Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Mallarmé Stéphane. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Mallarmé Stéphane. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Stéphane Mallarmé - Θαλασσινή αύρα


Αλοίμονο, θλιμένη η σάρκα, κι έχω διαβάσει όλα τα βιβλία.
Να φύγω! Μακριά να φύγω! Κει που μεθούνε τα πουλιά
ζώντας ανάμεσα σ’ αφρούς άγνωστους και σ’ αιθέρες!
Τίποτα, ούτε οι γέροι κήποι που’ χουν τα μάτια μου καθρέφτη
δε συγκρατούν αυτή την καρδιά που η θάλασσα τη βρέχει
τις νύχτες! ούτε το έρημο της λάμπας μου το φως
απάνω στ’ άγραφο χαρτί, τ’ άσπρο που προστατεύει,
μήτε κ’ η νέα γυναίκα που το βρέφος της θηλάζει.
Θα φύγω! Πλοίο εσύ που τους ιστούς λικνίζεις,
για κάποια φύση εξωτική σήκωσε τα πανιά σου!
Ερημωμένη απ’ τις σκληρές ελπίδες της μια Πλήξη
στο τελευταίο των μαντηλιών πιστεύει ακόμα χαίρε!
Κ’ όμως τα ξάρτια που τις θύελλες προκαλούνε,
να’ ναι από κείνα που ο άνεμος προς τα ναυάγια σπρώχνει
χαμένα δίχως άλμπουρα και νήσους πλουτοφόρες…
Μα εσύ, ψυχή μου, των ναυτών άκουγε το τραγούδι!

μετ. Ρίτα Μπούμη Παπά

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2023

Stephane Mallarmé - Το απόγευμα ενός φαύνου (απόσπασμα)


Τώρα ονειρεύεται, σε μια μακρόσυρτη αυλωδία,
πως την περίγυρη ομορφιά τέρπαμε με αναμίξεις
πλάστες του αθώου μας τραγουδιού κι αυτής μαζί της ίδιας
και ότι κάνει όσο ψηλά σ’ αυτό μολπάζει η αγάπη
να σιγοσβεί του τακτικού του ονείρου μου μιας ράχης
ή μιας πλευράς που ακολουθώ με βλέφαρα κλεισμένα
μια ηχηρή, μονότονη κι ανώφελη γραμμή.

Από Το απόγευμα ενός φαύνου, μετ. Καίσαρ Εμμανουήλ, εκδ. Πρόσπερος 1981

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

Stéphane Mallarmé -Όραμα

 

Θλίψη η σελήνη σκόρπιζε. Και δακρυσμένα Σεραφείμ

Ονειρεύονταν, στα δάχτυλά τους το δοξάρι, στη σιγαλιά ανθών

Όλο μελαγχολία, από θλιμμένες βιόλες ανακρούοντας

Λευκούς λυγμούς που αργοσέρνονται στο γαλάζιο των πετάλων.

Ήταν η ευλογημένη μέρα του πρώτου σου φιλιού.

Ο ρεμβασμός μου, που να με τυραννά τού αρέσει

Μεθούσε πάνσοφα από την ευωδιά της θλίψης

Που και χωρίς λύπη ή στενοχώρια αφήνει

Στην καρδιά οπού την έδρεψε του Ονείρου τη συγκομιδή.

Λοιπόν πλανιόμουν, το μάτι καρφωμένο στο ρικνό οδόστρωμα

Όταν με τον ήλιο στα μαλλιά, εκεί στο δρόμο

Και μες στο απόβραδο, μου φανερώθηκες γελώντας

Και πίστεψα πως τη νεράιδα έβλεπα με κόμη ολόφωτη

Που άλλοτε, σαν ήμουνα παιδί, ερχόταν στο βαθύ μου ύπνο

Αφήνοντας πάντα από τα μισανοιγμένα χέρια της

Να πέφτουνε σα χιόνι, λευκά μπουκέτα μυρωμένων άστρων.


Μετάφραση: Αλέξης Ζήρας

Χριστόφορος Λιοντάκης, Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης, Αθήνα, Καστανιώτης, 1988, 35-36

Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

Περί βιβλίου

 Τα βιβλία που χρειαζόμαστε είναι αυτά που επιδρούν απάνω μας σαν κακοτυχία, αυτά που μας κάνουν να υποφέρουμε, όπως υποφέρουμε για το θάνατο κάποιου που αγαπάμε περισσότερο από τους εαυτούς μας, αυτά που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να είμαστε στα όρια της αυτοκτονίας ή χαμένοι σ’ ένα απόμερο δάσος για όλη την ανθρώπινη ενδιαίτηση — ένα βιβλίο πρέπει να χρησιμεύει ως τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα εντός μας.

Φραντς Κάφκα, απόσπασμα επιστολής στον Όσκαρ Πόλακ, 1904.

Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ξυπνά με μια γροθιά στο κρανίο, για ποιο λόγο διαβάζουμε τότε το βιβλίο; Για να μας κάνει ευτυχείς, όπως γράφεις; Θεέ μου, ευτυχείς θα ήμαστε ακόμη και αν δεν είχαμε καθόλου βιβλία, και τέτοια βιβλία, που θα μας κάνουν ευτυχείς, θα μπορούσαμε εν ανάγκη να γράψουμε κι οι ίδιοι.Χρειαζόμαστε όμως τα βιβλία που επενεργούν επάνω μας σαν δυστυχία που μας πονάει πολύ , όπως ο θάνατος κάποιου που αγαπήσαμε πιο πολύ από τον εαυτό μας, σαν να ήμαστε διωγμένοι στα δάση, μακριά από όλους τους ανθρώπους, σαν αυτοκτονία. Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας
 Φραντς Κάφκα, (Βλ.. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ Νο 139-140 . Μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης)

Ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να καταλήξει σ’ ένα ωραίο βιβλίο.»
- Στεφάν Μαλαρμέ, 1842-1898

Το χαρακτηριστικό που κάνει την ερωτική πράξη και την ανάγνωση να μοιάζουν μεταξύ τους είναι ότι στο εσωτερικό τους ανοίγονται χρόνοι και χώροι διαφορετικοί από τον μετρήσιμο χώρο και χρόνο.
Italo Calvino (15 Οκτωβρίου 1923 - 19 Σεπτεμβρίου 1985), Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, μτφρ.: Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Καστανιώτη.

Η ανάγνωση είναι μια στρατιωτική επιχείρηση.
Πολ Βαλερί.

Εν γένει τα βιβλία δεν είναι πεπερασμένα όπως εμείς. Συχνά κάθονται στα ράφια ρουφώντας σκόνη, ακόμα κι όταν ο συγγραφέας τους έχει γίνει ο ίδιος μια χούφτα σκόνη-και είναι ακριβώς η δίψα γι' αυτή τη μεταγενέστερη διάσταση που βάζει την πένα σε κίνηση.Έτσι κρατώντας στα χέρια αυτό το ορθογώνιο αντικείμενο, δεν θα είμαστε υπερβολικοί αν υποθέταμε ότι θωπεύουμε τις τεφροδόχους μας. Εξάλλου αυτό που εξετάζεται σε ένα βιβλίο είναι τελικά μόνον η ανθρώπινη ζωή. Αυτός που είπε ότι όταν φιλοσοφείς είναι σαν να ασκείσαι στο θάνατο είχε πολλαπλά δίκιο, αφού όταν γράφεις ένα βιβλίο δεν γίνεσαι νεότερος.
Γιόζεφ Μπρόντσκι (Μτφρ. Μαρία Ελευθρίου).

Θλίβομαι γιατί πρέπει να σου πω ότι τα βιβλία θεωρούνται πλέον απειλούμενο είδος. Και με αυτό αναφέρομαι επίσης στις συνθήκες ανάγνωσης που καθιστούν εφικτή τη λογοτεχνία και τα αποτελέσματά της στην ψυχή. Μας λένε πως σύντομα θα ανατρέχουμε σε 'βιβλία-οθόνες' για να βρούμε οποιοδήποτε 'κείμενο' αναζητούμε και θα έχουμε τη δυνατότητα να αλλάζουμε την εμφάνισή του, να θέτουμε ερωτήσεις σχετικά με αυτό, να 'αλληλεπιδρούμε' μαζί του. Όταν συμβεί αυτό, τότε η γραπτή λέξη θα έχει γίνει απλά μια άλλη πτυχή της τηλεοπτικής πραγματικότητας μας, καθοδηγούμενη από τη διαφήμιση. Αυτό είναι το ένδοξο παρελθόν που δημιουργείται και μας υποσχέθηκαν ως κάτι πιο "δημοκρατικό". Φυσικά, δεν σημαίνει τίποτε άλλο από τον θάνατο της εσωτερικότητας του βιβλίου.

Σούζαν Σόνταγκ, Το δέντρο, τ. 220-221, Μτφρ. Ευαγγελία Γιάννου

Υπάρχει επίσης η δυνατότητα να βαρεθούμε το βιβλίο πριν ακόμα το ξεκινήσουμε, να του κλείσουμε στα μούτρα το εξώφυλλο ένα λεπτό πριν την «επιβίβαση»,διότι ο χρόνος είναι η πραγματική πολυτέλεια της εποχής μας, και είναι πάρα πολλά τα βιβλία τα οποία θα έπρεπε να διαβάσουμε σε σχέση με το χρόνο που διαθέτουμε. Και τότε οι σελίδες εκείνου του βιβλίου δεν θα λερωθούν από καφέ, δεν θα βραχούν από το νερό της θάλασσας ή του ντους, δεν θα έχουν λεκέδες από μελάνι, δεν θα τσαλακωθούν εκείνες που περιέχουν τα πιο σημαντικά σημεία, δεν θα θυμόμαστε τον ακριβή τόπο που τα διαβάσαμε, ποιόν είχαμε δίπλα μας εκείνη ακριβώς τη στιγμή, προσπαθώντας να βρούμε μια σύνδεση ανάμεσα στον κόσμο μας και σ’ εκείνον της μυθοπλασίας για να αναζητήσουμε ένα σημάδι, για να πειστούμε άλλη μια φορά ότι στη ζωή τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Σιμόνα Σταράκο

Η μελαγχολία μιας ζωής υπερβολικά μικρής για τόσες βιβλιοθήκες...
Χούλιο Κορτάσαρ

Όπου καίνε βιβλία, στο τέλος καίνε και ανθρώπους.
Heinrich Heine

Η ανάγνωση είναι μια τέχνη της απόλαυσης και ως τέχνη ασκείται από τους μυημένους. Αυτοί, οι αληθινοί αναγνώστες, είναι οι τελευταίοι μιας φυλής που σήμερα απειλείται με εξαφάνιση. Γιατί ποιος είναι πρόθυμος στις μέρες μας να εντρυφήσει στα μυστικά μιας σχεδόν λησμονημένης τέχνης;
Σωτήρης Τριβιζάς

Δεν είναι τόσο η γραφή που φυσάει την πνοή της ζωής στο χαρτί ή στην πέτρα. Η ανάγνωση είναι.
Στρατής Χαβιαράς, Άχνα, εκδ. Κέδρος , 2014.

Το διάστημα προσοχής όλο και μικραίνει. Νέοι άνθρωποι αδυνατούν τώρα πια να παρακολουθήσουν μια ταινία. Πόσω μάλλον να διαβάσουν ένα βιβλίο. Ωστόσο ο αργός χρόνος είναι αυτός που φτιάχνει πράγματα.
Διονύσης Καψάλης

Όταν διαβάζουμε, κάποιος άλλος σκέφτεται για λογαριασμό μας• εμείς απλώς επαναλαμβάνουμε τις νοητικές διεργασίες του, όπως ένας μαθητής μαθαίνει να γράφει σκαλίζοντας με τη γραφίδα τα γράμματα που ο δάσκαλος έχει σχεδιάσει με το μολύβι. Έτσι και κατά την ανάγνωση, κάποιος άλλος αναλαμβάνει να μας απαλλάξει από το μεγαλύτερο μέρος της νοητικής δραστηριότητας. Να πώς εξηγείται η σημαντική ανακούφιση που νιώθουμε όταν αφήνουμε κατά μέρος τις σκέψεις που μας απασχολούν για να αφοσιωθούμε σε ένα ανάγνωσμα».

Arthur Schopenhauer, «Περί ανάγνωσης και βιβλίων – Η τέχνη της αποχής από την ανάγνωση» 
Μτφρ.: Γιάννης Καλλιφατίδης, Εκδόσεις Άγρα.

Τα βιβλία έχουν τους ίδιους εχθρούς με τον άνθρωπο: 
τη φωτιά, την υγρασία, την ανοησία, το χρόνο
 και το ίδιο τους το περιεχόμενο.
Πωλ Βαλερύ, 1871-1945, Γάλλος ποιητής


πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη

Μίλτος Σαχτούρης, Ο Σωτήρας


Καλὰ βιβλία εἶναι αὐτὰ ποὺ εἴτε σοῦ γεμίζουν τὰ κενὰ ποὺ ἔχεις ὅσο νὰ ξεχειλίσουν εἴτε σοῦ δημιουργοῦν κενὰ ποὺ πρέπει ἐσὺ νὰ τὰ γεμίσεις. Τὰ μεγάλα βιβλία εἶναι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν ταυτόχρονα καὶ τὰ δύο.

Τίτος Πατρίκιος

Οι άνθρωποι που αγαπάνε τα βιβλία δεν έχουν πολλές ανάγκες και, κυρίως, δεν έχουν ηλίθιες ανάγκες.
Βασίλης Ραφαηλίδης

Τετάρτη 6 Απριλίου 2022

Stéphane Mallarmé-Mικρή Άρια 1


Μια κάποια μοναξιά με τριγυρίζει
χωρίς καν κύκνο ή προκυμαία ή ρέμα,
την αχρησία της αντικατοπτρίζει
σ’ εκείνο που τ’ αρνήθηκα εγώ βλέμμα
εδώ, μες στη μωροφιλοδοξία
που ψήλωσε, για να μην την αγγίσεις,
και κάποιος ουρανός χρυσή μαγεία
σκορπά μέσ’ απ’ τα χρώματα της δύσης,
μα και νωχελικά όλο ξεμακραίνει
σαν νά ’βγε από λευκό βγαλμένο ρούχο:
αποδημητικό πουλί χορταίνει
στο λάλημά του τη χαρά όλη που ’χω:
σκιρτά στο κύμα που ’γινες εσύ
μια πάγγυμνη και εόρτεια ηδονή.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Stéphane Mallarmé-Αγωνία


Δεν θά ’ρθω απόψε βράδυ το κορμί σου να νικήσω, ω κτήνος,
εκεί όπου πάνε ενός λαού οι αμαρτίες όλες, και τη δίνη
της βρομερής σου κόμης να τσαπίσω, ωσάν θυέλλης σμήνος
τρισέλεεινο σε ανία ανίατη που το φιλί μου χύνει:
βαρύ και ανόνειρο ύπνο αναζητώ στα κλινοστρώματά σου,
πίσ’ απ’ των τύψεων τις άγνωστες κουρτίνες, μετά μένους
ως σέρνεται· να τον γευτείς με όλα τα μαύρα ψέματά σου –
το τίποτα εγκρατέστερα το ξέρεις κι απ’ τους πεθαμένους.
Η διαστροφή σου γαρ, που την ευγένεια σού καταβροχθίζει,
μ’ έχει με τη στειρότητά της σαν κι εσένα στιγματίσει·
και αφού στο πέτρινό σου στήθος μέσα μένει για να ζήσει
καρδιά που δόντι ανοσιότητας καμιάς δεν ροκανίζει,
κατάχλομος, με νεκροσέντονο, στα πόδια εγώ το βάζω
και τρέμω και ριγώ μην και πεθάνω, μόνος σαν πλαγιάζω.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Stéphane Mallarmé — Θαλασσινό Αεράκι



Θλίβει η σάρκα και πια διάβασα όλα τα βιβλία.
Φεύγα! Πέρα κει! Μεθάνε, νιώθω, με τη μία
Τα πουλιά· τριγύρω ξένοι αφροί και σύννεφα ψηλά!
Την καρδιά κανείς δε θα φυλάξει απ’ τα νερά,
όχι κήποι αρχαίοι μέσα από ματιών καθρέφτη,
(Νύχτες!) όχι φως αχνό που από τη λάμπα πέφτει
Στο άγραφο χαρτί —η λευκότητα το προφυλάσσει—
Κι όχι η νέα που το βρέφος πάει να θηλάσει.
Ε, θα φύγω! Πλοίο, που στήνεις το κατάρτι, εσύ,
Σήκωσε άγκυρα και τράβα προς μιαν άλλη γη!


Από τις σκληρές ελπίδες συλημένη η πλήξη
Προσπαθεί του μαντιλιού τ’ «αντίο» να βαστήξει.
Κι ίσως το κατάρτι σου, που καταιγίδες φέρνει,
Να ’ναι ενός χαμένου ναυαγίου, που το γέρνει
Άνεμος, και να μην πιάσει ακτή, δίχως κατάρτι, δίχως...
Μα άκουσε, καρδούλα μου, τους ναυτικούς. Τι ήχος!

Mετάφραση: Δημήτρης Μαύρος

Τρίτη 2 Μαρτίου 2021

Stéphane Mallarmé -Όραμα


Θλιβόταν η σελήνη. Σεραφείμ εδάκρυζαν, σε ωραίων
ονείρων κήπο, το βιολί στων παναιθέριων ανθέων
την κάλμα, και τα δάχτυλα από ετοιμοθάνατες βιολέτες
λευκούς αντλούσανε λυγμούς, γλιστρώντας στων κανθών
τις φέτες
– ήταν του πρώτου-πρώτου σου φιλιού η μέρα η ευλογημένη.
Ο ρεμβασμός μου –σε μαρτύρια να με βάζει να επιμένει–
Μεθούσε εκεί σοφά απ’ όσα αρώματα η θλίψη δίνει
χωρίς καν λύπη, μήτε απογοήτευση, μα ωστόσο αφήνει
τον θερισμό Ονείρου στην καρδιά που θέλει να το δρέψει.
Πλανιόμουν, και τα μάτια στο παλιό πλακόστρωτο είχα
στρέψει,
όταν εσύ, έχοντας τον ήλιο στα μαλλιά σου καρφιτσώσει,
το απόβραδο, μειδιώσα μού εφανερώθηκες με τόση
χαρά, που τη νεράιδα (είπα) είδα, μ’ ένα από φως καπέλο,
απ’ τους γλυκούς, τους παιδικούς μου να περνάει ύπνους.
Τούτο θέλω
να πω: ότι πάντα, ως πέρναγε, από τα μισάνοιχτά της χέρια
νιφάδες χιόνιζε λευκά κι ευωδιαστά μπουκέτα αστέρια.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Stéphane Mallarmé σε μετάφραση Τάκη Βαρβιτσιώτη

 Quelle soie aux baumes de temps


Quelle soie aux baumes de temps

Où la Chimère s’exténue

Vaut la torse et native nue

Que, hors de ton miroir, tu tends !


Les trous de drapeaux méditants

S’exaltent dans notre avenue:

Moi, j’ai ta chevelure nue

Pour enfouir mes yeux contents,


Non ! La bouche ne sera sûre

De rien goûter à sa morsure

S’il ne fait, ton princier amant,


Dans la considérable touffe

Expirer, comme un diamant

Le cri des Gloires qu’il étouffe.



Ποιο μετάξι που ευωδιάζει απ' τον καιρό


Ποιο μετάξι που ευωδιάζει απ' τον καιρό

Βάλσαμο όπου η χίμαιρα εξασθενίζει

Όσο το νέφος το έμφυτο ν' αξίζει

Που απλώνεις, έξω απ' τον καθρέφτη σου, σγουρό!


Σημαίες περίσκεπτες στην ίδια την οδό

Διάτρητες επευφημούνται ωστόσο:

Τ' αυτάρεσκά μου, για να σαβανώσω

Μάτια, τη γυμνωμένη κόμη σου έχω εγώ.


Όχι! Το στόμα βέβαιο δε μέλλει

Νά 'ναι απ' το δήγμα του πως κάτι θα γευτεί,

Αν, ο εραστής σου ο πρίγκιπας δε θέλει


Μες στην περίοπτη των μαλλιών την πλησμονή

Να κάνει, ωσάν διαμάντι, να ψυχορραγεί

Της Αίγλης την κραυγή που καταστέλλει.



M’introduire dans ton histoire


M’introduire dans ton histoire

C’est en héros effarouché

S’il a du talon nu touché

Quelque gazon de territoire


À des glaciers attentatoire

Je ne sais le naïf péché

Que tu n’auras pas empêché

De rire très haut sa victoire


Dis si je ne suis pas joyeux

Tonnerre et rubis aux moyeux

De voir en l’air que ce feu troue


Avec des royaumes épars

Comme mourir pourpre la roue

Du seul vespéral de mes chars.



Στην ιστορία σου να παρεισφρήσω εγώ


Στην ιστορία σου να παρεισφρήσω εγώ

Θά 'ναι σαν ήρωας που τον έχουνε πτοήσει

Αν έχει με τη φτέρνα τη γυμνή του εγγίσει

Μια χλόη από έναν απαγορευμένο αγρό


Επίβουλος σε παγετώνες να σταθώ

Το αθώο αμάρτημα δεν τό 'χω εγώ γνωρίσει

Που δε θα εμπόδιζες εσύ να διαλαλήσει

Ψηλά τη νίκη του με γέλιο θριαμβικό


Πες αν δεν έχω μια χαρά που αναφτερώνει

Μ' αστροπελέκι και ρουμπίνια μες στο αξόνι

Στα ουράνια που τρυπάει η φλόφα να κοιτώ


Με διάσπαρτα βασίλεια μαζί απλωμένη

Από το μόνο μου άρμα το εσπερινό

Τον ολοπόρφυρο τροχό σα να πεθαίνει.


Αναδημοσίευση από:http://www.iskiosiskiou.com/2008/12/stphane-mallarm.html

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Stéphane Mallarmé -Η κόμη...

Η κόμη πτήση φλόγας που τραβά στην άπω δύση
των πόθων ώσπου ν’ απλωθεί τελείως με ηρεμία
και (ως διάδημα νεκρό θαρρώ) να πάει ν’ ακουμπήσει
σε μέτωπο στεφανωμένο στην αρχαία εστία
αλλά χωρίς χρυσό ν’ αναστενάζει που αναβρύζει
γυμνή εύρωστη απ’ τις φλόγες του εσωτερικού της ήθους
και αείποτε μονάχη πρωτοτύπως συνεχίζει
νά ’ν’ κόσμημα του γελαστού οφθαλμού ή και φιλαλήθους
αν γύμνια τρυφερή ήρωος τής δυσφημεί τα τόξα
αυτής που μήτε δαχτυλίδια μήτε πυρ της άτης
τής κάνουν κάτι σαν εξαίρει τη γυναίκα η δόξα
και ως αυτοβούλως περατώνει το λαμπρό άθλημά της
να σπέρνει στην αμφιβολία που αποφλοιώνει αράδα
ρουμπίνια σαν ευφρόσυνη και ευλογημένη δάδα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

Nίκος Εγγονόπουλος -Σημειώσεις, Ι

Ce sera, aux yeux du public lisant, une curiosité de ce temps que de voir à quel point un écrivain très perspicace et direct, acquit une notoriété en contradiction (du tout au tout) avec ses qualités, pour avoir, simplement, exclus les clichés, trouvé un moule propre à chaque phrase et pratiqué le purisme. STÉPHANE MALLARMÉ Ως είμαι ζωγράφος το επάγγελμα, και θεωρώ άλλωστε την ποίηση σαν ζήτημα εντελώς προσωπικό, δεν ένοιωσα ποτέ κανενός είδους επιθυμία να ιδώ τα ποιήματά μου δημοσιευμένα. Μου αρκούσε, κυρίως, που τα έγραφα. Κατόπιν, βέβαια, δεν είχα καμιάν αντίρρηση ναν τα διαβάσω σε κάναν φίλο, ενίοτε σε μικρό κύκλο ακροατών, δυο-τρεις το πολύ, που μου το ζητούσαν. Πάντως δε θα έστεργα ποτέ ναν τα δώσω για τύπωμα πριν από τα μέσα του 1938. Ήταν η χρονιά όπου ετελείωνα τις εργαστηριακές μου σπουδές στη ζωγραφική. Μαθήτευα πλησίον του Κωνσταντίνου Παρθένη, και το εύρισκα άπρεπο απέναντι στον σεβαστό κι αγαπητό δάσκαλο να θέλω να εκδηλωθώ προσωπικά, και μάλιστα σε διαφορετική «σχολή», τον υπερρεαλισμό, την στιγμή που καταρτιζόμουνα κοντά του για το μελλούμενο καλλιτεχνικό μου στάδιο. Δεν πιστεύω να ήτανε και αντίθετο στην επιθυμία του μεγάλου Παρθένη να βλέπη τους μαθητάς του, μετά το πέρας, όμως, των σπουδών τους, να παίρνουν τον δικό τους δρόμο, σύμφωνα με την ιδιαίτερή τους διάθεση και τις ιδιαίτερές τους κλίσεις. Όταν ο χαριτωμένος ποιητής Απόστολος Μελαχρινός, προχωρημένο πια το καλοκαίρι του 1938, μου εζήτησε ποιήματα για ναν τα περιλάβη σε τεύχος του περιοδικού του Κύκλος, τότε το μπορούσα, και του έδωσα αρκετά της παραγωγής μου εκείνης της χρονιάς, να διαλέξη όσα ήθελε. Του ήρεσαν τόσο («Τα αρέσω», μου είπεν αυτολεξεί), όπου, όχι μόνο δημοσίεψε πολλά στο αμέσως επόμενο τεύχος του Κύκλου, αλλά προσφέρθηκε και επέμεινε και να βγάλη σε βιβλίο, πάλι στις εκδόσεις του Κύκλου, όλα όσα του είχα δώσει. Ο ευγενής αυτός άνθρωπος κάθησε μαζί μου και κάναμε τη σελιδοποίηση. Ύστερα φρόντισε τη στοιχειοθέτηση. Αρκετά στοιχειοθέτησε και με το ίδιο του το χέρι ― δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη μεγάλη τιμή που μου έγινε ― καθώς είχε εγκατεστημένο το τυπογραφείο του Κύκλου σ’ ένα δωμάτιο της τότε κατοικίας του, στην οδό Δαιδάλου. Ο αλησμόνητος Μελαχρινός φρόντισε ιδιαιτέρως το τύπωμα: μετά από τον διορθωτή, διάλεξε και τον καλύτερο πιεστή που μπορούσε να βρεθή στην Αθήνα εκείνο τον καιρό. Επέμενε, μάλιστα, για το εξώφυλλο και για την εσωτερική πρώτη σελίδα του τίτλου να χρησιμοποιηθούν δυο χρωμάτων μελάνια. Και το βιβλίο παρουσιάστηκε, ένα, ή το πολύ, δυο μήνες ύστερ’ από το περιοδικό. Ήδη είχαμε προανακρούσματα από την κυκλοφορία του περιοδικού. Αλλά, με την εμφάνιση του βιβλίου, το «σκάνδαλο» το εκσπάσαν υπερέβαινε όχι μόνο κάθε τι το ανάλογο που είχε ποτέ φανερωθή στα ελληνικά γράμματα, αλλά και τις προβλέψεις της πιο τολμηρής φαντασίας. Αστραπιαίως έλαβε τέτοιαν ένταση και τέτοιες διαστάσεις, που κι ο ίδιος ο «ανάδοχός» μου, ο Μελαχρινός, τα έχασε. Αυτός, όπου με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να πούμε ότι του έλειψε ποτέ η λεβεντιά. Δεν ανήγγειλε την έκδοση ούτε, ποτέ, περιέλαβε το βιβλίο στους καταλόγους των εκδόσεων του Κύκλου, που δημοσίευε τακτικά, πίσω, στο εξώφυλλο του περιοδικού. Το δημιουργηθέν σκάνδαλο κι η επακολουθήσασα κατακραυγή εναντίον μου δεν μπορώ να πω πως δεν με έθιξαν, βαθύτατα. Η βίαιη κακομεταχείρισις σαν υποδοχή μιας γνήσιας προσφοράς είναι, το λιγώτερο, σκληρά άδικη. Περιοδικά, εφημερίδες, le premier chien coiffé venu, παρωδούσαν και αναδημοσίευαν, κοροϊδευτικά, τα ποιήματά μου. Μια δε εφημερίδα, από τις μεγάλες, δεν θυμούμαι τώρα ποια, αυθαδέστατα, ποδοπατώντας κάθε ιδέα πνευματικής, τέλος πάντων, ιδιοκτησίας, αναδημοσίευσε, σε μια ή δυο συνέχειες... ολόκληρο το βιβλίο! Συνοδεία, πάντοτε, χλευαστικών και κακεντρεχών, όσο κι επιπόλαιων, σχολίων. Ποτέ δεν μ’ ενδιέφεραν η φήμη, η δόξα. Μόνος πόθος μου: να περνώ πάντα απαρατήρητος, αν δεν το μπορούσα ευχάριστος, ανάμεσα στους συγκαιρινούς μου «συνοδίτας». Κι όμως άκουσα κι αυτή την κουβέντα, που μου εξετόξευσε, δεν ξέρω πια σε τι φύλλο, αγανακτισμένος «φιλολογικός» του συνεργάτης: «Εγγονόπουλε, πάψε πια να βασανίζεσαι και να μας βασανίζης!» Αν η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική και η ποίησις με παρηγορούν και με διασκεδάζουν. Έτσι και τότε, παρ’ όλη την απογοήτευσή μου, εξακολουθούσα ανελλιπώς να ζωγραφίζω, «να γράφω»1 ποιήματα. Κι όταν, μεσούντος του 1939, ο μακαρίτης Τάσος Βακαλόπουλος, Ναυπλιεύς, μου πρότεινε να μου δημοσιεύση συλλογή, του παρέδωσα τα ποιήματα των Κλειδοκυμβάλων της Σιωπής, που κυκλοφόρησαν στο τέλος της ίδιας εκείνης χρονιάς. Εδώ πρέπει να πω πως, αν δεν εδαπάνησα ποτέ τίποτα για τη δημοσίευση των ποιημάτων μου, δεν απεκόμισα και ποτέ κανένα απολύτως υλικό όφελος απ’ αυτά. Με τις ίδιες, αν όχι κι εντονώτερες αντιδράσεις, υπεδέχθησαν, τη νέα μου συλλογή, οι «πνευματικοί» κύκλοι των συμπολιτών. Γεγονός άξιο να εξαρθή όλως ιδιαίτερα, αν ληφθή υπ’ όψη ότι οι καιροί, τώρα, ήσαν μάλλον δύσκολοι: στη Δύση ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ήδη αρχινισμένος, και, στον αττικόν ορίζοντα, είχαν μαζευτεί απελπιστικά μαύρα σύννεφα, που μηνούσαν πολύ προσεγγίζουσες συμφορές. Τώρα, ποιοι οι αποτελούντες τ’ οργισμένο πλήθος, που με καταδίκαζε κι εμένα; Οι αιώνιοι, οι γνωστοί, οι συνηθισμένοι. Πριν απ’ όλα οι αδιάφοροι, που οι συνήθεις ασχολίες τους είναι τελείως άλλες και για τους οποίους: πνεύμα, ποίησις, τέχνες, είναι άφραγο χωράφι, όπου πιστεύουν ότι δικαιούνται να μπαίνουν ως το κρίνει το κέφι τους, ν’ ανοηταίνουν, να «σπαν πλάκα» κατά το δη λεγόμενο. Μάλιστα όταν βρεθούν και καλοθελητές να τους εμπνεύσουν και ναν τους κάμουν την αρχή!... Γιατί από μόνοι τους δεν θα «επεσήμαιναν» τα αξιοκατάκριτα, τ’ αξιογέλαστα: δε θα μπορούσαν, ίσως και δεν θα τολμούσαν2. Ύστερα οι «νερόβραστοι»,3 αυτοί που πιθανόν να έχουν κάποιο μικρό ενδιαφέρον για μιαν ελάχιστη περιοχή της τέχνης και που, μέσ’ στην άγνοια και την αμάθειά τους, την ημιμάθειά τους έστω, παίρνουν κι αυτοί το δικαίωμα να επιτίθενται και να βρίζουν μ’ όσους διαφωνούν. Έπειτα οι καθαρώς κακοί, που απονέμουν εις εαυτούς, έτσι, το δικαίωμα να βλάπτουν τους συνανθρώπους με κάθε πρόφαση. Αλήθεια, οι αναγνωρίζοντες εις εαυτούς δικαιώματα δεν αξίζουν και πολλά πράγματα: ο πραγματικά πνευματικός άνθρωπος καθήκοντα, και μόνο, παραδέχεται κι αναγνωρίζει στον εαυτό του. Για να δώσω μια σαφή εικόνα της όλης καταστάσεως, αντιγράφω από άρθρο γνωστού κριτικού, σχετικά με τον καιρό που λέω: «Την εποχή εκείνη των ακαθόριστων ακόμη αισθητικά και κριτικά όρων και αποχρώσεων της νέας ποίησης, οι δύο συλλογές του Εγγονόπουλου συμβάλανε αποφασιστικά για την τελειωτική αποκρυστάλλωση της έννοιας υπερρεαλισμός στην αντίληψη πολλών, σαν πνευματικό σκάνδαλο, δίχως προηγούμενο στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Ο Εγγονόπουλος έγινε από τότε στόχος μιας παράφορης κι αντιπνευματικής, στο βάθος, καταδρομής από χρονογράφους, επιθεωρησιογράφους, λόγιους, κριτικούς και ποιητές, που γρήγορα γενικεύτηκε σε τυφλή επίθεση κατά της νέας μας ποίησης και λογοτεχνίας. Μα ενώ σιγά-σιγά το έργο των άλλων άρχισε να γίνεται δεκτό “κατά δόσεις” σαν αληθινή και νέα ποίηση, στον Εγγονόπουλο δε δόθηκε ακόμη χάρη και τ’ όνομά του, στημένο στην πιο απλησίαστη περιοχή της λογοτεχνίας μας σαν κατηγορηματική απαγόρευση,...» κλπ. Και πρέπει να γίνη απόλυτα πιστευτός ο κριτικός μας, γιατί έχει τις πληροφορίες του από θετική πηγή. Ενώ, σήμερα, έχω την τιμή να τον συγκαταλέγω ανάμεσα στους πιο χαριτωμένους μου φίλους, φίλους και του προσώπου μου και της δουλειάς μου, πρέπει να ομολογήσω πως, τότε, μετριόνταν ανάμεσα στους πιο ανελέητους, στους πιο αδυσώπητους επιτιμητάς κι επικριτάς μου. Η κυρία Μ. Κρανάκη, μετά την έκδοση του Domaine Grec, δηλαδή μετά το 1947, περιγράφει αυτή την «ηρωική εποχή» στον τόπο μας, στο παρισινό περιοδικό Critique: «...la réaction du public fut beaucoup plus violente qu’ailleurs. Le seul titre assez peu provocant de Clavecins du Silence, recueil de vers d’Engonopoulos, souleva des vagues d’hystérie»4. Σημειωτέον ότι στο μεταξύ ο πόλεμος είχε φτάσει πια ως εδώ. Στρατεύθηκα και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στην «γραμμή πυρός», όπου με βαστήξανε πεισματάρικα, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως καμιάν ανάπαυλα, αν εξαιρέσω ένα αρκετά βασανιστικό «ιντερμέδιο» στη «Διλοχία Πειραιώς», απλούν «πειθαρχικόν λόχον». Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι, ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμονήτου «4ης Αυγούστου», ο όρος «διανοούμενος» συνεπήγετο και την έννοια του «υπόπτου». Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα, με τους συναδέλφους μου, παρανόμως, από τους Γερμανούς, σε στρατόπεδα «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια. Η εχθρότης και τα «rires jaunes» διατηρόνταν ακόμη αναλλοίωτα, και διετηρήθησαν μέχρι την εποχή του «Μπολιβάρ». Το ποίημα άρεσε στην τότε νεολαία και, σιγά-σιγά, η κατάσταση άρχισε να μαλακώνη. Ίσαμε το σημείο να μου απονεμηθή, το 1958, από το Υπουργείο Παιδείας, το «Α´ βραβείο ποιήσεως» για την εκδοθείσα τον προηγούμενο χρόνο συλλογή μου, αλλά και «διά την προτέραν ποιητικήν προσφοράν» μου. Είναι η μόνη τιμή που μου έγινε ποτέ από το επίσημο κράτος. Με ξάφνιασε δε διπλά, γιατί πρώτον δεν είχα κάμει καμιάν αίτηση και, ως το συνηθίζω, κανένα διάβημα, γι’ αυτό το σκοπό, αλλά και γιατί τα περισσότερα μέλη της Επιτροπής δεν ήσαν φίλοι της δουλειάς μου, και πολλά εξακολουθούν να μην είναι και σήμερα. Είπα, πιο πάνω, ότι οι βιαιότητες των εναντίον μου επιθέσεων δεν με σταματήσανε ποσώς από του να ζωγραφίζω και να «γράφω» ποιήματα. Δεν μπορώ όμως να πω ότι δεν με δυσκόλεψαν, και πολύ μάλιστα, στη ζωή μου5. Καθώς δεν είμαι «οικονομικώς ανεξάρτητος», και μη έχοντας ικανότητα καμιά γι’ αυτά που λεν «διπλωματίες», εργάστηκα συνεχώς, σκληρά, ως υπάλληλος, χωρίς να λείψω ούτε στιγμή. Για να εξασφαλίσω και την ελευθερία μου, και τον λίγο καιρό, και τα ακόμη λιγώτερα μέσα που μου επέτρεψαν να εργαστώ καλλιτεχνικά. Ένας Θεός ξέρει τι απαιτητική, τι πολυδάπανη είναι η ζωγραφική επιστήμη. Τον Μαικήνα δεν τον συνήντησα ποτέ. Υπήρξα καλός υπάλληλος κι αυτό μου το επιτρέπουν ναν το πω τα διάφορα πιστοποιητικά «ικανοποιήσεως» των κατά καιρούς, λίγων ευτυχώς, εργοδοτών μου. Εύκολο να φανταστή κανείς με τι επιεική διάθεση οι διάφοροι εργοδόται είχαν την όρεξη να του εξασφαλίσουν «τα προς το ζην», σε υφιστάμενο που είχε την φήμη του ποιητού, και μάλιστα του «σκανδαλώδους ποιητού»! Ένας-δυο μού εφέρθηκαν και αφάνταστα σκληρά. Σήμερα, η πείρα μου μού επιτρέπει ναν το πω, με απόλυτη ευθύνη, πως, στον τόπο μας, και μάλιστα στα χρόνια τα δικά μας, η εκτίμησις εκδηλώνεται με αμείλικτη καταδίωξη. Πιστεύω πως, παλαιότερα, τον πνευματικό άνθρωπο, η νεο-ελληνική κοινωνία τον περιέβαλλε μόνο μ’ απόλυτη αδιαφορία, δίχως μίσος. Πάντως το πλέον οδυνηρό της όλης προπολεμικής μου αυτής περιπέτειας ήταν άλλο. Η στάσις των «ανθρώπων του πνεύματος» και των «συναδέλφων» γύρω μου. Από τους αδιάφορους προς την ποίηση, ή μάλλον τους ξεκάθαρα εχθρούς της ποιήσεως, οι λοιδωρίες κι οι επιθέσεις σ’ έναν γνήσιο εκπρόσωπό της. Χαρά τους να τον βρίσουν, να προσπαθήσουν να τον εξοντώσουν. Μέχρις εκείνων που μπορούσανε να καταλάβουν τι έλεγα, και να προσπαθήσουν να απαλύνουν, να κατευνάσουν το άνομο φέρσιμο, αλλά δεν το έκαμαν, ωθούμενοι είτε από συμφέρον, είτε από σκέτη ζήλεια. Μιαν απέραντη κλίμακα, απαισία τη θέα, ανθρωπίνων αδυναμιών και ανανδρίας. Μπροστά μου, άλλοι μου έκαναν τον φίλο, άλλοι τον επιεική, πίσω μου όλοι τους συνένωναν τις φωνές τους με το σκυλολόι. Να μη λείψουν να εκδικηθούν, με τον τρόπο τους, εκείνον που έκανε αυτό που κι οι ίδιοι θα ποθούσαν να έκαναν, αλλά δεν είχαν την ικανότητα. Κι οι Θεοί ηττώνται όταν τα βάλουν με τη βλακεία (Dummheit), λέει ο Γερμανός ποιητής. Πού θα βρισκόμουν καταβαραθρωμένος, που δεν είμαι, απλώς, παρά ένας ζωγράφος και ποιητής με σώμα θνητό; Αν εσώθηκα, αυτό το χρωστώ στους ελάχιστους φίλους που μου παραστάθηκαν. Και, προ πάντων, σε δύο μεγάλους που μ’ ευεργετήσανε ποικιλοτρόπως, και για τους οποίους πρέπει να πω εδώ την μεγάλη μου ευγνωμοσύνη. Εννοώ τον μεγάλο ζωγράφο Κωνσταντίνο Παρθένη και τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο. Ο Κωνσταντίνος Παρθένης είναι ένας πραγματικά μεγάλος ζωγράφος. Ένας από τους πιο μεγάλους της εποχής μας και συνεπώς όλων των εποχών. Ευτύχησα να σπουδάσω κοντά του. Έτσι, όχι μόνο επωφελήθηκα της υπέροχης διδασκαλίας του: ό,τι γνωρίζω στη ζωγραφική το οφείλω, αποκλειστικά, σ’ αυτόν. Αλλά, ταυτόχρονα, μου επετράπη να γνωρίσω τον άνδρα και να εμψυχωθώ, για όλη μου τη ζωή, έναν άνθρωπο υψηλόφρονα, ευθύ, άτεγκτο και ανεπηρέαστο στο δρόμο της αρετής, μεγάλης καλλιεργείας, αφάνταστου ψυχικού πλούτου και μεγαλείου, κομψότατο, απέραντο καλό6, έναν αληθινό αριστοκράτη του πνεύματος και της ζωής. Τα ίδια έχω να πω και για τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Ευτύχησα, επίσης, να γνωρίσω κάπως από κοντά τον μεγάλο ποιητή. Πάντοτε με έθελξαν και με γοήτευσαν και με παρηγόρησαν στη ζωή (νά η αποστολή της ποιήσεως!), τα υπέροχα έργα του. Τα ποιήματά του, καθώς και όλα του τα γραπτά, είναι προϊόντα μιας μεγάλης φαντασίας, ενός πάρα πολύ πλουσίου πνευματικού και ψυχικού κόσμου, μιας άψογης όσο και βαθειάς γνώσης του ωραίου και του καλού. Τα έργα του και η ζωή του τοποθετούν τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ισάξιο, πλάι σ’ έναν Σολωμό, σ’ έναν Baudelaire, σ’ έναν Lautréamont, σ’ έναν Δάντη. Ο άνδρας, ακριβώς όπως ο Παρθένης: υπέροχος. Πρέπει να ειπωθή το ίδιο και γι’ αυτόν όπως και για τον μεγάλο ζωγράφο: ένας αριστοκράτης του πνεύματος και της ζωής. Τον Εμπειρίκο ευγνωμονώ και γι’ άλλο κάτι: είναι ο πρώτος που, στο μεγάλο σάλο, σήκωσε θαρραλέα τη φωνή και διαμαρτυρήθηκε για τον άδικο κατατρεγμό μου. Και επέβαλε σιωπή. Γιατί ποτέ δεν έστερξε την ψευτιά και την αδικία. Πάντοτε στάθηκε έτοιμος να υπερασπίση ό,τι θεωρούσε σωστό και δίκαιο, και να στηλιτεύση κάθε τι που έβλεπε άδικο, ή απλώς κακό. Απίστευτα ανιδιοτελής, ποτέ ο ίδιος δεν καταδέχτηκε μικροσυμφέροντα και μικροπολιτικές, όπως συνηθίζεται, ευρύτατα, εδώ κι αλλού. Όμοια με τον Παρθένη, δουλεύει μέσ’ στην καθαρή χαρά, κι είναι το έργο τους, το έργο τους και μόνο, και των δυονώ, που θαν τους τοποθετήσει, ασφαλώς και ακόπως, στη θέση που κατέχει δικαιωματικά ο καθείς τους και στον ελληνικό ορίζοντα και στον παγκόσμιο: μια από τις πρώτες. Το σημείωμα αυτό, που πρέπει να είναι όσο το δυνατό συντομώτερο, δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ και στο ποιητικό μου «πιστεύω». Άλλωστε ενυπάρχει μέσα στις γραμμές των ποιημάτων των συλλογών. Τον καλό μου αναγνώστη, αν θέλη, θα τον παραπέμψω στα άρθρα, διαλέξεις, κεφάλαια βιβλίων, με τα οποία ετίμησαν το ποιητικό μου έργο οι κύριοι Ανδρέας Εμπειρίκος, Robert Levesque, René Etiemble, Ανδρέας Καραντώνης και Γεώργιος Θέμελης. Εκεί εξηγούν και τις προθέσεις μου και τα επιτεύγματά μου. Θα περιοριστώ σε μερικές γραμμές μόνο για τη γλώσσα που χρησιμοποιώ. Κι η οποία δέχτηκε συχνά τον χαρακτηρισμό, σαν ψόγο, της «μικτής». Πρέπει να πω πως είναι απλούστατα η γλώσσα που μιλώ. Άλλωστε πρωτεύουσα σημασία δεν έχει το να γίνεται κανείς αντιληπτός από κείνους που επιθυμούν, πραγματικά, να τον καταλάβουν; Νόμιμη γλώσσα, για μας, είναι η γλώσσα η ελληνική. Δεν έχουν κανένα νόημα απολύτως αυτές οι γνώμες οι φανατικές για «μικτή», «καθαρεύουσα», «δημοτική». Πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται με απόλυτη αδιαφορία ή, αν το θεωρούμε σκόπιμο, μ’ αυτόν τον μόνον επιτρεπόμενο φανατισμό: εκείνον που εμπνέει τον πόλεμο εναντίον κάθε είδους φανατισμού. Τις γνώσεις μου στη γλώσσα την ελληνική πιστεύω πως τις βοήθησε η απέραντη αγάπη που έχω για την ανάγνωση αρχαίων, βυζαντινών και μεταβυζαντινών κειμένων. Τα βιβλία μου με τ’ αρχαία και τα βυζαντινά κείμενα ήτανε, τα περισσότερα, σ’ «ευρωπαϊκές» εκδόσεις, με τις εξηγήσεις και τα σχόλια γραμμένα στα γαλλικά ή τα λατινικά. Πολλά βυζαντινά και, σχεδόν, τα πιο πολλά μεταβυζαντινά, ήσαν δικών μας εκδόσεων. Η καθαρεύουσα (και καμιά φορά υπέρ-καθαρεύουσα) των Σάθα, Λάμπρου, Ξανθουδίδη, και των σημερινών ακόμη7, στις σημειώσεις και τις μελέτες που συνόδευαν τα κείμενα, όχι μόνο δεν μ’ εξένιζε, σαν τις γαλλικές και τις λατινικές που είπα, αλλ’ αντίθετα μ’ έκανε να παρατηρήσω πώς συνδέονταν και, στο τέλος, συγχέονταν με τη γλώσσα του μελετούμενου γραπτού. Έτσι κατάλαβα πως η γλώσσα η ελληνική είναι μία. Κι ότι είναι μάλλον έλλειψη σοφίας να προσηλώνεται κανείς πεισματάρικα σε μια και μόνο, αποκλειστικά, μορφή της, να περιφρονή αυτόν τον αμύθητο πλούτο, το θησαυρό, που έχει στη διάθεσή του. Και να μην αντλή, ελεύθερα, με σεβασμό και προσοχή φυσικά, για να λαμπρύνη το στίχο του, να ενισχύση το νόημά του. Ακριβώς όπως μας διδάσκουν τ’ αθάνατα γραπτά του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη. Όπως κάμω στη ζωγραφική μου. Όπου δεν αποκλείω κανένα χρώμα να βρη την κατάλληλη θέση του και να συμβάλη, κι αυτό, στην γενική αρμονία του πίνακος. Όπως, πλάι από τα διδάγματα του Πολυτεχνείου, πάλι στη ζωγραφική μου, προσθέτω, και συνθέτω, τα διδάγματα των Βυζαντινών, των Αρχαίων και των «λαϊκών», σαν τον Θεόφιλο και τους άλλους. Θα ήταν ασυχώρετη παράλειψις να μην πω, εδώ, για τα λίγα, φευ, χρόνια που πέρασα κοντά στον Μενέλαο Φιλήντα. Πράγματι, πρόλαβα τον μεγάλο γέροντα, και είχα την μεγάλη τύχη ν’ ακούσω τα σοφά και πολύτιμα λόγια του μεγαλοφυούς γλωσσολόγου. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Τα ποιήματα τα ζει κανείς, δεν τα «γράφει». 2. Άλλωστε, γι’ αυτούς κάθε τι που δεν έχει άμεση ωφελιμότητα είναι, κατ’ αρχήν, ασυζήτητα «γελοίο». 3. Το μεταχειρίζομαι αντί του «ερασιτέχναι» γιατί, τι σχέση μπορεί να ’χη μ’ αυτούς η ωραία λέξη που περιέχη τον έρωτα! 4. Με ικανοποίηση διεπίστωσα ότι αυτή η αρετή τού να προκαλεί «des vagues d’hystérie» δεν εξαντλήθηκε ακόμη. Προ καιρού μού έφεραν γραπτό (με ημερομηνία 9ης Φεβρουαρίου 1962!) όπου γέρων χρονογράφος εφημερίδων εκθέτει την αγανάκτηση που αισθάνθηκε, ύστερα από 24 (είκοσι τέσσερα) ολόκληρα χρόνια, στην ανάγνωση του βιβλίου μου. Αφού, απροκάλυπτα εξοργισμένος, σχολιάζει τους στίχους μου με χοντροκομμένη «λεπτότητα», στο τέλος εκφράζει και τη λύπη του (τι κομψότης!) ότι δεν έχει... φόλα να μου πετάξη, ή «βρεμένη σανίδα». Ακόμη και την αμάθειά του επιστρατεύει εναντίον μου: αγνοών λέξεις που μεταχειρίζομαι, μου προσάπτει τη χρήση τους ως ψόγο! 5. Πρέπει όμως να πω πως την «horrible misère» δεν την εγνώρισα ποτέ. Παρ’ ό,τι λέει στο βιογραφικό του σημείωμα, που συνοδεύει γαλλικό ποίημά μου στα Cahiers du Sud (αριθ. 303, 1950), αρκετά «fantaisiste» όσο και άγνωστός μου σχολιαστής! Αλλά μια σχετική άνεση;... 6. Η καλωσύνη, έλεγε ο Τολστόι, είναι η πρώτη βαθμίς της πραγματικής αριστοκρατίας. 7. Εξαιρέσει του σοφού καθηγητού Νίκου Βέη. Δεν εκατάλαβα ποτέ πώς ο μεγάλος αυτός επιστήμων χρησιμοποιούσε αυτήν την περίεργη, κι εξεζητημένη, γλώσσα, που θα ξάφνιαζε κι αυτόν τον ίδιο τον Ψυχάρη αν τον διάβαζε. (από το βιβλίο: Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα Α´, Ίκαρος, 1977)
Πηγή:http://cantfus.blogspot.com/search/label/%CE%9D%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%A3%20%CE%95%CE%93%CE%93%CE%9F%CE%9D%CE%9F%CE%A0%CE%9F%CE%A5%CE%9B%CE%9F%CE%A3

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

STÉPHANE MALLARMÉ - [ΠΑΡΘΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΖΩΗΡΟ ΚΑΙ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ…]



Παρθενικό και ζωηρό και ωραίο το σήμερα μάς δίνει
σκληρό ένα χτύπημα με μεθυσμένα τα φτερά του, ως σκίζει
τη λίμνη τη λησμονημένη, με την πάχνη της να πήζει
στων πτήσεων τον διάφανο τον πάγο, που δεν έχουν γίνει.

Του παρελθόντος ένας κύκνος να θυμάται τού ’χει μείνει
πως, όντας μεγαλοπρεπής και απελπισμένος, χαραμίζει
τη λευτεριά του, αφού δεν ετραγούδησε ό,τι θαν του ορίζει
τον θώκο, στο φως του άγονου χειμώνα που όλο ανία χύνει.

Με τον λαιμό του όλον θα τινάξει τη λευκή, τη μία
που ο χώρος τού έβαλε –κι ας την αρνείται– φοβερή αγωνία,
όχι όμως και της γης τον τρόμο που το φτέρωμα τού παίρνει.

Εδώ ένα φάντασμα την καθαρή του λάμψη σχεδιάζει
μες στο ψυχρό όνειρο με απέχθεια ακινητώντας, και, όπως γέρνει,
στον Κύκνο τη φορά, και σ’ εξορία ανώφελη τον βάζει.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Kαταραμένοι Ποιητές



Θαμποί από την  αχλύ του μυστηρίου σαν ήρωες ανεξήγητων θανάτων, ζήσαν στιγματισμένοι από την ανθρώπινη καταφρόνια, όμως γινήκαν ποιητές. Απεκλήθησαν καταραμένοι γιατί αγάπησαν το σκότος και η λιγοστή ζωή τους κύλησε στο περιθώριο. Για να ξεφύγουν από τη χαμέρπεια της θνητότητας στράφηκαν στο αψέντι και στο όπιο, η λογική κάποιων διασαλεύθηκε. Ελάχιστοι κέρδισαν την υστεροφημία και έγιναν σημεία αναφοράς στην παγκόσμια ποιητική Οι περισσότεροι όμως κείτονται ακόμα στο ημίφως ή ακόμα και στη λήθη του κοιμητηρίου των ξεχασμένων, αγνοημένων ποιητών,τους  οποίους ύμνησε ο Καρυωτάκης με τη «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων».
Για την ιστορία ή  φράση «καταραμένος ποιητής»  «poet maudit» στα γαλλικά καθιερώθηκε από τον Αλφρέντ ντε Βινύ ο οποίος στο  δραματουργικό έργο του (1832) Stello αποκαλεί συλλογικά τους ποιητές ως την ράτσα των καταραμένων από τους ισχυρούς της γης.
Ξεφυλλίζοντας μια ανθολογία καταραμένων ποιητών, ερχόμαστε σε επαφή με το πολυτάραχο, ομιχλώδη, πένθιμο ή και μακάβριο βίο , αυτών που διέσπειραν το κήρυγμα της καθολικής άρνησης του συμβατικού, αυτών που στράφηκαν στην αναζήτηση του χαμένου παράδεισου  περνώντας μέσα από τις ερεβώδεις ατραπούς της απόλυτης κόλασης.

Μολονότι η δράση των καταραμένων ποιητών στιγματίζει τον 19οαιώνα, τα βήματα του πρωτοπόρου του είδους Φρανσουά Βιγιόν  μας ταξιδεύουν στο μεσαίωνα (1431-1474).  Ο Βιγιόν συνειδητοποιεί το χάσμα του από τα ανθρώπινα. «Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος», γράφει χαρακτηριστικά. Σήμερα θεωρείται ο πρώτος μεγάλος λυρικός ποιητής της Γαλλίας. Στο έργο του διακρίνεται η θλίψη, ο σαρκασμός, η συγκίνηση και το κωμικό στοιχείο. Χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και δύναμη έμπνευσης.
Ένας από τους περισσότερο διαβασμένους Ευρωπαίους ποιητές σήμερα ο  Charles Baudelaire (1821-1867) στην εποχή του έγινε κατανοητός από ελάχιστους.  Μάλιστα εξ’ αιτίας της ποιητικής συλλογής «Τα άνθη του Κακού » (1857) καταδικάστηκε για προσβολή της δημοσίας αιδούς, και έξι από τα ποιήματα του απαγορεύτηκαν. Στο έργο του Μπωντλαίρ «του Δάντη της παρηκμασμένης εποχής» έντονος είναι ο πεσσιμισμός ένεκα της μελαγχολίας, της ανίας, της νοσταλγίας  και της πεισιθάνατης διάθεσης που συνέχει τα στιχουργήματα . Οι ήρωες ταλαντεύονται μεταξύ των σκοτεινών δυνάμεων του καλού και του κακού, καθώς Έρως και Θάνατος, Θεός και Σατανάς κινούν τα νήματα , αλληλοσυγκρουόμενοι και συχνά συνοδοιπορούντες.Ο Baudelaire σημάδεψε την παγκόσμια ποίηση και επηρέασε τους Ρεμπώ, Βερλαίν , Μαλαρμέ,  Βαλερί και φυσικά τον Κώστα Καρυωτάκη ο οποίος  μετέφρασε στιχουργήματά του.
Ο Paul Verlain (1844-1896) συνδέθηκε με τη σχολή του παρνασσισμού και αργότερα σημάδεψε τη στροφή από το ρομαντισμό στο συμβολισμό και ηγήθηκε του κινήματος της Παρακμής που απέβλεπε στην απελευθέρωση της τέχνης από κάθε ηθικό δεσμό. Η ποίηση του Verlain  χαρακτηρίζεται  από μουσικότητα η οποία επιτυγχάνεται μέσα από παρηχήσεις, συνηχήσεις και ανομοιοκατάληκτους στίχους. Παρά το γεγονός πως το έργο του επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση του συμβολισμού, ο ίδιος αργότερα τον αποκήρυξε, καθώς το κίνημα απέκλινε ακόμα περισσότερο από τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, ενώ ο Βερλαίν υποστήριζε την αναγκαιότητα ορισμένων, όπως για παράδειγμα της ομοιοκαταληξίας του στίχου. Στη βιογραφία “Les Poets Maudits” που ο Βερλαίν εκπόνησε  περιλαμβάνεται υλικό για έξι ποιητές, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και οι  Μαλαρμέ και Ρεμπό.
O Αrthur Rimbault (1854-1891) , θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του συμβολισμού με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην ηλικία μόλις  των είκοσι ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές Εκλάμψεις και Μια Εποχή στην Κόλαση. Σύμφωνα με τον Ρεμπώ, ο αληθινός ποιητής αποτελούσε ένα είδος προφήτη, ικανού να διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα, εφευρίσκοντας το άγνωστο. Ως χρέος του, αντιλαμβανόταν τη γνωριμία με τον εαυτό του, την καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής του, ώστε τελικά να δημιουργήσει μία «οικουμενική γλώσσα». Συχνα το ύφος των στιχουργημάτων του γίνεται παραισθησιακό, παραληρηματικό .Ύστερα από τη διατάραξη της σχέσης του με τον Βερλαίν επέλεξε τη ζωή του πλάνητα τυχοδιώκτη, ασκώντας παροδικά τα επαγγέλματα του ναυτικού, του μισθοφόρου, του έμπορου και του εξερευνητή.
Ο Ισιντόρ Ντυκάς γνωστότερος ως Λοτρεαμόν (1846-1870) συνέγραψε τα  Άσματα του Μαλντορόρ και τη συλλογή «Ποιήματα». Τα Άσματα του Μαλντορόρ, αν και ολοκληρώθηκαν περίπου το καλοκαίρι του 1869, δεν δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε ο Λωτρεαμόν, είτε λόγω του φόβου του εκδότη του για μια πιθανή ποινική δίωξη, καθώς το περιεχόμενο των έξι ασμάτων που ήταν γραμμένα σε πεζό λόγο αλλά είχαν ποιητικό  χαρακτήρα, ήταν ιδιαίτερα προκλητικό. Ο Λωτρεαμόν που πέθανε σε ηλικία 24 ετών  πιθάνοτατα από κάποια μολυσματική ασθένεια λογίζεται ένας από τους προγόνους του υπερρεαλιστικού κινήματος.
Ο Στεφάν Μαλαρμέ (1842-1898) ήταν Γάλλος συμβολιστής ποιητής και κριτικός που επηρεάστηκε από τον Μπωντλαίρ και τον Έντγκαρ Άλαν Πόε. Τα πιο διάσημα έργα του είναι: Το απόγευμα ενός φαύνου , η Ηρωδιάς και ο Ο Ίγκιτουρ ή Η τρέλα του Ελβενόν.
Ο Τριστάν Κορμπιέρ (1845-1875) δημοσιεύει το 1873 τη μοναδική του ποιητική συλλογή Οι κίτρινες αγάπες, η οποία παραμένει στο περιθώριο.
Στη σύντομη αυτή αναδρομή δεν πρέπει να λησμονήσουμε τον Άγγλο Ουίλιαμ Μπλέηκ  (1757-1827), οι οραματισμοί του οποίου εκλαμβάνονταν από την πλειοψηφία ως δείγμα παραφροσύνης, τον ρομαντικό φιλέλληνα Βύρωνα  (1788-1824) τον εκπρόσωπο του αμερικανικού ρομαντισμού και τον πατέρα της λογοτεχνίας του μακάβριου Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1849).
 Από τους Έλληνες ποιητές καταραμένος λογίζεται ο  Κώστας  Καρυωτάκης (1896-1928). ο οποίος υπό την επίδραση του γαλλικού ρομαντισμού και συμβολισμού , καυτηρίασε με τρόπο ελεγειακό και  σαρκαστικό τα αδιέξοδα της Ελλάδας του μεσοπολέμου , οι σύγχρονοί του Ρώμος Φιλύρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης , Μαρία Πολυδούρη και φυσικά η Κατερίνα Γώγου.
Κλείνοντας το τρέχον αφιέρωμα δεν πρέπει να λησμονήσουμε και τους άδοξους  κήρυκες της ποιήσεως που βυθίστηκαν στην αδυσώπητη τάφρο του χρόνου , χωρίς να τους χαριστεί ούτε ένα κλωνάρι δυόσμος.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Stéphane Mallarmé- «Η κόμη»

La chevelure vol...
La chevelure vol d'une flamme à l'extrême
Occident de désirs pour la tout éployer
Se pose (je dirais mourir un diadème)
Vers le front couronné son ancien foyer

Mais sans or soupirer que cette vive nue
L'ignition du feu toujours intérieur
Originellement la seule continue
Dans le joyau de l'oeil véridique ou rieur

Une nudité de héros tendre diffame
Celle qui ne mouvant astre ni feux au doigt
Rien qu'à simplifier avec gloire la femme
Accomplit par son chef fulgurante l'exploit

De semer de rubis le doute qu'elle écorche
Ainsi qu'une joyeuse et tutélaire torche
(1887)

********************
Η ΚΟΜΗ

Η κόμη, φλόγας πέταγμα, τώρα
Που έσβησε ο πόθος της να την αφήσει λεύτερη,
Κείτεται αφημένη (θαμπό θά ’λεγα διάδημα)
Στο μέτωπό της στέμμα, στην αρχική εστία της.

Μα, δίχως στεναγμό ή θλίψη γι’ αυτό το σύννεφο το λαμπερό,
Το πύρωμα της φωτιάς, της πάντα εσωτερικής
Αυτής της μιάς και μόνης, αδιάκοπα υπάρχει
Στο σπίθισμα της καθαρής και γελαστής ματιάς.

Προσβάλλει η τόλμη του τρυφερού εραστή
Αυτήν που, μη κινώντας τα στολισμένα δάχτυλά της,
Τη θηλυκότητά της λιγότερο δε δείχνει,
Αστραποβόλα, κάνοντας έτσι τον ποιητή

Να σπέρνει με πετράδια τις αμφιβολίες του
Όπως μια προστατευτική, μια δάδα χαρωπή.


STÉPHANE MALLARMÉ (1842-1898)


Μετάφραση: Αλέξης Ζήρας.


Από το βιβλίο: Stephane Mallarme, «Ποίηση και μουσική», Επιλογή Αλέξης Ζήρας, Πλέθρον, Αθήνα 1983, σελ. 51.

Stephane Mallarmé -«Το απόγευμα ενός φαύνου»



Ο φαύνος


Αυτές τις νύμφες, θα τις διαιωνίσω
Τόσο φως,
Μες στην ατμόσφαιρα, ελαφρό αναφτέρωμα σαρκός
Απ’ του ύπνου την πυκνότητα.
Όνειρο έχω εγώ αγαπήσει;
Η αμφιβολία μου, αρχαίας νυκτός σωρός, πάει να διαλύσει
Σε πολυσύνθετα κλωνάρια, δάση αληθινά,
Που, αλίμονο! αποδείχνουν μόνος πόσο ιδανικά
Δοκίμαζα ένα θρίαμβο σε ρόδων αμαρτίες.
Ας εμβαθύνουμε…
Ή αν με τις τόσες σου ερμηνείες
Σε μύθο ανοίγουν οι ωραίες πόθο σου τρανό!
Φαύνε, ξεφεύγει η φαντασία το χρώμα το κυανό
Των κρύων ματιών τής πιο σεμνής σαν μια πηγή δακρύων.
Μα η άλλη, στεναγμός ποιών αισθημάτων ανομοίων,
Σαν άνεμος θερμός στα στήθη σου τα τριχωτά!
Τί αντίθεση! όταν μες στο καύμα που λιποθυμά
Αδιάσειστο και πνιγερό, η αυγή δροσοπαλεύει,
Άλλο νερό δεν ψιθυρίζει απ’ ό,τι πια κυριεύει
Ο αυλός μου τ’ άλσος που ποτίζει αρμονικά· κι εκτός
Απ’ τον αέρα που παράγει, όντας αυτός διπλός,
Μεμιάς τον ήχο σ’ άγονη βροχή πριν διασκορπίσει,
Δίχως μες στον ορίζοντα ρυτίδα να κινήσει,
Μονάχα ξεχωρίζει αιθέρια η τεχνητή εμπνοή
Που τώρα την παραλαβαίνουν πάλι οι ουρανοί.
Ω εσείς όχθες των σιωπηλών νερών της Σικελίας,
Που ’μαι σαν ήλιος σας ματαιότητα μιας λεηλασίας,
ΜΙΛΗΣΤΕ κάτω απ’ των ανθών σας τη σπιθοβολή
"Πως έκοβα ξερά καλάμια με την προσταγή
"Της τέχνης· ότε, σε γλαυκές, χρυσόχαρες εκτάσεις
"Πάνω σ’ ανταύγειες αμπελιών, με σμαραγδένιες φάσεις,
"Διακρίνω κύμα ολόλευκων σχημάτων που ηρεμούν·
"Και μ’ έν’ αργό προανάκρουσμα που οι κάλαμοι γεννούν,
"Η πτήση αυτή των κύκνων, όχι! των ναϊάδων, πάει,
»Χάνεται…"

Μες στην πύρινη, ξανθή ώρα που περνάει
Το παν ακινητεί χωρίς ενδείξεις τεχνικής
Απ’ όπου ευχή και ζήτηση για υμέναιο πλησμονής·
Λοιπόν με το πρωτόγονο το σφρίγος θα ξυπνήσω
Μόνος κι ορθός, βαθιά σε κύμα φωτερό να ζήσω,
Κρίνοι! για την αγνότητα σαν ένας από σας.
Πιο εκφραστική απ’ το τίποτα, απ’ τα χείλη της ψευτιάς,
Με το φιλί τους δόλιο και για απάτη βεβαιωμένο,
Το στήθος μου, πάντ’ από κάθε εκδήλωση παρθένο,
Αποκρυμμένη μαρτυρεί μια δαγκανιά θεϊκή·
Μα τί μ’ αυτό! έχει κάτι εκλέξει για εκμυστηρευτή
Τον δίαυλο που πια ο σκοπός του στο ύπαιθρο επεκτάθη·
Που, ελκύοντας στα εσώτερά του της σαρκός τα πάθη,
Σε μονωδία ατέλειωτη ονειρεύεται χαρές
Για τις τριγύρω, που συγχέει, μύριες ομορφιές
Με του εύπιστου άσματός μας τις μυθώδεις παραστάσεις·
Στις πιο υψηλές ερωτικές που επιζητεί ανατάσεις
Να σβήσει μέσα στ’ όραμα, βέβηλο απ’ τα πλευρά
Ή και τη ράχη, θάμβος μπρος στα μάτια μου κλειστά,
Μια ηχογραμμή που ανώφελα μονότονη απομένει.

Προσπάθησε, όργανο φυγής, ω πλάνη ενσαρκωμένη
Σύριγξ, ν’ ανθίσεις πάλι στα νερά που με καλείς!
Καυχιέμαι μπρος στα λόγια μου εκτενής αφηγητής
Εγώ για τις θεές· με εικόνες ειδωλολατρίας
Θ’ αρπάξω ακόμη απ’ τη σκιά τους ζώνες γοητείας·
Έτσι, αφού απερρόφησα των σταφυλιών το φως,
Για ν’ αποδιώξει κάποια θλίψη ένας ισχυρισμός,
Γελώντας προς τον ουρανό, γυμνό τον βότρυ υψώνω
Κι ενώ φυσώ, στις φλούδες του, που ’ναι όλο λάμψη, μόνο
Διψώ για μέθη κι ώς το βράδυ παρακολουθώ.

Νύμφες, ας εξογκώσουμε ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΝ ΕΙΡΜΟ.

"Βέλη οι ματιές μου απ’ τα καλάμια πίσω τοξευόνταν
"Σε αθάνατους λαιμούς που βύθισαν ενώ καιόνταν.
"Κραυγή γοερή του δάσους δόνησε τον ουρανό.
"Και χάνονται οι κρουνοί της κόμης, έξοχο λουτρό,
"Σε αχτίδες μέσα και σε ρίγη, ω πετραδιών μαγεία!
"Τρέχω· και μπρος στα πόδια μου συμπλέχτρ’ αδυναμία,
"(Τραύμ’ απ’ τη γεύση του καημού οι νύμφες που ’σαν δυο).
"Τα χέρια τους ανάπτυγμα στου ύπνου τον δεσμό·
"Πετώ, αρπάζοντάς τες πια δίχως να τις χωρίσω,
"Στ’ άλσος αυτό η σκιά που ωθεί τρελά να προτιμήσω,
"Ο ήλιος όπου αντλεί από ρόδα καθεμιά ευωδιά
»Κι όπου θα δύσει η τέρψη μας, σαν την ημέρα, αργά."
Σε λαχταρώ, ανταρσία των παρθένων, ω αγριεμένο
Θέλγητρο σε πανίερο φορτίο γυμνωμένο
Που απ’ των χειλιών μου, φεύγοντας, γλιστράς τον κορωμό
Σαν αστραπή που πίνει τρόμο της σαρκός κρυφό·
Απ’ της σκληρής τα πόδια ώς τη δειλή καρδιά πὄχει η άλλη
Κι αφήνεται μεμιάς όλη αθωότητα μεγάλη
Υγρή από δάκρυα έξαλλα ή λιγότερο θολά.
"Το κρίμα μου είναι πως, νικώντας μέσα στη χαρά
"Προδότες φόβους, με φιλιά μου κόμες ξεπλεγμένες
"Εχώρισα, οι θεοί που συντηρούσαν ενωμένες·
"Γιατί, μόλις απόκρυβα ένα γέλιο φλογερό
"Μες στους μακάριους ελιγμούς μιας μόνης, (ότε εγώ
"Φύλαγα μ’ ένα δάχτυλο, ώσπου αυτή άσπιλη ελαφρότης,
"Σωστό φτερό, να πάρει απ’ τη μικρή τον πυρωμό της
"Μη κοκκινίζοντας, αφού ήταν άπειρη κι αγνή,)
"Από τα χέρια, διαλυμένα, σαν σε τελευτή
"Η λεία τούτη, αχάριστη για πάντα, μου αφαιρέθη
»Αδιάφορη μπρος στον λυγμό μου ακόμα μες σε μέθη."

Μα δεν πειράζει! Θα με σύρου άλλες στη χαρά,
Στα σουβλερά μου κέρατα δένοντας τα μαλλιά·
Το ξέρεις, πάθος μου, πορφύρα πια κι ωριμασμένο
Που κάθε ρόδι ανοίγει από μελίσσια κυκλωμένο·
Και το αίμα μας, κυριεμένο απ’ ό,τι θα υποστεί,
Τρέχει για κάποιο σμήνος που αιώνια ποθεί.
Την ώρα αυτού του δάσους που η τεφρή κορφή χρυσίζει,
Κάτι στ’ αποσβησμένα φύλλα συμπανηγυρίζει·
Αίτνα! όπως τότε η Αφροδίτη που ’ρθε να σε βρει
Στη λάβα σου με το ίδιο πέλμα της αγνή επαφή
Μετά από φλογερή υποχώρηση έκρηξης. Δική μου
Κρατώ την άνασσα!
Ω τί της χρωστώ!
Όχι, μα η ψυχή μου
Γυμνή από λόγια και το βαρεμένο αυτό κορμί
Πέφτουν μες στην αγέρωχη μεσημβρινή σιγή·
Πρέπει να κοιμηθώ και τη βλαστήμια να ξεχάσω
Έτσι στον πυρωμένον άμμο επάνω να πλαγιάσω
Στόμα ανοιχτό προς τ’ άστρο που ωριμάζει τα κρασιά!

Ζευγάρι, χαίρε· θα σε δω όπως έγινες σκιά.

S. Mallarmé (1842-1898),  "Το απόγευμα ενός φαύνου" [ειδύλλιο]. Μετ. Γ. Σ. Πατριαρχέας. Νέα Εστία 754 (1 Δεκεμβρίου 1958): 1320-1322.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Stéphane Mallarmé -Αύρα Θαλασσινή

«ΑΥΡΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ »

ΘΛΙΨΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΑΡΚΑ, αλίμονο, και τα βιβλία εγώ
τα διάβασα όλα. Ω φύγε, φύγε πέρα !
Νιώθω τη μέθη των πτηνών του αιθέρα
σαν εκκρεμούν ανάμεσα σ' αφρούς και σ' ουρανό !
Τίποτα πια ! ούτε του κήπου του παλιού η μορφή
που στων ματιών το κάτοπτρο ανατέλλει,
δεν θα κρατήσει την καρδιά που θέλει
βαθιά στης πίκρας θάλασσας το κύμα να βραχεί.
Ω νύχτες ! ούτε αυτό το φως της λάμπας μου που αχνά
επάνω στ' άγραφα χαρτιά μου ορχείται,
σε μια λευκή επιφάνεια που μ' αρνείται,
ούτε η κοπέλα πλάι μου με το παιδί αγκαλιά.
Μια πλήξη που τη σάρωσε μια προσδοκία σκληρή
πιστεύει στο "έχε γεια" το εξαίσιο ακόμη...
Πλοίο, θα φύγω ! Του πανιού την κόμη,
την άγκυρά σου σήκωσε για χώρα εξωτική !
Ποιος ξέρει, ίσως τα ιστία σου, που θύελλες καλούν,
να 'ναι απ' αυτά που αρπάζει η ανεμοζάλη
και ναυαγούν, πριν φτάσουν σ' ακρογιάλι —
Όμως, καρδιά μου, άκουσε... Οι ναύτες τραγουδούν !

Stéphane Mallarmé (1842-1898)

μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης

Πρώτη δημοσίευση: περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 1753, Φεβρουάριος 2003.


Στεφάν Μαλλαρμέ, Θαλασσινή αύρα

Η σάρκα εθλίβη, αλλί! και διάβασα όλα τα βιβλία.
Να φύγω! Εκεί να φύγω! Νιώθω με πόση γοητεία
Μεθούν τα πουλιά ανάμεσα σε αφρούς και σε ουρανό!
Τίποτα, ούτε αρχαίοι κήποι σε ματιών κατοπτρισμό,
Δεν σταματά την καρδιά αυτή που η θάλασσα διαβρέχει,
Νύκτες! Ούτε το έρημο φως της λάμπας μου που αντέχει
Πάνω στο χαρτί τ' άδειο, λευκότητα αμυντική
Κι ούτε η νεαρή γυναίκα η θηλάζουσα το παιδί.
Θα φύγω! Πλοίο, έχοντας την εξάρτιση λικνίσει,
Την άγκυρά σου σήκωσε για ξωτική μια φύση!
Μια ανία, συντριμμένη απ' των ελπίδων το δαρμό,
Στων μαντηλιών πιστευει το στερνό χαιρετισμό
Ακόμα! Κ' ίσως οι ιστοί που καλούν τις τρικυμίες
Είναι απ' αυτούς που ο άνεμος γέρνει σε ναυαγίων λείες,
Χωρίς ιστούς, χωρίς ιστούς ούτε ευφορα νησιά...
Μα, το άσμα των ναυτών άκου, ω φευγάτη μου καρδιά!

Μετ. Γ. Πατριαρχέας