Συμπλήρωσις φορτηγού ατμοπλοίου
Σάν τά νεϱά ένός όϱϰωτοῦ. διϰαστηϱίου ταράχτηϰε ἡ γαλήνη τῶν ματιῶν της, ἀλλά τό άνάβλεμμά της ϰατίσχυσε ἐν τέλει ϰαί πέταξε στήν αἰϑρία τοῦ ϑολωτοῦ της ὀνείϱου ὅπως πετᾶ μιά μυῖγα ἀπό τήν μύτη ἑνός ϰοιμωμένου παιδιοῦ οτήν τύϱβη μιᾶς πολύφωτης σιγῆς. Τότε οί τηϱηταί τῶν νόμων συνελϑόντες ἀπεφάσισαν νά σϰοτώσουν τήν σιγή μιά γιά πάντα ϰαί νά στήσουν ἀϰριβῶς στό ῖδιο σημεῖο τό ἄγαλμα τῆς γαλήνης τῶν ματιῶν της γιατί ή νέα γυναίϰα ϰϱατοῦσε οτά χέϱια της τό ἀνάβλεμμά της σάν ϑαυματουϱγό φίδι.
Η Αρμονία των χρωμάτων μοιάζει με παλλαϊκή γιορτή
Ὅταν ἡ ϱουϰέτα τελείωσε τήν ἐϰσπεϱμάτωσή της ἐξηϰολούϑησε ὁ βόμβός τῶν πλωτῶν ἐπαύλεων. Μέσα στήν ϰϱυφή δεξαμενή μιά σταγών ϰαϱφώϑηϰε στό στῆϑος μιᾶς νέας πού πεϱιποιεῖτο τούς μεταξωτούς ϰαϱπούς τῆς ἰδιϰῆς της νωχελείας. Ἡ νέα λεγόταν Μαϱία ϰαί στό ἀριστεϱό της πόδι ϰϱεμόταν μιά πλουμιστή σαύϱα χωϱίς μάτια μά μέ διπλή οὐϱά. Ὅταν διελύϑη ὁ βϱάχος εἰς τόν ὁποῖον ἐστέϰετο ἔγινε τολύπη ϰαί ἡ σταγών πού ἔπεσε ἀπό τό στῆϑος της ἄνϑησε ϰαί ἔμεινε ἀπό τότε ὥς τώϱα στήν ϑέση της ὑποτυπώδης μυγδαλιά.
Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοών μέσα στην πλάσι
Τὶς μέρες τὶς γλυϰειὲς τοῦ Σεπτεμβρίου, ὅταν δὲν ἔχει ἀϰόμη βρέξει ϰαὶ εἶναι τὸ ἄϰουσμα τῶν ἤχων πιὸ ἀραιὸ ϰαὶ ἡ γεῦσις τῶν ὡρῶν ϰαὶ ἀπὸ τοῦ θέρους πιὸ πυϰνή, ὅταν στοὺς ϰήπους σϰᾶνε τὰ ρόδια, ϰαὶ πάλλονται ὑψιτενεῖς οἱ στήμονες τῶν λουλουδιῶν, ϰαὶ σφύζουν στὶς πορφύρες των φλεγόμενοι οἱ ἱβίσϰοι, ὅλοι σὰν ὑπερβέβαιοι γαμβροὶ ποὺ στῶν νυμφῶν ϰτυποῦν τὶς θύρες, τότε, σὰν νἄναι πάντα ϰαλοϰαίρι (γιατὶ ὅποια ϰαὶ ἂν εἴναι ἡ ἐποχή, ὁ πόθος εἷναι πάντα θέρος) ἀναγαλλιάζουν οἱ ψυχές, ϰαὶ ὁ Ἔρωτας, ὁ πιὸ ξανθὸς ἀρχάγγελος τοῦ Παραδείσου, βοᾷ ϰαὶ λέγει στὸ ϰάθε ποὺ ἄγγιξε ϰορμί:
Φως επί φάλαινασ
Ἡ ἀϱχιϰή μοϱφή τῆς γυναιϰός ἦτο τό πλέξιμο τῶν λαιμῶν δυό δεινοσαύϱων. Ἔϰτοτε ἄλλαξαν οἱ ϰαιϱοί ϰαί ἄλλαξε σχῆμα ϰαί ἡ γυναίϰα. Ἔγινε πιό μιϰϱή πιό ϱευστή πιό ἐναϱμονισμένη μέ τά διϰάταϱτα (σέ μεϱιϰές χῶϱες τϱιϰάταϱτα) ϰαϱάβια πού πλέουν ἐπάνω ἀπό τή συμφοϱά τῆς βιοπάλης. Ἡ ἴδια πλέει ἐπάνω στά λέπια ἑνός ϰυλινδϱοφόϱου πεϱιστεϱιοῦ μαϰϱᾶς ὁλϰῆς. Οἱ ἐποχές ἀλλάζουν ϰαί ἡ γυναίϰα τῆς ἐποχῆς μας μοιάζει μέ χάσμα ϑϱυαλλίδος.
Το ρήμα αγναντεύω
Τούτη ἡ αἰϑϱία μέ τό σύννεφο πού πλέχει στόν
ἀέϱα
Εἷναι γαλάζιος πλοῦς μιᾶς ϰάτασπϱης φϱεγάδας
Ἱστάμενος ἀϰουμπιστός στήν ϰουπαστή ϰοιτάζω
Καί βλέπω τά ϑηϱάματα τῶν λογισμῶν μου
Δελφίνια πού ἀναδύσνται ϰ’ εἰσδύουν μέσ’ στό ϰῦμα
Πεδιάδες ἀϰϱογιάλια ϰαί βουνά
Καί μιά ξανϑή νεάνιδα πού στέϰει στό πλευϱό μου
Μέσ’ στῆς όποίας τά γαλήνια μάτια βλέπω
Τό μέλλον της ὁλόϰληϱο ϰαί τό παϱόν μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου