Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Λειβαδίτης Τάσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Λειβαδίτης Τάσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - [άτιτλο]

Η Ελένη με τον εραστή της συνήθιζαν να πηγαίνουν σ' ένα
ξενοδοχείο
στην άκρη της πόλης — εν' απ' αυτά τα φτηνά, συνοικιακά
ξενοδοχεία
με τ' απαρχαιωμένα, κατάκοπα κρεβάτια τους, τους καθρέφτες
χαλασμένους απ' την υγρασία
τις λεκάνες, τα κομοδίνα, τις μαραμένες τους πετσέτες —
πράγματα που αγγίξανε πριν από σένα χιλιάδες άλλοι, που
ίσως τώρα
να 'χουν κιόλας πεθάνει. Και που ενώ αυτοί σαπίζουν κάτω
απ' το χώμα και τη βροχή
τα πράγματα κρατάνε ακόμα πάνω τους την απρόσωπη, θαμπή
ανάμνηση
απ' το πέρασμά τους 

Οι γυναίκες με τ αλογίσια μάτια,  1958

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - Αντικτοπτρισμοί


Κι όταν πιά δε θα 'χω με τι άλλο να ζήσω, θα πάρω ένα μεγάλον καθρέφτη και θα στέκομαι στις γωνιές, όπως αυτοί με τις ζυγαριές ή τους βίους των αγίων, κι εκεί για λίγες δεκάρες θ' αφήνω να καθρεφτίζονται οι περαστικοί, βλέποντας για μια στιγμή μέσα στο βάθος του καθρέφτη

όλη την έρημο που μας ακολουθεί...


Πηγή: «Ο τυφλός με τον λύχνο», Ποίηση: Τόμος Τρίτος (1979-1990), Αθήνα: Κέδρος 1990.

Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - Οι στίχοι

 Συλλογιέμαι τη μοναξιά ενός παιδιού που παίζει ολομόναχο σ’ 

έναν κήπο μες στην ερημιά του καλοκαιρινού απομεσήμερου. 

Ίσως οι πιο ωραίοι στίχοι ενός ποιητή ν’ άρχισαν εκεί.


Συλλογή: «ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ Γ», 1990

Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος.

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - Προορισμός


Κάποτε στέκεσαι στη μέση του δρόμου, βράδυ – δε συμβαίνει – τίποτα, όμως η μακρινή φωνή ενός παιδιού, η μυρουδιά των γιασεμιών από έναν κήπο, η ησυχία των άστρων που την διέκοψε το σφύριγμα του τρένου, σου δίνουν μια αίσθηση σαν άξαφνα εδώ, αυτήν τη στιγμή, να έζησες όλα όσα προόριζε ο Θεός για σένα και τ' άλλα αργότερα δε θα 'χουν πια καμμιά σημασία.

Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου


Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - Η ποίηση είναι για δύο

 

«Θα ξανάρθουμε;» ρώτησα. Ο άλλος κάτι είπε, αλλά δεν έφτασε
ως εμένα – όμως ένιωσα μέσα μου κάτι αλλόκοτο και γλυκό.
Φυσούσε λίγο. Βράδυ.
Κ ̓ ίσως ολόκληρη η ποίηση να είναι αυτή η απάντηση που δεν
ακούστηκε και τη συμπλήρωνε ο στεναγμός του αγέρα κ' η
απαλή ερημιά του φεγγαριού.

Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - Μόνιμη εγκατάσταση


            Παλιοί φίλοι σκυλεύαν τώρα το πτώμα του στην ανα-
            σκαμμένη πόλη. Οι αφελείς! Γιατί εκείνος βρισκόταν πάντα
            σ’ έναν πύργο μακρινό, απ’ όπου δεν είχε βγει ποτέ του.
            Σαν τον τρελλό που κλειδωμένος στο κελλί του, ζωγρά-
            φισε στον τοίχο μια πόρτα κι έφυγε.


            Τάσος Λειβαδίτης ( 1922 -1988 )

            Πηγή: Νυχτερινός επισκέπτης, Εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα 1984.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης — Σελήνη 20 ημερών


Γεγονότα και πρόσωπα της πιο ωραίας μου ζωής, της
   φανταστικής,
που δεν την έζησα ποτέ και θα την κληροδοτήσω ανέπαφη στους
   μεταγενέστερους.
Και συχνά σχεδίασα ταξίδια στο άγνωστο - θέλω να πω καλύτερα
   να μη ρωτάει κανείς
γιατί ώσπου να γυρίσω εκείνο το βράδυ απ' το συμβολαιογραφείο
   του θείου Ιάκωβου
                                   είχαν όλοι πεθάνει -
από τότε περιπλανιέμαι στην τύχη ή αργοπορώ στα δωμάτια
   φτηνών ξενοδοχείων
όπου στενάζει το ανεκπλήρωτο των εραστών, απομεινάρια μοναξιάς
 κάτω απ' τα έπιπλα, σκιές από φτωχές αμαρτίες.
Και συνήθως τα πράγματα που κράτησες στα χέρια σου
χάνονταν μυστηριωδώς: σα να 'σουν κάπου αλλού την ώρα που τα
   χρησιμοποιούσες.
Ίσως γι αυτό κι οι αποτυχίες σου δε σε πλήγωσαν ποτέ, αφού
   βέβαια την ώρα που αποτύχαινες
εσύ δεν ήσουν εδώ. Που ήσουν λοιπόν;
                                                                       Και γιατί γύρισες;
Στο δρόμο, κάτω απ' τη βροχή, εκείνος ο άγνωστος στεκόταν
   χρόνια τώρα
ακουμπισμένος στο φανοστάτη. Ποιός άγνωστος! Κι οι φλόγες των
   κεριών τα βράδια
που τις σαλεύει μια πνοή από κάποια πανάρχαιη συγνώμη - ποιόν
συγχωρεί;

Εγώ, όσο μπορώ να θυμηθώ, στεκόμουν στη μικρή γέφυρα του
   πατρικού κήπου
σε κάποια γέφυρα τέλος πάντων - κι ένιωθα σα να μ' έχουν
   μυστικά ετοιμάσει
να υποδεχτώ τη μητέρα
                                               τη μέρα που θα με γεννούσε.

Έτσι κι οι εραστές μέσα στην κάμαρα απλώνουν τα χέρια ο ένας
   στον άλλον
ενώ εκείνοι στέκονται έξω, μόνοι.

Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ' αλλάξει ο κόσμος, γιατί όπως
   όλοι μας
έζησα κι εγώ αφηρημένα - βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της
   ανθρωπότητας
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά
αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν'
   ανεβάσουμε έν' άρρωστο πουλί στο δέντρο)
και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους
   που άργησαν
ή ονειρεύομαι να ζήσω υπέροχα, απερίσπαστος από προσωπικές
   ευδαιμονίες
και στάθηκα πάντα ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως
   οι νεκροί
έτσι έμαθα τι θα πει αιωνιότητα.

Τώρα ανεβαίνω σε μιαν άμαξα απ' αυτές που διασχίζουν
   τον ύπνο μου
και δραπετεύω. Θα με ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του
   άλλου αιώνα
να νοσταλγώ τον Θεό.

Αλλά τις νύχτες παίρνω χάπια και πλαγιάζω νωρίς, όχι για να
   κοιμηθώ,
αλλά για να πάω σε παράξενες συναντήσεις με ανθρώπους που έχασα
ή με πρόσωπα αβέβαια, θαμπά, πριν από χρόνια σε κάποιες
   νύχτες ξαφνικά συναντημένα - και δόξα τω Θεώ δεν κατάλαβα
   ποτέ τον κόσμο
κι αυτό το ρίγος που διατρέχει το σπίτι είναι από πράξεις που
   αποφύγαμε (και μετανιώσαμε)
μεγάλα γεγονότα που χάθηκαν μες στη συντομία των ημερών,
   σκέψεις υπέροχες που αρκέστηκαν στα δάκρυα
και τις νύχτες η πικρή ανάμνηση εκείνων που σε πρόδωσαν
και ο ύπνος τους συγχωρούσε. Κι αγάπησα τις λέξεις που με
   ταπείνωσαν γιατί με ανακαλούσαν σε μιαν άλλη παιδικότητα.

Α, έχασα τις μέρες μου
                                         αναζητώντας τη ζωή μου.

Ώσπου σιγά σιγά όλα σωπαίνουν και μόνο το χαλασμένο πάτωμα
τρίζει δυσοίωνα - συλλογιέμαι τους δρόμους έρημους κατά κει που
   φύγαν τα χρόνια
τα θρανία να σαπίζουν κάτω απ' τα παλιά υπόστεγα και το ρολόι
   πάνω στον κομό
χτυπούσε σα μια πληγή, αλλά γιατί να μας παιδεύουν πράγματα
   που τα 'χουμε ξεχάσει
ενώ τα βράδια η σελήνη έβγαινε απαλά απ' τα σύννεφα
φωτίζοντας τα χλωμά χέρια των παιδιών που θα πεθάνουν σε λίγο
   και τα όνειρα των τρελών
που είναι ίσως αθάνατοι - στιγμές που ανοίγεις ένα παράθυρο σα
   να λύνεις ένα αίνιγμα
ή κλείνεις μια πόρτα σα να συνοψίζεις μια ζωή.

Όμως, εγώ το προαισθανόμουνα ότι αυτή η υπόθεση που άρχισε
   τόσο αινιγματικά
θα τελείωνε εντελώς ανεξήγητα - τι θέλω να πω; μα γιατί οι
   άνθρωποι να θέλουν πάντα κάτι να πούνε;
κι άλλοτε διάβαζα τα γράμματα που είχα γράψει ο ίδιος στον
   εαυτό μου
έτσι δε μου 'λειψε ποτέ μια μικρή ανταπόκριση -
                                                                                θυμάμαι κάποτε
που κουρασμένος κάθισα πάνω στη βαλίτσα μου σε κάποιον έρημο
   σταθμό:
περίμενα να περάσει ένα παιδικό τραίνο ή να κατέβει από ένα
   βασιλικό βαγόνι η αξέχαστη Ρεζεντά
γιατί υπήρξα κι εγώ παιδί κι ύστερα νέος κι έκλαψα σε μοναχικά
δωμάτια
ή στο πάρκο, νύχτες... 'Ω μακρινά πράγματα του κόσμου, δε θα
σας γνωρίσουμε ποτέ
όμως εσείς είναι που δίνετε αυτό το νόημα στη ζωή μας.

Λόγια που δεν τα καταλάβαμε παρά όταν ήταν πια αργά,
πράξεις ακατανόητες που εξηγήθηκαν μια νύχτα σ' έναν εφιάλτη
κι ίσως η μεγάλη περιπέτεια μας περίμενε σε μια πάροδο που δεν
   της δώσαμε σημασία.

Όμως
η πραγματικότητα, φίλοι μου, έχει πεθάνει από καιρό, γι' αυτό σαν
   πέφτει η νύχτα
θυμηθείτε με. Και συχνά διέσχισα μεγάλους δρόμους χωρίς να
   φτάσω ακόμα πουθενά -
με το φόβο ότι κάποια στιγμή θα εννοήσω, ίσως γι αυτό ενδίδω
   εύκολα κι αχ
δε θα μάθει ποτέ κανείς ποιός είναι ο προορισμός του, "μα,
   επιτέλους, τι ζητάς;" με ρωτούσε η εξαδέλφη
"να με θυμούνται, εξαδέλφη".

Κι αλήθεια πόσοι δε χάθηκαν σε μια κάμαρα που δεν τους
   περίμενε κανείς
και κοίταξα πίσω απ' τις κουρτίνες μήπως και ξαναβρώ τα
   παιδικά μου χρόνια
ή τα βήματα ενός μοναχικού διαβάτη αργά τη νύχτα μου θύμιζαν
   πάντα
πόσο εφήμεροι είμαστε... Κ’ η ποίηση είναι σα ν' ανεβαίνεις μια
   φανταστική σκάλα
για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.

Ά, πότε θα γυρίσουμε, είναι αργά, φέρτε έν' αμάξι από κείνα τα
   παλιά
που στάθμευαν στις πλατείες των προαστίων ή απ' αυτά που
   φτιάχνουν οι σκιές τ' απόβραδο
κι εγώ γιατί μεγάλωσα στη σκάλα; τι περίμενα; Φωνές μακρινές
   ακουσμένες στ' όνειρο
ή μια νύχτα ερήμωσης κι η ηδονή να κλαίς σιωπηλά για πράγματα
   ξεχασμένα απ' όλους
ούτε θα ξαναβρούμε εκείνη την εποχή που ζήσαμε ότι καλύτερο
είχαμε: τον έρωτα για ένα χρωματιστό βότσαλο, τη μυστική ταφή
   ενός πουλιού
ή ένα γράμμα που πήγαμε στο ταχυδρομείο χωρίς διεύθυνση, γιατί
   ο παιδικός φίλος του καλοκαιριού είχε φύγει ξαφνικά χωρίς να
   μας ειδοποιήσει, "μα δεν έχω διεύθυνση" είπε ο υπάλληλος -
   από τότε ξέρεις πως ο κόσμος δεν μπορεί να σου δώσει καμιά
   βοήθεια.
Εξάλλου ήρθε ο καιρός να παραδεχτούμε ότι δεν κάναμε κι εμείς
   τίποτα σπουδαίο. Άλλα και ποιό είναι το σπουδαίο; Και σε τι
   θα βοηθούσε;
Άνθρωποι που μας ξεγέλασε η τύχη ή μας πρόδωσε τ' όνειρο
κι ω μάταιες ελπίδες, πόσο σας αγαπήσαμε έναν καιρό.

Σελήνη 20 ημερών απόψε... Πως έφυγαν τα χρόνια!

Συλλογή: «ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ - 1», 1987
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 355-360.

Αναδημοσίευση από: https://tetradia.blogspot.com/2020/02/tasos-leivaditis-selinh-20-hmeron.html 

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Γιώργος Δουατζής - Το χρέος


Μνήμη Τάσου Λειβαδίτη


Και μούλεγες, δάσκαλε
δεν θα πλαγιάζεις για να γυρίσει η νύχτα
 αν δεν έχει γραφεί τη μέρα ένα ποίημα 
και κάθομαι μπροστά στο λευκό χαρτί
 το αφήνω, όπως πάντα, με σημάδια 
ψυχής, ερώτων, πεταγμάτων


Αλλά, τώρα που έφυγες οριστικά 
πού να σου λέω...
χάθηκαν πολλά ποιήματα
 και γύρισαν νύχτες πολλές
 χωρίς μολύβια και χαρτιά 
με τη ματιά στον ουρανό

 Θέλω να μου πεις αλήθεια
χάθηκαν μαζί τους οι μέρες ή αυτά 
διότι κάθε που ξυπνάω
και μεγαλώνει η απόσταση από τη γέννησή μου 
νιώθω να χρειάζομαι όλο και περισσότερο
εκείνο το μοναδικό κάθε μέρα ένα ποίημα


Έτσι κύλησαν οι αιώνες
και νάμαστε πάλι οι δυο μαζί 
να μετράμε μέρες και ποιήματα
 να ζωντανεύουμε λευκά χαρτιά 
για νάχουν αγάπη οι άνθρωποι
και να ζεσταίνονται τις νύχτες του χειμώνα 
ήσυχοι αφού κάποιοι άλλοι
τραγούδησαν γι' αυτούς κι απόψε
πληρώνοντας το προαιώνιο χρέος
που θα εκκρεμεί την επομένη, τη μεθεπόμενη
 την κάθε των ανθρώπων νύχτα


(Από τη συλλογή «Το κόκκινο κασκόλ», εκδ. Μανδραγόρας, 2016. Το 2017 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Στίξις το συλλογικό βιβλίο-αφιέρωμα «Τάσος Λειβαδίτης – ο ποιητής, το έργο, η ζωή του», σε επιμέλεια Γιώργου Δουατζή.)


Πηγή: https://www.andro.gr/empneusi/tasos-leivaditis-poihsi/3/

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - Μητρότητα



Την έβλεπε συχνά στον ύπνο του, (εδώ και χρόνια, πεθαμένη μου μητέρα),

και πάντα το παράξενο εκείνο όνειρο: το μισοσκότεινο δωμάτιο,

όπως τότε, οι σιγανές κουβέντες πλάι στο φέρετρο, κι οι φλόγες των κεριών που τρέμαν

καθώς από την ανοιγμένη πόρτα έμπαινε αθόρυβα

η μεγάλη νύχτα. Όλα τα ίδια. Μόνο Εκείνη

δεν ήταν η ίδια (α, μητέρα) – θέλω να πω δεν ήταν πια μονάχη, μα δίπλα της, σ’ ένα άλλο φέρετρο,

ξανά εκείνη, το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο

πεθαμένο δυο φορές, τα ίδια εκείνα χέρια που όλα τα συγχωρούσαν, σταυρωμένα

δυο φορές, δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα –

λες κι η απέραντη, πλημμυρισμένη της μητρότητα

που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές

να μην χωρούσε τώρα μόνο

σ’ ένα θάνατο.


Ποιήματα (1958-1964)

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - Μοιρολόι για ένα νεκρό




Μοιρολόι για τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Τάσος Λειβαδίτης. Δραματοποίηση Ασπασία Παπαθανασίου.


Φεγγάρι, ερημοφέγγαρο
κριθάρινο φεγγάρι των φτωχών
αγέρα, πικραγέρα
πολύλαλε αγέρα των μουγγών
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε
μήνα Μάη
σταυρώσανε το νιο,
μήνα Μάη
σταυρώσαν το ροδόσταμο και το λεμονανθό –
ροδιά, δος του το αίμα σου
δος του το φέγγος σου, στερνό του ηλιοβασίλεμα,
μήνα Μάη, σταυρώσαν τον αυγερινό
αχ, το πρωί ήταν ήλιος και δροσιά
το μεσημέρι λάμψη κι όνειρα
το βράδυ ήρθε πικρό κι ολόμαυρο,
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε
μήνα Μάη
σταυρώσανε το Μάη
ύστερα πλύναν τα μαχαίρια και σκοτώσαν το νερό,
ύστερα κάναν να κοιτάξουν και σκοτώσανε το δειλινό
αστροφεγγιά/ χρυσάφι στο ταγάρι των τυφλών
α, σκύλα αστροφεγγιά, όπυ τους έφεγγες,
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε
μήνα Μάη
Μεγάλη Παρασκευή των φτωχών
κι ολόρθες οι γυναίκες στα κατώφλια
με τα μεγάλα μάτια τους τον σαβανώνουν,
τα δεντρολίβανα σκύβουν και τον μυρώνουν,
οι άντρες πέρα μες στα καπηλιά
μ’ ένα πικρό τραγούδι τον κατευοδώνουν
τα χελιδόνια έρχονται και τον ανασηκώνουν,
αχ, το πρωί ήταν άνοιξη
το βράδυ μαύρη συννεφιά
το βράδυ ήρθε με δώδεκα καρφιά
το βράδυ γαύγιζε με δώδεκα σκυλιά
το βράδυ σώπαινε μ’ όλα του τα καμπαναριά
σύγνεφο, πικροσύγνεφο
γιατί δεν έμπαινες μπροστά
κι από την κοντινή την εκκλησιά
γιατί δεν έσκουζες παρθένα Παναγιά,
α, κάτω απ’ τον άδειο ουρανό,
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε
μήνα Μάη
μήνα Μάη
σταυρώσανε το νιο.

Από το “Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1, εκδ. Κέδρος.

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - Ενηλικίωση


Πράγματα ασήμαντα πού μόλις τα προσέξαμε και γρήγορα τα ξεχάσαμε,
ή μυρωδιά ενός μουσκεμένου κήπου, το βλέμμα ενός περαστικού, μια ραγισμένη φωνή γυναίκας από κάποιο παράθυρο -
τα ξεχάσαμε, αλλά κάποτε θα τα θυμηθούμε και θα νιώσουμε σα να εγκαταλείψαμε εκεί στη μέση του δρόμου
την πιο ωραία μας τύχη ή έναν αγαπημένο νεκρό.
 Αλλά τώρα τί μπορώ να κάνω; Τουλάχιστον ας παραδεχτώ την ηλικία μου.

Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου

Κυριακή 20 Απριλίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - Η ανάσταση των φτωχών


Κι όταν μ’ έθαψαν κι έριξαν όλο το χώμα της γης επάνω μου,

ήτανε τόση η θλίψη ενός αδέξιου θαυματοποιού στη γωνιά του δρόμου

            που βγήκα μέσ’ απ’ το καπέλο του.


Ποίηση, τόμος δεύτερος, 1987.

Τάσος Λειβαδίτης - Γεωγραφικά λάθη


Και θα ‘χα ίσως πολλά να πω, αν δε μ’ εμπόδιζαν τόσες
και στο καφενείο, θυμάμαι, τα βράδια θα τους άφηνα και να
με φτύσουν ακόμα, φτάνει να μην το δει το γκαρσόνι -συνήθως
φοράω ένα φαρδύ παλτό για τις λεπτομέρειες και μόνον όταν αρχί
ζει συμβαίνει κάτι πραγματικά,
με δυο λόγια ήταν μια υπόθεση σκοτεινή: επέμεναν ότι είχαμε
γνωριστεί στη Σεβαστούπολη, πόλη, που σας βεβαιώνω, ότι δεν είχα πάει ποτέ μου- αν και είμαι από χρόνια εκεί θαμμένος.

Πηγή: Εγχειρίδιο ευθανασίας, 1979

Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - Ήδη όζει

 Αφίστε με, παρακαλώ, μια στιγμή να περάσω

Θα 'μαι σύντομος

όπως όλοι οι αληθινά μεγάλοι. Δε με ξέρετε;

Είμαι, λοιπόν, εγώ που φώναξα πριν τόσες χιλιάδες

Χρόνια, εκείνο το ασύγκριτο, μάταιο "νενικήκαμεν".

Εγώ που πρόδωσα τους Ελληνες σ' όλες τις μάχες και

τους Πέρσες

σ' όλη την αιωνιότητα. Ακριβώς, το μαντέψατε!

Είμαι ο Λάζαρος.

Εγώ που μου φωνάξανε μια νύχτα, τέσσερις μέρες νεκρός:

Λάζαρε, βγες έξω. Κι εγώ ήξερα πως κανείς δεν

μπορούσε να μ' αναστήσει,

συμπόνεσα τόσο την ανθρώπινη ευπιστία

που σηκώθηκα


ΣΥΜΒΟΛΟ ΠΙΣΤΕΩΣ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1958 -1964)

Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - Σε μια γυναίκα



Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπα-
τούσα πάνω στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες.

Πηγή: Ανακάλυψη, Κέδρος 1990

Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - Το δικό μου πεπρωμένο


Το ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς την πρώτη μέρα

που διστάσαμε να πάρουμε μία απόφαση η που

σταθήκαμε εύκολοι

σε μίαν αναβολή. Μία ταπείνωση

που δεν ανταποδόθηκε, αναπηδάει μία άλλη ώρα σαν

μαχαίρι, μέσα σου

Για να σκοτώσει ο,τι πιο πολύ αγαπάς. Ένα μεγάλο

ακατόρθωτο όνειρο

που του 'κλεισες την πόρτα, κάθεται απ' έξω χρόνια τώρα

κι όταν σε βρούν νεκρό κανείς δεν ξέρει ότι δεν άντεχες

ν' ακούς

αυτά τα τεράστια ματωμένα νύχια του να γδέρνουνε την

πόρτα σου.

Όλα όσα αρνηθήκαμε - αυτό είναι το πεπρωμένο μας.


Από το έργο Οι τελευταίοι του Τάσου Λειβαδίτη, από τις εκδόσεις Κέδρος

Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης — Αντίο

 Κάποτε μια νύχτα θ’ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για

   να περάσουν οι παλιές μέρες

οι κλειδούχοι θα ‘χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν

   μαργαρίτες απ’ τα παιδικά μας πρωινά

κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τόσους χειμώνες

τόσα τρένα που δε σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν

   ειπώθηκαν,

οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι

που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;

κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά

   απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό

κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε

   πάντοτε έξω

όπως απόψε σε τούτο το έρημο τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με

   τους νεκρούς μου φίλους.


Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα

   δε θα γραφτούν ποτέ...


Από τη συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή», 1985

Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 257

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης, "Βιολέτες για μια εποχή"

 


TO ΦΕΥΓΑΛΕΟ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ


Κάθε πρωί ξυπνώντας κρατάω τα κλειδιά ενός κόσμου που βασίλεψα μέσα στ’ όνειρο,

οι μύγες τρέχουν ταραγμένες σαν κάτι πολύ σπουδαίο να έχουν μόλις πληροφορηθεί

οι φτωχοί όταν τους ταπεινώνουν κοιτάζουν στο βάθος του καπέλου τους σα να ’ναι εκεί προφυλαγμένη η αληθινή τους ζωή

πρόσωπα λησμονημένα που δε θέλουν να πεθάνουν

τοπία εντελώς αδιάφορα σαν εκείνους που λένε πολλά

θυμάμαι, παιδί, τα τζιτζίκια ή τις μέλισσες κι ύστερα τους χαμένους συντρόφους εδώ κι εκεί

κάποτε πιάναμε φιλίες με το άγνωστο πίσω απ’ τον καναπέ

αργότερα έφτασε μια νύχτα να τραβήξεις την κουρτίνα για ν’ αντικρίσεις όλο το ανεπίστρεπτο

κι αυτή η αλλόκοτη ευδαιμονία που νιώθεις καμιά φορά, ακόμα κι όταν όλα γύρω σου έχουν γίνει στάχτη – ίσως αυτό είναι ο Θεός

οι αναμνήσεις δεν έχουν οίκτο, η σιωπή είναι η μόνη ελευθερία

η ματαιότητα είναι ένας κήπος όπου παίζουμε τους αθάνατους

μαντίλια αποχαιρετισμού ανεμίζουν στο βάθος – ποιός φεύγει; τι σημασία έχει,

η μητέρα κι ο πατέρας πέθαναν, τ’ αδέρφια πέθαναν, περάσαν τα χρόνια – ούτε τα φαντάσματά τους δεν εμφανίζονται πια,

λοιπόν, γιατί απορείτε που βιάζομαι; είναι μια γνωριμία από μιαν άλλη ζωή και τρέχω να την ξαναβρώ,

στον καθένα μας υπάρχει ένα έγκλημα που το ’χουμε ξεχάσει – αλλά φοβόμαστε τον ύπνο

ο νέος που υπήρξα πεθαίνει ακόμα μες στους καθρέφτες

κι άλλοτε «θα χιονίζει στη Σιβηρία» σκέφτομαι, αλλά θα μου πείτε τι μ’ ένοιαζε – λάθος, γιατί εγώ είμαι διεθνιστής και κρυώνω

η ζωή μας στη διάθεση των άλλων σαν την επιγραφή ενός τάφου

αλλά όταν εν’ αστέρι πέφτει το βράδυ, φέρνει ειδήσεις στα παιδιά

ή όταν φεύγουν τα πουλιά το φθινόπωρο, ποιος θα χτυπήσει φιλικά στον ώμο το φυλακισμένο

και συχνά τις νύχτες οι νεκροί σύντροφοι παραμερίζουν με κόπο τη λήθη για να μου στείλουν λίγα δάκρυα,

κόσμος μικρόψυχος που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται –

ο ήχος ενός σφυριού την ώρα που βραδιάζει, η μυρουδιά ενός μουσκεμένου κήπου, κάποιος περαστικός – πράγματα απόμακρα ή ξένα που κάποτε θα τα θυμηθείς με πόνο

κι αυτή η μυστική εύνοια που σου χαρίζεται όταν σ’ έχουν όλοι εγκαταλείψει

λοιπόν, ποιος είμαι; ποιος είσαι; καιρός να γνωριστούμε καλύτερα – ένα καμπαναριό φεύγει μες στα σύννεφα

ω, ας μην τελειώσει αυτή η νύχτα που διαβαίνω – που διαβαίνω ανυπεράσπιστος κι ωραίος...




ΑΝΤΙΟ


Κάποτε μια νύχτα θ’ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να περάσουν οι παλιές μέρες

οι κλειδούχοι θα ’χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρίτες απ’ τα παιδικά μας πρωινά

κανείς δεν έμαθε ποτέ πώς έζησα, κουρασμένος από τόσους χειμώνες

τόσα τρένα που δε σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώθηκαν

οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι

πού είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;

κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό

κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε έξω

όπως απόψε σε τούτο το έρημο τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με τους νεκρούς μου φίλους.


Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα δε θα γραφτούν ποτέ…




Από τη συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή», (1985)


Πηγή: https://ppirinas.blogspot.com/2013/12/blog-post_502.html

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Τάσος Λειβαδίτης - Εις μνήμην

Κάποτε θα πάρουμε ένα γράμμα, θα ΄ναι από μιαν άλλη εποχή, θα το
 ακουμπήσουμε στο τραπέζι αμήχανοι, θα σκεφτούμε πόσο είμαστε ακόμα ξένοι, οι 
λέξεις θα 'χουν γίνει φαντάσματα, στο δρόμο θα βρίσκεις καμιά φορά ένα
 επισκεπτήριο, αλλά δε θα 'χουμε μνήμη, τα καφενεία άδεια σαν τοπία του
 υπερπέραν - και μόνον εγώ, τότε, ο τρελός θα σηκωθώ και θα φωνάξω: 
"σύντροφοι", σαν ν' απαντάω στην ατέλειωτη αυτή σιωπή...

Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο - με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις.

Πηγή: Ο τυφλός με τον λύχνο, Κέδρος, 1983


Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης - Aιχμαλωσία


Παρ' όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ' έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουν μια μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ' ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ' ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ως τη λαιμητόμο ή έστω ως το παράθυρο μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν, κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ' έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ' την πόρτα ένα τσεκούρι.

    Aλλά οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας.


από την Ποίηση. Tόμος Tρίτος 1979-1987, Kέδρος 1991.