Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παλαμάς Κωστἠς (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παλαμάς Κωστἠς (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Kωστής Παλαμάς «Εις το Καφενείον», εφημερίδα Εμπρός 27 Δεκεμβρίου 1916


«Έλυσα το πρόβλημα της μελέτης. Ποιος είναι ο άριστος τρόπος και ο αποτελεσματικότερος προς μελέτην; Απλούστατα, να μελετάτε μέσα ες το καφενείον. Το σπίτι με πλήττει. Αισθάνομαι εκεί μεγάλην δύναμιν αντιδράσεως εναντίον του βιβλίου. Αλλά υποκύπτω εις την θέλησιν τυράννου και κάνω την εργασία μου επάνω εις τας σελίδας του, και αναγιγνώσκω και μελετώ και λαμβάνω σημειώσεις και σκέπτομαι. Ως αναγκασμένος, ως δεσμώτης των κατέργων, μοιρολάτρης, αγέλαστος, απαισιόδοξος κι εγώ δεν ηξεύρω τι. Εύκολα κουράζομαι, μία ώρα είναι ως αιών. […] Αλλ’ όμως δεν συμβαίνει το ίδιον όταν χρησιμοποιείτε μίαν ή δύο ώρας τοποθετημένος έξαφνα εις το τραπεζάκι ενός καφενείου. ... καφενείου, μέσα εις την τύρβην της πόλεως. Το οποίον όμως όσο είναι κεντρικόν, άλλο τόσον δύναται να θεωρηθεί και ως απόκεντρον. Δε ομοιάζει τα θορυβώδη εκείνα κέντρα, εις τα οποία δεν δύνασθε να παραμείνετε ήσυχος, μόνος, άνετος, διότι σας γνωρίζουν τα εννέα δέκατα των θαμώνων και συνδέεσθε με τους περισσότερους εξ αυτών, έστω και δι’ απλού χαιρετισμού, και είστε υποκείμενος να ακούσετε το όνομα σας προσκαλουμένου να μετάσχετε της δείνα συντροφίας, και το φρικωδέστερον, της δείνα συζητήσεως, και κινδυνεύετε από τις ματιές που σας ρίχνουν, από χειραψίας, από χιλίων ειδών προσκλήσεις και επικλήσεις και επικοινωνίας.

To ιδεώδες καφενείον, εις το οποίον σας μεταφέρω το συναντάτε, όχι σπανίως, εις την πραγματικότητα. Σας παρέχει του ωραιοτέρου είδους την απομόνωσιν, την μοναξιάν μέσα εις τον κόσμον, την γαλήνην μέσα εις την ταραχήν, την μελέτη μέσα εις την τύρβην. Λοιπόν τοιαύτα ευεργετικά άσυλα ανακαλύπτεις κάποτε και μέσα εις αυτά μεταφέρω τους εφεστίους θεούς μας. Εκεί, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, διατρέχω έντυπα, κατεβάζω ιδέας, αυτοεξετάζομαι, διαφωτίζομαι, μεταξύ ενός φλυτζανιού καφέ και μίας καθημερινής εφημερίδος. Εν ενί λόγω, εκεί μελετώ ευχαριστότερον και γιγνώσκω ακριβέστερον όσα αναγιγνώσκω.»

Από το βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα, Φιλολογικά Σαλόνια και Καφενεία της Αθήνας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004.


Πηγή: https://cognoscoteam.gr/archives/15996

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Λευτέρης Πούλιος- Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα


Ανάμεσα στα περιπλανώμενα, βιαστικά, ηλίθια, πρόσωπα
του δρόμου, σε είδα απόψε Κωστή Παλαμά.
σεργιανίζοντας πάνω-κάτω στη μεθυσμένη μου απογοήτευση·
γυρεύοντας μια πόρνη ή ένα φίλο ή την ανάσταση.
Τι βιτρίνες και τι φεγγάρι! άνθρωποι λογής-λογής
βολτάρουν τη νύχτα· και σιδερένια σκυλιά που κορνάρουν·
γάτες στους σκουπιδοτενεκέδες και συ παραμυθά Βερν
τι γύρευες στην είσοδο της πολυκατοικίας;
Νοιώθω τις σκέψεις σου Κωστή Παλαμά· άμυαλε
γεροξεφαντωτή καθώς έμπαινες μέσα στο μπαρ
γλυκοκυττάζοντας τις πουτάνες. και πίνοντας ένα
διπλό ουίσκυ. Σ’ ακολούθησα μέσα από ομίχλες
από τσιγάρα και χάχανα λόγω των γυναικείων
μαλλιών μου. Κάθησα να με κεράσεις
πάνω στο σανιδένιο πάγκο. Δίπλα σε μια σειρά
καθισμένα αγάλματα.
– Είμαστε οι ζωντανότεροι τούτης της νύχτας –
Οι χαφιέδες μάς κοιτάζουν καχύποπτα και
τα φώτα σβύνουνε σε μια ώρα.
Ποιος θα μας κουβαλήσει στο σπίτι;
Κωστή Παλαμά, έρημε φωνακλά, άσωτη
κλήρα μου. Τι ρωμιοσύνη δασκάλευες με φωτιά
και βουή, ανεβασμένος στη κορφή της ελπίδας,
όταν ξαφνικά η νύχτα πετάχτηκε σα μαχαίρι
απ’ τη θήκη. Κι απόμεινες στη καρέκλα
παράλυτος με τ’ όραμα μιας αυγούλας
που άχνιζε.
Νοιώθω σκολιαρόπαιδο που τούλαχε στραβόξυλο
δάσκαλος. Καιρό λογάριαζα μαζί σου πώς
θα τα πάω. Φρικτό γερασμένο σκυλί πάμε
να ξεράσουμε τ’ αποψινό μας μεθύσι,
σ’ όλες τις πόρτες των κλειστών βιβλιοπωλείων.
Πάμε να κατουρήσουμε όλα τα αγάλματα
της Αθήνας· προσκυνώντας μονάχα
του Ρήγα. Και να χωρίσουμε ο καθένας στο
δρόμο του σα παππούς κι εγγονός που
βριστήκανε. Φυλάξου καλά απ’ τη τρέλλα
μου γέρο· όποτε μου τη δώσει θα
σε σκοτώσω.

Λεφτέρης Πούλιος, Έξη ποιητές (Ανεξάρτητη Έκδοση, Αθήνα 1971)


                                                                  Λευτέρης Πούλιος - Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα




Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

«Ηχήστε οι Σάλπιγγες»: Η Κηδεία του Κωστή Παλαμά





Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 έφευγε από τη ζωή, σε ηλικία 84 ετών, ο σπουδαίος έλληνας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Ήταν βαριά άρρωστος όταν τον συνάντησε ο χάρος στο σπίτι του, στην οδό Περιάνδρου 3 στην Πλάκα. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 9 Φεβρουαρίου του 1943, είχε πάρει τη γυναίκα του Μαρία.
Το νέο του θανάτου του επιφανέστερου ποιητή της γενιάς του 1880 κυκλοφόρησε με αστραπιαία ταχύτητα στην κατοχική Αθήνα. «Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.
Από νωρίς το πρωί της 28ης Φεβρουαρίου πλήθος λαού άρχισε να συγκεντρώνεται στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας για να αποτίσει το ύστατο χαίρε στον μεγάλο ποιητή, αλλά και για να εκφράσει τα αντικατοχικά του αισθήματα.
Στις 11 το πρωί άρχισε η νεκρώσιμος ακολουθία, χοροσταντούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού. Ο πνευματικός κόσμος της χώρας έδωσε βροντερό «παρών»: Σπύρος Μελάς, Μαρίκα ΚοτοπούληΚωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, Ιωάννα Τσάτσου, Γιώργος Κατσίμπαλης, κ.ά.

Άγγελος Σικελιανός
Οι επίσημες αρχές, προσπαθώντας να περιορίσουν το νόημα της παλλαϊκής συγκέντρωσης, εκπροσωπήθηκαν στην κηδεία από τον ίδιο τον δοτό πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο και από εκπροσώπους των γερμανικών και ιταλικών κατοχικών δυνάμεων.
Αυτό δεν απέτρεψε τη μετατροπή της κηδείας σε εκδήλωση πατριωτικής έξαρσης.
«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα» είπε εύστοχα ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός (1884-1951), δίνοντας το πνεύμα ομόθυμης παρουσίας του λαού στην κηδεία. Και «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» απήγγειλε το ποίημα Παλαμάς, που είχε γράψει τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή:
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Στη συνέχεια, ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης (1881-1952), από τους τελευταίους εκπροσώπους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, απήγγειλε συγκλονιστικά το ποίημά του Στον Κωστή Παλαμά.
Μέσ' από τα κάγκελλα τ' αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.

Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.

Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.

Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.

Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.
Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, ο Σπύρος Μελάς, ο Άγγελος Σικελιανός και νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο της ταφής. Την ώρα που θα εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασε ο αντιπρόσωπος του κατακτητή να καταθέσει στεφάνι. Τότε, ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη...». Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά –περιγράφει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος– ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε Ζήτω η Ελευθερία!».
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/495


Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Άγγελος Σικελιανός - «Παλαμάς»

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς!",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη!

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)
Αποτέλεσμα εικόνας για Άγγελος Σικελιανός
Λυρικά, Σειρά Β΄. Ενότητα: Νέκυια Β