Μητέρα Ποίηση, δέξου με το σώμα μου σταυρός
και πάνω του καρφώσανε τη ζωή μου Ναζωραίο
σε ανάξιους εμοιράστηκε ο δικός μου θησαυρός
κι έχω το φτύσμα ταπεινών στο πρόσωπο τ’ ωραίο.
Εκδίκηση ήχων της πληγής, κάνε, την οιμωγή,
-ποτέ δε γεύτηκα ήσυχος μελαχρινό καρβέλι-
στον ιδρώ, που ’χυσα σκυφτός καρπίζοντας τη γη,
της ακτινοβολίας σου λάμψε τα δίκαια βέλη
Ω απόψε, αιχμάλωτος σιωπώ στη μάθη της θανής
για τις παλάμες μου βαρύ ’ναι της οργής το βόλι
αγάπη χάριζα παντού, δεν μ’ είδε όμως κανείς
κι είμαι ένας σπόρος ομορφιάς σε άγονο περιβόλι.
Τη ράχη του μου γύρισε το σύμπαν, και στη σκιά
των ήλιων σέρνομαι χλωμό σκουλήκι, κι αν απ’ ώρα
κεντούσα των αγέννητων παιδιών στοργής φασκιά,
με αρνήθηκαν και σε άρνηση του νου σαπίζει η οπώρα.
Φίλο δεν βρήκα ούτε ένανε, στο ίδιο σκεβρό σκαμνί
να μείνουμε ώρες σιωπηλοί, το στήθος να φουσκώνει
στην ευτυχία μιας επαφής και των δακρύων σταμνί
να ρέει για να ξεπλύνουμε απ’ τα χέρια μας τη σκόνη.
Και μια ύποπτη μόνο ματιά την τόλμη μου νικά
-χαμάλης άρρωστων γενεών στην πλάτη έχω τα βάρη-
την πολιτεία της ομορφιάς που ’χτιζα ευγενικά
την γκρέμισαν με αλαλαγμούς πολιορκητές βαρβάροι.
Σφαλάει τ’ αυτιά μου ο εμπαιγμός στης ζωής τη μουσική,
τα νέα μου μάτια στο φακό της ειρωνείας θαμπώνω
κι όποιο χαλίκι σήκωσα στο δρόμο μου είδα εκεί
βουνό που βάραινε τη γη του μερμηγκιού τον πόνο.
Υπεραξίας υδρατμοί τυφλώνουνε το φως
στον ανθοκάλυκα της γης βόσκει μονάχα η κάμπη
πέτρα του κόσμου ο εγκέφαλος κι απόμεινε κουφός
στον ύμνο του ήλιου που γελούν οι σμαραγδένιοι κάμποι.
Στον εαυτό τους κλειδωμένοι οι άνθρωποι κατοικούν
στη θάλασσα της μοναξιάς, ερημικά κοχύλια,
μες στα γαλάζια βάθη τους τη νύχτα προσδοκούν
και το κοράλλι της καρδιάς δεν άνθησε στα χείλια.
Μα όχι, δε θέλω ταπεινός στους ταπεινούς κι εγώ
κι άγνωστος στης ανυπαρξίας να βυθιστώ τα θάμπη.
Μούσα, το χέρι δώσε μου και καν’ το μου οδηγό
κι απ’ την αψίδα των σκιών στο φως ο νους μου θα ’μπει.
Μες στους καθρέφτες των ματιών σου θα γελάει φαιδρή
κάθε πληγή μου με τα χείλη αιματωμένα ακόμη
το ανάστημά μου θα γραφτεί σαν την πελώρια δρυ
μπρος στην αυγή, και χιόνια ετών δε θα ’χω στην κόμη.
Τον κόρφο σου άνοιξε –νεκρού λίκνο- να με δεχτείς,
-μήτε κλωστή δε με κρατά στο χείλος της αβύσσου-
κάνε ν’ αστράψει η πτώση μου διάττων μεσονυχτίς
και ν’ αναπνεύσω όλη τη ζωή μες στο σκοτεινό κλουβί σου.
Και τότε εγώ ο ανίσχυρος στη μέση να σταθώ
και να ’χω κύκλο πάνοπλους αντάρτες μου τους στίχους,
να βάζω τ’ άστρα κράνος μου στο μέτωπο τ’ ορθό
και των εχθρών μου ατρόμητος να προσπερνώ τους στοίχους.
Τρακτέρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου