάρι στην Ταγέρη

Στην Ταϊτή στον Παναμά στο σινεμά


Γιατί το ξέρεις

ότι εμείς ποτέ γι’ αλλού δε θα σαλπάρουμε

στην γειτονιά που γεννηθήκαμε θα ζούμε

Φύγαν τα πλοία που μπορούσαμε να πάρουμε

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Χρήστος Λεττονός - Στο σινεμά, Όμηρος Δέφνερ - [XXVII]

 


Στο σινεμά


Στο σινεμά 

μες στο σκοτάδι δίπλα μου

κλαις 

κι εγώ βλέπω το φιλμ. 

Βλέπω το φιλμ 

- τι να σου πω. 

Καταλαβαίνω τι σημαίνει ν' αγαπάς

και να σε απωθούν. 

Στο σινεμά

με βλέπεις σιωπηλά μες στο σκοτάδι 

και δεν τολμάς να με αγγίξεις.

Στο σινεμά 

κλαις μες στο σκοτάδι 

κι εγώ προσέχω 

μια το φιλμ - μια εσένα. 



Χρήστος Λεττονός, Εποχές, Ποιήματα 1965-1970, Αθήνα, 1970. 




~*~ 


XXVII


Πήγαμε στο θέατρο μαζί.

Φόρεσες τα γυαλιά σου 

για να δεις το έργο,

κι εγώ τα δικά μου

για να βλέπω εσένα. 



Όθων Μ. Δέφνερ, Μαδριγάλια, Ποιήματα 1982, εκδ. Περγαμηνή, Αθήνα, 1984. 


Πηγή: https://vkountzakis.blogspot.com/

Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Θεόδωρος Τερζόπουλος - Μήνυμα για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2025



Μπορεί το θέατρο να αφουγκραστεί το SOS που εκπέμπει η εποχή μας, σε έναν κόσμο με πτωχοποιημένους πολίτες, έγκλειστους στα κελιά της εικονικής πραγματικότητας, περιχαρακωμένους στην ασφυκτική ιδιώτευσή τους; Σε έναν κόσμο με ρομποτοποιημένες υπάρξεις μέσα σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα ελέγχου και καταστολής σε όλο το φάσμα της ζωής;

Ανησυχεί το θέατρο για την οικολογική καταστροφή, την αύξηση της θερμοκρασίας της γης, τις τεράστιες απώλειες της βιοποικιλότητας, τη μόλυνση των ωκεανών, το λιώσιμο των πάγων, την αύξηση των δασικών πυρκαγιών και τα ακραία καιρικά φαινόμενα; Μπορεί το θέατρο να γίνει ένα ενεργό κομμάτι του οικοσυστήματος; Το θέατρο παρακολουθεί τα φαινόμενα των ανθρώπινων επιπτώσεων στον πλανήτη εδώ και πολλά χρόνια, αλλά δυσκολεύεται να συνδιαλλαγεί με αυτό το πρόβλημα.

Αγωνιά το θέατρο για την ανθρώπινη κατάσταση όπως αυτή διαμορφώνεται τον 21ο αιώνα, όπου ο πολίτης άγεται και φέρεται από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, από δίκτυα ενημέρωσης και εταιρείες διαμόρφωσης κοινής γνώμης; Όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όσο και αν διευκολύνουν, αποτελούν το μεγάλο άλλοθι της επικοινωνίας, γιατί προσφέρουν την απαραίτητη απόσταση ασφαλείας από τον Άλλον; Ένα διάχυτο αίσθημα φόβου απέναντι στον Άλλον, τον διαφορετικό, τον Ξένο, κυριαρχεί στις σκέψεις και τις πράξεις μας.

Μπορεί το θέατρο να λειτουργήσει ως ένα εργαστήρι συνύπαρξης των διαφορετικοτήτων, χωρίς να λάβει υπόψιν του το τραύμα που αιμορραγεί;

Το τραύμα αιμορραγεί και μας καλεί να ανακατασκευάσουμε τον Μύθο. Κι όπως λέει ο Χάινερ Μύλλερ, «ο μύθος είναι ένα σώρευμα, μια μηχανή, στην οποία μπορούν να προσαρτώνται συνεχώς καινούργιες κι άλλες μηχανές. Μεταφέρει την ενέργεια ώσπου η αυξανόμενη ταχύτητα να ανατινάξει τον κύκλο του πολιτισμού» και, θα πρόσθετα, τον κύκλο της βαρβαρότητας. Μπορεί ο προβολέας του θεάτρου να φωτίσει το κοινωνικό τραύμα και να πάψει να φωτίζει παραπλανητικά τον εαυτό του;

Ερωτήματα που δεν επιδέχονται οριστικές απαντήσεις, επειδή το θέατρο υπάρχει και μακροημερεύει χάρη στα αναπάντητα ερωτήματα. Ερωτήματα που πυροδότησε ο Διόνυσος, περνώντας απ’ τον γενέθλιο τόπο του, τη θυμέλη του αρχαίου θεάτρου, και συνεχίζοντας σιωπηλός το προσφυγικό ταξίδι του σε τοπία πολέμου, σήμερα, την παγκόσμια ημέρα του θεάτρου.

Ας κοιτάξουμε στα μάτια τον Διόνυσο, τον εκστατικό θεό του θεάτρου και του Μύθου, που ενώνει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον· τέκνο δύο γεννήσεων, του Δία και της Σεμέλης, εκφραστής ρευστών ταυτοτήτων, γυναίκα και άνδρας, οργισμένος και πράος, θεός και ζώο, στο μεταίχμιο μεταξύ τρέλας και λογικής, τάξεως και χάους, ακροβάτης στο όριο της ζωής και του θανάτου. Ο Διόνυσος θέτει το θεμελιώδες οντολογικό ερώτημα «περί τίνος πρόκειται», ερώτημα που ενεργοποιεί τον δημιουργό προς την κατεύθυνση μιας ολοένα βαθύτερης έρευνας της ρίζας του μύθου και των πολλαπλών διαστάσεων του ανθρώπινου αινίγματος.

Χρειαζόμαστε νέους τρόπους αφήγησης που θα αποσκοπούν στην καλλιέργεια της μνήμης και στη διαμόρφωση μιας νέας ηθικής και πολιτικής ευθύνης, με στόχο την έξοδο από την πολύμορφη δικτατορία του σημερινού μεσαίωνα.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου - Σινεφίλ


Στην ταινία «Ο ταχυδρόμος», ήσουν
η Ματίλντε του Νερούδα,
στη «Μεγάλη Υπόσχεση», η Άννα· 
στην άλλη, με τ' αερόστατα, η Αμέλια ήσουν -
ώς και τον Μπάτμαν είδα, για την Ρέιτσελ που σου μοιάζει -
Πάντως
κάθε φορά που η πρωταγωνίστρια κινδυνεύει,
όρθιος
φωνάζω
«Πρόσεχε Μαρία!»


Πηγή: Αλήθειες και μυθεύματα, ΑΩ 2025.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Γιώργος Ιωάννου - Τα λαϊκά σινεμά

Το παν κι εδώ είναι να κάνεις την αρχή, να κατανικήσεις ορισμένους δισταγμούς. Ύστερα συνηθίζεις και διαπιστώνεις ότι είναι καλύτερα από κάθε βόλτα και κάθε ανιαρό ζαχαροπλαστείο. Όσο να πάρω την απόφαση να μπω σε λαϊκό σινεμά, είδα κι έπαθα. Πήγαινα ολοένα και τα λιγουρευόμουν απʼ έξω, κοίταζα αυτούς που μπαίναν, έτρωγαν ώρες με τα μάτια τις φωτογραφίες, και ξαφνικά ξεφύτρωνε μια αντίρρηση στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να πάω. Κάτι μέσα μου με εμπόδιζε, ένα αίσθημα ενοχής, νόμιζα πως θα εκτεθώ πολύ άσχημα. Συμβαίνει όμως και σε άλλους αυτό το πράγμα. Το βλέπω στα μάτια τους, όταν ερχόμαστε τώρα φάτσα με φάτσα εκεί μέσα. Το βράδυ που ξεκίνησα σοβαρά να πάω οπωσδήποτε, τραβούσα προς το Βαρδάρη και τα πόδια μου κόβονταν. Δεν μπορούσα όμως νʼ αντέξω άλλο χωρίς παρέα. Οι φίλοι είχαν αλλάξει, είχαν γίνει πια ανυπόφοροι, αφήνω ότι με διάφορες δικαιολογίες χανόντουσαν τις νύχτες.

Στα κατηχητικά βέβαια μάς απαγόρευαν τον κινηματόγραφο. Είχαμε το εντευκτήριό μας, όπου μπορούσαμε να περνάμε ευχάριστα τα βράδια. Άλλοι συζητούσαν πολύ αυτή την απαγόρευση, εγώ υπάκουσα εύκολα, γιατί δεν είχα καιρό, ούτε λεφτά για εισιτήρια. Είχα να πάω σινεμά από μικρό παιδί. Τότε πήγαινα μόνος μου στο σινεμά της γειτονιάς μου και πάντα στον εξώστη. Έπαψα όμως απότομα να πηγαίνω και σʼ αυτό, από τότε που ένας μου έκανε ανήθικες χειρονομίες στο σκοτάδι. Ακόμα και τώρα όταν πηγαίνω καμιά φορά σε κείνο το σινεμά, σφίγγεται η καρδιά μου και δεν ξέρω τι έχω. Ίσως αυτός να ήταν ο κυριότερος λόγος, που δε με πείραζε η απαγόρευση. Κατόπι άρχισα πάλι αριά και που να πηγαίνω, αλλά εκείνα τα πρώτης προβολής μού ήταν αφόρητα, Κυρίως για τον σαχλό κόσμο που συμμαζεύουν. Γιατί δε φτάνει να είναι καλό ένα έργο για να το ευχαριστηθείς. Πρέπει να υπάρχει και το κατάλληλο περιβάλλον, να μπορείς εν ανάγκη να πεις μια κουβέντα με το διπλανό σου, και όχι να εισπράττεις κάθε τόσο εχθρικές ματιές από στριφνά πρόσωπα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι όλα τα λαϊκά σινεμά έχουν αυτή την ατμόσφαιρα. Τα συνοικιακά είναι χειρότερα από τα πρώτης προβολής. Εκεί ο κόσμος πηγαίνει παρέες παρέες ή οικογενειακώς. Είναι γεμάτα παιδιά, χοντρές γυναίκες, που ο άντρας τους μπεκρολογάει στην ταβέρνα, και εξοργιστικές γριές. Όταν ανάβουν τα φώτα η κατάσταση είναι απελπιστική.
Τα καθεαυτού λαϊκά βρίσκονται στους μεγάλους εμπορικούς δρόμους, κοντά στις αγορές και στα πρακτορεία αυτοκινήτων. Κατά κανόνα σʼ αυτά δε συχνάζουν γυναίκες, κι όμως είναι γεμάτα άντρες απʼ το πρωί. Τις καθημερινές έχουν πολύ κόσμο, ιδίως όταν παίρνει να βραδιάζει. Τότε καταφθάνουν οι χτίστες, οι σιδεράδες, οι σωφέρηδες, οι μικροϋπάλληλοι, οι φαντάροι. Τον μορφωμένο τον μυρίζονται αμέσως. Αυτό πολύ με ενοχλεί. Δυστυχώς τα πολλά διαβάσματα και η καθιστική ζωή μʼ έχουν, ως φαίνεται, ανεξίτηλα σφραγίσει. Νιώθω δίπλα μου μια επιφύλαξη. Όταν το έργο είναι κωμωδία, επικρατεί καλή διάθεση και εύκολα ανοίγονται συζητήσεις με τον παρακαθήμενο. Τα αστυνομικά και τα γκαγκστερικά, με τους φόνους και τα εγκλήματα, σφίγγουν την ψυχή και καθηλώνουν, δημιουργούν ατμόσφαιρα φοβίας, πέφτει μια υποψία. Η αλήθεια είναι ότι στα ερωτικά ακούγονται κραυγές και χυδαιότητες. Ποτέ δε θα ξεχάσω τι κατάσταση είχε δημιουργηθεί κάποτε, που έβλεπα τους Εραστές του Λουί Μάλλ. Είχαν πλέον αφηνιάσει.
Κουβαλώ πάντα μαζί μου μια εφημερίδα, έστω και διαβασμένη. Μόλις ανάβουν τα φώτα, βυθίζομαι δήθεν στο διάβασμα, γιατί ορισμένα βλέμματα με φέρνουν σε δύσκολη θέση. Καμιά φορά τραβώ για το καπνιστήριο. Δίπλα είναι τα αποχωρητήρια με τους τοίχους γεμάτους γραψίματα. Με πιάνει ένας φόβος και κλείνομαι εκεί μέσα περιμένοντας να σβήσουν τα φώτα. Απʼ την ορθογραφία και το βαθμό της ξετσιπωσιάς καταλαβαίνεις αν τα ʼχει γράψει μορφωμένος. Οι επιγραφές των μορφωμένων είναι οι πιο σαχλές και οι πιο πρόστυχες. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να κάνω μια μελέτη πάνω στα γραψίματα των αμόρφωτων, γιατί έχουν γνησιότητα και πρωτογονισμό. Κάνεις την ανάγκη σου περιστοιχισμένος από διάφορες προτροπές και προτάσεις, που έχουν πολλές φορές μεγάλη πρωτοτυπία. Στο πανεπιστήμιο οι τοίχοι των αποχωρητηρίων ήταν σκεπασμένοι με ανόητες πολιτικολογίες.
Το καπνιστήριο στα διαλείμματα είναι πήχτρα. Απʼ τα ρούχα, απʼ τα χέρια και το πρόσωπο συνήθως καταλαβαίνω τι δουλειά κάνουν. Οι περισσότεροι είναι νέοι, με καλοδεμένα σώματα και πρόσωπα σπαθιά. Ολωσδιόλου άλλου ρυθμού από μένα. Δεν είναι για τους κύκλους μου, ούτε εγώ για τους δικούς τους. Το μουστάκι δίνει και παίρνει. Είναι μελαχρινοί και τους πάει. Στην Ευρώπη, μαθαίνω, το έχουν ξυρίσει. Δεν έχω ταξιδέψει προς τα κει και ούτε θέλω, αλλά, αν όλοι οι ξένοι είναι σαν αυτά τα ασυμμάζευτα ξεπλύματα, που περιτρέχουν και χαλνούν την Ελλάδα, καλά κάναν και το ξυρίσαν. Η εργατική τάξη είναι αρσενικιά, βγάζει ωραίους άντρες, που πολύ γρήγορα όμως μαραίνονται. Η βαριά δουλειά ομορφαίνει τον άντρα και τον σακατεύει. Αντίθετα η αστική τάξη έχει ωραίες γυναίκες, που της δίνουν το γενικό τόνο. Απʼ αυτές βγαίνουν οι περίφημες κυρίες και οι διαβόητες μαμάδες. Κρυφοκοιτάζω ορισμένους εργάτες και σκέφτομαι αν θα μπορούσαν ποτέ αυτοί να βγουν και να μεγαλώσουν σε αστικό σπίτι. Σίγουρα θα τους είχαν ζεματίσει την ψυχή, θα τους μαραίναν πριν την ώρα τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι εργάτες ζηλεύουν την αστική ζωή.
Όταν βραδιάζει και νιώθω στην τσέπη μου λεφτά αρκετά για ένα πακέτο τσιγάρα και για ένα εισιτήριο, είμαι ευτυχισμένος. Δε φοβάμαι τη μοναξιά, ούτε φοβάμαι γενικότερα. Την άνοιξη και το φθινόπωρο, όταν ο ουρανός μελανιάζει στα δυτικά βουνά και βλέπω ότι έρχεται καταιγίδα, τρέχω και χώνομαι στα σινεμά, όπως ένα καιρό στα καταφύγια. Εκεί μέσα δεν εισχωρεί τίποτε. Βγαίνω αργά, βλέπω τους δρόμους γεμάτους νερά και λάσπες μια λαχτάρα λιγότερη, λέω μέσα μου. Τα λαϊκά σινεμά παίζουν πάντοτε δύο έργα, γιʼ αυτό όταν καταλαβαίνω ότι θα καθίσω πολύ, την πρώτη φορά παρακολουθώ περισσότερο το διάλογο, τη δεύτερη μόνο τις φωτογραφίες και την τρίτη πια τις μικρολεπτομέρειες. Άλλοτε πάλι μαζεύομαι στον εαυτό μου και ξεχνιέμαι εντελώς. Κάνω ατέλειωτα προγράμματα για δράση και μετρημένη ζωή. Λυπάμαι που δεν μπορώ να βγάλω χαρτί και μολύβι να τα γράψω. Εν τω μεταξύ οι παρακαθήμενοι διαρκώς αλλάζουν. Ποτέ δεν είμαι σε θέση να διηγηθώ την υπόθεση των έργων που είδα, ούτε θυμούμαι τίτλους και ονόματα. Στην αρχή είχα ένα μπλοκάκι και τα έγραφα, μαζί με τα προγράμματα και τις αποφάσεις μου. Τώρα ούτε καν τον τίτλο του έργου προσέχω, συνήθως είναι ψεύτικος κι αυτός. Συμβαίνει πολλές φορές να μπαίνω σε έργο που έχω ξαναδεί. Σε λίγο αρχίζω να βασανίζομαι, όπως πολλές φορές με τους ανθρώπους: πού τον είδα, πού τον είδα. Κλείνομαι τότε και περιμένω το δεύτερο έργο. Κοιτάζω την αίθουσα, ένας κλειστός βρομερός χώρος. Απορώ με τον εαυτό μου πως συνήθισα σε τέτοια βρομιά. Κάποτε, όταν ήμουν μικρός, μέσα στο μπάνιο μου βάζαν καρυδόφυλλα• το νερό μοσχοβολούσε ιώδιο. Έξοδος κινδύνου ουσιαστικά δεν υπάρχει, είναι σαν φάκα. Αλίμονο αν συμβεί τίποτε. Ο χωροφύλακας είναι συνέχεια πάνω απʼ το κεφάλι μου. Πότε πότε γίνεται κανένα επεισόδιο, στράφτει κανένα χαστούκι. Δεν είναι αυτά για σένα, λέω στον εαυτό μου. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι, αν φύλαγα όλα αυτά τα εισιτήρια που έχω κόψει, και έκανα τώρα ένα λογαριασμό, θα μʼ έπιανε τρέλα, όταν θα ʼβλεπα πόσα λεφτά και πάσες ώρες έχω σπαταλήσει για να βρίσκομαι εκεί μέσα. Σχεδόν μια ολόκληρη ζωή.

 Διαγώνιος, τχ. 1 (Ιανουάριος-Ιούνιος 1962).