άκουσε τα δάκρυα πώς κυλούν
όμοια με δέντρ’ ασάλευτα
βουβά
και έρημα
σαν πέφτη η νύχτα
κι όμως ο κήπος
—λέω—
με τ’ αμέτρητα παράθυρα
ήταν απέραντος
κι οι πρασινάδες του
έφταναν κάτω κοντά στη θάλασσα
ακριβώς εκεί π’ αρχινά
η κίτρινη αμμουδιά
πάνω σ’ αυτή την κίτρινη αμμουδιά
είπαμε
—με φαίνεται—
τα πιο έμορφά μας τραγούδια
κι όμως εκεί
μας πετροβόλησαν
με πέτρες
και βότσαλα
χουφτιές
και τα βότσαλα ήτανε
τα λευκά
ερωτικά δόντια
των γυναικώνε
π’ αγαπήσαμε
Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, 1939.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου