Τώρα θα πω για τη πόλη Ζηνοβία που έχει τούτο το θαυμαστό: αν και χτισμένη σε άνυδρη περιοχή υψώνεται πάνω σε πανύψηλους πασσάλους και τα σπίτια είναι από μπαμπού και τσίγκο -με πολλές στοές και μπαλόνια- τοποθετημένα σε διαφορετικά επίπεδα, πάνω σε υποστυλώματα που το ένα ξεπερνάει τα άλλο, συνδεδεμένα μεταξύ τους με ανεμόσκαλες και κρεμαστά πεζοδρόμια, ενώ υπερυψώνονται εξώστες σκεπασμένοι με κωνικές στέγες, βαρέλια για αποθήκευση νερού, ανεμοδείχτες, προεξοχές από τροχαλίες, ορμιές και γερανοί.
Κανείς δε θυμάται ποια ανάγκη ή προσταγή ή επιθυμία έσπρωξε τους ιδρυτές της Ζηνοβίας να δώσουν αυτήν τη μορφή στην πόλη τους, γι' αυτό δεν μπορείς να πεις αν η πόλη όπως τη βλέπουμε σήμερα και που ίσως αναπτύχθηκε μέσα από μεταγενέστερες προθήκες πάνω στο αρχικό κι ανεξιχνίαστο τώρα πια σχέδιο, εκπλήρωσε το σκοπό της. Όμως το βέβαιο είναι πως αν ζητήσεις από οποιονδήποτε κάτοικο της Ζηνοβίας να σου περιγράψει πώς φαντάζεται την ευτυχία στη ζωή, αυτός πάντα θα οραματίζεται μια πόλη σαν τη Ζηνοβία, με τους πασσάλους της και τις κρεμαστές της σκάλες, μια Ζηνοβία ίσως εντελώς διαφορετική, γεμάτη από λάβαρα και κορδέλες ν' ανεμίζουν, αλλά που πάντα αναπαράγεται από συνδυασμό των στοιχείων εκείνου του πρώτου μοντέλου.
Μετά απ' όλα αυτά, είναι μάταιο να καθορίσεις αν η Ζηνοβία μπορεί να ταξινομηθεί στις ευτυχισμένες ή τις δυστυχισμένες πόλεις. Δεν έχει νόημα να χωρίζεις τις πόλεις σ' αυτές τις δύο κατηγορίες, αλλά μάλλον σε δύο άλλες: αυτές που συνεχίζουν μέσα από χρόνια και αλλαγές να δίνουν τη μορφή τους στις επιθυμίες κι εκείνες όπου οι επιθυμίες ή καταφέρνουν να σβήσουν την πόλη ή σβήνουν απ' αυτήν.
οι πόλεις κι η επιθυμία 5
Από κει, μετά έξι μέρες κι εφτά νύχτες, ο άνθρωπος φτάνει στη Ζωβαϊδα, πόλη λευκή, εκτεθειμένη στο φεγγάρι, με δρόμους που τυλίγονται μεταξύ τους όπως σ' ένα κουβάρι. Διηγούνται αυτήν την ιστορία για την ίδρυσή της: άνθρωποι από διαφορετικά έθνη είδαν το ίδιο όνειρο, μια γυναίκα να τρέχει νύχτα μέσα σε μιαν άγνωστη πόλη, την είδαν από πίσω, είχε μακριά μαλλιά κι ήταν γυμνή. Ονειρεύτηκαν πως την ακολούθησαν. Γυρίζοντας από εδώ κι από κει την έχασαν όλοι. Μετά το όνειρο ξεκίνησαν ψάχνοντας για κείνη τη πόλη, δεν τη βρήκαν αλλά βρέθηκαν μεταξύ τους, αποφάσισαν να χτίσουν μια πόλη όπως στ' όνειρο. Για τη χάραξη των δρόμων ακολουθήθηκε η διαδρομή της καταδίωξης του καθενός. Στο σημείο που ο καθένας τους είχε χάσει τα ίχνη της φυγάδας διαμόρφωσε χώρους και τείχη αλλιώτικα απ' ό,τι στο όνειρο, ώστε η γυναίκα να μην μπορεί πια να ξεφύγει.
Αυτή ήταν η πόλη Ζωβαϊδα όπου εγκαταστάθηκαν, περιμένοντας πως κάποια νύχτα θα επαναλαμβανόταν η ίδια σκηνή. Κανείς τους, ούτε στον ύπνο ούτε στον ξύπνο του, δεν ξαναείδε τη γυναίκα. Οι δρόμοι της πόλης ήταν οι δρόμοι όπου πήγαιναν κάθε μέρα να δουλέψουν, χωρίς πια καμία σχέση με την καταδίωξη που είχαν ονειρευτεί. Πράγμα που από καιρό είχε ξεχαστεί.
Καινούργιοι άνθρωποι από άλλα μέρη έφτασαν, έχοντας δει το ίδιο όνειρο. Αναγνώρισαν στη πόλη Ζωβαϊδα κάτι από τους δρόμους του ονείρου και άλλαξαν τη θέση που είχαν οι στοές και οι σκάλες για να μοιάζουν περισσότερο με τη διαδρομή της κυνηγημένης γυναίκας και για να μην απομείνει κανένας δρόμος διαφυγής στο σημείο που είχε ξεφύγει.
Οι πρώτοι που έφτασαν δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήταν εκείνο που τράβηξε αυτό τον κόσμο στη Ζωβαϊδα, σ' αυτή την άσκημη πόλη, σ' αυτή τη παγίδα.
οι πόλεις κι ο ουρανός 2
Στη Βερσαβέα περνά από γενιά σε γενιά, η δοξασία πως μετέωρη στον ουρανό, υπάρχει μια άλλη Βερσαβέα, όπου αιωρούνται οι αρετές και τα πιο υψηλά συναισθήματα της πόλης κι ότι αν η γήϊνη Βερσαβέα κάνει πρότυπό της την ουράνια, οι δυο πόλεις θα γίνουν ένα. Η εικόνα που μεταδίδεται μες από τη παράδοση είναι μιας πόλης από ατόφιο χρυσάφι, με ασημένιες κλειδαριές και διαμαντένιες πύλες, μιας πόλης-κόσμημα, με ψηφιδωτά και πολύτιμα πετράδια, που μπορεί να δημιουργηθεί από τον συνδυασμό της πιο επίπονης μελέτης με τα πιο δαπανηρά υλικά. Πιστοί σ' αυτή τη δοξασία, οι κάτοικοι της Βερσαβέας τιμούν το κάθε τι που τους φέρνει στο νου την ουράνια πόλη: συσσωρεύουν πολύτιμα μέταλλα και σπάνιες πέτρες, απαρνιούνται τις εφήμερες απολαύσεις, αναπτύσσουν μορφές κομψής κοσμιότητας.
Οι κάτοικοι πιστεύουν ακόμα, πως κάτω από τη γη υπάρχει μια άλλη Βερσαβέα, κρυψώνα του κάθε αξιοκαταφρόνητου κι ανάξιου πράγματος που τους τυχαίνει κι η μόνη έγνοια τους είναι να εξαφανίσουν από τη γήϊνη Βερσαβέα κάθε δεσμό ή ομοιότητα με την υπόγεια δίδυμή της. Στη θέση των σκεπών φαντάζονται πως η κάτω πόλη έχει αναποδογυρισμένους σκουπιδοντενεκέδες, απ' όπου ξεχύνονται φλούδες τυριού, λιγδιασμένα χαρτιά, λέπια ψαριών, ξεπλύματα πιάτων, αποφάγια μακαρονιών, μεταχειρισμένοι επίδεσμοι. Ή ακόμα, πως η ύλη της είναι μαυριδερή κι εύπλαστη και παχύρευστη σα τη πίσα που χύνεται κάτω από τους υπονόμους, επιμηκύνοντας τη διαδρομή των ανθρώπινων εντέρων, από μαύρη τρύπα σε μαύρη τρύπα, ώσπου να λιώσει στον τελευταίον υπόγειο πυθμένα κι από τις αργοκίνητες, περικυκλωμένες φυσαλίδες κάτω, υψώνονται σε στρώματα τα κτίρια μιας πόλης από κόπρανα, με σπειροειδείς οβελίσκους.
Στις δοξασίες της Βερσαβέας υπάρχει ένα μέρος αλήθειας κι ένα μέρος λάθους. Αλήθεια είναι πως συνοδεύουν τη πόλη δυο προβολές της, μία ουράνια και μια υπόγεια, όμως για τη σύστασή τους κάνουν λάθος. Η κόλαση που υποβόσκει στο υπέδαφος της Βερσαβέας είναι μια πόλη σχεδιασμένη από τους πιο ικανούς αρχιτέκτονες, φτιαγμένη με τα πιο ακριβά υλικά της αγοράς, με τη κάθε συσκευή της και μηχανισμό κι ωρολογιακό σύστημα σε πλήρη λειτουργία, στολισμένη με φούντες και κρόσια και φραμπαλάδες, κρεμασμένα σ' όλους τους σωλήνες και τους διωστήρες.
Έχοντας για σκοπό της να μαζεύει τα καράτια της τελειότητάς της, η Βερσαβέα πιστεύει σαν αρετή αυτό που είναι τώρα πια μια σκοτεινή μανία να γεμίσει το άδειο δοχείο του εαυτού της, δε ξέρει πως οι μοναδικές στιγμές της μεγαλόψυχης εγκατάλειψης είναι κείνες που ξεκόβει από τον εαυτό της, αφήνεται να πέσει, σπαταλιέται. Ωστόσο, στο ζενίθ της Βερσαβέας βαραίνει ένα ουράνιο σώμα που λάμπει με ό,τι καλό έχει η πόλη, κλεισμένο στο θησαυρό των πραγμάτων που έχουν πεταχτεί: ένας πλανήτης που ανεμίζει με φλούδες πατάτας, σπασμένες ομπρέλες, φθαρμένες κάλτσες, λαμπερά θραύσματα γυαλιού, χαμένα κουμπιά, καραμελόχαρτα, στρωμένος με εισιτήρια του τραμ, κομμένα νύχια και κάλους, τσόφλια αβγού. Η ουράνια πόλη είναι αυτή και τον ουρανό της διατρέχουν κομήτες με μακριά ουρά που έχουν αποσπασθεί για να περιστρέφονται στο διάστημα από τη μόνη ελεύθερη κι ευτυχισμένη πράξη των κατοίκων της Βερσαβέας, πόλης που μόνο όταν αφοδεύει δεν είναι τσιγκούνα, υπολογίστρια, άπληστη.
οι πόλεις και τα μάτια 5
Διαβαίνοντας το ποτάμι, διασχίζοντας το διάσελο, βρίσκεις ξαφνικά μπροστά σου την πόλη Μοριάνα, τις αλαβάστρινες πύλες της διάφανες στο φως του ήλιου, τους κοραλένιους της κίονες που στηρίζουν μετόπες επιστρωμένες με οφίτη, τις βίλες όλο από γυαλί σαν ενυδρεία όπου κολυμπάνε οι σκιές των χορευτριών με τ' ασημένια λέπια κάτω από πολυελαίους σε σχήμα μέδουσας. Αν αυτό δεν είναι το πρώτο σου ταξίδι, ξέρεις ήδη πως πόλεις σαν κι αυτήν έχουν και μια ανάποδη: αρκεί να περπατήσεις σ' ένα ημικύκλιο και θα σου παρουσιαστεί το κρυμμένο πρόσωπο της Μοριάνας, μια έκταση από σκουριασμένες λαμαρίνες, λινάτσες, τραβέρσες με σηκωμένες αγκίθες, σωλήνες μαύρους από καπνιά, σωρούς από δοχεία, τοίχους τυφλούς με ξεβαμμένες επιγραφές, τελάρα από καρέκλες με βγαλμένο το άχυρο, σκοινιά που κάνουν μόνο για να κρεμαστεί κανείς από 'να σάπιο δοκάρι.
Από τη μια άκρη στην άλλη, η πόλη μοιάζει να συνεχίζεται προοπτικά, πολλαπλασιάζοντας το ρεπερτόριο των εικόνων της: όμως δεν έχει πάχος, αποτελείται μόνο από μια καλή και μια ανάποδη, όπως ένα φύλλο χαρτί, με μια φιγούρα στην κάθε του όψη, που δεν μπορούν ούτε ν' αποχωριστούν ούτε να κοιταχτούν.
οι πόλεις κι οι νεκροί 1
Στη Μελανία, κάθε φορά που μπαίνεις στη πλατεία, βρίσκεσαι στη μέση ενός διαλόγου: Ο καυχησιάρης φαντάρος και το παράσιτο βγαίνοντας από μιά πόρτα, συναντιώνται με το νεαρό άσωτο και τη πόρνη, ή ο φιλάργυρος πατέρας δίνει απ' το κατώφλι, τις τελευταίες συμβουλές στην ερωτιάρα κόρη και διακόπτεται από τον ηλίθιο υπηρέτη, που πάει να δώσει ένα σημείωμα στη ρουφιάνα.
Επιστρέφεις στη Μελανία μετά από χρόνια και ξαναβρίσκεις τον ίδιο διάλογο να συνεχίζεται, στο μεταξύ, έχουν πεθάνει το παράσιτο, η ρουφιάνα, ο φιλάργυρος πατέρας, αλλά ο καυχησιάρης φαντάρος, η ερωτιάρα κόρη, ο ηλίθιος υπηρέτης, πήραν τη θέση τους, έχοντας με τη σειρά τους αντικατασταθεί απ' τον υποκριτή, την έμπιστη, τον αστρολόγο.
Ο πληθυσμός της Μελανίας ανανεώνεται: οι πρωταγωνιστές, ένας-ένας, πεθαίνουν και στο μεταξύ γεννιούνται εκείνοι που με τη σειρά τους θα πάρουν τη θέση τους, άλλος στον ένα ρόλο, άλλος στον άλλο. Όταν κάποιος αλλάζει ρόλο ή εγκαταλείπει για πάντα τη πλατεία ή κάνει εκεί τη πρώτη του είσοδο, ακολουθεί μιά σειρά από αλλαγές, ώσπου όλοι οι ρόλοι να διανεμηθούν εξ αρχής, αλλά στο μεταξύ, ο θυμωμένος γέρος συνεχίζει να κυνηγάει το νεαρό απόκληρο, η παραμάνα να παρηγορεί τη προγονή, έστω κι αν κανείς δε διατηρεί τα μάτια και τη φωνή που είχε στη προηγούμενη σκηνή.
Συμβαίνει μερικές φορές ένα μόνο πρόσωπο να κρατάει, την ίδια στιγμή, δυό ή περισσότερους ρόλους: τύραννος, ευεργέτης, αγγελιαφόρος, ή ένας ρόλος να διανέμεται σε δυό, σε πολλούς, φτάνει να μοιράζεται σ' εκατό, χίλιους κατοίκους της Μελανίας: τρεις χιλιάδες για τον υποκριτή, τριάντα χιλιάδες για το παράσιτο, εκατό χιλιάδες για τα ξεπεσμένα παιδιά του βασιλιά που περιμένουν την αναγνώριση.
Με το καιρό, ακόμα κι οι ρόλοι δεν είναι ακριβώς οι ίδιοι, όπως πριν, βέβαια η δράση που ξετυλίγουν μέσα από μηχανορραφίες κι απρόοπτες εξελίξεις, οδηγεί σε κάποια τελική λύση, που συνεχίζει να πλησιάζει ακόμα κι όταν η πλοκή μοιάζει να μπερδεύεται πιο πολύ και τα εμπόδια μεγαλώνουν.
Όποιος έρχεται στη πλατεία, σε διαδοχικές στιγμές, ακούει πως από πράξη σε πράξη, ο διάλογος αλλάζει, έστω κι αν οι ζωές των κατοίκων της Μελανίας είναι πολύ σύντομες για να το αντιληφθούν.
οι πόλεις κι η μνήμη 1
Φεύγοντας από κει και ταξιδεύοντας τρεις μέρες προς την ανατολή, φτάνει κανείς στη Διομίρα, πόλη μ' εξήντα ασημένιους τρούλους, μπρούτζινα αγάλματα όλων των Θεών, δρόμους στρωμένους με κασσίτερο, ένα θέατρο από κρύσταλλο, ένα χρυσό κόκορα που τραγουδάει κάθε πρωΐ πάνω σ' ένα πύργο. Όλες αυτές τις ομορφιές, ο ταξιδιώτης ήδη τις ξέρει, γιατί τις έχει δει και σ' άλλες πόλεις.
Όμως το ξεχωριστό σ' αυτή για τον άνθρωπο που φτάνει εδώ, κάποια βραδιά του Σεπτέμβρη, όταν οι μέρες αρχίζουν να μικραίνουν και τα πολύχρωμα φανάρια ανάβουν μονομιάς στις πόρτες των μαγέρικων κι από κάποια ταράτσα ακούγεται μια γυναικεία φωνή: ω!, είναι πως νιώθει ζήλια γι' αυτούς που τώρα πιστεύουν ότι κάποτε είχαν ζήσει μιά βραδιά όμοια μ' αυτή και που νομίζουν πως εκείνη τη φορά, ήταν ευτυχισμένοι.
οι πόλεις κι η μνήμη 2
Ο καβαλάρης που ταξιδέυει μακριά, σε τόπους άγριους, νιώθει το πόθο για μιά πόλη. Τέλος, φτάνει στην Ισιδώρα, πόλη με κτίρια που έχουν ελικοειδείς σκάλες, επιστρωμένες με ελικοειδή όστρακα, όπου κατασκευάζονται τηλεσκόπια και βιολιά εξαίσιας τέχνης, όπου ο ξένος αν διστάσει ανάμεσα σε δυό γυναίκες, συναντά πάντα μιά τρίτη, όπου οι κοκορομαχίες καταλήγουν στο αιματοκύλισμα αυτών που στοιχηματίζουν.
Όλα αυτά σκεφτόταν, όταν ποθούσε μια πόλη.
Η Ισιδώρα είναι λοιπόν, η πόλη των ονείρων του, με μιά διαφορά: Η πόλη που ονειρευόταν, τον είχε μέσα της στα νιάτα του. Στην Ισιδώρα φτάνει στα γεράματα!
Στη πλατεία βρίσκεται το πεζούλι όπου κάθονται οι γέροι και κοιτάζουν τους νέους να διαβάινουν.
Κάθεται κι αυτός στη σειρά, ανάμεσά τους.
Οι επιθυμίες είναι πια αναμνήσεις.
οι πόλεις και το όνομα 1
Λίγα πράγματα ξέρω να πω για την Αγλαύρα εκτός από εκείνα που οι ίδιοι οι κάτοικοι ανέκαθεν επαναλαμβάνουν: μια σειρά από παροιμιώδεις αρετές, με άλλα τόσα παροιμιώδη ελαττώματα, μερικές εκκεντρικότητες, κάποια πεισματάρικη προσήλωση στους κανόνες.
Παλιοί παρατηρητές, που δεν υπάρχει λόγος να μη τους θεωρούμε αξιόπιστους, απέδωσαν στην Αγλαύρα τον ανθεκτικό στο χρόνο συνδυασμό των γνωρισμάτων της, συγκρίνοντάς τα σίγουρα με γνωρίσματα άλλων πόλεων του καιρού τους. Ούτε η Αγλαύρα που περιέγραψαν ούτε η Αγλαύρα που βλέπουμε έχουν αλλάξει πολύ από τότε, αλλά αυτό που ήταν εκκεντρικό έχει γίνει συνηθισμένο, ό,τι περνούσε για φυσικό τώρα είναι παραξενιά κι αρετές ή ελαττώματα είναι διαφορετικά κατανεμημένα.
Μ' αυτή την έννοια τίποτε δεν είναι αληθινό απ' όσα λέγονται για την Αγλαύρα κι όμως αυτές οι περιγραφές δημιουργούν μια σταθερή και συμπαγή εικόνα της πόλης, ενώ τα σκόρπια συμπεράσματα που βγαίνουν όταν ζεις εκεί έχουν μικρότερη αξία. Το αποτέλεσμα είναι τούτο: μιλάνε για μια πόλη που έχει πολλά απ' όσα χρειάζονται για να υπάρξει, ενώ η πόλη που υπάρχει στη θέση της, υπάρχει λιγώτερο.
Αν λοιπόν ήθελες να σου περιγράψω την Αγλαύρα βασισμένος σ' ό,τι είδα και δοκίμασα εγώ προσωπικά, θα 'πρεπε να σου πω ότι είναι μια πόλη ξεθωριασμένη, χωρίς χαρακτήρα, βαλμένη εκεί όπως-όπως. Αλλά ούτε κι αυτό δε θα ήταν αλήθεια: κάποιες ώρες, σε κάποια σημεία των δρόμων, βλέπεις να ξεπροβάλλει μπροστά σου ο υπαινιγμός για κάτι ολοφάνερο, σπάνιο, ίσως μαγευτικό, θα ήθελες να πεις τί πράγμα είναι, όμως όλα όσα έχουν ειπωθεί προηγουμένως για την Αγλαύρα δεσμεύουν τα λόγια σου και σ' αναγκάζουν να επαναλάβεις παρά να εκφραστείς.
Γι' αυτό οι κάτοικοι πιστεύουν πάντα πως ζουν σε μιαν Αγλαύρα που μεγαλώνει μόνο με τό όνομά της και δεν αντιλαμβάνονται την Αγλαύρα που μεγαλώνει πάνω στη Γη. Ακόμα και σε μένα, που θα ήθελα να κρατήσω ξέχωρες στη μνήμη μου τις δύο πόλεις, δεν απομένει παρά να σου μιλήσω για τη μια, γιατί η ανάμνηση της άλλης, χωρίς τις λέξεις που την καθορίζουν, εξαφανίζεται.
Τελικά το ταξίδι σε οδηγεί στη πόλη Ταμάρα. Εκεί μπαίνεις από δρόμους γεμάτους επιγραφές που προεξέχουν από τους τοίχους. Το μάτι δε βλέπει πράγματα αλλά σχήματα πραγμάτων που σημαίνουν άλλα πράγματα, η τανάλια δείχνει το σπίτι του πρακτικού οδοντογιατρού, το τσουκάλι την ταβέρνα, οι λόγχες τους στρατώνες, η ζυγαριά το μανάβικο.
Αγάλματα και θυρεοί απεικονίζουν λιοντάρια δελφίνια πύργους αστέρια, σημάδι πως κάτι -ποιός ξέρει τι- έχει για σημάδι ένα λιοντάρι ή δελφίνι ή πύργο ή αστέρι. 'Aλλα σήματα ειδοποιούν γι' αυτό που σ' ένα μέρος απαγορεύεται - να μπαίνεις στο δρομάκι με τα κάρα, να κατουράς πίσω απ' το κιόσκι, να ψαρεύεις με το καλάμι απ' την γέφυρα- και γι' αυτό που επιτρέπεται -να ποτίζεις τις ζέμπρες, να παίζεις με τις μπίλλιες, να καις τα πτώματα των γονιών σου-.
Από τις πόρτες των ναών φαίνονται τα αγάλματα των θεών, ο καθένας με τα δικά του χαρακτηριστικά: το κέρας της Αμαλθείας, την κλεψύδρα, την μέδουσα, έτσι που ο πιστός μπορεί να τους αναγνωρίσει και να τους απευθύνει τις ανάλογες προσευχές. Αν κάποιο κτίριο δεν έχει καμμιά επιγραφή ή σχήμα, η ίδια η του η μορφή κι η θέση του μέσα στη διάταξη της πόλης αρκούν για να δείξουν τη λειτουργία του, το παλάτι, η φυλακή, το νομισματοκοπείο, η πυθαγόρειος σχολή, το πορνείο.
Ακόμα και τα εμπορεύματα που οι πωλητές εκθέτουν στους πάγκους αξίζουν όχι αυτά καθαυτά αλλά σα σημάδια άλλων πραγμάτων, ο κεντημένος κεφαλοδέτης σημαίνει κομψότητα, το χρυσοποίκιλτο κλειστό φορείο εξουσία, οι τόμοι του Αβερόη γνώση, το περιδέραιο του αστραγάλου ηδονή. Το βλέμμα διατρέχει τους δρόμους σαν να ήταν γραμμένες σελίδες: η πόλη σου υπαγορεύει κάθε τι που πρέπει να σκεφτείς, σε κάνει να επαναλαμβάνεις το δικό της λόγο κι ενώ πιστεύεις πως επισκέπτεσαι την Ταμάρα δεν κάνεις άλλο από το να καταγράφεις τα ονόματα που μ' αυτά εκείνη καθορίζει τον εαυτό της κι όλα της τα μέρη.
Πως είναι η αληθινή πόλη κάτω απ' αυτό το πυκνό περίβλημα των σημαδιών, τι περιέχει ή τι κρύβει, φεύγεις από την Ταμάρα χωρίς να το μάθεις.
Έξω εκτείνεται η γη, άδεια, ώς τη γραμμή του ορίζοντα, ανοίγει ο ουρανός, τρέχουν τα σύννεφα.
Στη μορφή που το τυχαίο κι ο αέρας δίνουν στα σύννεφα γυρεύεις ήδη ν' αναγνωρίσεις σχήματα: ένα ιστιοφόρο, ένα χέρι, έναν ελέφαντα...
οι συνεχείς πόλεις 1
H πόλη Λεονία επαναλαμβάνεται όλες τις μέρες η ίδια: κάθε πρωί οι άνθρωποι ξυπνάνε μέσα σε δροσερά σεντόνια, πλένονται με σαπούνια που μόλις έχουν βγει από το περιτύλιγμα, φοράνε ολοκαίνουργα ρούχα, παίρνουν από το πιο τελειοποιημένο ψυγείο κλειστά κουτιά γάλα, ενώ ακούνε τις τελευταίες φλυαρίες της πιο σύγχρονης ραδιοφωνικής συσκευής.
Στα πεζοδρόμια, τυλιγμένα σε καθαρές πλαστικές σακκούλες, τα απορρίματα της χτεσινής Λεονίας περιμένουν το αυτοκίνητο του σκουπιδιάρη. Όχι μόνο ζουλιγμένες οδοντόκρεμες, καμμένες λάμπες, εφημερίδες, κουτιά, χαρτιά περιτυλίγματος, αλλά ακόμα και θερμοσίφωνες, εγκυκλοπαίδειες, πιάνα, σερβίτσια πορσελάνης: περισσότερο απο τα πράγματα που κατασκευάζονται, πουλιούνται ή αγοράζονται κάθε μέρα, ο πλούτος της Λεονίας μετριέται από τα πράγματα που κάθε μέρα πετάγονται για να κάνουν χώρο στα καινούργια. Τόσο που αναρωτιέσαι μήπως το πραγματικό πάθος της Λεονίας δεν είναι στ' αλήθεια, όπως λένε, η απόλαυση των καινούργιων και διαφορετικών πραγμάτων αλλά η χαρά να αποβάλλει, να βγάζει από πάνω της, να καθαρίζεται από την καθημερινή ρύπανση.
Γεγονός είναι πως οι οδοκαθαριστές είναι καλοδεχούμενοι σαν άγγελοι, κι η δουλειά τους ν' απομακρύνουν τα απορρίματα της χτεσινής ζωής περιβάλλεται μ' ένα σιωπηλό σεβασμό, όπως μία ιεροτελεστία που εμπνέει ευλάβεια, ή ίσως μόνο γιατί μιάς και τα πράγματα πετάχτηκαν, κανείς πια δε θέλει πια να τα σκέφτεται.
Κανένας δεν αναρωτιέται που μεταφέρουν κάθε μέρα το φορτίο τους οι σκουπιδιάρηδες: σίγουρα, έξω από την πόλη, όμως κάθε χρόνο η πόλη μεγαλώνει κι οι σκουπιδότοποι πρέπει να μετακινηθούν πιο μακριά, ο όγκος των αποβλήτων μεγαλώνει κι οι σωροί υψώνονται όλο και περισσότερο, στοιβάζονται, εξαπλώνονται σε πιο πλατιά περίμετρο. Είναι φανερό πως όσο περισσότερο η τέχνη της κατασκευής καινούργιων υλικών εξελίσσεται στη Λεονία, τόσο πιο πολύ η ποιότητα των σκουπιδιών καλυτερεύει, αντέχει στο χρόνο, στις κακοκαιρίες, στις ζυμώσεις και στη φωτιά. Ένα φρούριο από άφθαρτα απομεινάρια περιβάλλει τη Λεονία, και δεσπόζει από κάθε της πλευρά σαν οροπέδιο με απότομες βουνοπλαγιές.
Το αποτέλεσμα είναι τούτο: όσο πιο πολλά πράγματα πετάει η Λεονία τόσο περισσότερα μαζεύει, τα λέπια του παρελθόντος της κολλάνε σχηματίζοντας ένα θώρακα που δεν μπορεί να τον αποβάλλει, με την καθημερινή της ανανέωση η πόλη διατηρεί τον εαυτό της στη μόνη καθοριστική της μορφή: τη μορφή των σκουπιδιών του χτες που στοιβάζονται πάνω στα σκουπίδια του προχτές κι όλων των ημερών και των χρόνων και των δεκαετηρίδων της.
Τα σκουπίδια της Λεονίας θα κυρίευαν σιγά σιγά τον κόσμο, αν πέρα από την τελευταία κορυφογραμμή του απέραντου σκουπιδότοπου, δεν υψώνονταν σκουπιδότοποι άλλων πόλεων, που κι αυτές διώχνουν μακριά βουνά από σκουπίδια. Ίσως όλος ο κόσμος, πέρα από τα σύνορα της Λεονίας, είναι σκεπασμένος από κρατήρες σκουπιδιών, ο καθένας με μιά μητρόπολη στο κέντρο σε αδιάκοπη έκρηξη. Τα σύνορα ανάμεσα στις ξένες κι εχθρικές πόλεις είναι μολυσμένοι προμαχώνες όπου τα απορρίματα της μιάς και της άλλης αλληλοστηρίζονται, δεσπόζουν, ανακατεύονται.
Όσο μεγαλώνει το ύψος, τόσο αυξάνει ο κίνδυνος κατολίσθησης: αρκεί ένα κουτί, ένα παλιό λάστιχο, ένα φλασκί χωρίς ψαθί να κυλήσει προς τη Λεονία και μιά στοίβα παράταιρα παπούτσια, ημερολόγια περασμένων χρόνων, ξερά λουλούδια θα βουλιάξει την πόλη κάτω απ' το παρελθόν της που μάταια προσπαθούσε να αποδιώξει, ανακατεμένο με το παρελθόν των γειτονικών πόλεων: ένας κατακλυσμός θα ισοπεδώσει τη βρώμικη βουνοσειρά, θα σβύσει κάθε ίχνος της μητρόπολης, ντυμένης πάντα με καινούργια ρούχα.
Ήδη από τις γειτονικές πόλεις είναι έτοιμοι, περιμένοντας να ισοπεδώσουν το έδαφος με οδοστρωτήρες, να επεκταθούν στην καινούργια περιοχή, να μεγαλώσουν, να απομακρύνουν τους νέους σκουπιδότοπους ακόμα πιο πέρα.
Ο Μέγας Χαν ξεφύλλιζε στον άτλαντά του, τους χάρτες των πόλεων που απειλούν μέσα στους εφιάλτες και τις κατάρες: Ενόχ, Βαβυλώνα, Γιάχου, Μπούτουα, Γενναίος Νέος Κόσμος. Είπε:
- ''Όλα είναι ανώφελα, αν ο τόπος της τελικής άφιξης δεν μπορεί παρά να είναι η κολασμένη πόλη κι είναι εκεί που μας τραβάει το ρεύμα, με κύκλους που όλο και στενεύουν''.
Κι ο Πόλο:
- ''Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που θα υπάρξει, αν υπάρχει μιά, είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε κάθε μέρα, που φτιάχνουμε με το να ζούμε μαζί. Δύο τρόποι υπάρχουν για να γλυτώσεις από το μαρτύριό της. Ο πρώτος είναι εύκολος σε πολλούς: δέξου την κόλαση και γίνε μέρος της έτσι που να μην την βλέπεις πιά. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος κι απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και γνώση: ψάξε και μάθε ν' αναγνωρίζεις ποιός και τι στην μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση κι αυτά κάνε να διαρκέσουν, δώσε τους χώρο"!