Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Kafka Franz. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Kafka Franz. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

Franz Kafka - Αφορισμός


Είναι ένας ελεύθερος και ασφαλής κάτοικος της γης, γιατί είναι δεμένος με μια αλυσίδα αρκετά μακριά ώστε να του επιτρέπει την πρόσβαση σε όλα τα γήινα βασίλεια, αλλά όχι τόσο μακριά ώστε να τον τραβήξει οτιδήποτε πέραν των γήινων ορίων. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ένας ελεύθερος και ασφαλής κάτοικος του ουρανού, γιατί είναι επίσης δεμένος με μία παρόμοια ουράνια αλυσίδα. Έτσι, αν θέλει να κατέβει κάτω στη γη, πνίγεται από τη λαιμαριά του ουρανού·  αν θέλει να ανέβει στον ουρανό, πνίγεται από τη λαιμαριά της γης. Και παρ' όλα αυτά, έχει όλες τις δυνατότητες κι αντιλαμβάνεται την κατάσταση. Πράγματι, φτάνει μέχρι το σημείο ν' αρνείται να αποδώσει το όλο πράγμα σε λάθος κατά το αρχικό αλυσοδέσιμο.


Franz Kafka, Αφορισμοί, Μτφρ: Βασίλης Ρούπας,  Άγγελος Φιλιππάτος, Αθήνα: ΡΟΕΣ 2008,σ. 31.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

Φραντς Κάφκα - Τη νύχτα

Βυθισμένος στη νύχτα.

Όπως σκύβει κανείς μερικές φορές το κεφάλι για να σκεφτεί, τόσο απόλυτα βυθισμένος να είσαι μέσα στη νύχτα.

Τριγύρω κοιμούνται οι άνθρωποι.

Ένα μικρό τέχνασμα, μια αθώα πλάνη ότι κοιμούνται σε σπίτια, σε στέρεα κρεβάτια, κάτω από στέρεη σκεπή, τεντωμένοι ή ζαρωμένοι πάνω σε στρώματα, τυλιγμένοι σε μαντίλια, κάτω από κουβέρτες, στην πραγματικότητα έχουν βρεθεί όπως σε παλαιούς χρόνους και σε μεταγενέστερες εποχές ξανά, σε ερημική περιοχή, ένας υπαίθριος καταυλισμός, ένα πλήθος ανθρώπων, ένας στρατός, ένα έθνος, κάτω από έναν ψυχρό ουρανό πάνω σε ψυχρό έδαφος, πεσμένοι εκεί που προηγουμένως στέκονταν, το μέτωπο ακουμπισμένο στο μπράτσο, το πρόσωπο καταγής, αναπνέοντας ήρεμα.

Και εσύ ξαγρυπνάς, είσαι ένας από τους φύλακες, βρίσκεις τον διπλανό σου κουνώντας ένα αναμμένο ξύλο από τον σωρό τα προσανάμματα κοντά σου.

Γιατί ξαγρυπνάς;

Ένας πρέπει να παραφυλά, έτσι λένε.

Ένας πρέπει να είναι εκεί.


Φραντς Κάφκα,  Έρευνες ενός σκύλου και άλλα διηγήματα 

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ρασιδάκη

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Franz Kafka - Η μεταμόρφωση (Aποσπάσματα)

Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωί, από κάποιο ταραγμένο όνειρο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε μια τεράστια κατσαρίδα.

Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, και η ράχη του ήταν σκληρή σαν καύκαλο. Όταν σήκωσε λίγο το κεφάλι του, είδε ότι είχε μια καφετιά, φουσκωτή κοιλιά, χωρισμένη σε τοξωτές, σκληρές πτυχώσεις, από όπου η κουβέρτα του μόλις και μετά βίας κρατιόταν και νόμιζες ότι θα γλιστρούσε στο πάτωμα, από στιγμή σε στιγμή. Τα αμέτρητα ποδαράκια της, αξιοθρήνητα ισχνά σε σχέση με όλο του το σώμα, ανοιγόκλειναν σπασμωδικά μπροστά στα μάτια του...

.......................................................................................................................................................................

 «Αχ Θεέ μου», συλλογίστηκε, «τι εξουθενωτικό επάγγελμα διάλεξα! Μέρα–νύχτα ταξιδεύω. Οι σκοτούρες αυτής της δουλειάς είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που θα είχα σ’ ένα δικό μου μαγαζί. Κι έπειτα, εκτός από τον πονοκέφαλο της δουλειάς, έχω την ταλαιπωρία του ταξιδιού, την έγνοια για τις αλλαγές στα δρομολόγια των τρένων,...και βλέπω συνεχώς καινούργια μούτρα, χωρίς ποτέ να έχω σχέσεις σταθερές και εγκάρδιες με κανέναν. Ο διάολος να την πάρει για δουλειά...»

Φρ. Κάφκα «Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ» Εκδοτικός Οίκος: «Δαμιανός» (μετάφραση Ελένη Καλκάνη)

..Ο Γκρέγκορ, παρασυρμένος απ’ τη μουσική, τόλμησε να προχωρήσει κι έφτασε μέχρι να βάλει το κεφάλι του μέσα στο καθημερινό δωμάτιο. Δεν απορούσε και πολύ που τελευταία λογάριαζε ολοένα και λιγότερο τους άλλους. Παλιά ήταν περήφανος που λογάριαζε τους άλλους. Κι όμως, σε τούτην ακριβώς την περίπτωση είχε περισσότερους από κάθε άλλη φορά λόγους να κρύβεται, γιατί εξ αιτίας της σκόνης που είχε σκεπάσει την κάμαρά του και σηκωνόταν σαν κουρνιαχτός στην παραμικρή του κίνηση ήταν κι ό ίδιος βουτηγμένος στη σκόνη. Κλώστες, τρίχες κι αποφάγια σέρνονταν μαζί του, έτσι που είχαν πιαστεί στην ράχη και στα πλευρά του. Η αδιαφορία του για τα πάντα είχε μεγαλώσει τόσο, ώστε δεν γύριζε πια να ξύσει και να καθαρίσει τη ράχη του πάνω στο χαλί, όπως έκανε παλιότερα κάμποσες φορές τη μέρα. Και παρά τα χάλια του, δεν δείλιασε από ντροπή να προχωρήσει λιγάκι στο πεντακάθαρο πάτωμα του καθημερινού δωματίου.

Φραντς Κάφκα, Η Μεταμόρφωση

.........................................................................................................................................................................

Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Franz Kafka - Επιστολή προς τον Πατέρα (απόσπασμα)



[....]Κάνε μια σύγκριση των δυο μας: εγώ, για να το εκφράσω πολύ συνοπτικά, είμαι ένας Λεβύ με κάποια καφκικά χαρακτηριστικά ο οποίος όμως δεν έχει εκείνη τη ζωτική δύναμη και θέληση για τη ζωή, για τις επιχειρήσεις και για τις κατακτήσεις των Κάφκα, αλλά διαθέτει την ιδιοσυγκρασία της οικογένειας των Λεβύ που είναι στους αντίποδες, δηλαδή είναι πιο εσωστρεφής, πιο συνεσταλμένη και συχνά δεν φοβάται να εκτεθεί. Εσύ αντιθέτως, είσαι ένας αληθινός Κάφκα, διαθέτεις τη δύναμη, την υγεία, την όρεξη, την καλή διάθεση, την ρητορική δεινότητα, την αυτάρκεια, την υπεροχή έναντι των άλλων, την αντοχή, την πνευματική εγρήγορση, την γνώση των ανθρώπων, μια ορισμένη γενναιοδωρία, και φυσικά και όλα τα ελαττώματα και τις αδυναμίες που απορρέουν από όλα αυτά τα προσόντα, προς τα οποία σε εξωθούν καμιά φορά το ταμπεραμέντο σου και ο οξύθυμος χαρακτήρας σου. Αλλά, όταν σε συγκρίνω με τους θείους Φίλιπ, Λούντβιχ και Χάινριχ, διαπιστώνω ότι δεν είσαι και τόσο Κάφκα στην γενικότερη κοσμοαντίληψή σου. Είναι παράξενο, και αυτό ακόμα είναι κάπως θολό για μένα. Γιατί, εκείνοι ήταν όλοι τους πιο εύθυμοι, πιο ζωηροί, πιο αυθόρμητοι, πιο χαλαροί, και λιγότερο αυστηροί από σένα. (Εξάλλου, πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά σου, τα έχω κληρονομήσει κι εγώ και την κληρονομιά αυτή τη διαχειρίστηκα υπέρ το δέον καλά, και μάλιστα, δίχως να διαθέτω τα αναγκαία γι’ αυτό αντίβαρα που διαθέτεις εσύ). Από την άλλη πάλι, ίσως και να πέρασες άλλες περιόδους κατά τις οποίες να ήσουν πιο εύθυμος, πριν σε απογοητεύσουν και σε βασανίσουν στο σπίτι τα παιδιά σου, κυρίως εγώ, (όταν έρχονταν επισκέπτες, ήσουν πάντα αλλιώς), και τώρα πάλι είσαι πιο χαρούμενος γιατί τα εγγόνια σου και ο γαμπρός σου σού προσφέρουν λίγη από εκείνη τη θέρμη που τα δικά σου τα παιδιά, εκτός ίσως από την Βάλλι, δεν μπόρεσαν να σου την δώσουν. Σε κάθε περίπτωση, ήμασταν τόσο δαιφορετικοί-και για τούτο και τόσο επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλον- ώστε, αν ήθελε κανείς να κάνει προβλέψεις για το πως εγώ, ένα παιδί που εξελισσόταν αργά, κι εσύ, ένας ολοκληρωμένος άνδρας, συμπεριφερόμαστε ο ένας προς τον άλλο, θα διαπίστωνε ότι εσύ ήθελες να με συντρίψεις σε βαθμό που να μην απομείνει τίποτε από την προσωπικότητά μου.[...]

Φραντς Κάφκα (Franz Kafka, 3 Ιουλίου 1883 – 3 Ιουνίου 1924)
Μετφρ: Ιωάννα Αβραμίδου

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Franz Kafka - Ποσειδώνας


            Ο Ποσειδώνας καθόταν στο γραφείο του και έκανε υπολογισμούς. Η διαχείριση όλων των υδάτων συνεπαγόταν ατελείωτο φόρτο εργασίας. Θα μπορούσε να έχει όσο βοηθητικό προσωπικό επιθυμούσε, και ήδη είχε πάρα πολύ, αλλά επειδή έπαιρνε τα καθήκοντά του πολύ στα σοβαρά, έκανε ο ίδιος όλες τις επαληθεύσεις και έτσι οι βοηθοί δεν τον ωφελούσαν ιδιαίτερα. Δεν μπορεί κανείς να πει πως απολάμβανε την εργασία του, ουσιαστικά τη διεκπεραίωνε επειδή του είχε ανατεθεί, και μάλιστα, όπως δήλωνε, είχε ήδη προβεί σε ενέργειες ώστε να του ανατεθεί μια πιο ευχάριστη εργασία, αλλά όταν του έκαναν διάφορες προτάσεις γινόταν φανερό πως τίποτα δεν του ταίριαζε περισσότερο από τη θέση που ήδη κατείχε. Ήταν άλλωστε ιδιαίτερα δύσκολο να του βρουν κάτι άλλο. Δεν μπορούσαν, για παράδειγμα, να του αναθέσουν ένα συγκεκριμένο πέλαγος: εκτός από το γεγονός πως στην περίπτωση αυτή οι υπολογισμοί δεν θα ήταν μικρότεροι παρά μονάχα πιο μικροπρεπείς, ο μέγας Ποσειδώνας δεν μπορούσε παρά να κατέχει μία θέση εξουσίας. Κι όταν του πρότειναν μια θέση εκτός νερού, η ιδέα και μόνο αρκούσε για να τον κυριεύσει ναυτία, να αναστατωθεί η θεϊκή του ανάσα και να αρχίσει να κλυδωνίζεται η ηρωική του κορμοστασιά. Εδώ που τα λέμε, κανείς δεν έπαιρνε τα παράπονά του στα σοβαρά · όταν διαμαρτύρεται κάποιος τρανός, πρέπει κανείς να προσποιείται ότι υποχωρεί και στις πιο απίθανες απαιτήσεις · κανένας ποτέ δεν πίστεψε πως θα μπορούσε να απαλλαγεί ο Ποσειδώνας από τα καθήκοντά του, εξαρχής είχε οριστεί ο θεός των θαλασσών και εκεί θα παρέμενε.

Το κείμενο ανήκει στον  Franz Kafka (1883-1924) και βρίσκεται στην ανθολογία «Διηγήματα και Μικρά Πεζά» (Αθήνα 2006: εκδ. Ροές) σε μετάφραση της Α. Ρασιδάκη.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Περί μοναξιάς

Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους

Μανόλης Αναγνωστάκης

«Αλλά πρώτα θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις

το δικό σου νόημα» είπε

«Πριν από την καρδιά σου θα ναι αυτή

και μετά πάλι αυτή θ' ακολουθήσει

Τούτο μόνο να ξέρεις:

Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή

καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει»


Οδυσσέας Ελύτης


Στη μοναξιά των λέξεων
κατοικώ
στην έρημο των στίχων
ασκητεύω

Ορέστης Αλεξάκης

«Πρέπει νά εἶμαι πολλές ὧρες μόνος. Αὐτό πού ἔχω πετύχει δέν εἶναι παρά μιά ἐπιτυχία τῆς μοναξιᾶς.
Μισῶ ὅλα ὅσα δέν ἀφοροῦν τή λογοτεχνία, βαριέμαι τίς συζητήσεις (ἀκόμα κι ὅταν ἀφοροῦν τή λογοτεχνία), βαριέμαι νά κάνω ἐπισκέψεις, τά βάσανα κι οἱ χαρές τῶν συγγενῶν μου μέ κάνουν νά πλήττω μέχρι τά βάθη τῆς ψυχῆς μου. Οἱ συζητήσεις ἀφαιροῦν ἀπ᾿ ὅλα ὁσα σκέφτομαι τή βαρύτητα, τή σοβαρότητα, τήν ἀλήθεια.»
Φράνς Κάφκα, «Τά ἡμερολόγια - Α΄ 1010-1913», μετάφραση Ἀγγέλα Βερυκοκάκη, Ἐξάντας, Ἀθήνα 1978, σ. 259.


"Δεν υπάρχει αμφιβολία, δε ζει κανείς καλά παρά μόνος. Από μικρό παιδί πάντα μου έκανε εντύπωση ο κουτσός εκείνος Θεός, που τον πέταξε κάτω από τον ουρανό η μητέρα του και που καθόταν μες στης θάλασσας τον κόρφο και δούλευε χωρίς να τον βλέπει κανείς και χωρίς ν’ ακούει γύρω από τη σπηλιά του τίποτ’ άλλο έξω από τη βοή του απέραντου Ωκεανού". επιστολή του Διονύσιου Σολωμού προς τον Γεώργιο Μαρκορά, 5 Απριλίου 1831, Κέρκυρα

Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

Περί βιβλίου

 Τα βιβλία που χρειαζόμαστε είναι αυτά που επιδρούν απάνω μας σαν κακοτυχία, αυτά που μας κάνουν να υποφέρουμε, όπως υποφέρουμε για το θάνατο κάποιου που αγαπάμε περισσότερο από τους εαυτούς μας, αυτά που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να είμαστε στα όρια της αυτοκτονίας ή χαμένοι σ’ ένα απόμερο δάσος για όλη την ανθρώπινη ενδιαίτηση — ένα βιβλίο πρέπει να χρησιμεύει ως τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα εντός μας.

Φραντς Κάφκα, απόσπασμα επιστολής στον Όσκαρ Πόλακ, 1904.

Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ξυπνά με μια γροθιά στο κρανίο, για ποιο λόγο διαβάζουμε τότε το βιβλίο; Για να μας κάνει ευτυχείς, όπως γράφεις; Θεέ μου, ευτυχείς θα ήμαστε ακόμη και αν δεν είχαμε καθόλου βιβλία, και τέτοια βιβλία, που θα μας κάνουν ευτυχείς, θα μπορούσαμε εν ανάγκη να γράψουμε κι οι ίδιοι.Χρειαζόμαστε όμως τα βιβλία που επενεργούν επάνω μας σαν δυστυχία που μας πονάει πολύ , όπως ο θάνατος κάποιου που αγαπήσαμε πιο πολύ από τον εαυτό μας, σαν να ήμαστε διωγμένοι στα δάση, μακριά από όλους τους ανθρώπους, σαν αυτοκτονία. Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας
 Φραντς Κάφκα, (Βλ.. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ Νο 139-140 . Μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης)

Ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να καταλήξει σ’ ένα ωραίο βιβλίο.»
- Στεφάν Μαλαρμέ, 1842-1898

Το χαρακτηριστικό που κάνει την ερωτική πράξη και την ανάγνωση να μοιάζουν μεταξύ τους είναι ότι στο εσωτερικό τους ανοίγονται χρόνοι και χώροι διαφορετικοί από τον μετρήσιμο χώρο και χρόνο.
Italo Calvino (15 Οκτωβρίου 1923 - 19 Σεπτεμβρίου 1985), Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, μτφρ.: Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Καστανιώτη.

Η ανάγνωση είναι μια στρατιωτική επιχείρηση.
Πολ Βαλερί.

Εν γένει τα βιβλία δεν είναι πεπερασμένα όπως εμείς. Συχνά κάθονται στα ράφια ρουφώντας σκόνη, ακόμα κι όταν ο συγγραφέας τους έχει γίνει ο ίδιος μια χούφτα σκόνη-και είναι ακριβώς η δίψα γι' αυτή τη μεταγενέστερη διάσταση που βάζει την πένα σε κίνηση.Έτσι κρατώντας στα χέρια αυτό το ορθογώνιο αντικείμενο, δεν θα είμαστε υπερβολικοί αν υποθέταμε ότι θωπεύουμε τις τεφροδόχους μας. Εξάλλου αυτό που εξετάζεται σε ένα βιβλίο είναι τελικά μόνον η ανθρώπινη ζωή. Αυτός που είπε ότι όταν φιλοσοφείς είναι σαν να ασκείσαι στο θάνατο είχε πολλαπλά δίκιο, αφού όταν γράφεις ένα βιβλίο δεν γίνεσαι νεότερος.
Γιόζεφ Μπρόντσκι (Μτφρ. Μαρία Ελευθρίου).

Θλίβομαι γιατί πρέπει να σου πω ότι τα βιβλία θεωρούνται πλέον απειλούμενο είδος. Και με αυτό αναφέρομαι επίσης στις συνθήκες ανάγνωσης που καθιστούν εφικτή τη λογοτεχνία και τα αποτελέσματά της στην ψυχή. Μας λένε πως σύντομα θα ανατρέχουμε σε 'βιβλία-οθόνες' για να βρούμε οποιοδήποτε 'κείμενο' αναζητούμε και θα έχουμε τη δυνατότητα να αλλάζουμε την εμφάνισή του, να θέτουμε ερωτήσεις σχετικά με αυτό, να 'αλληλεπιδρούμε' μαζί του. Όταν συμβεί αυτό, τότε η γραπτή λέξη θα έχει γίνει απλά μια άλλη πτυχή της τηλεοπτικής πραγματικότητας μας, καθοδηγούμενη από τη διαφήμιση. Αυτό είναι το ένδοξο παρελθόν που δημιουργείται και μας υποσχέθηκαν ως κάτι πιο "δημοκρατικό". Φυσικά, δεν σημαίνει τίποτε άλλο από τον θάνατο της εσωτερικότητας του βιβλίου.

Σούζαν Σόνταγκ, Το δέντρο, τ. 220-221, Μτφρ. Ευαγγελία Γιάννου

Υπάρχει επίσης η δυνατότητα να βαρεθούμε το βιβλίο πριν ακόμα το ξεκινήσουμε, να του κλείσουμε στα μούτρα το εξώφυλλο ένα λεπτό πριν την «επιβίβαση»,διότι ο χρόνος είναι η πραγματική πολυτέλεια της εποχής μας, και είναι πάρα πολλά τα βιβλία τα οποία θα έπρεπε να διαβάσουμε σε σχέση με το χρόνο που διαθέτουμε. Και τότε οι σελίδες εκείνου του βιβλίου δεν θα λερωθούν από καφέ, δεν θα βραχούν από το νερό της θάλασσας ή του ντους, δεν θα έχουν λεκέδες από μελάνι, δεν θα τσαλακωθούν εκείνες που περιέχουν τα πιο σημαντικά σημεία, δεν θα θυμόμαστε τον ακριβή τόπο που τα διαβάσαμε, ποιόν είχαμε δίπλα μας εκείνη ακριβώς τη στιγμή, προσπαθώντας να βρούμε μια σύνδεση ανάμεσα στον κόσμο μας και σ’ εκείνον της μυθοπλασίας για να αναζητήσουμε ένα σημάδι, για να πειστούμε άλλη μια φορά ότι στη ζωή τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Σιμόνα Σταράκο

Η μελαγχολία μιας ζωής υπερβολικά μικρής για τόσες βιβλιοθήκες...
Χούλιο Κορτάσαρ

Όπου καίνε βιβλία, στο τέλος καίνε και ανθρώπους.
Heinrich Heine

Η ανάγνωση είναι μια τέχνη της απόλαυσης και ως τέχνη ασκείται από τους μυημένους. Αυτοί, οι αληθινοί αναγνώστες, είναι οι τελευταίοι μιας φυλής που σήμερα απειλείται με εξαφάνιση. Γιατί ποιος είναι πρόθυμος στις μέρες μας να εντρυφήσει στα μυστικά μιας σχεδόν λησμονημένης τέχνης;
Σωτήρης Τριβιζάς

Δεν είναι τόσο η γραφή που φυσάει την πνοή της ζωής στο χαρτί ή στην πέτρα. Η ανάγνωση είναι.
Στρατής Χαβιαράς, Άχνα, εκδ. Κέδρος , 2014.

Το διάστημα προσοχής όλο και μικραίνει. Νέοι άνθρωποι αδυνατούν τώρα πια να παρακολουθήσουν μια ταινία. Πόσω μάλλον να διαβάσουν ένα βιβλίο. Ωστόσο ο αργός χρόνος είναι αυτός που φτιάχνει πράγματα.
Διονύσης Καψάλης

Όταν διαβάζουμε, κάποιος άλλος σκέφτεται για λογαριασμό μας• εμείς απλώς επαναλαμβάνουμε τις νοητικές διεργασίες του, όπως ένας μαθητής μαθαίνει να γράφει σκαλίζοντας με τη γραφίδα τα γράμματα που ο δάσκαλος έχει σχεδιάσει με το μολύβι. Έτσι και κατά την ανάγνωση, κάποιος άλλος αναλαμβάνει να μας απαλλάξει από το μεγαλύτερο μέρος της νοητικής δραστηριότητας. Να πώς εξηγείται η σημαντική ανακούφιση που νιώθουμε όταν αφήνουμε κατά μέρος τις σκέψεις που μας απασχολούν για να αφοσιωθούμε σε ένα ανάγνωσμα».

Arthur Schopenhauer, «Περί ανάγνωσης και βιβλίων – Η τέχνη της αποχής από την ανάγνωση» 
Μτφρ.: Γιάννης Καλλιφατίδης, Εκδόσεις Άγρα.

Τα βιβλία έχουν τους ίδιους εχθρούς με τον άνθρωπο: 
τη φωτιά, την υγρασία, την ανοησία, το χρόνο
 και το ίδιο τους το περιεχόμενο.
Πωλ Βαλερύ, 1871-1945, Γάλλος ποιητής


πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη

Μίλτος Σαχτούρης, Ο Σωτήρας


Καλὰ βιβλία εἶναι αὐτὰ ποὺ εἴτε σοῦ γεμίζουν τὰ κενὰ ποὺ ἔχεις ὅσο νὰ ξεχειλίσουν εἴτε σοῦ δημιουργοῦν κενὰ ποὺ πρέπει ἐσὺ νὰ τὰ γεμίσεις. Τὰ μεγάλα βιβλία εἶναι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν ταυτόχρονα καὶ τὰ δύο.

Τίτος Πατρίκιος

Οι άνθρωποι που αγαπάνε τα βιβλία δεν έχουν πολλές ανάγκες και, κυρίως, δεν έχουν ηλίθιες ανάγκες.
Βασίλης Ραφαηλίδης

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

Φραντς Κάφκα – Οι τρεις πλευρές της ελεύθερης βούλησης

 Ο άνθρωπος έχει ελεύθερη βούληση, και αυτή είναι τριών ειδών:

Κατ’ αρχάς, ήταν ελεύθερος όταν όρισε τη ζωή του· τώρα, βέβαια, δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, γιατί δεν είναι πια το ίδιο πρόσωπο που την όρισε, εκτός ίσως υπό τη σχετική έννοια ότι πραγματοποιεί με τη ζωή του αυτά που όρισε.

Δεύτερον, είναι ελεύθερος να επιλέξει τον τρόπο και την κατεύθυνση της εξελικτικής του πορείας μέσα στη ζωή του.

Τρίτον, είναι ελεύθερος κατά το ότι, όντας ο άνθρωπος που θα ξαναγίνει κάποτε, έχει τη βούληση να δοκιμάσει στη ζωή του όλες τις περιστάσεις κι έτσι να βρει το δρόμο προς τον εαυτό του, και κυρίως να διανύσει τη ζωή πραγματικά από τη διαδρομή της επιλογής του, που όμως θα είναι οπωσδήποτε τόσο λαβυρινθώδης, ώστε δεν θα αφήνει κανένα σημείο αυτής της ζωής ανέγγιχτο.

Ελευθερία του μυαλού -Rene Magritte 1948

Ελευθερία του μυαλού -Rene Magritte 1948

Αυτές είναι οι τρεις πλευρές της ελεύθερης βούλησης, αλλά, επειδή είναι παρούσες ταυτόχρονα, δημιουργούν μία ενότητα, και μάλιστα τόσο ολοκληρωμένη κατά βάθος, ώστε δεν αφήνει περιθώρια για καμία βούληση, είτε ελεύθερη είτε όχι.

*********

Φραντς Κάφκα (Franz Kafka, 3 Ιουλίου 1883 – 3 Ιουνίου 1924). Από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Γερμανόφωνος και εβραϊκής καταγωγής, έζησε στη σημερινή Τσεχία. Σημαντικότερα έργα του “Η Μεταμόρφωση”” , “Η Δίκη”, “Ο Πύργος”& “Αμερική “

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Περί Λογοτεχνίας

Ο σκοπός της λογοτεχνίας είναι να μετατρέψει το αίμα σε μελάνι
T. S. Eliot

«Χωρίς να το έχω προσχεδιάσει, αφιέρωσα την ήδη μακριά ζωή μου στη λογοτεχνία, στη διδασκαλία, στην απραξία, στη φιλοσοφία, στην ήρεμη περιπέτεια της συζήτησης, στη φιλολογία -που την αγνοώ- σ ’ αυτήν τη μυστηριώδη μανία, την πόλη που με γέννησε, και στις περιπλοκότητες που -όχι χωρίς κάποια δόση υπεροψίας- αποκαλούνται μεταφυσική. Ταυτόχρονα, δεν έλειψε από τη ζωή μου και η φιλία μερικών ανθρώπων, που είναι και το ουσιαστικότερο. Πιστεύω πως δεν έχω ούτε έναν εχθρό ή, αν έχω κάποιους, ήταν τόσο ευγενικοί που ποτέ δε μ’ άφησαν να το καταλάβω. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν μπορεί να μας πληγώσει, παρά μόνον εκείνοι που αγαπάμε…

Με το να είμαι τυφλός ζω μέσα στη μοναξιά. Έχω φίλους, βέβαια, αλλά δεν είναι δυνατό να μου αφιερώνουν όλο το χρόνο τους. Έτσι, περνώ το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου μόνος. Όλες αυτές τις ώρες τις περνώ ονειροπολώντας. Έχω πάντα στο νου μου μια ιστορία, που θa γίνει διήγημα ή ποίημα. Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δε θa ’λεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία… Δε γράφω για μια μικρή ελίτ, που δεν την υπολογίζω, ούτε γι’ αυτό το αφηρημένο και τόσο παινεμένο πλατωνικό σύνολο που αποκαλούμε Μάζα. Δεν πιστεύω σ’ αυτές τις δύο γενικότητες, τις τόσο αγαπητές στους δημαγωγούς. Γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για να απαλύνω τη ροή του Χρόνου»

 Χόρχε Λουίς Μπόρχες

«Ανεβαίνουμε ηθικά και πνευματικά προς το έργο που βρίσκεται πέρα από τα όριά μας. Εφευρίσκουμε στο πεπρωμένο μας μια ένταση που δεν μας έχει δοθεί από την πραγματικότητα. Συγγραφή για μένα σημαίνει να υπερτονίζω τον κόσμο και τον εαυτό μου».

Στέφαν Τσβάιχ

Η φαντασία δεν είναι χάρισμα, είναι κατεξοχήν αντικείμενο κατάκτησης 
Αντρέ Μπρετόν

Η λογοτεχνία ανήκει σ’ εκείνους που της συμπεριφέρονται σαν τρυφεροί εραστές. Την αγκαλιάζουν, την προστατεύουν όποτε χρειάζεται και την αφήνουν ελεύθερη να ανθίσει, να ομορφύνει πλάι τους. Μόνο τότε εκείνη τούς μένει πιστή.

Κώστας Αρκουδέας

Μια καλή λογοτεχνία, και να της κόψεις τη γλώσσα ή να την ακρωτηριάσεις, θα παραγάγει οπωσδήποτε έργο. Αν χρειαστεί και με σήματα Μορς

Γιώργος Χειμωνάς

Δεν πρέπει να υποτιμάμε την εγκεφαλικότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει λογοτεχνικό κείμενο που δεν θα το επεξεργασθεί κάποιου είδους λογικότητα. Ένα κείμενο εξομολογητικό που κάποτε λατρεύτηκε ως ιδανικό τύπου Λωτρεαμόν, δηλαδή κείμενα ατίθασα, που δεν ελέγχονται, χωρίς φραγμούς, στην πραγματικότητα πιστεύω ότι είναι κατεργασμένα. Ένα έργο τέχνης προυποθέτει λογικότητα. Κείμενα που είναι εκ των προτέρων έτοιμα , που προσπαθούν να αποδείξουν κάτι, είναι το άλλο άκρο (...)Η λογοτεχνία είναι πάντα μια αλχημεία. Αλλά μια αλχημεία μελετημένη, βασανισμένη.
Γιώργος Χειμωνάς

Η παλιά λογοτεχνία πεθαίνει γιατί έχει ξεφτίσει. Είναι σαν μια φορεσιά που όλο σκίζεται και επιδιορθώνεται
Αντρέ Μπρετόν

Η λογοτεχνία είναι ένα τεράστιο παλίμψηστο, μια πυκνή στιβάδα με αναρίθμητους γλωσσικούς χιτώνες, ή, αλλιώς, ένα αιώνιο μουρμουρητό της γλώσσας (chuchotement) που αρχίζει με τους πρώτους αβέβαιους και σπασμωδικούς φθόγγους για να φθάσει σε εκείνη τη μεγαλειώδη ανακεφαλαίωση ολόκληρης της λογοτεχνίας, που σύμφωνα με τον Jorge Luis Borges 'συμπυκνώνεται' στον 'Οδυσσέα' του James Joyce.

Γιώργος Αριστηνός, Η ακάθιστη σκέψη (απόσπασμα)

...Δεν θα ξαναγράψω πια με σοβαρότητα. Δε θα γράψω πια παρά μόνο για το κέφι μου. Θα 'πρεπε μάλιστα  να μην ξαναγράψω ποτέ. Πρέπει, όμως, να κάνω θέατρο, να φτιάχνω παραμύθια, μια και είμαι επαγγελματίας συγγραφέας, αφού αυτό είναι το επάγγελμά μου. Στην πραγματικότητα, όμως, όλα αυτά δεν αξίζουν και μεγάλα πράγματα. Η λογοτεχνία, μια υπεκφυγή. Τι έγινε με εκείνον τον τοίχο που είδα στο όνειρό μου; Οϋτε τον δρασκέλισα, ούτε τον γκρέμισα, ούτε προσπάθησα να να τον γκρεμίσω, τον παρέκαμψα. Μιλάω, μιλάω, κι έτσι δικαιολογώ την αδράνειά μου.Η λογοτεχνία με ανακουφίζει, γίνεται άλλοθι, πρόφαση, ανασχετικό της δράσης. Δεν θα γράψω πια...παρά μόνο για να φτιάξω αντικείμενα, μικρούς δήθεν κόσμους...

Ευγένιος Ιονέσκο, «Ημερολόγιο», περιοδικό Εποχές, τ. 30, Οκτώβριος, μετάφραση: Δ.Ο. Θοιβιδόπουλος

Η λογοτεχνία σαπίζει από τα ναυάγια των ανθρώπων που έδιναν, πέρα από κάθε λογική, σημασία στη γνώμη των άλλων.

Βιρτζίνια Γουλφ


Η λογοτεχνία είναι ο χώρος της μεγαλύτερης ελευθερίας που γνώρισε ποτέ ο άνθρωπος. Γι΄ αυτό τα ολοκληρωτικά καθεστώτα την καταδιώκουν.

Αντόνιο Ταμπούκι, από το βιβλίο Οι κεραίες της εποχής μου του Ανταίου Χρυσοστομίδη.


Ο κόσμος θα' χει γαμηθεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα.

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό χρόνια μοναξιά

«Ἀπό τή σκοπιά τῆς λογοτεχνίας, ἡ μοίρα μου εἶναι πολύ ἁπλή. Ἡ ἱκανότητά μου νά περιγράφω τήν ὀνειρική ἐσωτερική μου ζωή ἔχει κάνει ὅλα τά ἄλλα δευτερεύοντα, καί ὅλα τ᾿  ἄλλα ἔχουν συρικνωθεῖ φρικτά καί δέν παύουν νά συρικνώνονται. Τίποτε ἄλλο δέν θά μπορέσει ποτέ νά μέ ἱκανοποιήσει.»

Φράνς Κάφκα, «Τά ἡμερολόγια Β΄ 1914-1923», μετάφραση 
 Ἀγγέλα Βερυκοκάκη, Ἐξάντας, Ἀθήνα 1978, σ. 66.

Αυτός που διαβάζει είναι ακόμα ανάμεσα στους ζωντανούς. Αλλά εγώ που γράφω θα έχω εδώ και καιρό τραβήξει το δρόμο μου για το βασίλειο των σκιών.
Έντγκαρ Άλαν Πόε

Η λογοτεχνία είναι ο καλύτερος τρόπος να αγνοείς τη ζωή.
Πεσόα

Η λογοτεχνία είναι δεκανίκι. Αφού δεν είμαστε πλέον παιδιά, όσοι δεν είμαστε, φοβόμαστε την καθημερινότητα και το θάνατο. Η λογοτεχνία μας βοηθάει να τα ξεχνάμε.

Κωστής Γκιμοσούλης

Λογοτεχνική αξία είναι εκείνο που δίνει λογοτεχνική υπόσταση σ' ένα κείμενο: η λογοτεχνικότητα. 
Η λογοτεχνικότητα μετριέται με τον βαθμό και την ένταση της συγχώνευσης του σημαίνοντος με το σημαινόμενο, σε συνδυασμό με το βάθος και το πλάτος των σημαινομένων." 
"Λογοτεχνική κριτική είναι η πράξη του κρίνειν τα λογοτεχνικά κείμενα.  
Κρίνειν σημαίνει αξιολογείν: διαπίστωση αν ένα κείμενο έχει λογοτεχνική αξία και πόση, και αιτιολόγηση αυτής της διαπίστωσης."

Νάσος Βαγενάς, Η εσθήτα της θεάς, Στιγμή, 1988


-Η λογοτεχνία νικά τη φθορά; Τα παιδικά μας αναγνώσματα;
Θα σ’ το πω διαφορετικά, γιατί θεωρώ σημαντική τη λογοτεχνία· είναι σημαντικότερη από τις δυνατότητες που έχει να επουλώνει πληγές και να ξεπερνά τραγικές καταστάσεις γιατί είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε για να καταγραφούν αυτά που αισθάνονται οι άνθρωποι! Αυτά δεν καταγράφονται πουθενά, δεν τα λένε οι εφημερίδες, δεν τα λένε οι τηλεοράσεις, δε θα είχαμε ιδέα πώς αισθάνονται οι άνθρωποι, ή πώς αισθάνονταν τον 18ο αιώνα, εάν δεν υπήρχε λογοτεχνία! Ξαφνικά, αν αφαιρέσουμε τη λογοτεχνία μένουν μονάχα οι αριθμοί, οι στατιστικές! Χάρη στον Μπαλζάκ, στον Σταντάλ, στον Φλωμπέρ, στον Φώκνερ, χάρη σ’ αυτούς τους ανθρώπους ξέρουμε τους ανθρώπους! Θα ήταν τραγική η ζωή μας εάν δεν υπήρχε η λογοτεχνία! Δηλαδή, δε σε σώζει εσένα ή εμένα από μια δυστυχία, αλλά σώζει όλη την ανθρωπότητα· γιατί, πώς θα ήταν η ανθρωπότητα αν δεν υπήρχε το παρελθόν μέσα από την λογοτεχνία;

Βασίλης Αλεξάκης

Απόσπασμα από παλιότερη συνέντευξή του στην Ελένη Γκίκα.


 Νους ορά, νους ακούει. Πως θα μπορούσα να δώσω μορφή στην ανάγκη μου να παρατηρώ έξω από μένα τη ζωή των ανθρώπων γύρω μου; Στην επιθυμία μου να ακούω την Ιστορία; Και μου πέρασε πρώτη φορά απ’ το μυαλό η λογοτεχνία: Κυρία στα χρυσά, ξυπόλυτη στο χιόνι και στα αναμμένα κάρβουνα, στη λάσπη και στο χώμα, στα χαλίκια. Να μελετά τις ανηφοριές και τους γκρεμνούς, του χτίστη τον πυρετό και του ξυλουργού το σταθερό χέρι. Αθόρυβη στη ροή του χρόνου και αθέατη στα χαμηλά να ψηλαφίζει την αγωνία του ανθρώπου και να αποτυπώνει τον αγώνα του. Λογοτεχνία: μια τέχνη για να δούμε τον κόσμο με τα δικά μας μάτια, να αναπλάσουμε τα ειπωμένα με τον τρόπο μας.

Μάρω Δούκα, Τα μαύρα λουστρίνια, Εκδόσεις Πατάκη, Σειρά: Η κουζίνα του συγγραϕέα, Αθήνα 2005.


Η μνήμη κάθε ανθρώπου είναι η ιδιωτική του λογοτεχνία
Άλντους Χάξλεϊ

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Franz Kafka-Ένα σχόλιο



Ήταν πολύ νωρίς το πρωί, οι δρόμοι καθαροί και άδειοι, πήγαινα στον σταθμό.
Όταν συνέκρινα το ρολόι ενός πύργου με το δικό μου είδα πως ήταν ήδη πολύ πιο αργά απ' όσο νόμιζα, έπρεπε να βιαστώ πολύ, ο τρόμος που ακολούθησε την ανακάλυψη αυτή, με έκανε να αμφιβάλλω για τον δρόμο, δεν γνώριζα καλά τα κατατόπια στην πόλη αυτή, για καλή μου τύχη ήταν κοντά ένας τροχονόμος, έτρεξα κοντά του και τον ρώτησα, ξέπνοος, από πού πάει ο δρόμος.
Χαμογέλασε και είπε: " Από μένα θέλεις να μάθεις τον δρόμο;"
"Ναι" απάντησα εγώ, "καθώς δεν μπορώ να τον βρω μόνος μου".
"Παράτα τα, παράτα τα" είπε και γύρισε με φόρα, όπως οι άνθρωποι που θέλουν να μείνουν μόνοι με το γέλιο τους.

ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ
μτφρ: Αλεξάνδρα Ρασιδάκη
.............................................................................................................................................................

Παράτα τα
Ήταν πολύ νωρίς το πρωί, οι δρόμοι ήταν καθαροί και άδειοι από κόσμο, πήγαινα στον σταθμό. Όταν συνέκρινα ένα ρολόι καμπαναριού με το δικό μου ρολόι, διαπίστωσα ότι ήταν πολύ πιο αργά απ’ ό,τι είχα πιστέψει,  έπρεπε να βιαστώ, ο τρόμος γι’ αυτήν την ανακάλυψη με έκανε να μην είμαι πια βέβαιος για τον δρόμο που πήρα,  δεν γνώριζα ακόμα τόσο καλά την πόλη, ευτυχώς, πολύ κοντά  ήταν ένας αστυφύλακας, έτρεξα προς το μέρος του και  με κομμένη την ανάσα ρώτησα για τον δρόμο. Εκείνος χαμογέλασε και είπε: «Από μένα θέλεις να μάθεις τον δρόμο;», «Ναι» είπα, «γιατί δεν μπορώ να τον βρω μόνος μου». «Παράτα τα, παράτα τα» είπε και έστρεψε τα νώτα του να φύγει, όπως κάνουν κάποιοι άνθρωποι που θέλουν να μείνουν μόνοι με το γέλιο τους"

Μετρφ: Ιωάννα Αβραμίδου

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Franz Kafka- Η Δίκη (απόσπασμα)

Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ' αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. «Ίσως», λέει ο θυρωρός, «τώρα όμως όχι». Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: «Αν το τραβά η όρεξή σου, δοκίμασε να μπεις, μ' όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ' όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ' αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ' εγώ μπορώ να την αντέξω». Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να 'ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός του δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει το θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός τού κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: «Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παράλειψες τίποτα». Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν' αλλάξουν τη γνώμη του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θανατό του σμίγουν οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν' ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. «Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;» ρωτά ο θυρωρός, «είσαι αχόρταγος...» «Όλοι μάχονται για το νόμο», λέει ο άνθρωπος, «πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;» Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: «Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω».

Mετάφραση: Τέα Ανεμογιάννη

Φραντς Κάφκα -«Τσακάλια και Άραβες»


Ήμασταν καταυλισμένοι στην όαση. Οι σύντροφοι κοιμούνταν. Ένας Άραψ, ψηλός και λευκός, πέρασε μπροστά μου· είχε φροντίσει τις καμήλες και πήγαινε να κοιμηθεί.

Ρίχτηκα στο χορτάρι ανάσκελα· ήθελα να κοιμηθώ· δεν μπορούσα· το θρηνώδες ούρλιασμα ενός τσακαλιού στο μάκρος· ανακάθησα πάλι. Κι αυτό που βρισκόταν τόσο μακριά, ξαφνικά ήρθε κοντά. Γύρω μου μυρμηγκιά από τσακάλια· μάτια που χρυσίζουν θαμπά, που σβήνουν· κορμιά λυγερά, που Σα να κινούνται νομοταγή και σβέλτα κάτω από μια μάστιγα.

Ένα ήρθε από πίσω, στριμώχτηκε κάτω απ' το μπράτσο μου, κόλλησε επάνω μου, Σα να χρειαζόταν τη ζεστασιά μου, ύστερα πέρασε μπρος μου και κουβέντιασε μαζί μου σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο:

«Είμαι το πιο γέρικο τσακάλι σ' όλη την περιοχή. Είμαι ευτυχισμένο, που μπορώ ακόμα να σε χαιρετήσω εδώ. Είχα πια χάσει σχεδόν την ελπίδα, επειδή σε περιμένουμε ατέλειωτα μακρύ χρόνο· η μητέρα μου περίμενε, κι η μητέρα της, κι ακόμα όλες οι μητέρες μέχρι τη μητέρα όλων των τσακαλιών. Πίστεψέ το!»

«Απορώ», είπα εγώ, λησμονώντας ν' ανάψω το σωρό των ξύλων, που ήταν έτοιμος, για να κρατήσω σε απόσταση με τον καπνό του τα τσακάλια, «απορώ πολύ που το ακούγω αυτό. Ήρθα τυχαία από τα υπερβόρεια κάνοντας ένα σύντομο ταξίδι. Τί θέλετε λοιπόν, τσακάλια;» Και σα ν' αναθάρρησαν απ' αυτήν την ίσως πάρα πολύ φιλική προσλαλιά, εστένεψαν τον κύκλο τους γύρω μου· σύντομα και λαχανιασμένα ανάσαιναν όλα.

«Ξέρουμε», άρχισε το γεροντότερο, «πως έρχεσαι από το βορρά· σ' αυτό ακριβώς στηρίζεται η ελπίδα μας. Εκεί είναι η φρόνηση, που Δε βρίσκεται εδώ ανάμεσα στους Άραβες. Απ' αυτή την κρύαν υπεροψία, ξέρεις, δεν είναι να βγάλεις ούτε σπίθα φρονήσεως. Σκοτώνουνε τα ζώα για να τα φάνε και περιφρονούν τα ψοφίμια».

«Μη μιλάς τόσο δυνατά», είπα· «κοιμούνται Άραβες εδώ κοντά».

«Πραγματικά είσαι ξένος», είπε το τσακάλι, «αλλιώς θα 'ξερες πως ποτέ ώς τώρα στην παγκόσμια ιστορία Δε φοβήθηκαν τα τσακάλια έναν Άραβα. Να τους φοβηθούμε; Δεν είναι αρκετό δυστύχημα που πέσαμε ανάμεσα σε τέτοιο λαό;»

«Μπορεί, μπορεί», είπα εγώ, «δεν καταδικάζω πράγματα, που μου είναι τόσο ξένα· φαίνεται να 'ναι μια παλιά διαμάχη· βρίσκεται λοιπόν βέβαια μέσα στο αίμα· και συνεπώς ίσως να τελειώσει μόνο με το αίμα».

«Είσαι πολύ έξυπνος», είπε το γέρικο τσακάλι κι όλα ανάσαιναν ακόμα πιο γρήγορα· με λαχανιασμένα πνευμόνια, αν και στεκόντανε ήσυχα· απ' τ' ανοιχτά στόματά τους έβγαινε μια πικρή, φορές φορές μόνο με σφιγμένα δόντια υποφερτή μυρουδιά, «είσαι πολύ έξυπνος· αυτό που λες ανταποκρίνεται με το παλαιό μας δόγμα. Θα τους πάρουμε λοιπόν το αίμα και θα τελειώσει η διαμάχη».

«Ω!» είπα πιο άγρια απ' όσο ήθελα, «θ' αντισταθούνε· θα σας σκοτώσουν με τα τουφέκια τους κοπαδιαστά».

«Μας παρεξηγείς», είπε, «σύμφωνα με τον τρόπο των ανθρώπων, που δεν αλλάζει λοιπόν ακόμα και στα υπερβόρεια. Εμείς δε θα τους σκοτώσουμε. Τόσο νερό δε θα 'χε ο Νείλος για ν' αποπλύνουμε εαυτούς. Αφού και μπρος στη θέα μόνο του ζωντανού τους κορμιού φεύγουμε τρεχάτοι, σε καθαρότερον αέρα, στην έρημο, που για τούτο μας είναι πατρίδα».

Κι όλα τα τσακάλια τριγύρω, στα οποία είχαν έρθει από μακριά κι άλλα πολλά στο αναμεταξύ, κατέβασαν τα κεφάλια ανάμεσα στα μπροστινά τους και τα καθάριζαν με τα πόδια· ήταν, σα να 'θελαν να κρύψουν κάποια αποστροφή, που ήταν τόσο φριχτή, ώστε θα προτιμούσα μ' ένα πήδημα ψηλό να ξέφευγα απ' τον κύκλο τους.

«Τί σκοπεύετε λοιπόν να κάνετε;» ρώτησα κάνοντας να σηκωθώ· όμως δεν μπόρεσα· δυο νέα ζώα με κρατούσαν σφιχτά με τα δόντια τους πίσω απ' το σακάκι και το πουκάμισο· έπρεπε να μείνω καθισμένος. «Σου κρατάνε την ουρά», είπε το γέρικο τσακάλι εξηγώντας και με σοβαρότητα· «ένδειξη τιμής». «Να μ' αφήσουν!» φώναξα, στρέφοντας πότε στο γέρο και πότε στους μικρούς. «Φυσικά θα σ' αφήσουν», είπε ο γέρος, «αν το ζητάς. Όμως αυτό θα βαστάξει μια στιγμούλα, επειδή κατά τη συνήθεια έχουν δαγκάσει βαθιά και πρέπει πρώτα πρώτα να ξεσφίξουν σιγά τις μασέλες. Στο αναμεταξύ άκουσε την παράκλησή μας». «Η συμπεριφορά σας δε μ' έχει προδιαθέσει ευνοϊκά γι' αυτό», είπα εγώ. «Μη μας πληρώνεις τ' αντίποινα της αδεξιότητός μας», αποκρίθηκε, παίρνοντας τώρα εις βοήθεια για πρώτη φορά τον θρηνώδη τόνο της φυσικής του φωνής, «είμαστε φτωχά ζώα, έχουμε μόνο τα δόντια· για το καθετί που θέλουμε να κάνουμε, για το αγαθό και το πονηρό, μας απομένουν μονάχα τα δόντια». «Τί θέλεις λοιπόν;» ρώτησα μαλακώνοντας λίγο μονάχα. «Κύριε», φώναξε κι όλα τα τσακάλια ουρλιάσανε από πολύ μακριά και μένα μου φαινόταν σα μια μελωδία. «Κύριε, εσύ οφείλεις να δώσεις τέλος στη διαμάχη που χωρίζει τον κόσμο. Έτσι όπως είσαι εσύ μας περιγράψανε οι παλαιοί μας εκείνον που θα το κάνει αυτό. Ειρήνη πρέπει να 'χουμε απ' τους Άραβες· αναπνεύσιμο αέρα· τη θέα γύρω στον ορίζοντα καθαρισμένη απ' αυτούς· όχι τους θρήνους των αρνιών, που τα σφάζουν οι Άραβες· ήσυχα να ψοφάνε όλα τα ζωντανά· δίχως ενόχληση να τα ξεζουμίζουμε και να τα καθαρίζουμε ώς τα κόκαλα. Καθαρμό, τίποτε άλλο δε ζητάμε από καθαρμό» —κι άρχισαν όλα τώρα να κλαίνε, να ολολύζουν—· «πώς το υποφέρεις μόνο εσύ αυτό σε τούτον τον κόσμο, γενναία καρδιά και γλυκό σπλάχνο; Βρωμερό είναι το άσπρο τους· βρωμερό και το μαύρο· η γενειάδα τους είναι φρίκη· πρέπει να φτύσει κανείς βλέποντας τις κόχες των ματιών τους· κι όταν σηκώσουν το μπράτσο, στην αμασχάλη τους ανοίγεται η κόλαση. Γι' αυτό, Κύριε, για τούτο, ακριβέ Κύριε, με τη βοήθεια των παντοδύναμων χεριών σου, κόψε τους το λαιμό με το ψαλίδι αυτό!» Κι ακολουθώντας μια κίνηση της κεφαλής του, ήρθε ένα τσακάλι, έχοντας κρεμασμένο απ' το σκυλόδοντο ένα μικρό, με παλιά σκουριά σκεπασμένο, ψαλίδι του ραψίματος.

«Επιτέλους λοιπόν το ψαλίδι και τελειώσαμε!» φώναξε ο Άραψ οδηγός του καραβανιού μας, που μας είχε πλησιάσει σιγά, αντίθετα προς τον άνεμο, κραδαίνοντας τώρα το πελώριο μαστίγιό του.

Όλα σκόρπισαν βιαστικά, όμως σε λίγη απόσταση στάθηκαν μολαταύτα καθισμένα στα πισινά τους, κοντά κοντά, τόσο κοντά και τόσο ακίνητα τα πολλά ζώα, ώστε φαίνονταν σα μια στενή μάντρα, περιζωσμένη από αιωρούμενους φωσφορισμούς.

«Είδες λοιπόν κι εσύ, Κύριε, κι άκουσες το δράμα αυτό», είπε ο Άραψ γελώντας τόσο χαρούμενα, όσο του επέτρεπε η επιφυλαχτικότητα της φυλής του. «Ξέρεις λοιπόν τί θέλουν τα ζώα;» ρώτησα εγώ. «Φυσικά, Κύριε», είπε, «τούτο είναι πασίγνωστο· όσο υπάρχουν Άραβες, αυτό το ψαλίδι θα κάνει το γύρω της ερήμου και θα τον κάνει μαζί μας μέχρι τη συντέλεια των ημερών. Θα προσφέρεται στον κάθε Ευρωπαίο για το μεγάλο έργο· ο κάθε Ευρωπαίος είναι ακριβώς εκείνος που τους φαίνεται ο ενδεδειγμένος. Έχουν μια τρελήν ελπίδα αυτά τα ζώα· είναι τρελοί, αληθινά τρελοί. Γι' αυτό τ' αγαπούμε· είναι τα σκυλιά μας· ομορφότερα απ' τα δικά σας. Κοίταξε, τη νύχτα ψόφησε μια καμήλα, είπα να τη φέρουν εδώ».

Τέσσερις βαστάζοι ήρθαν και πέταξαν το βαρύ κουφάρι μπροστά μας. Μόλις έμεινε αυτού, ύψωσαν τις φωνές τους τα τσακάλια. Σα να τραβιούνταν το καθένα ακαταμάχητα με σκοινιά, γλίστρησαν σιμά, κοντοστεκούμενα, σέρνοντας την κοιλιά τους στο χώμα. Είχαν ξεχάσει τους Άραβες, ξεχάσει το μίσος, η παρουσία του πτώματος με τις δυνατές αναθυμιάσεις του τους εμάγευε, σβήνοντας τα πάντα. Ένα κρεμάστηκε κιόλας στο λαιμό και με το πρώτο δάγκωμα βρήκε την αρτηρία. Σα μια μικρή, τρελή αντλία, που ζητάει τόσο οριστικά και όσο και άσκοπα να σβήσει μια πυρκαγιά ανώτερη των δυνάμεών της, τεντωνότανε και σπαρταρούσε κάθε μυς του σώματός του στη θέση του. Κι απασχολημένοι με την ίδια δουλειά, βρέθηκαν κιόλας όλα ανεβασμένα σωρός πάνω στο πτώμα.

Κι έσυρε τότε ο οδηγός πέρα δώθε από πάνω τους με δύναμη το αψύ μαστίγιο. Αυτά σήκωσαν τα κεφάλια· μισομεθυσμένα, μισολιπόθυμα· είδαν τους Άραβες μπροστά τους· μυρίστηκαν τώρα με τα ρύγχη τη μάστιγα· αποτραβήχτηκαν πηδώντας κι έτρεξαν ένα διάστημα προς τα πίσω. Όμως το αίμα της καμήλας είχε σχηματίσει κιόλας λίμνες, άχνιζε, το σώμα ήταν σε πολλές μεριές πέρα για πέρα ξεσκισμένο. Δεν μπόρεσαν ν' αντισταθούνε· ξανάρθαν· ύψωσε πάλι ο οδηγός το μαστίγιο· του 'πιασα το μπράτσο.

«Έχεις δίκαιο, Κύριε», είπε, «ας τ' αφήσουμε στο έργο τους· είναι και καιρός να ξεκινήσουμε. Τα είδες μια φορά. Θαυμάσια ζώα, δεν είν' έτσι; Και πώς μας μισούνε!»

[πηγή: Φραντς Κάφκα, Στο υπερώο και άλλα διηγήματα, μτφ. Δημ. Στ. Δήμου, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1987, σ. 15-20]

Φραντς Κάφκα, Τα ημερολόγια (αποσπάσματα)


Κυριακή, 19 Ioυλίου 1910 [...] Συχνά το συλλογίζομαι και πάντα αναγκάζομαι να πω στο τέλος ότι η ανατροφή μου μ' έβλαψε πολύ από ορισμένες απόψεις. Αυτό το παράπονο απευθύνεται σ' ένα πλήθος ανθρώπων, βέβαια στέκονται εδώ όλοι μαζί και, όπως στις παλιές ομαδικές φωτογραφίες, δεν ξέρουν τί να κάνουν ο ένας με τον άλλο, δεν τολμούν να κατεβάσουν τα μάτια τους και να χαμογελάσουν, τόσο νευρικοί είναι. Είναι οι γονείς μου, μερικοί συγγενείς, μερικοί δάσκαλοι, μια κάποια συγκεκριμένη μαγείρισσα, μερικά κορίτσια από το μάθημα του χορού, μερικοί επισκέπτες του σπιτιού μας από τον παλιό καιρό, μερικοί συγγραφείς, ένας δάσκαλος κολύμβησης, ένας λαχειοπώλης, ένας επιθεωρητής σχολείων, ύστερα μερικοί που τους συνάντησα μόνο μια φορά στο δρόμο, κι άλλοι, που δεν τους θυμάμαι τούτη τη στιγμή, κι άλλοι που δε θα τους θυμηθώ ποτέ, κι άλλοι, τέλος, που το μάθημά τους το είχα κατά κάποιον τρόπο απορίψει τον καιρό εκείνο, που δεν το είχα προσέξει καθόλου, με δυο λόγια είναι τόσο πολλοί που θα πρέπει να προσέξω να μην αναφέρω κάποιον δυο φορές. Και σ' όλους αυτούς εκφράζω το παράπονό μου, τους κάνω μ' αυτόν τον τρόπο γνωστούς αναμεταξύ τους, δεν ανέχομαι όμως αντίρηση. Γιατί αληθινά αρκετές αντιρήσεις έχω ανεχτεί, και, μια και οι περισσότερες αναίρεσαν τα λεγόμενά μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτ' άλλο παρά να συμπεριλάβω κι αυτές τις αντιρήσεις στο παράπονό μου και να πω ότι, εκτός από την ανατροφή μου, κι αυτές οι αναίρεσεις μ' έβλαψαν πολύ σε ορισμένα πράγματα.

Μήπως νομίζει κανείς ότι ανατράφηκα κάπου παράμερα: Όχι, καταμεσής στην πόλη ανατράφηκα, καταμεσής στην πόλη. Όχι, π.χ., σ' ένα ερείπιο στα βουνά ή κοντά στη λίμνη. Οι γονείς μου και η ακολουθία τους ήταν ώς τώρα τυλιγμένοι από το παράπονό μου και γκρίζοι, τώρα όμως παραμερίζουν εύκολα αυτό το παράπονο και χαμογελούν, γιατί πήρα τα χέρια μου από πάνω τους, τα έφερα στο μέτωπό μου και σκέφτομαι: έπρεπε να ήμουν ο μικρός κάτοικος των ερειπίων, ν' αφουγκράζομαι τις κραυγές των κορακιών, να μου ρίχνουν τον ίσκιο τους πετώντας από πάνω μου, να δροσίζομαι κάτω απ' το φεγγάρι, ακόμα κι αν στην αρχή ήμουν λίγο αδύνατος κάτω από την πίεση των καλών μου ιδιοτήτων, που θα φύτρωναν μέσα μου με τη δύναμη των ζιζανίων, καμένος από τον ήλιο, που θα με έλουζε απ' όλες τις πλευρές μέσα από τα ερείπια, πάνω στο κρεβάτι μου από κισσό.

[...]

18 Δεκεμβρίου. [...] Βράδυ, ώρα εντεκάμισι. Το ότι όσο δεν απελευθερώνομαι από το γραφείο είμαι χαμένος, μου είναι σαφές περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο, το ζήτημα όμως είναι, όσο είναι δυνατό, να κρατήσω το κεφάλι μου τόσο ψηλά, ώστε να μην πνιγώ. Πόσο δύσκολο θα είναι αυτό, ποιες δυνάμεις θα μου αποροφήσει, φαίνεται ήδη από το ότι σήμερα δεν τήρησα το νέο μου πρόγραμμα, να καθήσω από τις οχτώ ώς τις έντεκα το βράδυ στο τραπέζι μου, ότι μάλιστα αυτή τη στιγμή δεν το θεωρώ αυτό καμιά μεγάλη συμφορά, ότι έγραψα βιαστικά τούτες τις λίγες γραμμές, για να πέσω στο κρεβάτι μου.

[...]

19 Ιανουαρίου [1911]. [...] Μια φορά σκόπευα να γράψω ένα μυθιστόρημα όπου συγκρούονταν δυο αδερφοί κι ο ένας τους πήγαινε στην Αμερική, ενώ ο άλλος έμενε σε μια ευρωπαϊκή φυλακή. Έγραψα απλώς μερικές αράδες εδώ κι εκεί, γιατί είχε αρχίσει αμέσως να με κουράζει. Έτσι κάποτε, μια Κυριακή απόγευμα, που είχαμε πάει επίσκεψη στον παππού και στη γιαγιά και είχαμε φάει ένα ιδιαίτερα μαλακό ψωμί, όπως το συνήθιζαν εκεί, αλειμμένο με βούτυρο, έγραψα κάτι για τη φυλακή μου. Είναι πιθανό ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος το έκανα από ματαιοδοξία και ότι, σπρώχνοντας το χαρτί πάνω στο τραπεζομάντηλο, χτυπώντας το μολύβι στο τραπέζι, κοιτάζοντας ένα γύρο κάτω απ' το φως της λάμπας, ήθελα να κάνω κάποιον να μου πάρει το γραφτό, να το κοιτάξει και να με θαυμάσει. Στις λίγες εκείνες γραμμές περιγραφόταν κυρίως ο διάδρομος της φυλακής, ιδιαίτερα η ησυχία και το κρύο του· αναφέρονταν ακόμα μερικά λόγια συμπόνιας για τον αδερφό που είχε μείνει πίσω, γιατί αυτός ήταν ο καλός αδερφός. Ίσως είχα μια στιγμιαία αίσθηση της ασημαντότητας της περιγραφής μου, μόνο που πριν από 'κείνο το απόγευμα δεν έδινα πολλή προσοχή σε τέτοια αισθήματα όταν καθόμουν μαζί με τους συγγενείς μου, που τους είχα συνηθίσει (η δειλία μου ήταν τόσο μεγάλη ώστε το συνηθισμένο μ' έκανε σχεδόν ευτυχισμένο), γύρω από το στρογγυλό τραπέζι στο γνωστό δωμάτιο, και δεν μπορούσα να ξεχάσω ότι ήμουν νέος κι ότι, μέσα από τούτη τη σημερινή ησυχία, προοριζόμουν για μεγάλα πράγματα. Ένας θείος μου, που του άρεσε να κοροϊδεύει, μου πήρε τέλος το χαρτί, που το κρατούσα πολύ χαλαρά, του έριξε μια ματιά, μου το ξανάδωσε χωρίς καν να γελάσει, κι είπε στους άλλους που τον παρακολουθούσαν με τα μάτια: «τα συνηθισμένα», σε μένα δεν είπε τίποτα. Εγώ έμεινα καθισμένος κι έσκυβα όπως πριν πάνω από το άχρηστο τώρα χαρτί μου, όμως στην πραγματικότητα είχα με μια σπρωξιά αποκλειστεί από την ομήγυρη, η κρίση του θείου επαναλαμβανόταν μέσα μου με σχεδόν ήδη πραγματική σημασία, κι ακόμα και μέσα στην αίσθηση της οικογένειας απόκτησα μια ενόραση του ψυχρού χώρου του κόσμου μας, που έπρεπε να τον ζεστάνω με μια φωτιά, που έπρεπε πρώτα να τη βρω.

[...]

[πηγή: Φραντς Κάφκα, Τα ημερολόγια-Α': 1910-1913, μτφ. Αγγέλα Βερυκοκάκη, Εξάντας, Αθήνα 1978, σ. 20-21, 32, 40-41]

Franz Kafka-Αφορισμός



Franz Kafka, Αφορισμοί, Μτφρ: Βασίλης Ρούπας, Άγγελος Φιλιππάτος, Αθήνα: ΡΟΕΣ 2008, σ. 31.

Franz Kafka-Ποσειδώνας


Στο σύντομο διήγημά του ο Κάφκα αποτυπώνει με ειρωνικό τρόπο τους διαλογισμούς του Ποσειδώνα σχετικά με τη ζωή και την εργασία του. O θεός της θάλασσας, αν και πλήρως ταυτισμένος με το ρόλο του, έχει κι αυτός τα παράπονά του: δεν μπορεί να ξεφύγει από το έργο του και να πάει μια εκδρομή.

O Ποσειδώνας καθόταν στο γραφείο του και λογάριαζε.

Η διακυβέρνηση όλων των υδάτων του κόσμου τον έκανε να δουλεύει ασταμάτητα. Θα μπορούσε να έχει όση βοήθεια ήθελε, και είχε αρκετή, επειδή όμως είχε πάρει πολύ σοβαρά τα καθήκοντά του, λογάριαζε τα πάντα ακόμα μια φορά, κι έτσι κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει ικανοποιητικά. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι του 'κανε κέφι να δουλεύει. Προσπαθούσε να τελειώσει, επειδή ήταν υποχρεωμένος.

Μα φυσικά και είχε προσπαθήσει να βρει μια πιο χαρούμενη εργασία –αυτή ήταν η έκφρασή του– αλλά πάντοτε, όταν του γινόντουσαν διάφορες προτάσεις, γινόταν φανερό ότι τίποτα δεν του ταίριαζε τόσο καλά όσο τα μέχρι τώρα καθήκοντά του. Εκτός αυτού, ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βρεθεί κάτι άλλο για κείνον. Ήταν απίθανο να του ανατεθεί μια ορισμένη θάλασσα. Εξάλλου, η δουλειά που θα έκανε τότε δεν θα ήταν απλώς μικρότερη, αλλά ευτελής.

O Μεγάλος Ποσειδώνας δεν μπορούσε ν' αναλάβει παρά μονάχα μια πολύ υψηλή θέση. Κι αν του πρόσφερε κανείς μια θέση έξω από τα νερά του, και μόνο στην ιδέα αρρώσταινε, η θεϊκή του αναπνοή κοβόταν και το σεβάσμιο στήθος του έτρεμε. Παρ' όλ' αυτά κανείς δεν έπαιρνε τις δυσκολίες του στα σοβαρά.


Όταν ένας ισχυρός παραπονείται, πρέπει κανείς, ακόμα και στην πιο απελπιστική κατάσταση, να δείχνει ότι κάνει μια προσπάθεια. Στην πραγματικότητα, κανένας δεν μπορεί να σκεφτεί ν' απαλλάξει τον Ποσειδώνα από τα καθήκοντά του. Aπό την αρχή της αρχής ήταν ο Ποσειδώνας ο θεός της θάλασσας κι είναι υποχρεωμένος να παραμείνει, ακόμα κι αν δεν του γουστάρει. Πιο πολύ απ' όλα εξοργίζεται –κι αυτό προξενεί κυρίως τη δυσαρέσκειά του σε σχέση με τη θέση του– όταν αντιλαμβάνεται την ιδέα που έχουν οι άλλοι γι' αυτόν, ότι συνέχεια κόβει βόλτες πάνω στα κύματα κρατώντας την τρίαινά του.


Αντί γι' αυτό, κάθεται στο βυθό του Ωκεανού και λογαριάζει ασταμάτητα. Μονάχα ένα ταξίδι, που έκανε πού και πού για να συναντήσει το Δία, ήταν η μοναδική παύση στη ρουτίνα του, ένα ταξίδι από το οποίο επέστρεφε κάθε φορά εξοργισμένος. 'Ετσι δεν είχε μπορέσει να δει τη θάλασσα σχεδόν καθόλου, μονάχα όταν βιαστικά πετούσε προς τον Όλυμπο, και ποτέ δεν την είχε ταξιδέψει από τη μια άκρη στην άλλη. Φρόντιζε να λέει ότι περιμένει την καταστροφή του κόσμου, τότε θα μπορούσε να βρει μια στιγμή ησυχίας, έτσι ώστε λίγο πριν το τέλος, καθώς θα έριχνε μια τελευταία ματιά στους λογαριασμούς, θα μπορούσε να κάνει ένα μικρό ταξιδάκι, μια τόση δα εκδρομούλα.


Φ. Κάφκα, Η σιωπή των σειρήνων,

μτφρ. Γ. Κώνστας, Ζαχαρόπουλος


Franz Kafka-Η Σιωπή των Σειρήνων


ΟΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ σωτήρια μπορεί να φανούν και τα ανεπαρκή, ακόμη και τα παιδαριώδη μέσα:

Για να προφυλαχτεί από τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας έφραξε τα αυτιά του με κερί και έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Κάτι ανάλογο, ασφαλώς, θα μπορούσαν να κάνουν ανέκαθεν όλοι οι ταξιδιώτες — εκτός από εκείνους που οι Σειρήνες πρόφταιναν να τους σαγηνεύσουν από μακριά— ήταν όμως παγκοσμίως γνωστό ότι δεν ωφελούσε. Το τραγούδι των Σειρήνων διαπερνούσε τα πάντα, και το πάθος των σαγηνευμένων δεν ήταν ικανό να σπάσει μόνο αλυσίδες και κατάρτια. Αυτό ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε, αν και πολύ πιθανόν το είχε ακουστά. Εναπέθεσε τις ελπίδες του σε μια χούφτα κερί και μια αρμαθιά αλυσίδες, και γεμάτος αθώα χαρά για τα πενιχρά του μέσα, έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.

Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: τη σιωπή τους. Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους. Τίποτε στον κόσμο αυτόν δεν μπορεί να αντισταθεί στο αίσθημα πως τις νίκησες με το σπαθί σου, ούτε στην αλαζονεία που επακολουθεί και σαρώνει τα πάντα.

Κι η αλήθεια είναι πως δεν τραγουδούσαν οι τρομερές Σειρήνες καθώς τις ζύγωνε ο Οδυσσέας· γιατί πίστευαν, ίσως, ότι με τη σιωπή τους μόνο θα νικούσαν τούτο τον αντίπαλο — εκτός κι αν, βλέποντας τόση ευτυχία στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που μόνο το κερί σκεφτόταν και τις αλυσίδες του, λησμόνησαν κάθε τραγούδι.

Ο Οδυσσέας όμως, τη σιωπή τους, ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν την άκουσε: του φάνηκε πως τραγουδούσαν, και πως μόνο εκείνος δεν τις άκουγε, επειδή είχε λάβει τα μέτρα του. Πριν ξεκινήσει, έριξε μια κλεφτή ματιά, είδε τον καμπυλωμένο λαιμό, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια, το μισάνοιχτο στόμα, και πίστεψε πως όλα αυτά συνόδευαν τις άριες που ανάκουστες αντηχούσαν γύρω του. Κι έπειτα δεν τις ξανακοίταξε, γύρισε το βλέμμα του πέρα, μακριά, κι εμπρός στην αταλάντευτη απόφασή του οι Σειρήνες κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν, τόσο που, κι όταν βρέθηκε κοντά τους, μήτε που τις πρόσεξε.

Εκείνες όμως, ωραιότερες παρά ποτέ, συστρέφονταν, τεντώνονταν, παράδερναν τα απαίσια μαλλιά τους με τον άνεμο, και τα γαμψά τους νύχια σέρνονταν πάνω στα βράχια. Και πια δεν ήθελαν να ξελογιάσουν — μόνο να κρατήσουν ένα καθρέφτισμα από τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα ήθελαν, όσο γινόταν πιο πολύ.

Αν οι Σειρήνες είχαν συνείδηση, εκείνη η φορά θα ήταν το τέλος τους. Τίποτε δεν έπαθαν όμως· απλώς, ο Οδυσσέας τους ξέφυγε.

Στην ιστορία αυτή υπάρχει πάντως κι ένα υστερόγραφο: Ο Οδυσσέας ήταν, λένε, τόσο πολυμήχανος, τέτοια αλεπού, που μήτε η Θεά του Πεπρωμένου δεν μπορούσε να διαβάσει την ψυχή του. Και ίσως, αν και κάτι τέτοιο υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική — ίσως να πρόσεξε στ’ αλήθεια πως σώπαιναν οι Σειρήνες, κι όλες αυτές οι προσποιήσεις που αναφέραμε, ήταν κάτι σαν ασπίδα, που την όρθωσε μπροστά τους, και μπροστά στους θεούς.

μτφρ. Τζένη Μαστοράκη – Νάσος Βαγενάς

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Φραντς Κάφκα- [ Βασιλιάδες ή Αγγελιοφόροι;]

Τους είπαν να διαλέξουν αν θέλουν να γίνουν βασιλιάδες ή
αγγελιοφόροι βασιλιάδων.
Όπως τα παιδιά, θέλησαν όλοι να γίνουν αγγελιοφόροι.
Γι΄ αυτό υπάρχουν μονάχα αγγελιοφόροι, που τρέχουν ολόγυρα
στον κόσμο και, μιας που δεν υπάρχουν διόλου βασιλιάδες,
φωνάζουν ο ένας στον άλλο τα ακατανόητα μηνύματά τους.
Ευχαρίστως θα έδιναν ένα τέλος στην ελεεινή ζωή τους, αλλά
δεν τολμούν να παραβούν τον όρκο της υποταγής τους.


Πηγή: Franz Kafka, Αφορισμοί , Μτφρ: Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης, Ερατώ 1999.

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Franz Kafka-H μεταμόρφωση (απόσπασμα)

Αποτέλεσμα εικόνας για καφκα




Franz Kafka, ( 3 Ιουλίου 1883 – 3 Ιουνίου 1924 )


Η Μεταμόρφωση. Μετάφραση:Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη: Εκδοτική Θεσσαλονίκης 1996, 55-56.
Σχετική εικόνα

Η Μεταμόρφωση (Die Verwandlung)
γράφτηκε το 1912 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2015.
Αποτέλεσμα εικόνας για μεταμορφωση καφκα

Σχετική εικόνα

Φραντς Κάφκα, Η μεταμόρφωση (απόσπασμα)


Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωινό από κακό όνειρο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε γιγάντια κατσαρίδα. Ήτανε ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω στη σκληρή ράχη του που 'μοιζε με πανοπλία κι όταν σήκωνε λιγάκι το κεφάλι του μπορούσε να δει την τουρλωτή καφετιά κοιλιά του που 'τανε χωρισμένη σε σκληρές καμπυλωτές δίπλες και που μόλις συγκρατούσε τα σκεπάσματά του για να ξεγλιστρήσουν τελείως από πάνω του. Τα πολυάριθμα ποδάρια του, που ήταν αξιοθρήνητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο κορμί του, ταλαντεύονταν ανήμπορα μπροστά στα μάτια του.

Τί μου συνέβη; Συλλογίστηκε. Όνειρο, δεν ήταν. Η κάμαρή του, μια συνηθισμένη ανθρώπινη κρεβατοκάμαρη, μόνο κομμάτι πιο μικρή απ' το κανονικό, κειτόταν ήσυχη ανάμεσα στους τέσσερις γνώριμους τοίχους της. Πάνω απ' το τραπέζι, όπου ήταν σκορπισμένα ανάκατα κάτι δείγματα από υφάσματα —ο Σάμσα ήταν περιοδεύων πωλητής—, κρεμόταν η εικόνα που 'χε κόψει τελευταία από 'να εικονογραφημένο περιοδικό που την είχε βάλει σε μιαν όμορφη επίχρυση κορνίζα. Η εικόνα παρίστανε μια κυρία με γούνινο καπέλο και γούνινη εσάρπα, που καθόταν στητή κι άπλωνε προς το μέρος του θεατή ένα πελώριο γούνινο μανσόν που μέσα του χανόταν ολόκληρο το χέρι της απ’ τον αγκώνα και κάτω.

Τα μάτια του Γκρέγκορ γύρισαν έπειτα στο παράθυρο και ο συννεφιασμένος ουρανός —θαρρείς πως άκουγες τις στάλες της βροχής να χτυπάνε στο περβάζι του παραθύρου— τον έριξε σε βαριά μελαγχολία. Γιατί να μην κοιμηθώ λιγάκι περισσότερο και να λησμονήσω όλες ετούτες τις ανοησίες, συλλογίστηκε αυτό όμως δεν μπορούσε να το κάνει, γιατί είχε συνηθίσει να κοιμάται γυρισμένος προς τα δεξιά και τώρα, στην κατάσταση που βρισκόταν, ήταν αδύνατο να στρίψει. Όσο κι αν πάσχισε να στρίψει προς το δεξί του πλευρό, δεν τα κατάφερε· ξανακυλούσε πάλι στ' ανάσκελα. Δοκίμασε τουλάχιστον εκατό φορές, έκλεινε τα μάτια για να μη βλέπει τις αγωνιώδεις κινήσεις των ποδιών του και τα παράτησε μόνον όταν άρχισε να νιώθει στο πλευρό έναν απροσδιόριστο πόνο, που ίσαμε τότε του ήταν άγνωστος.
Θεέ μου, συλλογίστηκε, τί εξοντωτική δουλειά πήγα και διάλεξα!

[πηγή: Φραντς Κάφκα, Η μεταμόρφωση, μτφ. Βασίλης Τομανάς, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 5-6]

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Φραντς Κάφκα- «Η δίκη»

Ποιοι να ήσαν τάχα ετούτοι οι δύο; Για τι πράγμα μιλούσαν; Ποια αρχή αντιπροσώπευαν; Ο Κ. ζούσε σε μια χώρα με συνταγματικό πολίτευμα, βασίλευε γενική ειρήνη, και όλοι οι νόμοι ήσαν εν ισχύι· ποιος τολμούσε να τον συλλάβει μέσα στο ίδιο του το σπίτι; Ανέκαθεν είχε την κλίση να παίρνει τα πράγματα εύκολα, να πιστεύει στο χειρότερο μόνο όποτε το χειρότερο ερχόταν, να μη μεριμνά για την αύριο ακόμα και όταν οι προοπτικές ήσαν απειλητικές.[…]

«…Ένας οργανισμός που διαθέτει όχι μόνο διεφθαρμένους δεσμοφύλακες, ηλίθιους Επιθεωρητές και Ανακριτές για τους οποίους το καλύτερο που μπορείς να πεις είναι ότι αναγνωρίζουν τα όριά τους, αλλά έχει επίσης στη διάθεσή του δικαστική ιεραρχία υψηλής, της υψίστης πράγματι βαθμίδος, με την απαραίτητη και πολυάριθμη ακολουθία κλητήρων, γραφέων, αστυνομικών και άλλων υπαλλήλων, ενδεχομένως και δημίων˙ δε με πτοεί η λέξη. Και ποια η σημασία, κύριοι, αυτού του μεγάλου οργανισμού; Να, σε τι συνίσταται: αθώοι κατηγορούνται ως ένοχοι και παράλογες αξιώσεις εγείρονται εναντίον τους, κατά το πλείστον, είναι η αλήθεια, χωρίς αποτέλεσμα, όπως στην περίπτωσή μου. Αλλ’ αφού στο σύνολό του είναι παράλογος, πώς είναι δυνατόν οι ανώτερες βαθμίδες να παρεμποδίσουν τη διαφθορά των οργάνων τους; Αδύνατον. Ακόμα και ο ανώτατος Δικαστής αυτού του οργανισμού θ’ αναγκαστεί να παραδεχθεί τη διαφθορά του δικαστηρίου του…» […]

Μετάφραση : Αλέξανδρος Κοτζιάς (Κέδρος, 1995)