Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Γιώργος Μπλάνας - Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη


Στον Σπύρο Ασδραχά



|Dans la vertu l'audace se ranime,

Et la faiblesse est compagne du crime|.

Louis Antoine Leon de Saint-Just.


1.


Στο ποίημα αυτό προτίθεμαι να τραγουδήσω τον αρχιστράτηγο του μένους των Ελλήνων, Γεώργιο Καραϊσκάκη.

Όχι επειδή επιθυμώ τίποτε αναίμακτα βραβεία, κι ίσως ίσως τη στρίγγλα εκείνη συντριβή του εθνικού ποιητή στη χάμω γλώσσα,

αλλ' επειδή -τουλάχιστον εγώ- ταράζομαι τα βράδια, όταν είναι το φεγγάρι κάποιο είδος τροχαλίας, που ανασύρει απ' το πηγάδι της σιωπής τα όνειρα της πέτρας.

Τότ' επιστρέφει ο νεκρός παλικαράς της γης μου και πελεκάει τεχνικά των ζωντανών τη γλώσσα.

Τότ' επιστρέφει ο φωτεινός και με ξυπνάει, κι είναι απ' ώρα ποτάμια οι φλέβες μου ανοιχτές,

καίγονται οι αρθρώσεις μου σαν τα χωριά, τα πόδια μου τυφλά παραπατάνε τα κόκαλά τους με τριγμούς βαθείς, πέτρα την πέτρα,

κατ' όπου κάποτε δροσιά των λιβαδιών και πόδια παιδιών που χόρταιναν ανατριχίλες,

κι ένα κορίτσι δούλευε των αγοριών τον κήπο μες στα νεράντζια των πλησίστιων στεναγμών του.

Τινάζομαι άξαφνα και λέω: "Τι θέλεις μες στη νύχτα, παλικαρά; Τα σπλάχνα μου απαιτείς;

Δεν πρέπει να 'χει σίδερο καρδιά για να σ' αντέξει αυτός που τρέχει στους γκρεμούς γυρεύοντας τα κρίνα;"

Κι αυτός: "Δεν πρέπει να 'χει τη γλώσσα του ο ποιητής, τρέλα καλά γαλβανισμένη;"

Και χάνεται, με παρατάει μες στη βαθιάν αλήθεια.


2.


Βαθαίν' η αλήθεια κάποτε, και βρίσκεσαι αίφνης ναυαγός στην ίδια σου πατρίδα.

Κι είναι κοράκι η λεμονιά και σκύλος το θυμάρι, το πεύκο τρώει τον άνεμο και το πανί τον γλάρο,

κι ο ναυαγός που δέρνεται δεν έχει πια καθόλου μνήμη: μια φλύαρη Ολλανδή κυρία η πνιγμένη,

των σκοταδιών περίγελος ο γέρος, των βράχων καταπίστευμα ο νέος, δυο φίδια χόρτο ο άνεμος και μια βελάδα λάσπη βασίλισσα στις λεμονιές.

Ναι! Όλ' αυτά ενόσω η θάλασσα καραδοκεί βαθιά σαν την αλήθεια, να κατεβούμε κάποτε στο κύμα του θεού, τα ζώα να φορτώσουμε στο πλοίο, κι εμάς ξοπίσω.

Ναι! Όλ' αυτά ενόσω καν δεν ξέρουμε αν σώζεται ακόμα Ιθάκη.

*

Βαθαίν' η αλήθεια κάποτε, και λες θα πάω στα βουνά, ψηλά~ θα πάω να βρω μια χαρακιά του ήλιου ανάμεσα στα πεύκα,

να στήσω εκεί μια δυο φορές τον ίσκιο μου σκιά, σαν άνθρωπος να ζήσω την εσχατιά του Ανθρώπου.

Μα έρχεται αποβραδίς το ποίημα δριμύ και στέκεται κι ακούει τα κήτη να γυρίζουνε στης πόλης τον βυθό•

"Εγώ, εγώ!" ολολύζουνε, κι η νύχτα, των αστέρων ο ποθοπλάνταχτος πλοηγός, μια σκοτεινή μαρμαρυγή γεμάτη δένδρων και κλαριών και φύλων και καρπών αποκαϊδια.

Έρχεται, λέω, το ποίημα -ο άστεγος των λέξεων- και αγρυπνάει παράφορα ολόκληρη την πρώτη αρχή, σ' έναν και μόνο πόθο~

ναι, αγρυπνάει και λέει βραχνά: "Για κοίτα θέσε ριζικά όλο αυτό το μορφικό συναίσθημα εν γένει,

που συγκροτεί του δέοντος τον ειδικό τον χαρακτήρα~ κι ας έχει ήδη αναστραφεί του Εγέλου η κολυμπήθρα".

*

Γι' αυτό, λοιπόν, θα υλοποιήσω την πρόθεσή μου αμέσως.

Τουλάχιστον εγώ δεν θα στερήσω τη Μούσα απ' τους παροξυσμούς που δικαιούται.

Κι όποιος ακούσει άκουσε, κι όποιος στραφεί και φύγει, κακό του κεφαλιού του.

Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής γνωρίζεται απ' τα δόντια, που χώνουν τα κοπρόσκυλα των λέξεων στο θρασύ χέρι της εξουσίας.

Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής τεκμαίρεται απ' τα όνειρα, που γρούζουν τα κοπρόσκυλα των στίχων στο ηλιόλουστο πλατύ της Ιστορίας.

Χώρια ή μαζί, κοπρόσκυλο• εδώ ή εκεί, ο ξένος! Τι έχω να χάσω απ' τη φωνή, του Λόγου ο μετανάστης;



3.


Ρωτάω, λοιπόν, τι ήθελε να πει ο Λακεδαίμων, που τρέλανε τους αριθμούς στο άσυλο των στενών;

Τι σώπαινε, όταν κραύγαζε κι έβρεχε σίδερο πυκνό το ξύλο, εσπευσμένο κατά τον χάμω θάνατο, και χόρταιναν τα πτώματα των ζωντανών το χρέος;

Απ' την στιγμή που η άνοιξη μας βρίσκει κατακούτελα σαν πορτοκάλι, τι έχουν -όλως παραδόξως- να μοιράσουν οι εργατικοί ανεμόμυλοι με τη νωθρή λεκάνη ενός μπαρμπέρη Καστιλλιάνου;

Γλυκός-ξινός ο ουρανός, μπορεί να υπενθυμίζει σ' έναν αστό πως το σκοινί της πνιγηρής ανόδου του κοστίζει.

Οι εργολάβοι της αλήθειας πρέπει, το δίχως άλλο, να βάζουνε τα πράγματα στη θήκη τους, και η χειροτεχνία του κόσμου που γεννάει στο φως όλα σαν στο τσεπάκι της, να δείχνει

-ντροπιαστικά αμείλικτη- στον ευγενή ιππότη, πως η πίστη σ' έναν Θεό δεν είναι καν ένα παράρτημα της πίστης στον άνθρωπο, μια νέα έρευνα (η πρώτη ήτανε μεροληπτική).

Ενώ εσύ σαλτάρισες χλωρά μες στην καλύβα του θυμού απ' το παράθυρο και άνοιξες την πόρτα εν είδει ερμηνείας του αρχαίου ρητού.

Ενώ εσύ κατέδειξες πως τίποτε στον κόσμο δεν είναι μοιρασμένο χειρότερα απ' τον νου.

Βέβαια, εξηγείται. Τη μάνα σου, μόνο τ' αγρίμια την είχαν για κυρά. Αυτό νομίζω αρκεί, αφού είναι πάντα γυναίκα διάφανη η νεράιδα, σαν δροσιά:

λίμνες τα μάτια, λαγκαδιές ανθόσπαρτες τα πόδια, φυλλωσιές στον άνεμο τα ξέπλεκα μαλλιά.

Γυμνώνεται η κρυστάλλινη, φέγγει, μοσχοβολά καν ξέφωτο καν μια σπηλιά, για να γεννήσει ομίχλη πυκνή, σαν το φαρμάκι του φιδιού μες στα σκοτάδια

και νύχτα έναστρη, σαν βλέμμα φιλελεύθερο θηρίου καταπάνω στο παγώνι του αθλίου κυνηγού.

Γυμνώνεται η κρυστάλλινη, κι ένας φωνάζει: "Αχ, η σφαγή των γάργαρων ματιών σου!" Κι άλλος κραυγάζει: "Αχ, η πληγή των εκατοχειλιών σου!"

Μα όλοι δεν φυλάγονται απ' την κλειστή ζωή, τη μισθωμένη τη ζωή και την επιπλωμένη.

Λίγοι είναι αυτοί που παν κοντά στη στοιχειωμένη τη ζωή. Λίγοι απογίνονται παιδιά μες στα παιδιά τους ματωμένοι.

*

Αυτά, λοιπόν, τα ορεινά, τα σύσκια για τη μάνα σου• ο πατέρας είδε γέροντες να μπαίνουν μοναχοί τους στη φωτιά

και νέους απάνω στα παλούκια να πηγαίνουν, σαν χελιδόνια οι γλώσσες τους στην τροπική αλήθεια των εγχώριων παθών

και μόνο για το δίκαιο των αιμάτων βρήκε μια κάποιαν ηδονή στον ταραχώδη βίο,

αφού από νέος ζύγιζε το αυγινό σπαθί των λογισμών του, κάτω από την πανσέληνο άλγεβρα των θυμών του.

Μέχρις εδώ για τους γονείς. Κι αν κάποιος θέλει να ξέρει περισσότερα, θα πρέπει να έχει υπόψη του πως κόβουν και τα λόγια, μα δεν φτιάχνουνε πατρίδα.



4.


Εν πάση περιπτώσει, πλήθος ήταν εκείνοι στον καιρό σου, που αναζητούσαν κήπο και ξαφνικά τα χέρια τους βλάσταιναν αίμα,

κι ακόμα περισσότεροι αυτοί, που δεν απασχολούσαν τα κύμβαλα του δεύτερου εν ζωή αλαλάζοντος πατέρα.

Οι μαρτυρίες των περιηγητών ήσαν λεπτομερείς, και τα κουνάβια αισθάνονταν πως δεν μπορούσαν να κάνουν ήσυχα παιδιά μες στις φωλιές τους.

Κανείς ωστόσο δεν μπορούσε να πει τίποτε σίγουρο, γι' αυτό ίσως η σφοδρή κλαπαταγή της αυτοδιαχείρισης να εκτόπιζε κάτι βαθύ στον κόσμο γύρω,

και -φυσικά- τη δυστυχή συνείδηση την ίδια και τα λοιπά συμπτώματα της εμμενούς ευρυαγγείας των όντων.

Αλλ' είχες γεννηθεί εσύ, κι έγινε απόγευμα επιτέλους, και οι ρίζες των πεύκων σώπασαν με τη βαθιά περίσκεψη της καταχνιάς,

σαν να σχεδίαζαν κρυφά την άμεση δημιουργία μιας νέας λογιοσύνης, πλεγμένης με τρεχάματα παιδιών μέσα στη νύχτα, και κάθιδρες αγρύπνιες των παιδιών μέσα στα χρόνια.

Κι έγινε νύχτα γεμάτη άλογα που έγλυφαν αργά, σαν νυσταγμένα, το παχύ σκοτάδι~ άλογα ασάλευτα σαν κίονες μέσα στο σκοτάδι, και πιο πέρα τα παιδιά

κουρνιασμένα στις μάλλινες φωλιές των μανάδων, να ονειρεύονται κοπάδια χαίτες και γυμνά βυζιά μαστιγωμένα από την μπόρα στην παλάμη του σταριού,

γύρω στα 1700, που ήταν τα σιτηρά τόσο φθηνά στη Θήβα και τόσο πολλά στη Θήβα και πούλημα δεν είχαν.

Κι εσύ, βαθύτατα αυτόχθων, έφτυσες μια στο χώμα και τινάχτηκες, λόγιος και άρχοντας, προσηνής και ποτέ πληβείος,

ίσαμε τα κατάλευκα σφυρά της ντροπαλής εκείνης ξιφομάχου, που βγαίνει μόνο νύχτα, όταν τα στάρια είναι πολλά κι είναι φθηνά και δεν υπάρχουν μονάχα ως δεδομένα

ποσά αξίας που ισούνται με το χρήμα, στο οποίο έχει σβηστεί κάθε αξία κάμπου• κι αυτό λεγόταν ήδη Ελευθερία.

Έσπευσε τότε το τριζόνι να καρφωθεί σαν βόλι στη φλούδα του πλατάνου, κι όταν κατέφθασαν μεσάνυχτα βαθιά σκοτεινιασμένα,

τραγούδησε -ευθέως αυτό προς την κατεύθυνση ενός ιδανικού- τις αρετές που μοιραζόσουν με το φύλλο καταπάνω στον βοριά.

Φυσούσε• κάπου μακριά, ένα δένδρο πάλευε στ' αρχαία του φύλλα μια χάλκινη ψυχή,

κι η νύχτα ερχόταν πορφυρή, στόμα ανοιχτό, κοπάδια δόντια και ανάσες φλογερές του καταπρόσωπο θανάτου.

Κατάμαυρα πουλιά αποσιωπούσαν το σκοτάδι στα ματωμένα ράμφη τους. Τα βράχια διατύπωναν τη γλώσσα των τυφλών

κι απάνω το διάστημα άβολο, ξένο, αιματηρό, απαιτούσε έναν θάνατο ελάφι στα νύχια του αετού.

Γύρισες, κοίταξες: στεκόσουν άσκοπα κι εμπόδιζες μιαν άσκοπη ομίχλη ξεπαγιασμένος μέσα στη σιωπή.

Τα σπίτια έτρεμαν σιγά με τα πορτόφυλλά τους, καθώς η νύχτα έσερνε δύσβατα όνειρα κι απόκρημνους ψιθύρους, στο καλντερίμι τής γερακίσιας γλώσσας σου.

Μα ήσουν ήδη παλικάρι κι είχες προσβάλει, καίρια, το αγέλαστο πνεύμα της σταδιακής επεξεργασίας των λέξεων και ήταν πια μια αρχή.

Ο δρόμος πήγαιν' απ' τον κήπο κατευθείαν στο φεγγάρι, κι ήτανε τριαντάφυλλο σαν φλόγα το σκοτάδι,

απ' όπου οι ψυχές γύριζαν κόκκινες σαν τη φωτιά, κι όταν τις έπιανες καιγόσουν, γιατί όντως ήτανε φωτιά,

και παραπέρα κάτι ψίθυροι, με οχτώ πόδια και δύο κεφάλια, μάτια φωτεινά, που μόλις ένοιωθαν ανάσα ανθρώπου καίγονταν και χάνονταν κάτω απ' το νερό, στον κάτω τόπο των καρπών,

και είχαν βλέμμα σκύλου, πάτημα λιονταριού και δόντια κάπρου να σπαράζουν δυο μέτρα άντρες, απ' τη συνείδηση και πάνω

κι άλογα με πόδια κόκορα από κάτω, και γενειάδες στη βούληση, μαλλιά στην κρίση, μια φωνή γλυκιά σαν το ποτάμι που κυλάει τα νερά του.

Και βγήκαν οι προφήτες: στοιχειά από τη μέση και πάνω κι άνθρωποι, κακήν κακώς πιο κάτω,

και μίλησαν όλες τις γλώσσες του κόσμου κι έφαγαν πολλούς, εκτός απ' τα κεφάλια.


5.


Ωστόσο, συναθροίστηκαν οι σκοτεινοί στον τόπο των δύστυχων βατράχων: ένας με το παλιό το στήθος και την καρδιά τραυλή,

κι άλλος που έσερνε μια χαλασμένη συνείδηση από τα σκουπίδια, τρεις νύχτες ευρωπαϊκές, κι ήταν καθόλου εργατικό επάνω το φεγγάρι.

Κι έλεγαν άνθρωπο το πρόστυχο απέξω, κι έλεγαν μέσα τον πρόστυχο άνθρωπο. Αυτά~

κι ένας που δεν γνώριζε τη γλώσσα, κατάλαβε τα λόγια τους, ώσπου αρρώστησε βαρύτατα σαν ποίημα,

και νήστεψε η γη τον πληθυσμό της, ορμητικά μπροστά στην πόρτα του αετού, και στου φιδιού την τρύπα, εκεί που είχε πλέον τη θάλασσά της η πνιγμένη.

Κι αυτός που γνώριζε τη γλώσσα σου καλά, κι είχε σβηστεί μες στο λιοπύρι των κολάρων, φώναξε: "Τα μάτια μου δεν είδαν τόπο θρασύτερο από τούτο τ' αλωνάκι!"

Έτσι το φώναξε: στεγνά και χάθηκε μες στα βιβλία, που ανοίγουν για να κλείσουν πολύ βαθιά, πολύ βαθιά (και σκοτεινά) τους ποιητές.

Κι ο άλλος, που δεν ήξερε τη γλώσσα, είδε στον πυρετό του ηφαίστεια μεσοπέλαγα, σαν νεκρικές πυρές:

ελπίδες, φόβους, αγωνίες και πάθη (τα υψηλά), τον πόνο μας, που γίνεται περιουσία με τον καιρό,

του έρωτα τη δύναμη• τραγούδησε: "Μόν' άλυσες, δεσμά! Αμ' τι, αμ' τι, για φάγωμ' είμαστ' όλοι!" Και πέθανε να πάει κατ' όπου τα χωριά των αθανάτων.

Απ' τ' ανωτέρω, άνοιξε ο δρόμος για την ανάστροφη γιορτή του πνεύματος, και τα στοιχειά της γης, και του νερού και του αέρα, όλη νύχτα θορυβούσαν στα μεταλλεία της Ιστορίας,

και οι τραχείς σιδηρουργοί των ιδεών δεν χόρταιναν να ρίχνουν στη φωτιά τις αντιφάσεις,

με τις οποίες χόρταινε σάρκα η μορφή ως χρήμα, ως ένα σύνολο αξιών, με την αυτόνομη μορφή της ανταλλακτικής αξίας, με τη χρηματική του έκφραση.

Ω, ναι! Με τη χρηματική του έκφραση, ο αγώνας για επικράτηση, που ήταν λοιπόν ένας αγώνας για κέρδος ή ζημία,

έγινε ξαφνικά ένας αγώνας ανάμεσα στα ερπετά και τη φτέρνα της ζωής: ο εχθρός ο κάτω, μια επιπλέον επιθυμία εδάφους, μια τρυφερή επανάσταση παιδιών και ποιητών. Παιδίων τε Ποιητών!

Ζωή με σχήμα του θανάτου, δηλαδή, ή κι αντιστρόφως.

6.


Συνέβη τότε, όπως ήταν φυσικό, να χάσεις το μέτρο της θηριωδίας, που όφειλες να εκτίσεις για ζωή,

και τσάκισες εν μέρει, αγρίεψες λιγάκι, έγινες ένα μείγμα φιλαργυρίας και γενναιότητας: αρχαίος άνθρωπος σ' έναν αιφνίδιο κόσμο ανθρώπων.

Καλύτερα να κρύβει ο τρομερός την τρέλα που τον δέρνει, είπε ο Ηράκλειτος,

αλλά δεν γίνεται να δει από τρία σημεία ένας άνθρωπος την ίδια κατά μέτωπο φουρτούνα. Κι ο στερημένος, είναι κάπως γενναίος κι αυτός.

Η νύχτα των αιμάτων δεν χαρίζει κάστανα, αν δεν είναι αναμμένα σαν κάρβουνα• νύχτα θα χάσει καθένας την ψυχή του; Νύχτα και το σώμα του.

Λοιπόν, μπορείς να μην πεθάνεις από φόβο κι αγωνία, πριν πεθάνεις από έρωτα και θράσος, από αγάπη για πράγματα εντελώς παράλογα.

Συνεπώς, άλλα χίλια χρόνια να ζούσες, τα ίδια λάθη θ' αγαπούσες.

*

Μα ήσουν νέος ακόμη, κι έπρεπε, το δίχως άλλο, να πιάσεις από τα μαλλιά τον χάλκινο άγγελο της νύχτας, στο αλώνι των ονείρων,

κι αν δεν με τρέλανε εντελώς η αρχαία μηχανή των λέξεων, νομίζω πως είδες έναν κόσμο βουβό, σκιερό, βαρύθυμο, κρυμμένο με ταχύτητα ερπετού σε κάθε φύλλωμα της μέρας,

έτοιμο να πέσει πάνω στην πρώτη αδέξια ψυχή, να τη σπαράξει, να τη σπαράξει κόκκινη, βαθιά, σχεδόν καρδιά και φλέβα.

Και είδες ψυχές βαθύτατες: σκιές μιας σκοτεινής ευημερίας, που κάρπιζε κουρέλια ιστορίας, φορεμένα ή πεταμένα ή κρατημένα σαν ανάσα χαραγμένη με σκληρές του ήλιου μαχαιριές, κατάστηθα των χωραφιών:

κάθε χωράφι και μέτωπο τραχύ: άρχοντας ξεπεσμένος ενός θεού κολίγου, που πάλευε να θρέψει τα σπαρτά με βλέμματα εύφλεκτα, πληγές χειλιών ατίθασων και γρήγορες ανάσες.

Και ξύπνησες, και μύριζε υγρασία ο θάνατος παντού, και λάτρευαν τον θάνατο παντού, και προσκυνούσαν θεούς απόκρημνους, θρεμμένους με παλικάρια της φωτιάς και του τροχού παρθένες.

Και φώναξες: "Τι κάνετε εδώ, ψυχές; Τι κάθεστε μπροστά σε τόσο μαύρο; Φυλάτε η μια την άλλη; Μα πού θα πάει αυτό; Τι να την κάνετε τη γη όταν δεν τρέφει τα παιδιά της;"

Και τα βουνά μαζεύτηκαν κάτω απ' το λίγο φως του δειλινού κι ονόμασαν τον άνεμο αυλή, κι απέκτησε το μένος σου πατρίδα.

Γαλήνη απλώθηκε πλατύφυλλη παντού, κι ήσουν παιδί, στεκόσουνα στη ρίζα μιας λαγκάδας και αργούσες με τον νου σου

κάτι περίφημο, αφού είχες τρέξει ξυπόλητος το ερπετό της άμμου ανάμεσα στις καλαμιές,

κι ήξερες πως ο κόσμος υπάρχει μόνο πάντα απ' την αρχή• κι ερχόταν καταπάνω σου

μια διάφανη, με τα μαλλιά να ρίχνουν ρίζες φωτεινές στο φρέσκο απόγευμα, κι ερχόταν πελεκώντας τα λόγια της:

"Ανέβα τη λεπίδα της ψυχής, ποτέ μη στρέψεις το βλέμμα προς τα κάτω. Τρέχα στο φως που πελεκάει τα λόγια κοφτερά.

Μόνο τα λόγια κόβουνε, τα λόγια μοναχά ξέρουνε το πάνω και το κάτω, μια λέξη είναι ο άνθρωπος, μια λέξη: τραγουδώντας".

*

Κι ως εκ τούτου, ήσουν Έλλην. Κι η προσδοκία σου, αρχαίο ζώο τη στιγμή που θα χιμούσε καταπάνω στην πεδιάδα

-και τ' άλογα θα τρόμαζαν, θα παρατούσαν το τριφύλλι στην προαιώνια κρύπτη του, πέτρωσε.

*

Τι συνέβη, παλικαρά, κι αυτή η αιχμηρή χερσόνησος έμεινε μια ωραία στιγμή του σπαραγμού;

Λοιπόν, αφού ερεύνησα θάμνους και δένδρα, ποταμούς. Λοιπόν, αφού ερμήνευσα πουλιά και φίδια και θορύβους μες στη νύχτα κοφτερούς,

κατέληξα πως θέλησες να πιάσεις τον αετό απ' το νύχι, για να τον κάνεις σήμα κλειστής αριστερής στροφής σε δρόμο ορεινό,

ενώ η βροχή βαράει τον ταμπουρά, για να χορέψει η αρχαία σημασία των ανθρώπινων γκρεμών:

σκύλα ουράνια, νύμφη σκοτεινή, θεά αιμοβόρα: ένα μάτι, ένα δόντι, έρημη, μόνη, μ' ένα χαμόγελο ειρωνικό στα τρομαγμένα χείλη της,

να πρήζονται τα γόνατα, συνέχεια να μακραίνουν τα νύχια της, να γδέρνει τα μάγουλα από την απελπισία,

να τρέχει ακατάσχετα το αίμα της στη γη, λάσπη να γίνεται το δάκρυ στα μαγουλά της~ όμως σημασία.

*

Επί δεν τούτο αδιάκοποι και φοβεροί υετοί κατέκλυσαν της ιστορίας τους πρωταγωνιστάς. Και είχες αδικηθεί.



7.


Ω, ναι! αδικήθηκε το όνομα και η μνήμη σου, Καραϊσκάκη. Το μεγάλο, εύφορο έργο σου δεν βρήκε χέρια να το κάνουν κήπο,

αφού τα αίματα δεν έπαψαν να λένε τον ήλιο τυμβωρύχο και το φεγγάρι ρόγχο.

Σου το 'χε πει δασύτριχα ο γέρος: "Μαθαίνω, στρατηγέ, πως μπαίνεις κατ' ιδίαν σε μάχες κι ακροβολισμούς.

Δεν είν' αυτό δικό σου έργο. Τραβήξου, υπόμενε, για να εμψυχώνεις τους άνδρες. Ειδαλλιώς βρικόλακα σε βλέπω, να τους τρως με την ψυχή σου".

Όμως ήσουν αυθαίρετος, μια φωτεινή τρέλα που έπρεπε να τελειώσει. Μόνο έτσι θα μάθαινες ακέραιο τον φόβο που μας κάνει λογικούς.

Και ρίχτηκες αστόχαστα στα δόντια εκείνης της αλύπητης μέρας, που γλειφόταν για ιδρώτα και ψυχορραγητό.

Πού να 'ξερες πόσο σκοτάδι εφημέρευε η νύχτα των αχρείων; Πού να 'ξερες το τι πληγές διανυκτέρευε η μέρα των χυδαίων;

Πιάστηκες στην παγίδα του μηρυκαστικού, που πνέει τα μένεα των νωθρών δοντιών του, αθώε κυνόδοντα, παλικαρά!

Ίσως νόμισαν, πως πλάστηκες για να ταϊζεις τα όνειρά σου με ουρλιαχτά και βρώμικες πληγές.

Ίσως νόμισαν, πως ό,τι ήλπισες απ' τη ζωή σου ήταν ένας κουβάς ασβέστης στη νύχτα των πτωμάτων.

Αγνοούσαν, παλικαρά, τα βασικά της σκονισμένης απελπισίας σου.

Γι' αυτούς ο θάνατος εξείχε, σαν παλιός σελιδοδείκτης απ' το βιβλίο της ζωής.

Δεν ήξεραν πως καθένας ξυπνάει τον δικό του εφιάλτη, απ' τα χαράματα της προσδοκίας του.

Δεν ήξεραν πως όλοι είναι κάπως δίχως μάτια, δίχως στόμα, στο χώμα, λίγο χώμα, κι ίσως ίσως

εκείνοι που νομίζουν πως είναι δυνατοί, να νοιώθουν πιο βαθιά τη χαρακιά του μηδενός, όταν λυγίζουν.

Κανείς δεν είναι από σίδερο, ούτε καν το σίδερο. Όλα μαλακώνουν στον καιρό τους,

κι έρχεται η νύχτα, και ο γκιώνης μετρά, κόψη την κόψη, το βύθισμα της νύχτας, το σκοτάδι

πνίγει τους τοίχους, στραγγαλίζει τα παράθυρα, τις πόρτες των αισθήσεων.

*

Ας ξυπνούν τον ύπνο τους, λοιπόν, για τα καλά. Αν το καλοεξετάσεις, η τάξη είν' ένα είδος σφαγής που δεν ματώνει.

*

Ω, ναι! αδικήθηκες, παλικαρά. Εσύ που γνώριζες την ποίηση απ' την ανάποδη,

και είχες μάθει να διαβάζεις τον κόσμο ανάποδα, για να κρατιέσαι όρθιος μες στο μακελειό τού εδώθε όντος, βγήκες μπροστά και κραύγασες:

"Για δείτ' εκεί μιαν εξουσία, οπλισμένη μ' όλη της την αναίδεια! Τσογλάνια, κερδοσκόποι, πώς να πείσετε τους άντρες να σας ακολουθήσουν;

Γιατί να πάρουνε τα βράχια και να τραφούνε με ρακένδυτο μολύβι;

Νομίζετε πως ήρθαμε για σας μέχρι την άκρη της οργής; Για το περβόλι της πατρίδας, αχρείοι, ήρθαμε, γι' αυτό -δυο τριαντάφυλλα κι ένα γεράνι ταπεινό- ιδρώσαμε σφαγή.

Μέχρι εδώ ήταν. Φεύγω για την παραφορά. Με συμφέρει να προσφέρω στην πατρίδα τη δική μου αυθαιρεσία.

Με τη δική σας με χωρίζουνε βουνά οι κερασιές. Δεν έχω άλλο γαλάζιο να σκορπίσω στα λαγούμια σας".

Τότε έπρεπε να έρθει τάχα μια Αθηνά, για να σωπάσει τον θυμό σου, να δώσεις πίσω τη λεπίδα των λόγων μες στη θήκη της, κι όχι να βρυχηθείς:

"Μεθύστακες, κοπρόσκυλα, λαγών ψοφίμια, πότε σας ένιωσε κοντά του στο τραγούδι ο πατριώτης;

Πότε σας είδε δίπλα του ο ήρωας στο χορό; Τι κατορθώσατε; Να τρέμετε στην όψη τής ζωής!

Τι λέω; Εσείς δεν είστε οι πόρφυρες, που τριγυρνάτε στα ρηχά, κι αρπάζετε τα νιάτα των κολυμβητών;

Αυτό θα πει κατόρθωμα: μυροβόρα εξουσία! Μα έχετε χάρη που κυβερνάτε ουτιδανούς,

αλλιώς τα δόντια σας θα τέλειωναν εδώ~ ένα σας λέω, θα 'ρθεί στιγμή που θα ενσκήψει στην πολιτεία των λαγουμιών η πείνα του αυθαιρέτου,

και τότε εσείς -υπόλογοι ή συγγραφείς- δεν πρόκειται να πάρετε απ' τα χέρια του μέλλοντος φονιά παρά μονάχα παρελθόν.

Έτσι, να τρώτε τα σπλάχνα σας και να θυμάστε, πως τους πρώτους ανάμεσά σας δώσατε στους άρχοντες των σκοταδιών".

*

Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, υπήρξες Αχιλλέας κι άλλοι πολλοί γενναίοι μαζί, συμπεριλαμβανομένου του γεωπόνου Άρη Βελουχιώτη.

Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, η πράξη της εξέγερσης είναι όπως πάντα μία~

όμως, εκείνο που εκτίθεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο, έχει τη μεγαλύτερη χάρη. Άρα, δύο τα σκοτάδια.


8.


Άτροπος, τότε, ο Μέγας Αλβιών, που τον τραγούδησε καχύποπτος ο Ουίλλιαμ Μπλαίηκ

-γιατ' ήξερε πως κάποτε θα έρθουν πολλοί πανάθλιοι στους γάμους του παραδείσου με την κόλαση- θέλησε χάρτινος να κλείσει την ατραπό των ημερών σου.

Κι ενώ υπήρχες έφιππος, ανοίγοντας τον δρόμο των κομμουνάρων παριζιάνων, έγινες στόχος κολάρων σαρκοβόρων.

Κι επειδή έγινε τότε όλο πάστρα το πέλαο της ζωής σου, μουρμούρισες:

"Συστρατηγοί, αδέλφια και στρατιώτες, εγώ πεθαίνω μια χαρά, γιατί εκπλήρωσα το χρέος μιας πατρίδας σαν δέντρο καταπάνω στην αυγή.

Ε, τι να κάνουμε; Πηγαίνω τώρα να κρεμάσω την κάπα μου στον καφενέ του Άδη.

Μη λυπηθείτε, Έλληνες! Κοιτάτε εσείς να γίνεστε πιο τρομεροί στην εξουσία των λαγουμιών.

Κοιτάτε να ποτίζετε τους κήπους σας συχνά. Καύχημα των παλικαριών είναι να λέγονται κοψίδια, όχι ψοφίμια,

και καύχημα του ελεύθερου να τον φωνάζουν ποταμό, όχι λακκούβα".

*

Α! τετραπέρατε παλικαρά! Ενώ η πληγή σου μαινόταν στο υπογάστριο του φωτός,

και οι θεράποντες των έλλογων κραυγών δεν είχαν ν' αντιτάξουν μια νέα πειθαρχία στο κοινό γλωσσάρι του αίματός σου,

και καταπιάνονταν ν' αφήσουν τη χρήση του λαού στην ιστορία του έθνους,

κι όχι -ως όφειλαν- ν' αρθρώσουν κανένα λόγο σκιερό, καμιά πηγή λαλίστατη, με δίχως τα αίματα βαθιά και σκοτεινά της,

-ενώ όλα αυτά- κατέφυγες στον θάνατο, κι απάντησες καθέτως τον ήλιο, τροπαιοφόρο στην κεφαλή του λόγου.

Δεν είχες άλλωστε καμιά θεωρία για το έθνος, που να μην έβγαινε κρυφά να δει, πού πάνε οι ψυχές μονάχες μες στη νύχτα, κι είναι τα όνειρα μες στα νερά μέχρι το πρώτο φως,

κι ώσπου να πιάσει λιμάνι το τρικάταρτο εκείνο μεσημέρι των κιτρολεμονιών,

να 'ναι η γνώση τάμπαρο, ψόφια κάτω απ' τον ήλιο, η πρώτη γνώση, που έπρεπε να είναι άμεση γνώση ή γνώση του ενθάδε.

*

Α! εντιμότατε παλικαρά! Μα, φυσικά, δεν ήσουν αρχηγός. Προμηθευτής των αναγκαίων σκευών της άνω βύθισης, που φέρνει το πεύκο μέχρι τον γκρεμό,

ήσουν και νόμιζες ταχύτατο στη ρίζα του πλατάνι τον γενναίο, όχι τεμπέλη άνεμο στον ύπνο μιας γολέτας.

*

Α! Πολυμήχανε παλικαρά, που έφερες βόλτα τα ριζά του όντως όντος και βρήκες στα σκοτάδια των δασών τις απαντήσεις, στο πλέον βαθύ ερώτημα περί του είναι, να καμαρώνουν ξέφωτες σαν τσαλαπετεινοί απάνω στα λιθάρια

και σκέφτηκες: "Αυτά, λοιπόν, που ξέρατε ξεχάστε τα. Κάθε σας λέξη, τώρα, σωπαίνει χίλιες λέξεις.

Μάταια σκέφτεστε, μάταια ψάχνετε τα λόγια σας στα λόγια σας. Ο κόσμος δεν είναι αντικείμενο γραφής, είναι αποτέλεσμα χεριού που γράφει.

Το σκέφτηκες, το ξέρω, μα... σκοτάδια.



9.

Πάει καλά, παλικαρά, πάει καλά! Το ποίημα ήδη το 'φτιαξα, και σε τραγούδησα. Μα, πες μου, θα μπορέσω να κοιμηθώ τον ύπνο μου επιτέλους;

Οι άνθρωποι με ζώνουν, φωνάζουν, τρίζουν δόντια και χτυπούν τα πόδια, σαν μεγάλα επικίνδυνα παιδιά.

Διαπραγματεύονται, επηρεάζουν, στοχεύουν στη μεγιστοποίηση, απαλλαγμένοι από έννοιες,

αφήνοντας σε άλλους να γυρεύουν, ποιος σκόρπισε όλο αυτό το αίσθημα της απόλυτης κυριαρχίας, την αποσύνθεση καθεαυτή, και τα στοιχεία δεν είναι πια σε ησυχία,

όλα μαζί ενωμένα, και καθένα στον τόπο του, καθένα παντού, και στη φωλιά του,

κι έξω πέρα, σε κάθε πηγάδι, κάθε σκιά, τη νύχτα με το άρωμα, τη λάμψη του αυθύπαρκτου, και τα νερά δεν ποτίζουν τη γη, τα φυτά, και ο ήλιος καίει τη γη, τα φυτά,

η θάλασσα δεν είναι ένας καθρέφτης, και μάτια του βυθού στοχαστικά μες στον καθρέφτη.

Δεν είναι παιδιά, παλικαρά, δεν είναι παιδιά. Είναι παιδιά του φονιά, που δεν ήταν παιδί, ούτε όταν ήταν παιδί, κι η θάλασσα δεν λάμπει απ' την κορφή των ημερών σου.

*

Πες μου, λοιπόν! Θα κοιμηθώ τον ύπνο μου; Τι, τέλος πάντων, είν' εκείνη η παρουσία κατ' όπου ανοίξω

το στόμα μου -τόσο, μα τόσο δυνατή-που λέω πως οπωσδήποτε κάπου την έχω ξαναδεί,

κάπου τη γνώρισα, περάσαμε μαζί καιρό πολύ κι ύστερα ξέχασα πως την θυμάμαι;

Δεν έχει το ίδιο πρόσωπο, τα ίδια μάτια, χείλη, μαλλιά και χέρια -ιδίως χέρια- όμως κάθε φορά,

στα χέρια μου, στα χείλη μου, στα μάτια μου, το σχήμα της ισχύει με τρόπο γνώριμο, πάντα τον ίδιο.

Έτσι που ίσως -λέω- δεν είναι παρά πλάσμα του σχήματός μου~ φυσικά μ' εκείνον τον τρόπο τον δενδρόφυτο, που πλάθει ψυχές ενσώματες το σώμα, φροντίζοντας ν' αμείψει την πεινασμένη του ψυχή.

*

Πες μου, παλικαρά, γυναίκα είναι ή φάντασμα, που φέρνει γύρους πάνω απ' την Ευρώπη;

Σώμα γι' αγκάλιασμα είναι ή κραυγή ελευθέρας βοσκής, και πνεύμα οικόσιτο της αναρχίας;

*

Πες μου και γείρε, ανάπαυσε το μένος σου. Τα υπόλοιπα τ' αναλαμβάνω εγώ,

μόλις τελειώσω αυτό το ποίημα, που απ' ώρα τραγουδάει τον αρχιστράτηγο του μένους των Ελλήνων, Γεώργιο Καραϊσκάκη.



Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αυγή στις 23 Μαρτίου 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου