Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Calvino Italo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Calvino Italo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Italo Calvino - Οι πόλεις και τα σημάδια [2]

 Από την πόλη Ζίρμα οι ταξιδιώτες επιστρέφουν με αναμνήσεις ξεχωριστές: ένας τυφλός νέγρος που φωνάζει μέσα στο πλήθος, ένας τρελός που σκύβει απ’ την κορνίζα ενός ουρανοξύστη, μια κοπέλα που κάνει περίπατο μ’ ένα πούμα δεμένο με αλυσίδα. Στην πραγματικότητα πολλοί από τους τυφλούς που πάνε χτυπώντας το μπαστούνι τους στα λιθόστρωτα της Ζίρμας είναι νέγροι, σε κάθε ουρανοξύστη υπάρχει κάποιος που τρελαίνεται, όλοι οι τρελοί περνάνε τον καιρό τους στις κορνίζες, δεν υπάρχει πούμα που να μην έχει ανατραφεί για κοριτσίστικο καπρίτσιο. Η πόλη υπερβάλλει: επαναλαμβάνεται ώστε να μείνει κάτι στο μυαλό.

Γυρίζω κι εγώ από τη Ζίρμα: η θύμησή μου είναι γεμάτη από αερόστατα που πετούν σ’ όλες τις κατευθύσεις στο ύψος των παραθυριών, από δρόμους με μαγαζιά όπου κάνουν τατουάζ στο δέρμα των ναυτικών, από υπόγεια τρένα στοιβαγμένα με χοντρές γυναίκες που νιώθουν ασφυξία. Οι σύντροφοι που ήταν μαζί μου στο ταξίδι, αντίθετα, ορκίζονται πως είδαν ένα μονο αερόστατο να πετάει ανάμεσα από τους οβελίσκους της πόλης, ένα μόνο τεχνίτη του τατουάζ ν’ αραδιάζει πάνω στην τάβλα του βελόνες και μελανοδοχεία και διάτρητα σχέδια, μια μόνο χοντρή γυναίκα να κάνει αέρα στην πλατφόρμα ενός τρένου. Η μνήμη υπερβάλλει: επαναλαμβάνει τα σημάδια ώστε ν’ αρχίσει η πόλη να υπάρχει.

Αόρατες πόλεις

Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Italo Calvino - Aόρατες πόλεις (απόσπασμα)

«ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΣ ΠΟΥ ΜΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΙ Η ΦΩΝΗ σου έρχεται σε μένα από μακριά, ενώ εγώ είμαι φυλακισμένος σ' ένα φανταχτερό κι αβίωτο παρόν, στο οποίο όλες οι μορφές της ανθρώπινης συμβίωσης έφτασαν στα άκρα του κύκλου τους και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιες νέες μορφές θα πάρουν. ΚΑΙ ΑΚΟΥΩ ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΝΗ ΣΟΥ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ ΑΙΤΙΕΣ για τις οποίες οι πόλεις ζούσαν, και για τις οποίες ίσως, μετά τον θάνατό τους, θα ξαναζήσουν». «Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΩΝ ΖΩΝΤΑΝΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ που αφορά το μέλλον, αν υπάρχει μια κόλαση, είναι αυτή που υπάρχει ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που διαμορφώνουμε με τη συμβίωσή μας. ΔΥΟ ΤΡΟΠΟΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΟΦΕΡΟΥΜΕ. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδεχθούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να καταλήξουν να μην τη βλέπουν πια. Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΕΙ συνεχή προσοχή και διάθεση για μάθηση: να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο». 

Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης

[Πηγή: www.doctv.gr]

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Italo Calvino - Χειμώνας: Ο Μαρκοβάλντο στο σούπερ μάρκετ (απόσπασμα)


«Στις έξι το απόγευμα η πόλη έπεφτε στα χέρια των καταναλωτών. Ολόκληρη τη  μέρα η μεγαλύτερη ενασχόληση του πληθυσμού ήταν η παραγωγή: παρήγαγαν καταναλωτικά αγαθά. Μια συγκεκριμένη ώρα, λες και γυρνούσε ένας διακόπτης, σταματούσαν την παραγωγή κι εμπρός! Ρίχνονταν όλοι στην κατανάλωση. Κάθε μέρα, σαν από ακατανίκητη παρόρμηση, μόλις και προλάβαιναν να εμφανιστούν στις ολόφωτες βιτρίνες τα κόκκινα κρεμασμένα σαλάμια, οι πύργοι από πορσελάνινα πιάτα που υψώνονταν ως το ταβάνι, τα τόπια των υφασμάτων που ξεδίπλωναν τις πτυχές τους σαν ουρές παγονιών και να! Το καταναλωτικό πλήθος ορμούσε να διαλύσει, να ροκανίσει, να ψηλαφήσει να κατακρεουργήσει. Μια ατελείωτη ουρά προχωρούσε έρποντας σ’ όλα τα πεζοδρόμια και τις πόρτες, εκτείνονταν απ’ όλες τις μεριές μπροστά στις γυάλινες πόρτες όλων των καταστημάτων και κινείτο με τις αγκωνιές των πάντων στα πλευρά των πάντων, σαν από αδιάκοπες παλινδρομήσεις εμβόλων. Καταναλώστε! Και έπιαναν τα εμπορεύματα, τα ξανάβαζαν στη θέση τους, τα ξανάπαιρναν και τα τραβούσαν ο ένας από τα χέρια του άλλου! Καταναλώστε! Και ανάγκαζαν τις χλομές πωλήτριες να σωριάζουν στους πάγκους ασπρόρουχα σ’ ασπρόρουχα. Καταναλώστε! Και τα κουβάρια του χρωματιστού σπάγκου στριφογύριζαν σαν σβούρες, τα φύλλα του λουλουδάτου χαρτιού φτεροκοπούσαν σαν πουλιά τυλίγοντας τα εμπορεύματα σε πακετάκια, τα πακετάκια σε πακέτα, και τα πακέτα σε δέματα, το καθένα τους δεμένο με φιόγκο. Κι ύστερα δέματα, πακέτα, πακετάκια, τσάντες, τσαντάκια στριφογύριζαν στριμωγμένα γύρω από το ταμείο, τα χέρια έψαχναν μες στις τσάντες αναζητώντας τα πορτοφόλια, τα δάχτυλα έψαχναν μες στα πορτοφόλια αναζητώντας ψιλά κι εκεί χαμηλά, μέσα σ’ ένα δάσος από άγνωστα πόδια και πτυχές πανωφοριών, τα παιδιά, χωρίς κανένα πια χέρι να τα κρατάει, χάνονταν κι έβαζαν τα κλάματα.

   Ένα τέτοιο απόγευμα ο Μαρκοβάλντο έβγαλε την οικογένειά του περίπατο. Μιας και δεν είχαν λεφτά, η διασκέδασή τους ήταν να βλέπουν τους άλλους να ψωνίζουν. Εξάλλου όσο περισσότερο κυκλοφορεί το χρήμα, τόσο περισσότερο ελπίζει ο απένταρος: «Αργά ή γρήγορα κάποτε θα περάσει κι από τις δικές μου τσέπες». Όμως στην οικογένεια του Μαρκοβάλντο ο μισθός ήταν λίγος και τα στόματα πολλά και, επιπλέον, είχαν να πληρώσουν χρέη και φόρους, έτσι το χρήμα εξανεμιζόταν μόλις το έπιαναν στα χέρια τους. Ωστόσο διασκέδαζαν χαζεύοντας , ιδίως κάνοντας βόλτες στο σούπερ μάρκετ.

  Το σούπερ μάρκετ λειτουργούσε ως σελφ σέρβις . Είχε από κείνα τα καροτσάκια με τις ρόδες που μοιάζουν με σιδερένια καλάθια και κάθε πελάτης έσπρωχνε το καροτσάκι του και γέμιζε με όλα τα καλά του Θεού. Μόλις μπήκαν στο σούπερ μάρκετ, πήρε ένα καροτσάκι ο Μαρκοβάλντο, ένα η γυναίκα του κι από ένα τα τέσσερά τους παιδιά. Κι έτσι παρήλαυναν με τα καροτσάκια τους μπροστά τους, ανάμεσα σε πάγκους φορτωμένους από βουνά φαγώσιμα, δείχνοντας τα σαλάμια και τα τυριά και κατονομάζοντάς τα, λες και αναγνώριζαν ανάμεσα στο πλήθος πρόσωπα φίλων ή,  τουλάχιστο, γνωστών.

‐Μπαμπά , να το πάρουμε αυτό; Ρωτούσαν αδιάκοπτα τα παιδιά.

‐Όχι, μην τ’ αγγίζετε, απαγορεύεται έλεγε ο Μαρκοβάλντο έχοντας στο νου του ότι στο τέλος της περιήγησής τους περίμενε η ταμίας για τον λογαριασμό.

Ίταλο Καλβίνο,

«Ο Μαρκοβάλντο στο σούπερ μάρκετ»

Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη,

Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη,

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005

Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

Περί βιβλίου

 Τα βιβλία που χρειαζόμαστε είναι αυτά που επιδρούν απάνω μας σαν κακοτυχία, αυτά που μας κάνουν να υποφέρουμε, όπως υποφέρουμε για το θάνατο κάποιου που αγαπάμε περισσότερο από τους εαυτούς μας, αυτά που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να είμαστε στα όρια της αυτοκτονίας ή χαμένοι σ’ ένα απόμερο δάσος για όλη την ανθρώπινη ενδιαίτηση — ένα βιβλίο πρέπει να χρησιμεύει ως τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα εντός μας.

Φραντς Κάφκα, απόσπασμα επιστολής στον Όσκαρ Πόλακ, 1904.

Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ξυπνά με μια γροθιά στο κρανίο, για ποιο λόγο διαβάζουμε τότε το βιβλίο; Για να μας κάνει ευτυχείς, όπως γράφεις; Θεέ μου, ευτυχείς θα ήμαστε ακόμη και αν δεν είχαμε καθόλου βιβλία, και τέτοια βιβλία, που θα μας κάνουν ευτυχείς, θα μπορούσαμε εν ανάγκη να γράψουμε κι οι ίδιοι.Χρειαζόμαστε όμως τα βιβλία που επενεργούν επάνω μας σαν δυστυχία που μας πονάει πολύ , όπως ο θάνατος κάποιου που αγαπήσαμε πιο πολύ από τον εαυτό μας, σαν να ήμαστε διωγμένοι στα δάση, μακριά από όλους τους ανθρώπους, σαν αυτοκτονία. Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας
 Φραντς Κάφκα, (Βλ.. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ Νο 139-140 . Μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης)

Ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να καταλήξει σ’ ένα ωραίο βιβλίο.»
- Στεφάν Μαλαρμέ, 1842-1898

Το χαρακτηριστικό που κάνει την ερωτική πράξη και την ανάγνωση να μοιάζουν μεταξύ τους είναι ότι στο εσωτερικό τους ανοίγονται χρόνοι και χώροι διαφορετικοί από τον μετρήσιμο χώρο και χρόνο.
Italo Calvino (15 Οκτωβρίου 1923 - 19 Σεπτεμβρίου 1985), Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, μτφρ.: Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Καστανιώτη.

Η ανάγνωση είναι μια στρατιωτική επιχείρηση.
Πολ Βαλερί.

Εν γένει τα βιβλία δεν είναι πεπερασμένα όπως εμείς. Συχνά κάθονται στα ράφια ρουφώντας σκόνη, ακόμα κι όταν ο συγγραφέας τους έχει γίνει ο ίδιος μια χούφτα σκόνη-και είναι ακριβώς η δίψα γι' αυτή τη μεταγενέστερη διάσταση που βάζει την πένα σε κίνηση.Έτσι κρατώντας στα χέρια αυτό το ορθογώνιο αντικείμενο, δεν θα είμαστε υπερβολικοί αν υποθέταμε ότι θωπεύουμε τις τεφροδόχους μας. Εξάλλου αυτό που εξετάζεται σε ένα βιβλίο είναι τελικά μόνον η ανθρώπινη ζωή. Αυτός που είπε ότι όταν φιλοσοφείς είναι σαν να ασκείσαι στο θάνατο είχε πολλαπλά δίκιο, αφού όταν γράφεις ένα βιβλίο δεν γίνεσαι νεότερος.
Γιόζεφ Μπρόντσκι (Μτφρ. Μαρία Ελευθρίου).

Θλίβομαι γιατί πρέπει να σου πω ότι τα βιβλία θεωρούνται πλέον απειλούμενο είδος. Και με αυτό αναφέρομαι επίσης στις συνθήκες ανάγνωσης που καθιστούν εφικτή τη λογοτεχνία και τα αποτελέσματά της στην ψυχή. Μας λένε πως σύντομα θα ανατρέχουμε σε 'βιβλία-οθόνες' για να βρούμε οποιοδήποτε 'κείμενο' αναζητούμε και θα έχουμε τη δυνατότητα να αλλάζουμε την εμφάνισή του, να θέτουμε ερωτήσεις σχετικά με αυτό, να 'αλληλεπιδρούμε' μαζί του. Όταν συμβεί αυτό, τότε η γραπτή λέξη θα έχει γίνει απλά μια άλλη πτυχή της τηλεοπτικής πραγματικότητας μας, καθοδηγούμενη από τη διαφήμιση. Αυτό είναι το ένδοξο παρελθόν που δημιουργείται και μας υποσχέθηκαν ως κάτι πιο "δημοκρατικό". Φυσικά, δεν σημαίνει τίποτε άλλο από τον θάνατο της εσωτερικότητας του βιβλίου.

Σούζαν Σόνταγκ, Το δέντρο, τ. 220-221, Μτφρ. Ευαγγελία Γιάννου

Υπάρχει επίσης η δυνατότητα να βαρεθούμε το βιβλίο πριν ακόμα το ξεκινήσουμε, να του κλείσουμε στα μούτρα το εξώφυλλο ένα λεπτό πριν την «επιβίβαση»,διότι ο χρόνος είναι η πραγματική πολυτέλεια της εποχής μας, και είναι πάρα πολλά τα βιβλία τα οποία θα έπρεπε να διαβάσουμε σε σχέση με το χρόνο που διαθέτουμε. Και τότε οι σελίδες εκείνου του βιβλίου δεν θα λερωθούν από καφέ, δεν θα βραχούν από το νερό της θάλασσας ή του ντους, δεν θα έχουν λεκέδες από μελάνι, δεν θα τσαλακωθούν εκείνες που περιέχουν τα πιο σημαντικά σημεία, δεν θα θυμόμαστε τον ακριβή τόπο που τα διαβάσαμε, ποιόν είχαμε δίπλα μας εκείνη ακριβώς τη στιγμή, προσπαθώντας να βρούμε μια σύνδεση ανάμεσα στον κόσμο μας και σ’ εκείνον της μυθοπλασίας για να αναζητήσουμε ένα σημάδι, για να πειστούμε άλλη μια φορά ότι στη ζωή τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Σιμόνα Σταράκο

Η μελαγχολία μιας ζωής υπερβολικά μικρής για τόσες βιβλιοθήκες...
Χούλιο Κορτάσαρ

Όπου καίνε βιβλία, στο τέλος καίνε και ανθρώπους.
Heinrich Heine

Η ανάγνωση είναι μια τέχνη της απόλαυσης και ως τέχνη ασκείται από τους μυημένους. Αυτοί, οι αληθινοί αναγνώστες, είναι οι τελευταίοι μιας φυλής που σήμερα απειλείται με εξαφάνιση. Γιατί ποιος είναι πρόθυμος στις μέρες μας να εντρυφήσει στα μυστικά μιας σχεδόν λησμονημένης τέχνης;
Σωτήρης Τριβιζάς

Δεν είναι τόσο η γραφή που φυσάει την πνοή της ζωής στο χαρτί ή στην πέτρα. Η ανάγνωση είναι.
Στρατής Χαβιαράς, Άχνα, εκδ. Κέδρος , 2014.

Το διάστημα προσοχής όλο και μικραίνει. Νέοι άνθρωποι αδυνατούν τώρα πια να παρακολουθήσουν μια ταινία. Πόσω μάλλον να διαβάσουν ένα βιβλίο. Ωστόσο ο αργός χρόνος είναι αυτός που φτιάχνει πράγματα.
Διονύσης Καψάλης

Όταν διαβάζουμε, κάποιος άλλος σκέφτεται για λογαριασμό μας• εμείς απλώς επαναλαμβάνουμε τις νοητικές διεργασίες του, όπως ένας μαθητής μαθαίνει να γράφει σκαλίζοντας με τη γραφίδα τα γράμματα που ο δάσκαλος έχει σχεδιάσει με το μολύβι. Έτσι και κατά την ανάγνωση, κάποιος άλλος αναλαμβάνει να μας απαλλάξει από το μεγαλύτερο μέρος της νοητικής δραστηριότητας. Να πώς εξηγείται η σημαντική ανακούφιση που νιώθουμε όταν αφήνουμε κατά μέρος τις σκέψεις που μας απασχολούν για να αφοσιωθούμε σε ένα ανάγνωσμα».

Arthur Schopenhauer, «Περί ανάγνωσης και βιβλίων – Η τέχνη της αποχής από την ανάγνωση» 
Μτφρ.: Γιάννης Καλλιφατίδης, Εκδόσεις Άγρα.

Τα βιβλία έχουν τους ίδιους εχθρούς με τον άνθρωπο: 
τη φωτιά, την υγρασία, την ανοησία, το χρόνο
 και το ίδιο τους το περιεχόμενο.
Πωλ Βαλερύ, 1871-1945, Γάλλος ποιητής


πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη

Μίλτος Σαχτούρης, Ο Σωτήρας


Καλὰ βιβλία εἶναι αὐτὰ ποὺ εἴτε σοῦ γεμίζουν τὰ κενὰ ποὺ ἔχεις ὅσο νὰ ξεχειλίσουν εἴτε σοῦ δημιουργοῦν κενὰ ποὺ πρέπει ἐσὺ νὰ τὰ γεμίσεις. Τὰ μεγάλα βιβλία εἶναι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν ταυτόχρονα καὶ τὰ δύο.

Τίτος Πατρίκιος

Οι άνθρωποι που αγαπάνε τα βιβλία δεν έχουν πολλές ανάγκες και, κυρίως, δεν έχουν ηλίθιες ανάγκες.
Βασίλης Ραφαηλίδης

Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

Italo Calvino-Οι Αόρατες Πόλεις (απόσπασμα)

   οι λεπτόπλοκες πόλεις 2


     Τώρα θα πω για τη πόλη Ζηνοβία που έχει τούτο το θαυμαστό: αν και χτισμένη σε άνυδρη περιοχή υψώνεται πάνω σε πανύψηλους πασσάλους και τα σπίτια είναι από μπαμπού και τσίγκο -με πολλές στοές και μπαλόνια- τοποθετημένα σε διαφορετικά επίπεδα, πάνω σε υποστυλώματα που το ένα ξεπερνάει τα άλλο, συνδεδεμένα μεταξύ τους με ανεμόσκαλες και κρεμαστά πεζοδρόμια, ενώ υπερυψώνονται εξώστες σκεπασμένοι με κωνικές στέγες, βαρέλια για αποθήκευση νερού, ανεμοδείχτες, προεξοχές από τροχαλίες, ορμιές και γερανοί.
     Κανείς δε θυμάται ποια ανάγκη ή προσταγή ή επιθυμία έσπρωξε τους ιδρυτές της Ζηνοβίας να δώσουν αυτήν τη μορφή στην πόλη τους, γι' αυτό δεν μπορείς να πεις αν η πόλη όπως τη βλέπουμε σήμερα και που ίσως αναπτύχθηκε μέσα από μεταγενέστερες προθήκες πάνω στο αρχικό κι ανεξιχνίαστο τώρα πια σχέδιο, εκπλήρωσε το σκοπό της. Όμως το βέβαιο είναι πως αν ζητήσεις από οποιονδήποτε κάτοικο της Ζηνοβίας να σου περιγράψει πώς φαντάζεται την ευτυχία στη ζωή, αυτός πάντα θα οραματίζεται μια πόλη σαν τη Ζηνοβία, με τους πασσάλους της και τις κρεμαστές της σκάλες, μια Ζηνοβία ίσως εντελώς διαφορετική, γεμάτη από λάβαρα και κορδέλες ν' ανεμίζουν, αλλά που πάντα αναπαράγεται από συνδυασμό των στοιχείων εκείνου του πρώτου μοντέλου.
     Μετά απ' όλα αυτά, είναι μάταιο να καθορίσεις αν η Ζηνοβία μπορεί να ταξινομηθεί στις ευτυχισμένες ή τις δυστυχισμένες πόλεις. Δεν έχει νόημα να χωρίζεις τις πόλεις σ' αυτές τις δύο κατηγορίες, αλλά μάλλον σε δύο άλλες: αυτές που συνεχίζουν μέσα από χρόνια και αλλαγές να δίνουν τη μορφή τους στις επιθυμίες κι εκείνες όπου οι επιθυμίες ή καταφέρνουν να σβήσουν την πόλη ή σβήνουν απ' αυτήν.

                          οι πόλεις κι η επιθυμία 5

     Από κει, μετά έξι μέρες κι εφτά νύχτες, ο άνθρωπος φτάνει στη Ζωβαϊδα, πόλη λευκή, εκτεθειμένη στο φεγγάρι, με δρόμους που τυλίγονται μεταξύ τους όπως σ' ένα κουβάρι. Διηγούνται αυτήν την ιστορία για την ίδρυσή της: άνθρωποι από διαφορετικά έθνη είδαν το ίδιο όνειρο, μια γυναίκα να τρέχει νύχτα μέσα σε μιαν άγνωστη πόλη, την είδαν από πίσω, είχε μακριά μαλλιά κι ήταν γυμνή. Ονειρεύτηκαν πως την ακολούθησαν. Γυρίζοντας από εδώ κι από κει την έχασαν όλοι. Μετά το όνειρο ξεκίνησαν ψάχνοντας για κείνη τη πόλη, δεν τη βρήκαν αλλά βρέθηκαν μεταξύ τους, αποφάσισαν να χτίσουν μια πόλη όπως στ' όνειρο. Για τη χάραξη των δρόμων ακολουθήθηκε η διαδρομή της καταδίωξης του καθενός. Στο σημείο που ο καθένας τους είχε χάσει τα ίχνη της φυγάδας διαμόρφωσε χώρους και τείχη αλλιώτικα απ' ό,τι στο όνειρο, ώστε η γυναίκα να μην μπορεί πια να ξεφύγει.
     Αυτή ήταν η πόλη Ζωβαϊδα όπου εγκαταστάθηκαν, περιμένοντας πως κάποια νύχτα θα επαναλαμβανόταν η ίδια σκηνή. Κανείς τους, ούτε στον ύπνο ούτε στον ξύπνο του, δεν ξαναείδε τη γυναίκα. Οι δρόμοι της πόλης ήταν οι δρόμοι όπου πήγαιναν κάθε μέρα να δουλέψουν, χωρίς πια καμία σχέση με την καταδίωξη που είχαν ονειρευτεί. Πράγμα που από καιρό είχε ξεχαστεί.
     Καινούργιοι άνθρωποι από άλλα μέρη έφτασαν, έχοντας δει το ίδιο όνειρο. Αναγνώρισαν στη πόλη Ζωβαϊδα κάτι από τους δρόμους του ονείρου και άλλαξαν τη θέση που είχαν οι στοές και οι σκάλες για να μοιάζουν περισσότερο με τη διαδρομή της κυνηγημένης γυναίκας και για να μην απομείνει κανένας δρόμος διαφυγής στο σημείο που είχε ξεφύγει.
     Οι πρώτοι που έφτασαν δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήταν εκείνο που τράβηξε αυτό τον κόσμο στη Ζωβαϊδα, σ' αυτή την άσκημη πόλη, σ' αυτή τη παγίδα.

                                 οι πόλεις κι ο ουρανός 2

     Στη Βερσαβέα περνά από γενιά σε γενιά, η δοξασία πως μετέωρη στον ουρανό, υπάρχει μια άλλη Βερσαβέα, όπου αιωρούνται οι αρετές και τα πιο υψηλά συναισθήματα της πόλης κι ότι αν η γήϊνη Βερσαβέα κάνει πρότυπό της την ουράνια, οι δυο πόλεις θα γίνουν ένα. Η εικόνα που μεταδίδεται μες από τη παράδοση είναι μιας πόλης από ατόφιο χρυσάφι, με ασημένιες κλειδαριές και διαμαντένιες πύλες, μιας πόλης-κόσμημα, με ψηφιδωτά και πολύτιμα πετράδια, που μπορεί να δημιουργηθεί από τον συνδυασμό της πιο επίπονης μελέτης με τα πιο δαπανηρά υλικά. Πιστοί σ' αυτή τη δοξασία, οι κάτοικοι της Βερσαβέας τιμούν το κάθε τι που τους φέρνει στο νου την ουράνια πόλη: συσσωρεύουν πολύτιμα μέταλλα και σπάνιες πέτρες, απαρνιούνται τις εφήμερες απολαύσεις, αναπτύσσουν μορφές κομψής κοσμιότητας.
     Οι κάτοικοι πιστεύουν ακόμα, πως κάτω από τη γη υπάρχει μια άλλη Βερσαβέα, κρυψώνα του κάθε αξιοκαταφρόνητου κι ανάξιου πράγματος που τους τυχαίνει κι η μόνη έγνοια τους είναι να εξαφανίσουν από τη γήϊνη Βερσαβέα κάθε δεσμό ή ομοιότητα με την υπόγεια δίδυμή της. Στη θέση των σκεπών φαντάζονται πως η κάτω πόλη έχει αναποδογυρισμένους σκουπιδοντενεκέδες, απ' όπου ξεχύνονται φλούδες τυριού, λιγδιασμένα χαρτιά, λέπια ψαριών, ξεπλύματα πιάτων, αποφάγια μακαρονιών, μεταχειρισμένοι επίδεσμοι. Ή ακόμα, πως η ύλη της είναι μαυριδερή κι εύπλαστη και παχύρευστη σα τη πίσα που χύνεται κάτω από τους υπονόμους, επιμηκύνοντας τη διαδρομή των ανθρώπινων εντέρων, από μαύρη τρύπα σε μαύρη τρύπα, ώσπου να λιώσει στον τελευταίον υπόγειο πυθμένα κι από τις αργοκίνητες, περικυκλωμένες φυσαλίδες κάτω, υψώνονται σε στρώματα τα κτίρια μιας πόλης από κόπρανα, με σπειροειδείς οβελίσκους.
     Στις δοξασίες της Βερσαβέας υπάρχει ένα μέρος αλήθειας κι ένα μέρος λάθους. Αλήθεια είναι πως συνοδεύουν τη πόλη δυο προβολές της, μία ουράνια και μια υπόγεια, όμως για τη σύστασή τους κάνουν λάθος. Η κόλαση που υποβόσκει στο υπέδαφος της Βερσαβέας είναι μια πόλη σχεδιασμένη από τους πιο ικανούς αρχιτέκτονες, φτιαγμένη με τα πιο ακριβά υλικά της αγοράς, με τη κάθε συσκευή της και μηχανισμό κι ωρολογιακό σύστημα σε πλήρη λειτουργία, στολισμένη με φούντες και κρόσια και φραμπαλάδες, κρεμασμένα σ' όλους τους σωλήνες και τους διωστήρες.
     Έχοντας για σκοπό της να μαζεύει τα καράτια της τελειότητάς της, η Βερσαβέα πιστεύει σαν αρετή αυτό που είναι τώρα πια μια σκοτεινή μανία να γεμίσει το άδειο δοχείο του εαυτού της, δε ξέρει πως οι μοναδικές στιγμές της μεγαλόψυχης εγκατάλειψης είναι κείνες που ξεκόβει από τον εαυτό της, αφήνεται να πέσει, σπαταλιέται. Ωστόσο, στο ζενίθ της Βερσαβέας βαραίνει ένα ουράνιο σώμα που λάμπει με ό,τι καλό έχει η πόλη, κλεισμένο στο θησαυρό των πραγμάτων που έχουν πεταχτεί: ένας πλανήτης που ανεμίζει με φλούδες πατάτας, σπασμένες ομπρέλες, φθαρμένες κάλτσες, λαμπερά θραύσματα γυαλιού, χαμένα κουμπιά, καραμελόχαρτα, στρωμένος με εισιτήρια του τραμ, κομμένα νύχια και κάλους, τσόφλια αβγού. Η ουράνια πόλη είναι αυτή και τον ουρανό της διατρέχουν κομήτες με μακριά ουρά που έχουν αποσπασθεί για να περιστρέφονται στο διάστημα από τη μόνη ελεύθερη κι ευτυχισμένη πράξη των κατοίκων της Βερσαβέας, πόλης που μόνο όταν αφοδεύει δεν είναι τσιγκούνα, υπολογίστρια, άπληστη.

                                    οι πόλεις και τα μάτια 5

     Διαβαίνοντας το ποτάμι, διασχίζοντας το διάσελο, βρίσκεις ξαφνικά μπροστά σου την πόλη Μοριάνα, τις αλαβάστρινες πύλες της διάφανες στο φως του ήλιου, τους κοραλένιους της κίονες που στηρίζουν μετόπες επιστρωμένες με οφίτη, τις βίλες όλο από γυαλί σαν ενυδρεία όπου κολυμπάνε οι σκιές των χορευτριών με τ' ασημένια λέπια κάτω από πολυελαίους σε σχήμα μέδουσας. Αν αυτό δεν είναι το πρώτο σου ταξίδι, ξέρεις ήδη πως πόλεις σαν κι αυτήν έχουν και μια ανάποδη: αρκεί να περπατήσεις σ' ένα ημικύκλιο και θα σου παρουσιαστεί το κρυμμένο πρόσωπο της Μοριάνας, μια έκταση από σκουριασμένες λαμαρίνες, λινάτσες, τραβέρσες με σηκωμένες αγκίθες, σωλήνες μαύρους από καπνιά, σωρούς από δοχεία, τοίχους τυφλούς με ξεβαμμένες επιγραφές, τελάρα από καρέκλες με βγαλμένο το άχυρο, σκοινιά που κάνουν μόνο για να κρεμαστεί κανείς από 'να σάπιο δοκάρι.
     Από τη μια άκρη στην άλλη, η πόλη μοιάζει να συνεχίζεται προοπτικά, πολλαπλασιάζοντας το ρεπερτόριο των εικόνων της: όμως δεν έχει πάχος, αποτελείται μόνο από μια καλή και μια ανάποδη, όπως ένα φύλλο χαρτί, με μια φιγούρα στην κάθε του όψη, που δεν μπορούν ούτε ν' αποχωριστούν ούτε να κοιταχτούν.

                                       οι πόλεις κι οι νεκροί 1

     Στη Μελανία, κάθε φορά που μπαίνεις στη πλατεία, βρίσκεσαι στη μέση ενός διαλόγου: Ο καυχησιάρης φαντάρος και το παράσιτο βγαίνοντας από μιά πόρτα, συναντιώνται με το νεαρό άσωτο και τη πόρνη, ή ο φιλάργυρος πατέρας δίνει απ' το κατώφλι, τις τελευταίες συμβουλές στην ερωτιάρα κόρη και διακόπτεται από τον ηλίθιο υπηρέτη, που πάει να δώσει ένα σημείωμα στη ρουφιάνα.
     Επιστρέφεις στη Μελανία μετά από χρόνια και ξαναβρίσκεις τον ίδιο διάλογο να συνεχίζεται, στο μεταξύ, έχουν πεθάνει το παράσιτο, η ρουφιάνα, ο φιλάργυρος πατέρας, αλλά  ο καυχησιάρης φαντάρος, η ερωτιάρα κόρη, ο ηλίθιος υπηρέτης, πήραν τη θέση τους, έχοντας με τη σειρά τους αντικατασταθεί απ' τον υποκριτή, την έμπιστη, τον αστρολόγο.
     Ο πληθυσμός της Μελανίας ανανεώνεται: οι πρωταγωνιστές, ένας-ένας, πεθαίνουν και στο μεταξύ γεννιούνται εκείνοι που με τη σειρά τους θα πάρουν τη θέση τους, άλλος στον ένα ρόλο, άλλος στον άλλο. Όταν κάποιος αλλάζει ρόλο ή εγκαταλείπει για πάντα τη πλατεία ή κάνει εκεί τη πρώτη του είσοδο, ακολουθεί μιά σειρά από αλλαγές, ώσπου όλοι οι ρόλοι να διανεμηθούν εξ αρχής, αλλά στο μεταξύ, ο θυμωμένος γέρος συνεχίζει να κυνηγάει το νεαρό απόκληρο, η παραμάνα να παρηγορεί τη προγονή, έστω κι αν κανείς δε διατηρεί τα μάτια και τη φωνή που είχε στη προηγούμενη σκηνή.
     Συμβαίνει μερικές φορές ένα μόνο πρόσωπο να κρατάει, την ίδια στιγμή, δυό ή περισσότερους ρόλους: τύραννος, ευεργέτης, αγγελιαφόρος, ή ένας ρόλος να διανέμεται σε δυό, σε πολλούς, φτάνει να μοιράζεται σ' εκατό, χίλιους κατοίκους της Μελανίας: τρεις χιλιάδες για τον υποκριτή, τριάντα χιλιάδες για το παράσιτο, εκατό χιλιάδες για τα ξεπεσμένα παιδιά του βασιλιά που περιμένουν την αναγνώριση.
     Με το καιρό, ακόμα κι οι ρόλοι δεν είναι ακριβώς οι ίδιοι, όπως πριν, βέβαια η δράση που ξετυλίγουν μέσα από μηχανορραφίες κι απρόοπτες εξελίξεις, οδηγεί σε κάποια τελική λύση, που συνεχίζει να πλησιάζει ακόμα κι όταν η πλοκή μοιάζει να μπερδεύεται πιο πολύ και τα εμπόδια μεγαλώνουν.
     Όποιος έρχεται στη πλατεία, σε διαδοχικές στιγμές, ακούει πως από πράξη σε πράξη, ο διάλογος αλλάζει, έστω κι αν οι ζωές των κατοίκων της Μελανίας είναι πολύ σύντομες για να το αντιληφθούν.

                               οι πόλεις κι η μνήμη 1

     Φεύγοντας από κει και ταξιδεύοντας τρεις μέρες προς την ανατολή, φτάνει κανείς στη Διομίρα, πόλη μ' εξήντα ασημένιους τρούλους, μπρούτζινα αγάλματα όλων των Θεών, δρόμους στρωμένους με κασσίτερο, ένα θέατρο από κρύσταλλο, ένα χρυσό κόκορα που τραγουδάει κάθε πρωΐ πάνω σ' ένα πύργο. Όλες αυτές τις ομορφιές, ο ταξιδιώτης ήδη τις ξέρει, γιατί τις έχει δει και σ' άλλες πόλεις.
     Όμως το ξεχωριστό σ' αυτή για τον άνθρωπο που φτάνει εδώ, κάποια βραδιά του Σεπτέμβρη, όταν οι μέρες αρχίζουν να μικραίνουν και τα πολύχρωμα φανάρια ανάβουν μονομιάς στις πόρτες των μαγέρικων κι από κάποια ταράτσα ακούγεται μια γυναικεία φωνή: ω!, είναι πως νιώθει ζήλια γι' αυτούς που τώρα πιστεύουν ότι κάποτε είχαν ζήσει μιά βραδιά όμοια μ' αυτή και που νομίζουν πως εκείνη τη φορά, ήταν ευτυχισμένοι.

                               οι πόλεις κι η μνήμη 2

     Ο καβαλάρης που ταξιδέυει μακριά, σε τόπους άγριους, νιώθει το πόθο για μιά πόλη. Τέλος, φτάνει στην Ισιδώρα, πόλη με κτίρια που έχουν ελικοειδείς σκάλες, επιστρωμένες με ελικοειδή όστρακα, όπου κατασκευάζονται τηλεσκόπια και βιολιά εξαίσιας τέχνης, όπου ο ξένος αν διστάσει ανάμεσα σε δυό γυναίκες, συναντά πάντα μιά τρίτη, όπου οι κοκορομαχίες καταλήγουν στο αιματοκύλισμα αυτών που στοιχηματίζουν.
     Όλα αυτά σκεφτόταν, όταν ποθούσε μια πόλη.
     Η Ισιδώρα είναι λοιπόν, η πόλη των ονείρων του, με μιά διαφορά: Η πόλη που ονειρευόταν, τον είχε μέσα της στα νιάτα του. Στην Ισιδώρα φτάνει στα γεράματα!
     Στη πλατεία βρίσκεται το πεζούλι όπου κάθονται οι γέροι και κοιτάζουν τους νέους να διαβάινουν.
     Κάθεται κι αυτός στη σειρά, ανάμεσά τους.
     Οι επιθυμίες είναι πια αναμνήσεις.

                               οι πόλεις και το όνομα 1

     Λίγα πράγματα ξέρω να πω για την Αγλαύρα εκτός από εκείνα που οι ίδιοι οι κάτοικοι ανέκαθεν επαναλαμβάνουν: μια σειρά από παροιμιώδεις αρετές, με άλλα τόσα παροιμιώδη ελαττώματα, μερικές εκκεντρικότητες, κάποια πεισματάρικη προσήλωση στους κανόνες.
     Παλιοί παρατηρητές, που δεν υπάρχει λόγος να μη τους θεωρούμε αξιόπιστους, απέδωσαν στην Αγλαύρα τον ανθεκτικό στο χρόνο συνδυασμό των γνωρισμάτων της, συγκρίνοντάς τα σίγουρα με γνωρίσματα άλλων πόλεων του καιρού τους. Ούτε η Αγλαύρα που περιέγραψαν ούτε η Αγλαύρα που βλέπουμε έχουν αλλάξει πολύ από τότε, αλλά αυτό που ήταν εκκεντρικό έχει γίνει συνηθισμένο, ό,τι περνούσε για φυσικό τώρα είναι παραξενιά κι αρετές ή ελαττώματα είναι διαφορετικά κατανεμημένα.
     Μ' αυτή την έννοια τίποτε δεν είναι αληθινό απ' όσα λέγονται για την Αγλαύρα κι όμως αυτές οι περιγραφές δημιουργούν μια σταθερή και συμπαγή εικόνα της πόλης, ενώ τα σκόρπια συμπεράσματα που βγαίνουν όταν ζεις εκεί έχουν μικρότερη αξία. Το αποτέλεσμα είναι τούτο: μιλάνε για μια πόλη που έχει πολλά απ' όσα χρειάζονται για να υπάρξει, ενώ η πόλη που υπάρχει στη θέση της, υπάρχει λιγώτερο.
     Αν λοιπόν ήθελες να σου περιγράψω την Αγλαύρα βασισμένος σ' ό,τι είδα και δοκίμασα εγώ προσωπικά, θα 'πρεπε να σου πω ότι είναι μια πόλη ξεθωριασμένη, χωρίς χαρακτήρα, βαλμένη εκεί όπως-όπως. Αλλά ούτε κι αυτό δε θα ήταν αλήθεια: κάποιες ώρες, σε κάποια σημεία των δρόμων, βλέπεις να ξεπροβάλλει μπροστά σου ο υπαινιγμός για κάτι ολοφάνερο, σπάνιο, ίσως μαγευτικό, θα ήθελες να πεις τί πράγμα είναι, όμως όλα όσα έχουν ειπωθεί προηγουμένως για την Αγλαύρα δεσμεύουν τα λόγια σου και σ' αναγκάζουν να επαναλάβεις παρά να εκφραστείς.
     Γι' αυτό οι κάτοικοι πιστεύουν πάντα πως ζουν σε μιαν Αγλαύρα που μεγαλώνει μόνο με τό όνομά της και δεν αντιλαμβάνονται την Αγλαύρα που μεγαλώνει πάνω στη Γη. Ακόμα και σε μένα, που θα ήθελα να κρατήσω ξέχωρες στη μνήμη μου τις δύο πόλεις, δεν απομένει παρά να σου μιλήσω για τη μια, γιατί η ανάμνηση της άλλης, χωρίς τις λέξεις που την καθορίζουν, εξαφανίζεται.

                               οι πόλεις κι ο ουρανός 3

     'Οποιος φτάνει στη Θέκλα, λίγα πράγματα βλέπει απο την πόλη, πίσω απ' τους σανιδένιους φράχτες, τα παραπετάσματα από λινάτσα, τις σκαλωσιές, τις μεταλλικές αρματωσιές, τις ξύλινες γέφυρες που κρέμονται με σχοινιά ή στηρίζονται σε τρίποδα, τις ανεμόσκαλες, τους καλωδιοφόρους στύλους.
     Στην ερώτηση: -''Γιατί η ανοικοδόμηση της Θέκλας συνεχίζεται τόσο καιρό''; οι κάτοικοι χωρίς να σταματήσουν να υψώνουν ξερολιθιές, να ζυγιάζουν νήματα της σταθμης, να κουνάνε πάνω κάτω μακριές βούρτσες, απαντούν: - ''Για να μην μπορεί ν' αρχίσει η καταστροφή''. Και στην ερώτηση αν φοβούνται μήπως μόλις βγάλουν τις σκαλωσιές η πόλη αρχίσει να τρίζει και να σωριάζεται σε συντρίμμια, προσθέτουν γρήγορα, με χαμηλή φωνή: ''Όχι μόνο η πόλη''.
     Αν ανικανοποίητος απ' τις απαντήσεις, κολλήσεις το μάτι σου στις χαραμάδες μιάς ξύλινης περίφραξης, βλέπεις γερανούς να σηκώνουν άλλους γερανούς, σκαλωσιές ν' αγκαλιάζουν άλλες σκαλωσιές, δοκάρια να στηρίζουν άλλα δοκάρια.
  -"Τί νόημα έχει το χτίσιμό σας''; Ρωτάς. ''Ποιός είναι ο σκοπός μιας πόλης σε συνεχή ανοικοδόμηση αν όχι μιά πόλη; Πού είναι το σχέδιο που ακολουθείτε, η μελέτη'';
  -"Θα στο δείξουμε μόλις τελειώσει η εργάσιμη μέρα, τώρα δεν μπορούμε να διακόψουμε'', απαντούν.
     Η δουλειά σταματάει με το ηλιοβασίλεμα. Η νύχτα πέφτει στο εργοτάξιο. Είναι μιά νύχτα γεμάτη άστρα.
  -''Να η μελέτη'', λένε.

                               οι πόλεις και τα σημάδια 4

     Απ' όλες τις μεταβολές της γλώσσας που ο ταξιδιώτης είναι αναγκασμένος να αντιμετωπίσει στους μακρινούς τόπους, καμιά δεν συγκρίνεται μ' αυτή που τον περιμένει στην πόλη Υπατία, γιατί δεν έχει να κάνει με τις λέξεις αλλά με τα πράγματα.
     Μπήκα στην Υπατία ένα πρωί, ένας κήπος με μαγνόλιες καθρεφτιζόταν πάνω σε γαλάζιες λίμνες, εγώ προχωρούσα ανάμεσα σε φράχτες σίγουρος πως θ' ανακαλύψω όμορφες και νέες κυράδες να κάνουν το μπάνιο τους: όμως στο βάθος του νερού τα καβούρια κατέτρωγαν τα μάτια γυναικών που είχαν αυτοκτονήσει, με τη πέτρα δεμένη στο λαιμό και τα μαλλιά πράσινα από φύκια.
     Ένιωσα εξαπατημένος και θέλησα να ζητήσω δικαιοσύνη απ' το σουλτάνο. Ανέβηκα τις σκάλες από πορφυρίτη του παλατιού με τους πανύψηλους θόλους, διέσχισα έξι αυλές από φαγιέντσα με συντριβάνια. Η αίθουσα στο κέντρο ήταν φραγμένη με κάγκελα: κατάδικοι με μαύρες αλυσίδες στο πόδι ανέβαζαν κομμάτια βασάλτη από ένα ορυχείο που ανοιγόταν κάτω απ' τη γη.
     Δε μου απέμενε παρά να ρωτήσω τους φιλοσόφους. Μπήκα στη βιβλιοθήκη, χάθηκα ανάμεσα σε ράφια που κατέρρεαν κάτω από τα βαριά δεσίματα των περγαμηνών, ακολούθησα την αλφαβητική σειρά χαμένων αλφαβήτων, πάνω κάτω σε διαδρόμους, σκάλες και γέφυρες. Στον πιο απόμακρο θάλαμο με τους παπύρους, μέσα σ' ένα σύννεφο καπνού, μου παρουσιάστηκαν τα θολά μάτια ενός εφήβου ξαπλωμένου πάνω σε μια ψάθα, με το στόμα κολλημένο σε μια πίπα οπίου.
  -''Πού είναι ο σοφός''; Ο καπνιστής έδειξε από το παράθυρο. Ήταν ένας κήπος με παιδικά παιχνίδια: μπάλες, κούνια, τραμπάλα.Ο φιλόσοφος καθόταν στο χορτάρι. Είπε:
  -''Τα σημάδια φτιάχνουν μιά γλώσσα, αλλά όχι εκείνη που νομίζεις πως ξέρεις''.
     Κατάλαβα ότι έπρεπε να ελευθερωθώ από τις εικόνες που ως τώρα μου είχαν προαναγγείλει τα πράγματα που ως τώρα αναζητούσα: μόνο τότε θα κατάφερνα να καταλάβω τη γλώσσα της Υπατίας.
     Τώρα αρκεί ν' ακούσω το χλιμίντρισμα των αλόγων και το πλατάγισμα του μαστιγίου κι αμέσως με πιάνει μιά ερωτική ανησυχία: στην Υπατία πρέπει να μπεις στους σταύλους και στις σχολές ιππασίας γιά να δεις τις όμορφες γυναίκες που ανεβαίνουν στη σέλα με γυμνούς μηρούς και μόλις πλησιάζει ένας ξένος τον ρίχνουν στους σωρούς του άχυρου η των πριονιδιών και τον σφίγγουν πάνω στις σκληρές τους ρώγες.
     Κι όταν η ψυχή δε ζητάει άλλη τροφή ή ερέθισμα εκτός από μουσική, ξέρω ότι πρέπει να ψάξω στα νεκροταφεία: οι μουσικοί κρύβονται στα μνήματα, τρίλιες φλάουτου, συγχορδίες άρπας, απαντούν από τον ένα τάφο στον άλλο.
     Σίγουρα και στην Υπατία θα 'ρθει μια μέρα που η μοναδική μου επιθυμία θα είναι να φύγω.
     Ξέρω πως τότε δε θα πρέπει να κατέβω στο λιμάνι αλλά ν' ανέβω στον πιο ψηλό οβελίσκο της ακρόπολης και να περιμένω μήπως κάποιο καράβι περάσει.
     Όμως θα περάσει ποτέ;
     Δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς απάτη.

                              οι πόλεις και τα σημάδια 1

     Περπατάς για μέρες ανάμεσα στα δέντρα και τις πέτρες. Σπάνια το μάτι σου σταματάει πάνω σ' ένα πράγμα κι αυτό μόνο όταν το έχει αναγνωρίσει από το σημάδι κάποιου άλλου πράγματος: ένα αποτύπωμα πάνω στην άμμο δείχνει το πέρασμα της τίγρης, ένας βάλτος αναγγέλλει μία φλέβα νερού, ο λουλούδι του ιβίσκου το τέλος του χειμώνα. Τα υπόλοιπα μένουν βουβά και συνεχώς αλλάζουν θέση μεταξύ τους : τα δέντρα κι οι πέτρες είναι μόνο αυτά που είναι.
     Τελικά το ταξίδι σε οδηγεί στη πόλη Ταμάρα. Εκεί μπαίνεις από δρόμους γεμάτους επιγραφές που προεξέχουν από τους τοίχους. Το μάτι δε βλέπει πράγματα αλλά σχήματα πραγμάτων που σημαίνουν άλλα πράγματα, η τανάλια δείχνει το σπίτι του πρακτικού οδοντογιατρού, το τσουκάλι την ταβέρνα, οι λόγχες τους στρατώνες, η ζυγαριά το μανάβικο.
     Αγάλματα και θυρεοί απεικονίζουν λιοντάρια δελφίνια πύργους αστέρια, σημάδι πως κάτι -ποιός ξέρει τι- έχει για σημάδι ένα λιοντάρι ή δελφίνι ή πύργο ή αστέρι. 'Aλλα σήματα ειδοποιούν γι' αυτό που σ' ένα μέρος απαγορεύεται - να μπαίνεις στο δρομάκι με τα κάρα, να κατουράς πίσω απ' το κιόσκι, να ψαρεύεις με το καλάμι απ' την γέφυρα- και γι' αυτό που επιτρέπεται -να ποτίζεις τις ζέμπρες, να παίζεις με τις μπίλλιες, να καις τα πτώματα των γονιών σου-.
     Από τις πόρτες των ναών φαίνονται τα αγάλματα των θεών, ο καθένας με τα δικά του χαρακτηριστικά: το κέρας της Αμαλθείας, την κλεψύδρα, την μέδουσα, έτσι που ο πιστός μπορεί να τους αναγνωρίσει και να τους απευθύνει τις ανάλογες προσευχές. Αν κάποιο κτίριο δεν έχει καμμιά επιγραφή ή σχήμα, η ίδια η του η μορφή κι η θέση του μέσα στη διάταξη της πόλης αρκούν για να δείξουν τη λειτουργία του, το παλάτι, η φυλακή, το νομισματοκοπείο, η πυθαγόρειος σχολή, το πορνείο.
     Ακόμα και τα εμπορεύματα που οι πωλητές εκθέτουν στους πάγκους αξίζουν όχι αυτά καθαυτά αλλά σα σημάδια άλλων πραγμάτων, ο κεντημένος κεφαλοδέτης σημαίνει κομψότητα, το χρυσοποίκιλτο κλειστό φορείο εξουσία, οι τόμοι του Αβερόη γνώση, το περιδέραιο του αστραγάλου ηδονή. Το βλέμμα διατρέχει τους δρόμους σαν να ήταν γραμμένες σελίδες: η πόλη σου υπαγορεύει κάθε τι που πρέπει να σκεφτείς, σε κάνει να επαναλαμβάνεις το δικό της λόγο κι ενώ πιστεύεις πως επισκέπτεσαι την Ταμάρα δεν κάνεις άλλο από το να καταγράφεις τα ονόματα που μ' αυτά εκείνη καθορίζει τον εαυτό της κι όλα της τα μέρη. 
     Πως είναι η αληθινή πόλη κάτω απ' αυτό το πυκνό περίβλημα των σημαδιών, τι περιέχει ή τι κρύβει, φεύγεις από την Ταμάρα χωρίς να το μάθεις.
     Έξω εκτείνεται η γη, άδεια, ώς τη γραμμή του ορίζοντα, ανοίγει ο ουρανός, τρέχουν τα σύννεφα.
     Στη μορφή που το τυχαίο κι ο αέρας δίνουν στα σύννεφα γυρεύεις ήδη ν' αναγνωρίσεις σχήματα: ένα ιστιοφόρο, ένα χέρι, έναν ελέφαντα...  

                               οι συνεχείς πόλεις 1

     H πόλη Λεονία επαναλαμβάνεται όλες τις μέρες η ίδια: κάθε πρωί οι άνθρωποι ξυπνάνε μέσα σε δροσερά σεντόνια, πλένονται με σαπούνια που μόλις έχουν βγει από το περιτύλιγμα, φοράνε ολοκαίνουργα ρούχα, παίρνουν από το πιο τελειοποιημένο ψυγείο κλειστά κουτιά γάλα, ενώ ακούνε τις τελευταίες φλυαρίες της πιο σύγχρονης ραδιοφωνικής συσκευής.
     Στα πεζοδρόμια, τυλιγμένα σε καθαρές πλαστικές σακκούλες, τα απορρίματα της χτεσινής Λεονίας περιμένουν το αυτοκίνητο του σκουπιδιάρη. Όχι μόνο ζουλιγμένες οδοντόκρεμες, καμμένες λάμπες, εφημερίδες, κουτιά, χαρτιά περιτυλίγματος, αλλά ακόμα και θερμοσίφωνες, εγκυκλοπαίδειες, πιάνα, σερβίτσια πορσελάνης: περισσότερο απο τα πράγματα που κατασκευάζονται, πουλιούνται ή αγοράζονται κάθε μέρα, ο πλούτος της Λεονίας μετριέται από τα πράγματα που κάθε μέρα πετάγονται για να κάνουν χώρο στα καινούργια. Τόσο που αναρωτιέσαι μήπως το πραγματικό πάθος της Λεονίας δεν είναι στ' αλήθεια, όπως λένε, η απόλαυση των καινούργιων και διαφορετικών πραγμάτων αλλά η χαρά να αποβάλλει, να βγάζει από πάνω της, να καθαρίζεται από την καθημερινή ρύπανση.
      Γεγονός είναι πως οι οδοκαθαριστές είναι καλοδεχούμενοι σαν άγγελοι, κι η δουλειά τους ν' απομακρύνουν τα απορρίματα της χτεσινής ζωής περιβάλλεται μ' ένα σιωπηλό σεβασμό, όπως μία ιεροτελεστία που εμπνέει ευλάβεια, ή ίσως μόνο γιατί μιάς και τα πράγματα πετάχτηκαν, κανείς πια δε θέλει πια να τα σκέφτεται.
      Κανένας δεν αναρωτιέται που μεταφέρουν κάθε μέρα το φορτίο τους οι σκουπιδιάρηδες: σίγουρα, έξω από την πόλη, όμως κάθε χρόνο η πόλη μεγαλώνει κι οι σκουπιδότοποι πρέπει να μετακινηθούν πιο μακριά, ο όγκος των αποβλήτων μεγαλώνει κι οι σωροί υψώνονται όλο και περισσότερο, στοιβάζονται, εξαπλώνονται σε πιο πλατιά περίμετρο. Είναι φανερό πως όσο περισσότερο η τέχνη της κατασκευής καινούργιων υλικών εξελίσσεται στη Λεονία, τόσο πιο πολύ η ποιότητα των σκουπιδιών καλυτερεύει, αντέχει στο χρόνο, στις κακοκαιρίες, στις ζυμώσεις και στη φωτιά. Ένα φρούριο από άφθαρτα απομεινάρια περιβάλλει τη Λεονία, και δεσπόζει από κάθε της πλευρά σαν οροπέδιο με απότομες βουνοπλαγιές.
      Το αποτέλεσμα είναι τούτο: όσο πιο πολλά πράγματα πετάει η Λεονία τόσο περισσότερα μαζεύει, τα λέπια του παρελθόντος της κολλάνε σχηματίζοντας ένα θώρακα που δεν μπορεί να τον αποβάλλει, με την καθημερινή της ανανέωση η πόλη διατηρεί τον εαυτό της στη μόνη καθοριστική της μορφή: τη μορφή των σκουπιδιών του χτες που στοιβάζονται πάνω στα σκουπίδια του προχτές κι όλων των ημερών και των χρόνων και των δεκαετηρίδων της.
     Τα σκουπίδια της Λεονίας θα κυρίευαν σιγά σιγά τον κόσμο, αν πέρα από την τελευταία κορυφογραμμή του απέραντου σκουπιδότοπου, δεν υψώνονταν σκουπιδότοποι άλλων πόλεων, που κι αυτές διώχνουν μακριά βουνά από σκουπίδια. Ίσως όλος ο κόσμος, πέρα από τα σύνορα της Λεονίας, είναι σκεπασμένος από κρατήρες σκουπιδιών, ο καθένας με μιά μητρόπολη στο κέντρο σε αδιάκοπη έκρηξη. Τα σύνορα ανάμεσα στις ξένες κι εχθρικές πόλεις είναι μολυσμένοι προμαχώνες όπου τα απορρίματα της μιάς και της άλλης αλληλοστηρίζονται, δεσπόζουν, ανακατεύονται.
      Όσο μεγαλώνει το ύψος, τόσο αυξάνει ο κίνδυνος κατολίσθησης: αρκεί ένα κουτί, ένα παλιό λάστιχο, ένα φλασκί χωρίς ψαθί να κυλήσει προς τη Λεονία και μιά στοίβα παράταιρα παπούτσια, ημερολόγια περασμένων χρόνων, ξερά λουλούδια θα βουλιάξει την πόλη κάτω απ' το παρελθόν της που μάταια προσπαθούσε να αποδιώξει, ανακατεμένο με το παρελθόν των γειτονικών πόλεων: ένας κατακλυσμός θα ισοπεδώσει τη βρώμικη βουνοσειρά, θα σβύσει κάθε ίχνος της μητρόπολης, ντυμένης πάντα με καινούργια ρούχα.
     Ήδη από τις γειτονικές πόλεις είναι έτοιμοι, περιμένοντας να ισοπεδώσουν το έδαφος με οδοστρωτήρες, να επεκταθούν στην καινούργια περιοχή, να μεγαλώσουν, να απομακρύνουν τους νέους σκουπιδότοπους ακόμα πιο πέρα.

     Ο Μέγας Χαν ξεφύλλιζε στον άτλαντά του, τους χάρτες των πόλεων που απειλούν μέσα στους εφιάλτες και τις κατάρες: Ενόχ, Βαβυλώνα, Γιάχου, Μπούτουα, Γενναίος Νέος Κόσμος. Είπε:
''Όλα είναι ανώφελα, αν ο τόπος της τελικής άφιξης δεν μπορεί παρά να είναι η κολασμένη πόλη κι είναι εκεί που μας τραβάει το ρεύμα, με κύκλους που όλο και στενεύουν''.
     Κι ο Πόλο:
''Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που θα υπάρξει, αν υπάρχει μιά, είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε κάθε μέρα, που φτιάχνουμε με το να ζούμε μαζί. Δύο τρόποι υπάρχουν για να γλυτώσεις από το μαρτύριό της. Ο πρώτος είναι εύκολος σε πολλούς: δέξου την κόλαση και γίνε μέρος της έτσι που να μην την βλέπεις πιά. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος κι απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και γνώση: ψάξε και μάθε ν' αναγνωρίζεις ποιός και τι στην μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση κι αυτά κάνε να διαρκέσουν, δώσε τους χώρο"!

                (αποσπάσματα Εκδόσεις 
Οδυσσέας 1983)

Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης

Πηγή: http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=499

 

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Italo Calvino-Το μαύρο πρόβατο

 


«Υπήρχε μια χώρα όπου όλοι ήταν κλέφτες.

Τη νύχτα κάθε κάτοικος έβγαινε με αντικλείδια κι ένα φανάρι και πήγαινε να διαρρήξει το σπίτι ενός γείτονα. Επέστρεφε την αυγή φορτωμένος κι έβρισκε το σπίτι του διαρρηγμένο. Κι έτσι όλοι ζούσαν αρμονικά και χωρίς προβλήματα, αφού ο ένας έκλεβε τον άλλον, κι αυτός έναν άλλον ακόμα και ούτω καθεξής, μέχρι να έρθει η σειρά του τελευταίου που έκλεβε τον πρώτο.

Το εμπόριο σε εκείνη τη χώρα ασκείτο με τη μορφή της απάτης, τόσο από την πλευρά εκείνου που πουλούσε όσο και από την πλευρά εκείνου που αγόραζε. Η κυβέρνηση ήταν μια εταιρία που εγκληματούσε σε βάρος των πολιτών, και οι πολίτες, από τη μεριά τους, νοιάζονταν μόνο να εξαπατούν την κυβέρνηση. Έτσι η ζωή συνεχιζόταν χωρίς δυσκολίες, και δεν υπήρχαν ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί.

Τότε, κανείς δεν ξέρει πώς, βρέθηκε στη χώρα ένας τίμιος άνθρωπος. Τη νύχτα, αντί να βγαίνει με τον σάκο και το φανάρι, έμενε στο σπίτι του να καπνίζει και να διαβάζει μυθιστορήματα. Έρχονταν οι κλέφτες, έβλεπαν το φως αναμμένο και δεν ανέβαιναν.

Αυτή η κατάσταση διήρκεσε για λίγο· μετά έπρεπε να τον κάνουν να καταλάβει ότι εάν ήθελε να ζει χωρίς να κάνει τίποτα, αυτός δεν ήταν λόγος να μην αφήνει τους άλλους να κλέβουν. Για κάθε νύχτα που αυτός περνούσε στο σπίτι του, μία οικογένεια δεν έτρωγε την επόμενη ημέρα.

Μπροστά σε αυτά τα επιχειρήματα, ο τίμιος άνθρωπος δεν μπορούσε να εναντιωθεί. Άρχισε κι αυτός να βγαίνει το βράδυ και να γυρίζει την αυγή, όμως, να κλέψει δεν πήγαινε. Τίμιος ήταν, δεν υπήρχε τίποτα να κάνει. Πήγαινε μέχρι τη γέφυρα κι έμενε να κοιτάζει το νερό να περνάει από κάτω. Επέστρεφε στο σπίτι του και το έβρισκε διαρρηγμένο.

Σε λιγότερο από μία εβδομάδα, ο τίμιος άνθρωπος βρέθηκε απένταρος, χωρίς να έχει τίποτα να φάει, με το σπίτι άδειο. Όμως, μέχρι εδώ, μικρό το κακό, γιατί η ευθύνη ήταν δική του. Το πρόβλημα ήταν ότι με αυτόν τον τρόπο που έπραττε δημιουργείτο ένα χάος. Γιατί άφηνε τους άλλους να του κλέβουν τα πάντα, ενώ αυτός δεν έκλεβε κανέναν· έτσι, υπήρχε πάντα κάποιος που επιστρέφοντας την αυγή στο σπίτι του το έβρισκε άθικτο γιατί ήταν το σπίτι που έπρεπε να διαρρήξει αυτός.

Γεγονός είναι ότι μετά από λίγο, εκείνοι που δεν έπεφταν θύματα κλοπής βρέθηκαν να είναι πιο πλούσιοι από άλλους και να μην θέλουν πλέον να κλέβουν. Κι αυτοί που πήγαιναν να κλέψουν το σπίτι του τίμιου ανθρώπου, το έβρισκαν πάντα άδειο· έτσι γίνονταν φτωχοί. Εν τω μεταξύ, εκείνοι που έγιναν πλούσιοι απέκτησαν κι αυτοί τη συνήθεια να πηγαίνουν τη νύχτα στη γέφυρα να κοιτάζουν το νερό που περνούσε από κάτω. Αυτό μεγάλωσε το χάος, γιατί υπήρξαν πολλοί άλλοι που έγιναν φτωχοί.

Τότε, οι πλούσιοι είδαν ότι, με το να πηγαίνουν τη νύχτα στη γέφυρα, θα γίνονταν φτωχοί μετά από λίγο. Και σκέφτηκαν: «Να πληρώσουμε τους φτωχούς να πηγαίνουν να κλέβουν για λογαριασμό μας». Έκαναν τα συμβόλαια, ορίστηκαν οι μισθοί, τα ποσοστά· φυσικά, πάντα κλέφτες ήταν, και προσπαθούσαν να εξαπατήσουν οι μεν τους δε. Όμως -όπως συνήθως συμβαίνει- οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.

Υπήρχαν πλούσιοι τόσο πλούσιοι που δεν είχαν πια ανάγκη να κλέβουν και να βάζουν άλλους να κλέβουν για να συνεχίζουν να είναι πλούσιοι. Όμως, εάν σταματούσαν να κλέβουν, θα γίνονταν φτωχοί γιατί οι φτωχοί τούς έκλεβαν. Πλήρωσαν, λοιπόν, τους πιο φτωχούς από τους φτωχούς για να προφυλάσσουν την περιουσία τους από τους άλλους φτωχούς, κι έτσι ίδρυσαν την αστυνομία και δημιούργησαν τις φυλακές.

Με αυτόν τον τρόπο, λίγα μόλις χρόνια μετά την άφιξη του τίμιου ανθρώπου, κανείς δεν μιλούσε πια για κλοπές, αλλά μόνο για πλούσιους ή φτωχούς, παρότι ήταν πάντα όλοι κλέφτες. Τίμιος υπήρξε μόνο εκείνος ο ένας που πέθανε σύντομα. Από πείνα»

=Ίταλο Καλβίνο (1923-1985) – μετάφραση από την Μαρία Π. Βαγγέλη»

Πηγή: https://antikleidi.com/2017/02/13/la-pecora-nera-calvino/

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Ίταλο Καλβίνο: Η ολέθρια διχοστασία του σύγχρονου ανθρώπου

Θυμάμαι τον Ίταλο Καλβίνο να περιγράφει στις «Αόρατες πόλεις» την κόλαση που βιώνουμε σήμερα στις πόλεις μας, σαν προέκταση της καταστροφής της φύσης. Και δεν καλούσε σε μια ευτυχισμένη προσαρμογή, αλλά στην αναζήτηση «ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο». 

 Πάντα, όμως, ξεκινούσε από το άτομο, από τη σχιζοφρένεια που διέπει το σημερινό άνθρωπο. Γι' αυτό θεωρώ τον "διχοτομημένο υποκόμη" εμβληματικό του έργο:

«...Ο Μεντάρντο ξανάγινε ακέραιος άνθρωπος, ούτε καλός ούτε κακός, ένα μείγμα κακίας και καλοσύνης... Είχε όμως την εμπειρία του ενός και του άλλου μισού ανακατεμένες, και γι’ αυτό θα πρέπει να ήταν πολύ σοφός. Η ζωή του ήταν ευτυχισμένη... αλλά και η δική μας ζωή άλλαξε προς το καλύτερο. Ίσως περιμέναμε πως, από τη στιγμή που ο υποκόμης ξανάγινε ακέραιος, θα άρχιζε μια εποχή υπέροχης ευτυχίας. Είναι όμως φανερό πως δεν αρκεί ένας ολοκληρωμένος υποκόμης για να γίνει ολοκληρωμένος κι όλος ο κόσμος». Έτσι καταλήγει το μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο «Ο διχοτομημένος υποκόμης», ένα καταπληκτικά διασκεδαστικό «παραμύθι», το οποίο μπορεί να διαβαστεί απ’ όλες τις ηλικίες και πλήττει με έξοχο τρόπο όλους τους μανιχαϊσμούς, όλες τις σωτηριολογικές ιδεολογίες και όλους τους πλατωνισμούς περί σοφών ηγεμόνων ή τυράννων. Αποδεικνύεται μάλιστα ότι το «καθαρό» καλό και η άγια καλοσύνη είναι περισσότερη άγρια, οδυνηρή και απάνθρωπη από την αιμοβόρα, επίσης «καθαρή» κακότητα. 

«Ο διχοτομημένος υποκόμης» (1951) είναι το πρώτο βιβλίο της «φανταστικής» τριλογίας του Ίταλο Καλβίνο και η παρουσίασή του το 1952 θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία αλλά και τις έντονες ενστάσεις κάποιων αριστερών κριτικών. Θα ακολουθήσει το 1957 «Ο αναρριχώμενος βαρόνος». Και η τριλογία θα ολοκληρωθεί με τον «ανύπαρκτο ιππότη» το 1959. 

Ο στόχος του Καλβίνο στον «Διχοτομημένο υποκόμη» είναι η παρουσίαση της σύγχρονης σχιζοφρένειας του ανθρώπου. Της ατέλειάς του. Δηλαδή εκείνης της «αλλοτρίωσης» που κατατείνει να επιλέγει την ανάπτυξη του ενός μόνο μέρους της ανθρώπινης προσωπικότητας και της παραμέλησης του άλλου. Κάτι που λαμβάνει μεγάλες και αρκετές φορές οδυνηρές διαστάσεις σε πολλούς διανοούμενους. Αλλά το πρόβλημα εδώ δεν εστιάζεται τόσο στους διανοούμενους όσο στους ανθρώπους που τους περιβάλλουν και επηρεάζονται καθοριστικά απ’ αυτούς. Έτσι, σε μια επιστολή του Καλβίνο εξηγούνται οι διάφοροι συμβολισμοί του. Έτσι, οι «λεπροί» είναι απομονωμένοι στον δικό τους οργιαστικό κόσμο και δεν είναι παρά οι καλλιτέχνες της παρακμής. Ο γιατρός και ο μαραγκός συμβολίζουν την επιστήμη και την τεχνική που έχουν απομακρυνθεί από τον άνθρωπο. Ο γιατρός κυνηγάει και μελετάει τις ατμίδες του, ενώ ασχολείται ελάχιστα με τις ασθένειες των ανθρώπων, ενώ ο τεχνίτης κατασκευάζει εκπληκτικά πολύ-ικριώματα για τους καταδικασμένους σε θάνατο. Όσο για τους ουγενότους, αυτοί αφορούν το περιβάλλον του ίδιου του Καλβίνου και δίνουν μια εικόνα ολόκληρης της πορείας του ιδεαλιστικού αμοραλισμού της αστικής τάξης. Το τέλος του μυθιστορήματος είναι ευτυχισμένο, όπως εξάλλου συμβαίνει σε όλα τα παραμύθια. Τα δύο μισά, το καλό και το κακό, του ίδιου Εγώ, του ίδιου δηλαδή ανθρώπου, του διχοτομημένου υποκόμη εν προκειμένω, θα μονομαχήσουν με διακύβευμα τον έρωτα μιας όχι τόσο όμορφης αλλά έξυπνης νεαρής και μάλιστα φτωχής κοπέλας. Θα χάσουν και οι «δύο». Αλλά μέσα από την απώλεια και την ήττα θα επανενωθούν, θα επανασυμφιλιωθούν και το όλον, το ακέραιον του προσώπου θα επανασυσταθεί με καταλύτη και συγκολλητική ουσία όχι κάποια ιδεολογία αλλά τον έρωτα και την ήττα. Αλλά πέραν των νοημάτων, σπουδαία είναι και η αφηγηματική κατασκευή του Ίταλο Καλβίνο που βασίζεται στις αντιθέσεις.

 Ο Ίταλο Καλβίνο (1923-1985) γεννήθηκε στην Κούβα, αλλά σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Ιταλία. Το 1943 προσχωρεί στους παρτιζάνους της ιταλικής αντίστασης. Πρωτοεμφανίστηκε στα ιταλικά γράμματα το 1947 με το μυθιστόρημα "Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές" με θέμα την Αντίσταση, θέμα που πραγματεύεται και στο επόμενο βιβλίο του, μια συλλογή από διηγήματα με γενικό τίτλο "Τελευταίο έρχεται το κοράκι". Ακολουθεί η τριλογία που τον έκανε διάσημο, τρία σύντομα μυθιστορήματα που συνθέτουν τον κύκλο "Οι πρόγονοί μας: Ο διχασμένος υποκόμης", "Ο αναρριχώμενος βαρόνος" και "Ο ανύπαρκτος ιππότης". Ακολουθεί, το 1956, μια συλλογή ιταλικών λαϊκών παραμυθιών που μετέγραψε ο συγγραφέας με τον τίτλο "Ιταλικοί μύθοι", ενώ δυο χρόνια αργότερα εκδίδει τα "Διηγήματα", συλλογή που περιέχει και την πολύ γνωστή ενότητα διηγημάτων "Οι δύσκολοι έρωτες". Ακολουθούν δύο σύντομα μυθιστορήματα, το "Μαρκοβάλντο ή οι εποχές στην πόλη" και το "Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου" (1963) που ολοκληρώνουν τη "νεορεαλιστική" του φάση. Το 1965 και το 1967 εκδίδει δύο συλλογές "φανταστικών" διηγημάτων με τίτλους "Τα κοσμοκωμικά" και "Ταυ με μηδέν", ενώ το 1969 εκπλήσσει όλο τον κόσμο με το "Κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων". Ακολουθούν τα έργα "Οι αόρατες πόλεις" (1972), "Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης" (1979) και "Πάλομαρ" (1983). Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα έργα "Κάτω απ' τον ιαγουάρο ήλιο", "Σχετικά με το παραμύθι" (δοκίμιο), "Αμερικανικά μαθήματα" (δοκίμιο), "Ο δρόμος του Σαν Τζιοβάνι", "Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς" (δοκίμιο) και "Πριν να πεις "εμπρός"".

Πηγή: http://artinews.gr/%CE%8A%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%B2%CE%AF%CE%BD%CE%BF-%CE%B7-%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CE%B8%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CE%B4%CE%B9%CF%87%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%8D%CE%B3%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%BF%CF%85.html?fbclid=IwAR3bls9jYD_XimBM7j7LOrasOVMQxynrD83yxey2nvyDNlcq8sKp6L4f7iA

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

ITALO CALVINO-Η ΜΕΡΑ ΕΝΟΣ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ

Για να μετατρέψουμε ένα χώρο σε εκλογικό τμήμα (χώρο που συνήθως είναι μια αίθουσα σχολείου ή γυμναστηρίου, τραπεζαρία δημοσίου ιδρύματος, γυμναστήριο ή ένα οποιοδήποτε γραφείο του Δήμου) αρκούν λίγα έπιπλα – εκείνα τα παραβάν από πλανισμένο ξύλο, χωρίς χρώμα, που χρησιμοποιούνται για την ψηφοφορία. Εκείνο το κουτί, από ακατέργαστο ξύλο κι αυτό, που είναι η κάλπη. Εκείνο το υλικό (οι κατάλογοι, οι πάκοι ψηφοδελτίων, τα μολύβια, τα στυλό, το βουλοκέρι, σπάγγος, ταινίες από χαρτί αλειμμένο με κόλλα), που παραλαμβάνει ο πρόεδρος τη στιγμή της «σύστασης του τμήματος» – και μία ειδική τοποθέτηση των τραπεζιών που βρίσκονται εκεί. Χώροι εν πάση περιπτώσει γυμνοί, ανώνυμοι, με ασβεστωμένους τοίχους. Και αντικείμενα ακόμα πιο γυμνά και ανώνυμα. Κι αυτοί οι πολίτες, εκεί στο τραπέζι –πρόεδρος, γραμματέας, εφορευτική επιτροπή, εκλογικοί αντιπρόσωποι-, παίρνουν κι αυτοί τον απρόσωπο αέρα του αξιώματός τους.
Όταν αρχίζουν να καταφτάνουν οι ψηφοφόροι, τότε όλα ζωηρεύουν: η ποικιλία της ζωής μπαίνει μέσα μαζί μ’ αυτούς, που ο καθένας τους είναι χαρακτηριστικός τύπος, με κινήσεις υπερβολικά αμήχανες ή υπερβολικά γρήγορες, φωνές πολύ βαθιές ή πολύ ψιλές. Μα υπάρχει μια στιγμή, νωρίτερα, όταν τα μέλη του εκλογικού τμήματος μένουν μόνα και κάθονται εκεί να μετράνε τα μολύβια, μια στιγμή που νιώθει κανείς την καρδιά του να σφίγγεται. 

Πρόλογος: ΜΑΤΣΑΓΓΑΝΗΣ ΜΑΝΟΣ
Μετάφραση:ΤΣΙΤΣΟΒΙΤΣ - ΡΑΝΤΙΝ ΤΟΝΙΑ, εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ