Κείμενο 3: Γεώργιος Βιζυηνός –
Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου
(απόσπασμα)
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) ήταν Έλληνας ποιητής
και πεζογράφος, ο οποίος λογίζεται πατέρας του νεοελληνικού ηθογραφικού
διηγήματος. Στο αυτοβιογραφικό διήγημα «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», η
μητέρα του αφηγητή αναζητεί εναγωνίως τον φονιά του γιου της, Χρηστάκη, που
είχε αναλάβει χρέη ταχυδρόμου, ενώ εν αγνοία της περιθάλπει τον Τούρκο Κιαμήλ,
ο οποίος τον σκότωσε, βασισμένος στην ομοιότητα
με τον φονιά του αδελφοποιτού του.
Πλησίον του υψηλού κισσοσκεπούς τοίχου, κατά το ήμισυ
εις την σκιάν, εκάθηντο η μήτηρ μου, η Οθωμανίς και άλλη τις ρακένδυτος και
ασκεπής την κεφαλήν γραία, κατά το φαινόμενον πιναρά ρωμηοκατσιβέλα, ήτοι
Αθιγγανίς ελληνόφωνος. Υψηλότερον των λοιπών καθημένη, εκράτει επί των γονάτων
αυτής ύπτιον κόσκινον, εφ' ου κύπτουσαι η Οθωμανίς και η μήτηρ μου, εφαίνοντο
προσπαθούσαι να εννοήσωσι κάτι τι, μετά προφανούς εκπλήξεως και απορίας. Μετά
μακράν σιωπήν·
– Καθώς σε λέγω, είπεν η Αθιγγανίς μετά δογματικής
εμφάσεως. Ο φονιάς είναι κοντά σας· γυρίζει τριγύρω σας· μην τον ζητάτε μακρυά.
– Χα! είπεν η μήτηρ μου, μετά θριαμβευτικής χαράς.
Λοιπόν επιάσθηκε! Θα είναι από αυτούς που έστειλεν ο Εφέντης δεμένους.
Ελησμόνησα να σε πω πως οι ύποπτοι ευρίσκονται στην Πόλι.
– Σε είπα να μη μου λέγης τίποτε, χωρίς να σ' ερωτώ,
αλλοιώς θα με χαλάσης τα μάγια! είπε δυσανασχετούσα η Πυθία των τριόδων, και
έσεισε το κόσκινον ισχυρώς και ηκούσθη εν αυτώ κρότος, ως συγκρουομένων
οσπρίων.
– Έλα, μην κακιόνεις! είπεν η Οθωμανίς, ας τα ρίξωμεν
ακόμη μια. Μέτρησέ τα πάλι.
– Χούμ! είπεν η μάντισσα, τρεις και η αλήθεια! Καλά!
Μα καθώς σας είπα, μη με λέτε τίποτε. Εκείνο ο,τι και αν είναι, θα το πούνε τα
κουκκιά. Κύτταξ' εδώ, κοκκώνα, τον φονιά, τον βγάλλω πάλιν έξω. - Και λαβούσα
από του κοσκίνου ένα μελαψόν κύαμον έρριψεν αυτόν υπέρ την κεφαλήν και όπισθεν
αυτής εκστομίσασα μίαν κατάραν. - Τώρα, είπεν έπειτα, σείς μετρήσετέ τα κι εγώ
να τα ρωτήσω.
Η μήτηρ μου έλαβε το κόσκινον, έχυσε τους κυάμους εις
την ποδιάν της, και θέσασα αυτό πάλιν επί των γονάτων της Αθιγγανίδος ήρχισε να
ενθέτη μετρούσα τους κυάμους ανά ένα μετά τοσούτης προσοχής και ακριβείας, μεθ'
όσης ίσως ουδέποτε φιλάργυρος εμέτρησε πολυτίμους μαργαρίτας, μέλλων να τους
εμπιστευθή εις ξένας χείρας.
– Σωστά είναι; ηρώτησεν η Αθιγγανίς, ρίψασα τους
ψαρούς αυτής πλοκάμους επί των ωμοπλατών της.
– Ναί! απεκρίθη η μήτηρ μου, σωστά σαράντα.
Η Αθιγγανίς έλαβε τότε το κόσκινον και περιαγαγούσα
επί των εν αυτώ κυάμων οικειότητος εκφραστικόν βλέμμα και συνταράξασ' αυτούς
δις και τρις, ως εάν ήθελε ν' αφυπνίση το βαθέως εν αυτοίς κοιμώμενον μαντικόν
πνεύμα, ανεφώνησεν επί το επιτακτικώτερον!
– Άνθρωπος σκοτώθηκε, ποιος να τον εσκότωσε; - Τρεις
τους λύκους, τρεις τους κλέφταις, τρεις τ' ασκέρια τα σκασμένα· τρεις για τους
κρυφούς εχθρούς του, και κουκκιά σαρανταένα. - Και ταύτα επάδουσα εχώριζε τους
κυάμους εις διαφόρους τριάδας, κατά το φαινόμενον, αποδιδούσα εις εκάστην
διάφορον θέσιν και ιδιότητα. - Τρεις τους κλέφταις, τρεις τους λύκους, τρεις τ'
ασκέρια τα σκασμένα, τρεις για τους κρυφούς εχθρούς του και κουκκιά –
σαρανταένα!
– Πόσα κουκκιά εμέτρησες, κοκκώνα;
– Σαράντα, είπεν η μήτηρ μου.
– Και σαράντα ήτανε, είπεν η Αθιγγανίς. Μα, μβήκε μέσα
κι' ο φονιάς κ' έγειναν σαράντα ένα. Θωρείς τον έχω μαγεμμένο, κ' είμ' άξια να
τον φέρω μεσ' στο κόσκινό μου κι από την άκρηα του κόσμου.
Αφού αι δυό γυναίκες εβεβαιώθησαν περί του εκ θαύματος
αυξηθέντος αριθμού των κυάμων, η μάντισσα ετάραξε το κόσκινον επανειλημμένως,
και μετά ταχυδακτυλουργικής δεξιότητος ετίναξε τρεις φοράς τα όσπρια υψηλά εις
τον αέρα, και τρεις φοράς τα υπεδέχθη εν τω κοσκίνω πάλιν, χωρίς ουδέ εν να
εκπέση. Μεθ' ο, θείσα το κόσκινον επί των γονάτων και κύψασα επ' αυτού, σοβαρώς
ήρξατο να μελετά, ως μοί εφαίνετο, τας συμπτώσεις των κυάμων. Η μήτηρ μου και η
Οθωμανίς εσπούδαζον και αυταί μετά πολλής ευλαβείας.
– Κύτταξε! είπεν η Αθιγγανίς μετά μακράν θρησκευτικήν
σιωπήν. - Εδώ είναι ο φονιάς και εδώ είσαι συ. Κανένας δεν είναι τόσο κοντά
σου, όσον αυτός και τα παιδιά σου. Γι' αυτό, σε λέγω, μην τον ζητάς μέσα στην
Πόλι, μην τον ζητάς στα μακρυά. Θενάναι κανένας χωριανός, κανένας εδικός σου.
Η μεγάλη περιέργεια μεθ' ης προσείχον εις τα γινόμενα
μ' έκαμε φαίνεται να λησμονήσω, ότι ήμην κατάσκοπος μέχρι τούδε και να ερεισθώ
βαρύτερον πως επί της θύρας του κηπαρίου. Πριν η το εννοήσω, η θύρα ηνοίγη μετά
τρυγμού, κ' εγώ εφωράθην ιστάμενος όπισθεν αυτής.
– Βγα! επεφώνησεν η μήτηρ έκπληκτος, διά την απρόοπτον
παρουσίαν μου. - Εδώ είσαι, παιδί μου; Και πως δεν ήλθεν ο Μιχαήλος να με το
πη; Χαρά στον, τον πολλακαμμένο!
Η τε μήτηρ μου και η Οθωμανίς εφαίνοντο δυσαρέστως πως εξαφανισθείσαι υπό του τρόπου, καθ' ον εφωράθησαν εν τη ενασχολήσει των, και αμφότεραι δεν ήξευρον πως να μοί αποκρύψωσι πλέον τα γεγονότα. Εγνώριζον, ως είπον, τον κατά δεισιδαιμονιών και μαγισσών ιδία πόλεμόν μου. Προ τινών ημερών έτι είχον εκδιώξει κακήν κακώς μίαν, ήτις επέμενε και καλά να ιδή την μοίραν μου. Και προφανώς εξέλεξαν την απόκεντρον εκείνην γωνίαν διά τας μαντείας αυτών, χάριν ασφαλείας. Αι μεμψιμοιρίαι των κατά του αδελφού μου εδήλουν, ότι τον είχον τάξει επί της θύρας να προφυλάττη την έλευσίν μου, και ότι προέδωκε το καθήκον του, αφήσας με να εισχωρήσω μέχρις αυτών απροάγγγελτος. Η πονηρά Πυθία εμάντευσε την θέσιν των πραγμάτων, ευθύς ως είδε το σκυθρωπόν πρόσωπόν μου· και περισυναγαγούσα τους κυάμους και τα κόσκινά της εν σπουδή παρυπεξήλθε διά της ετέρας του κήπου θύρας, ως βρεμμένη γάτα. Αναμφιβόλως έσχε την προβλεπτικότητα να προπληρωθή. Η αμηχανία των δυό ευπίστων γυναικών, η αδεξιότης αυτών προς εύρεσιν προχείρου τινος αφορμής προς δικαιολογίαν των, μ' έκαμε να μετανοήσω διά την αδιακρισίαν μου. Διά τούτο προσποιηθείς τελείαν άγνοιαν των γεγονότων,
– Βελόναις αγοράζετε, μητέρα; ηρώτησα μετ' αδιαφορίας.
– Ναί, παιδί μου! είπεν η μήτηρ μου μετά τινος
δισταγμού, πες πως αγοράζουμε βελόναις, για να 'μβαλλώσουμε τα ψέμματα. Και
πότε ήλθες;
– Τώρα δα, μητέρα, μόλις έφθασα.
– Και πούν' αυτό το κακόπαιδο, ο Μιχαήλος. Πως δεν
ήρθε να με το μηνύση;
– Δεν ηξεύρω, μητέρα, δεν είναι κανένας στην αυλή,
άλλο από το παιδί, που μου άνοιξε την θύρα.
– Αμ' ποιος ηξεύρει που θα πήγε πάλι. Δεν τον χωρεί ο τόπος να καθήση.
Η Οθωμανίς εξηκολούθει να με βλέπη πλαγίως και πονηρώς
με το μειδίαμα της δυσπιστίας επί των χειλέων, περιμένουσα την έκρηξιν της
αγανακτήσεώς μου δι' όσα είδον. Αλλ' εγώ αντί πάσης επιτιμήσεως, περιττής πλέον
τώρα, προσεποιήθην με όλα τα δυνατά μου, ότι δεν είδον τίποτε.
Πηγή: Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, Πρόλογος και Επιμέλεια: Παναγιώτης Μουλάς, Αθήνα: Εστία: Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου