«Στις έξι το απόγευμα η πόλη έπεφτε στα χέρια των καταναλωτών. Ολόκληρη τη μέρα η μεγαλύτερη ενασχόληση του πληθυσμού ήταν η παραγωγή: παρήγαγαν καταναλωτικά αγαθά. Μια συγκεκριμένη ώρα, λες και γυρνούσε ένας διακόπτης, σταματούσαν την παραγωγή κι εμπρός! Ρίχνονταν όλοι στην κατανάλωση. Κάθε μέρα, σαν από ακατανίκητη παρόρμηση, μόλις και προλάβαιναν να εμφανιστούν στις ολόφωτες βιτρίνες τα κόκκινα κρεμασμένα σαλάμια, οι πύργοι από πορσελάνινα πιάτα που υψώνονταν ως το ταβάνι, τα τόπια των υφασμάτων που ξεδίπλωναν τις πτυχές τους σαν ουρές παγονιών και να! Το καταναλωτικό πλήθος ορμούσε να διαλύσει, να ροκανίσει, να ψηλαφήσει να κατακρεουργήσει. Μια ατελείωτη ουρά προχωρούσε έρποντας σ’ όλα τα πεζοδρόμια και τις πόρτες, εκτείνονταν απ’ όλες τις μεριές μπροστά στις γυάλινες πόρτες όλων των καταστημάτων και κινείτο με τις αγκωνιές των πάντων στα πλευρά των πάντων, σαν από αδιάκοπες παλινδρομήσεις εμβόλων. Καταναλώστε! Και έπιαναν τα εμπορεύματα, τα ξανάβαζαν στη θέση τους, τα ξανάπαιρναν και τα τραβούσαν ο ένας από τα χέρια του άλλου! Καταναλώστε! Και ανάγκαζαν τις χλομές πωλήτριες να σωριάζουν στους πάγκους ασπρόρουχα σ’ ασπρόρουχα. Καταναλώστε! Και τα κουβάρια του χρωματιστού σπάγκου στριφογύριζαν σαν σβούρες, τα φύλλα του λουλουδάτου χαρτιού φτεροκοπούσαν σαν πουλιά τυλίγοντας τα εμπορεύματα σε πακετάκια, τα πακετάκια σε πακέτα, και τα πακέτα σε δέματα, το καθένα τους δεμένο με φιόγκο. Κι ύστερα δέματα, πακέτα, πακετάκια, τσάντες, τσαντάκια στριφογύριζαν στριμωγμένα γύρω από το ταμείο, τα χέρια έψαχναν μες στις τσάντες αναζητώντας τα πορτοφόλια, τα δάχτυλα έψαχναν μες στα πορτοφόλια αναζητώντας ψιλά κι εκεί χαμηλά, μέσα σ’ ένα δάσος από άγνωστα πόδια και πτυχές πανωφοριών, τα παιδιά, χωρίς κανένα πια χέρι να τα κρατάει, χάνονταν κι έβαζαν τα κλάματα.
Ένα τέτοιο απόγευμα ο Μαρκοβάλντο έβγαλε την οικογένειά του περίπατο. Μιας και δεν είχαν λεφτά, η διασκέδασή τους ήταν να βλέπουν τους άλλους να ψωνίζουν. Εξάλλου όσο περισσότερο κυκλοφορεί το χρήμα, τόσο περισσότερο ελπίζει ο απένταρος: «Αργά ή γρήγορα κάποτε θα περάσει κι από τις δικές μου τσέπες». Όμως στην οικογένεια του Μαρκοβάλντο ο μισθός ήταν λίγος και τα στόματα πολλά και, επιπλέον, είχαν να πληρώσουν χρέη και φόρους, έτσι το χρήμα εξανεμιζόταν μόλις το έπιαναν στα χέρια τους. Ωστόσο διασκέδαζαν χαζεύοντας , ιδίως κάνοντας βόλτες στο σούπερ μάρκετ.
Το σούπερ μάρκετ λειτουργούσε ως σελφ σέρβις . Είχε από κείνα τα καροτσάκια με τις ρόδες που μοιάζουν με σιδερένια καλάθια και κάθε πελάτης έσπρωχνε το καροτσάκι του και γέμιζε με όλα τα καλά του Θεού. Μόλις μπήκαν στο σούπερ μάρκετ, πήρε ένα καροτσάκι ο Μαρκοβάλντο, ένα η γυναίκα του κι από ένα τα τέσσερά τους παιδιά. Κι έτσι παρήλαυναν με τα καροτσάκια τους μπροστά τους, ανάμεσα σε πάγκους φορτωμένους από βουνά φαγώσιμα, δείχνοντας τα σαλάμια και τα τυριά και κατονομάζοντάς τα, λες και αναγνώριζαν ανάμεσα στο πλήθος πρόσωπα φίλων ή, τουλάχιστο, γνωστών.
‐Μπαμπά , να το πάρουμε αυτό; Ρωτούσαν αδιάκοπτα τα παιδιά.
‐Όχι, μην τ’ αγγίζετε, απαγορεύεται έλεγε ο Μαρκοβάλντο έχοντας στο νου του ότι στο τέλος της περιήγησής τους περίμενε η ταμίας για τον λογαριασμό.
Ίταλο Καλβίνο,
«Ο Μαρκοβάλντο στο σούπερ μάρκετ»
Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη,
Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη,
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου