Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) ήταν Έλληνας ποιητής
και πεζογράφος, ο οποίος λογίζεται πατέρας του νεοελληνικού ηθογραφικού
διηγήματος. Στο αυτοβιογραφικό διήγημα «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», η
μητέρα του αφηγητή αναζητεί εναγωνίως τον φονιά του γιου της, Χρηστάκη, που
είχε αναλάβει χρέη ταχυδρόμου, ενώ εν αγνοία της περιθάλπει τον Τούρκο Κιαμήλ,
ο οποίος τον σκότωσε, βασισμένος στην ομοιότητα με τον φονιά του αδελφοποιτού
του.
– Έτσι περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Απ’ εκεί που εφοβούμουν δεν έπαθα τίποτε· και απ’ εκεί που ήμουν ήσυχη ήλθε το κακό! Επήγες εις την άκρη του κόσμου, παιδί μου, και δεν εχάθηκες, κ’ εγύρισες. Και ο Χρηστάκης μας – πέντε ώραις δρόμον επήγε, κ’ έμεινεν εκεί!... Ε... μόνον οι νεκροί δεν γυρίζουν πίσου!..
Ήτανε παραμονή των Φωτών – ξεύρεις πως είναι η καρδιά
μου σε τέτοιαις επίσημαις ημέραις. Ενθυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα σου, κ'
ενθυμήθηκα, πως μια τέτοια παραμονή, σαν είδες του κόσμου τα παιδιά που
κρατούσαν ταίς σουρβιαίς και σούρβιζαν τους ανθρώπους μεσ' στον δρόμο, πήρες
και συ μία σκούπα και άρχησες να χτυπάς τον πατέρα σου πα' στην ράχη και να τον
σουρβίζης: «Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γειά και δύναμι, και
του χρον' γεροί!» Έτσι μικρό που ήσουνε, ήξευρες τα λόγια. Και το χάρηκεν ο
μακαρίτης, και σε πήρε στην αγκαλιά του και σε φίλησε: – Έχε την ευχή μου, και
να μου τρανέψης! – Και σ' έδωκε μία πεντάρα, και μ' εκούνησε με το δάχτυλο και
με είπε. - Αυτό το παιδί, γυναίκα, θα γένη! – Που το ήξευρε, πως ύστερ' από
τρεις μήνες θε να σ' άφην' ορφανό! Και που το ήξευρε, πως οι παραμοναίς των
Φωτών θε νάρχουνταν και θα περνούσαν και συ θα κακοπάθιαζες στην ξενητειά κι
εγώ θε νάκλαιγα μονάχη!
Έτσι κ' εκείνη την παραμονή. Ο Μιχαήλος που με
ήξευρεν, επήγεν από νωρίς εις το βουνό και έφερε μία σουρβιά: Ένα μεγάλο κλωνί
γεμάτο σφιχτά και πράσινα μάτια – Μ' αυτά τα σούρβα, μάνα, θα διούμεν απόψε την
τύχη μας. - Σαν ήρθεν ο Χρηστάκης στο σπίτι, εκαθήσαμε στο παραγώνι κ'
εχωρίσαμε την φωτιά σε δυό μεριαίς, και άρχησεν ο Μιχαήλος να βάζη τα σούρβα
στην μέση πα' στην καυτερή την πλάκα, για να διούμε την τύχη μας. Πρώτα πρώτα
σ' ωνομάτισεν εσένα, κ' έκοψε σούρβο και το έβαλε. Και μόλις τώβαλεν, εβρόντηξε
και πήδηξε κι' εβγήκεν απ' την στιά. Έχε την ευχή μου, Μιχαήλο! του είπα. Απόψε
εύφρανες την καρδιά μου. Σαν είν' ο Γιωργής μας γερός, είμασθ' όλοι καλά!
Ύστερα μ' ωνομάτισεν εμένα. Ε! κ' εγώ, πες, καλά πήγα. Ύστερα ωνομάτισε τον
Χρηστάκη – και διες εσύ! Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα' στην πλάκα που τώβαλε,
σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ' εκάπνισε κ' έγειρεν ολίγο και εκάηκε!
– Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ' επήρα
την σουρβιάν από το χέρι του κ' εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα
καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη
κ' έμεινε στον τόπο! Τοτ' εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ' επήρεν ένα δαυλί και
ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε:
– Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις.
Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μεσ' από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν
θέλης να ιδής την τύχη μου, φερ' εδώ! –
Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μεσ'
στην φωτιά. Κ' επυρώθηκαν τα σούρβα και ήρχησαν να βροντούν και να πηδούνε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου