Δεν θά ’ρθω απόψε βράδυ το κορμί σου να νικήσω, ω κτήνος,
εκεί όπου πάνε ενός λαού οι αμαρτίες όλες, και τη δίνη
της βρομερής σου κόμης να τσαπίσω, ωσάν θυέλλης σμήνος
τρισέλεεινο σε ανία ανίατη που το φιλί μου χύνει:
βαρύ και ανόνειρο ύπνο αναζητώ στα κλινοστρώματά σου,
πίσ’ απ’ των τύψεων τις άγνωστες κουρτίνες, μετά μένους
ως σέρνεται· να τον γευτείς με όλα τα μαύρα ψέματά σου –
το τίποτα εγκρατέστερα το ξέρεις κι απ’ τους πεθαμένους.
Η διαστροφή σου γαρ, που την ευγένεια σού καταβροχθίζει,
μ’ έχει με τη στειρότητά της σαν κι εσένα στιγματίσει·
και αφού στο πέτρινό σου στήθος μέσα μένει για να ζήσει
καρδιά που δόντι ανοσιότητας καμιάς δεν ροκανίζει,
κατάχλομος, με νεκροσέντονο, στα πόδια εγώ το βάζω
και τρέμω και ριγώ μην και πεθάνω, μόνος σαν πλαγιάζω.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου