Χωρίς να μιλούνε, ή να πούνε τίποτα στο δρόμο πατέρας και γιος μπήκανε στην αγορά!Αίμα παντού, παντού εκεί μέσα. Χάμω, στα κάρα, στους τοίχους, στους στύλους, στους ανθρώπους, που φωνάζανε, γδέρνανε, τρέχανε. Και αρνάκια σφαγμένα με τα κεφάλια τους ακουμπισμένα στην άκρη σκάφης μακριάς, γεμάτης αίμα πηχτό! Φαινόνταν σαν παιδάκια να κοιμούνται και η άκρη της σκάφης να τους χρησίμευε για προσκέφαλο.
— Αγία μέρα! έκανε ο Αριστομένης στον πατέρα του.
— Ναι, ναι, του απάντησε αυτός, έτσι είναι όμως ο κόσμος Αριστομένη.
Και προχωρούσαν με δυσκολία μεσ’ τον κόσμο, στα κάρα, στις χειράμαξες… Φωνές άγριες πουλητών εδώ, εκεί, παντού.
— Του γαλάτου!
Του Αριστομένη το νου ήρθε η σφαγή των δεκατεσσάρων χιλιάδων νηπίων και ο στίχος:
Φωνή ηκούσθη εν Ραμά
Ραχήλ τα τέκνα κλαίει…
— Και μεσ’ τα μαντριά, σκέφτηκε, στα λαγκάδια τώρα, πόσες μάνες αυτών εκεί, δε θα ξεφωνίζουν ζητώντας τα μικρά τους!
— Πρόσεχε, Αριστομένη! του είπε ο πατέρας του.
Ένα κοπάδι αρνάκια περνούσε, φερμένο για σφαγή. Το ένα κοντά στ’ άλλο μπαίνανε μεσ’ τα αίματα και περνούσαν πάνω απ’ τ’ άλλα, τα σφαγμένα. Του φάνηκαν σαν παιδάκια αιχμάλωτα πιασμένα από κανίβαλους που τα οδηγούσαν στα σφαγεία. Είδε ένα άσπρο να στέκεται ταραγμένο πολύ, από κάποιο χτύπο, που έγινε ξαφνικά. Και πόσο η καρδιά του θα χτυπούσε, πόσο!...
Δημοσθένης Βουτυράς, Η σιδερένια πόρτα, 1925
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου