Κοντά σ’ ένα πουρνάρι, που απ’ τις φυλλωσιές του έβλεπες μια πόλη, ο Δον Ζουάν, ο Ρότσιλντ, ο Φάουστ κι ένας ζωγράφος κουβεντιάζανε.
‒ Έχω μαζέψει μι’ απέραντη περιουσία, είπε ο Ρότσιλντ, μα όπως δεν μου έδωσε καμιά ηδονή, συνεχίζω να κερδίζω, ελπίζοντας να ξαναβρώ τη χαρά που πήρα από το πρώτο εκατομμύριο.
‒Συνεχίζω να ψάχνω για την αγάπη μέσα στις δυστυχίες, είπε ο Δον Ζουάν. Ν’ αγαπιέσαι και να μην αγαπάς είναι οδύνη∙ κι όμως συνεχίζω αναζητώντας την αγάπη, με την ελπίδα να ξαναβρώ τη συγκίνηση μιας πρώτης αγάπης.
‒ Όταν βρήκα το μυστικό που μου έδωσε τη δόξα, είπε ο ζωγράφος, ζήτησα (για ν’ απασχολήσω τη σκέψη μου) άλλα μυστικά∙ μα κείνα μου αρνήθηκαν τη δόξα που κέρδισα απ’ το πρώτο, και τώρα ξαναγυρνώ στο καλούπι μου, αψηφώντας την αηδία που μου φέρνει.
‒ Παράτησα τη γνώση για την ευτυχία, είπε ο Φάουστ, όμως ξαναγυρνώ στη γνώση παρ’ όλες τις αναχρονιστικές μεθόδους μου, μια κι άλλη ευτυχία δεν υπάρχει από την έρευνα.
Κοντά σ’ αυτούς υπήρχε μια γυναίκα στεφανωμένη με κισούς, που είπε:
‒ Είμαι όμορφη πάρα πολύ, πλήττω!
Κι ο Θεός πίσω απ’ το πουρνάρι:
‒Γνώρισα όλο τον κόσμο, πλήττω, είπε.
ΜΑΞ ΖΑΚΟΜΠ, Ποίημα σε μια αίσθηση που δεν είναι δική μου, μετ. Τάσος Κόρφης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου