Σάββατο 24 Μαΐου 2025
Γιάννης Ρίτσος - Αρίοστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του (απόσπασμα)
Παρασκευή 18 Απριλίου 2025
Γιάννης Ρίτσος -Ίσως να ‘ναι κι έτσι (απόσπασμα)
…και τότε βγαίνει απ’ την πλαϊνή πύλη ο Εσταυρωμένος κι εμείς με τα εξαφτέρουγα κι οι ιερείς με τα θυμιατά, και γίνεται η μεγάλη σιωπή του «σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» και τα πάντα σβήνουν και κατορθώνονται κάπου αλλού, κι η μητέρα κλαίει στο στασίδι της, κι ο Αργύρης κοιτάει τη Νίνα, και στο βάθος ο Κάβουρας με άσπρο καθαρό πουκάμισο, καλοχτενισμένος, καθόλου κάβουρας, κι έξω απ’ την εκκλησία μεγάλωναν από μια ξαφνική δύναμη τα δέντρα, κι η θάλασσα σωπαίνει γ ι α ν’ α κ ο ύ σ ε ι, και τ’ άστρα ξύνουν με τα νύχια τους το σκοτάδι και περιμένουν (Εκείνον; Εμάς;) και τα πορτοκαλάνθια, τα τριαντάφυλλα, τα γιασεμιά, τα χρυσάνθεμα, οι γαζίες, οι μαργαρίτες φουντώνουν για το στόλισμα του Επιτάφιου,
και σκαλιστές λαμπάδες κρέμονται έξω απ’ τα μαγαζιά για την Ανάσταση, μα εγώ δεν ήθελα να κλαίει η μητέρα, δεν ήθελα να ‘ναι λυπημένος ο κόσμος κι η θεια-Σταθούλα κι η κυρα-Παρασκευούλα κι ο μπαρμπα-Γιάννος που ‘χασε το γιο του από δυναμίτη σε νυχτερινό ψάρεμα, κι έλεγα να βρω το «αθάνατο νερό» πρώτα απ’ όλα για τη μαμά και για όλους, ναι, και για μένα, γι’ αυτό όταν γυρίζαμε απ’ την Ανάσταση με τις λαμπάδες και βάζαμε το χέρι μας μπροστά στη φλόγα μη μας τη σβήσει ο αέρας, εγώ έφερνα την παλάμη μου κοντά στη φλόγα να δω αν με κάψει, αν πονέσω, κι όταν φτάναμε σπίτι φτιάχναμε σταυρούς στο ανώφλι της πόρτας με την κάπνα των κεριών κι ύστερα μπαίναμε μέσα κι ανάβαμε με τ’ άγιο φως πρώτα την καντήλα μπροστά στα εικονίσματα στο δωμάτιο της γιαγιάς, ύστερα όλους τους λύχνους, ακόμη και τις λάμπες πετρελαίου προσέχοντας όμως να μη στάξει το κερί στο φιτίλι κι ύστερα σπάσει το γυαλί.
Κι ώσπου να ζεστάνουν στην κουζίνα το ψητό με τις πατάτες και τη μαγειρίτσα και να κόψουν το αυγολέμονο, εγώ καθόμουνα έξω στην αυλή, τέντωνα τα μάτια, τρέμοντας από μια χλιαρή ψύχρα, να δω πάνω απ’ τη θάλασσα, μακριά ν’ ανηφορίζει λάμποντας γυμνό το Άγιο Σώμα στον ουρανό «θανάτω θάνατον πατήσας», Θεέ μου, κάνε να Τον δω κι εγώ, κι απ’ την πόρτα ερχότανε προκλητική η μυρουδιά της μαγειρίτσας ύστερα απ’ τη νηστεία της Σαρακοστής και γέμιζε το στόμα μου σάλιο. Και δεν Τον έβλεπα. Ίσως να ‘φταιγε κι η Μαρίτσα κι ο Κάβουρας, ίσως κι η μαγειρίτσα – δεν είναι σωστό να πεινάς τέτοιες ώρες. «Ίων, Ίων» με φωνάζαν κιόλας από μέσα «το τραπέζι είναι έτοιμο». Έτρωγα με λυπημένη απληστία τη σούπα, το ψητό, τις πατάτες, από πάνου τσουγκρίζαμε τα κόκκινα αυγά μα δεν τα τρώγαμε γιατί είχαμε και τους κουραμπιέδες, τα μελομακάρουνα, τ’ αμυγδαλωτά, κι ύστερα ο ύπνος βαθύς, δε θυμόμουνα τίποτα, μόνο κάτι από φως, πολύ φως, τίποτα. Όμως την άλλη μέρα έλεγα στους συμμαθητές μου «Τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, να, ολοζώντανον, όλο φως» (γιατί τάχα να μην Τον έχω δει κι εγώ αφού Τον είδαν, λέει, η Αργυρούλα, η Θοδωρίτσα, η Φανή, ο Σταυράκης;). Όμως το άλλο βράδυ δεν άντεξα και το ‘πα στη μητέρα «μαμά, δεν Τον είδα», «ποιον;», «το Χριστό, ντε, μια ώρα περίμενα στην αυλή», «θα νύσταζες» είπε η μαμά, «όχι, δε νύσταζα καθόλου, τα μάτια μου, να, τέντα, μόνο που πείναγα – λέτε μαμά να φταίει που πείναγα;», «όχι, του χρόνου θα Τον δεις σίγουρα», «μα η Αργυρούλα Τον είδε και πέρσι και φέτος», «η Αργυρούλα λέει ψέματα κι επειδή λέει ψέματα δε θα Τον δει ποτέ». Άρα εγώ που δεν είπα ψέματα στη μαμά, δεν είμαι αμαρτωλός κι έτσι οπωσδήποτε του χρόνου θα Τον δω, και μάλιστα θα Του γράψω κι ένα ποιηματάκι που μέρες τώρα τριγυρίζει στο μυαλό μου, πως το πριόνι έπεσε απ’ το καρφί του τοίχου, στο εργαστήριο του πατέρα Του κι έκανε μπαμ στο πάτωμα κι άνοιξε μια τρύπα κι από κει μέσα βγήκαν 12 τριαντάφυλλα (και δεν ξέρω γιατί σώνει και καλά έπρεπε να ‘ναι τα τριαντάφυλλα 12) κι έκοψα τα 12 τριαντάφυλλα και τα ‘φτιαξα στεφάνι και Του ‘βγαλα τον ακάνθινο στέφανο και του φόρεσα τα τριαντάφυλλα και Του πήγαιναν πολύ κι ήταν πιο όμορφος από πάντοτε και πίσω απ’ τα τριαντάφυλλα το φωτοστέφανο πιο χρυσό από άλλοτε, και το ‘χε πει κι η Νίνα δοκιμάζοντας μπροστά στον καθρέφτη το φόρεμα που της είχε φέρει απ’ το Παρίσι ο θείος ο Μπότης ο Ψηλός, «το ροζ πάει πολύ με το χρυσό» (ω, να ‘βλεπε ο Αργύρης τη Νίνα μας μ’ αυτό το φόρεμα, δυο Νίνες, μια μέσα στον καθρέφτη και μια έξω, με το ίδιο φόρεμα, ροζ και χρυσό· –θα το φορέσει – είπε – το καλοκαίρι). Ναι, έτσι, ροζ και χρυσόν, θα Τον δω του χρόνου να υψώνεται στον ουρανό. Μα τι λέω του χρόνου; Να Τον κιόλας, ολόσωμος, γυμνός, μπροστά μου, Τον βλέπω, με τα δικά μου τριαντάφυλλα στα χρυσά μαλλιά Του.
ΑΘΗΝΑ, 11-1-84
Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024
Γιάννης Ρίτσος - Ίσως να΄ναι κι έτσι (απόσπασμα)
Γιατί αλλιώς (το΄χε πει ο Πέτρος) είναι σα να ξύνεις το κεφάλι σου,να πέφτει η πιτυρίδα στο πανωφόρι σου και να θαρρείς πως χιονίζει σ΄όλο τον κόσμο.Τι καλά που τα λέει ο Πέτρος-αντρίκεια, σοβαρά,απλά,ντόμπρα.Θα πρέπει να πάω να τον βρω,να τα κουβεντιάσουμε.Κι όχι να τα κουβεντιάσουμε˙να τον δω μόνο,και φτάνει να διαλυθούν οι καπνοί που μου φλομώνουν το μυαλό.Το μάτι του αστραπή ξεχωρίζει μεμιάς το κύριο απ΄το δευτερεύον,το προσωπικό απ΄το γενικό,το χρήσιμο απ΄το περίτεχνο περιττό.Το μόνο που φοβάμαι είναι πως δεν έχει διαθέσιμο χρόνο να ονειρευτεί και να ερωτευτεί, μ΄όλο που ο ίδιος είναι ολόκληρος ο έρωτας,γι αυτό κι απ΄την πρώτη στιγμή τον εμπιστεύεσαι, του αφήνεσαι, όταν ανάβει το τσιγάρο του και κοιτάς τα σίγουρα δάχτυλά του,που μπορούν να δείξουν α υ τ ό ,να σηκώσουν ένα βράχο,να κρατήσουν μια μεγάλη σημαία,παρ΄ότι ο ξινός κύριος Κυπαρίσσης έλεγε:"είναι πια ανυπόφορο να γεμίζουν κάθε τόσο τα μπαλκόνια σημαίες,να κυκλοφορούν διαδηλωτές με σημαίες, ανυπόφορο και το να λες τη λέξη σ η μ α ί α .Παραπληθύνανε,βλέπετε,οι "μάρτυρες" και οι "ήρωες", γέμισε η ποίηση σ η μ α ί ε ς κι άδειασαν τα κεφάλια από ι δ έ ε ς " (έκανε και μια σαρκαστικήν ομοιοκαταληξία-σημαίες-ιδέες-,μοντέρνος γαρ αυτός,καταδικάζοντας σύσσωμη την "ακαδημαϊκή "ποίηση με τις ρίμες).Για κάμποσο καιρό κι εγώ ο ηλίθιος δίσταζα να χρησιμοποιήσω στα γραφτά μου τη λέξη "σημαία",μα ύστερα (στο πείσμα του κ. Κυπαρίσση) πλημμύριζα τους στίχους μου με σημαίες και ισχυριζόμουν μάλιστα πως κάθε λέξη πρέπει να΄ναι και μια σημαία,γιατί τότε,στη Μακρόνησο,τα λίγα λόγια που αλλάζαν μεταξύ τους οι σύντροφοι πλατάγιζαν ψηλά πάνω από τα μαρτύρια πραγματικές σημαίες κι έλεγες τίποτα δεν είναι ο θάνατος,τα πάντα είναι η ελευθερία˙ μα κείνοι που δεν γνώρισαν ποτέ τη φτώχεια,τη στέρηση,την εκμετάλλευση,την καταπίεση, όταν διαβάζουν τη λέξη σημαία ή ελευθερία στραβομουτσουνιάζουν (οι καλαίσθητοι) και λένε: "τι μεγαλοστομίες, πολιτικολογίες, συνθηματολογίες" και κάνουν πίσω,όπως κάνουν πίσω μπροστά στον εχθρό,αν δεν συνεργάζονται κιόλας μαζί του.Μα ποιός τους λογαριάζει; Ποιός γράφει για δαύτους;Δεν πα΄να κουρεύονται. Όμως για να λέμε και του στραβού το δίκιο,δύσκολα περνάνε στο χαρτί τούτες οι λέξεις, δεν χωράνε στο χαρτί, θέλουν άπλα, θέλουν αέρα, πλήθη, ουρανό, βουνά, πλατείες, άλογα, δάση.Κι οι πραγματικοί αγωνιστές είναι πάντα σεμνοί με μπαλωμένα βρακιά, φαγωμένα σακάκια στους αγκώνες˙δεν καυχιούνται˙ κοιτάζουνε ψηλά με χαμηλωμένα βλέφαρα. Τούτες τις λέξεις τις πράττουν, δεν τις γράφουν σε κόλλες διαγωνισμού ή σε χαρτομάντιλα. Αν δεις τις φλέβες στο λαιμό τους και στα μελίγγια τους,θα καταλάβεις,κι ίσως τραγουδήσεις άφωνα μέσα σου "σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή". Μόνο αυτό. Τίποτ΄άλλο.
Σάββατο 4 Μαρτίου 2023
Γιάννης Ρίτσος - Στο μπουζουξίδικο του Θύμιου (απόσπασμα)
ΑΘΗΝΑ, 16-17.84
Πηγή: Ίσως να ’ναι κι έτσι, Αθήνα 1985 Κέδρος.Γιάννης Ρίτσος - Θύμησες, πράγματα, λόγια
Εγώ δεν τους κοιτούσα. τους άκουγα. σκάλιζα με μιαν οδοντογλυφίδα τα μπροστινά μου δόντια. δεν ήθελα να τους απαντήσω. ο Πέτρος κάπνιζε. άναψε κι ο Αλέκος τσιγάρο. ω, τα συντρόφια. ένιωθα ταυτόχρονα σαν ένοχος και σαν αδικημένος· τι να πεις; να δικαιολογηθείς; να τους αντικρούσεις; όχι δα, του κερατά. ίσως να 'χουν δίκιο. μα δεν μπορώ πια. έχω μπουχτίσει από πολέμους, θανάτους, σκοτωμούς, αεροπορικές επιδρομές, χαλάσματα, καζάνια συσσιτίου με φασουλόζουμο ή μπλουγούρι, τα σκελετωμένα παιδιά στις σχάρες της Ομόνοιας, τις σημαίες και τις παρελάσεις της Απελευθέρωσης, τους πυροβολισμούς των Δεκεμβριανών, τους ήρωες που τους φτύναν, τους γιουχάιζαν και τους σφάζαν οι προδότες, πόσα και πόσα, ατέλειωτα, πολύ βαριά, πολύ μεγάλα, πολύ σιωπηλά και βροντερά, δε χωράνε στα λόγια, μπούχτισα σου λέω, και ξαφνικά θυμήθηκα το '43, τον μπάρμπα - Ποθητό, στο ισόγειο σπιτάκι, στο μεγάλο άδειο δωμάτιο (είχαμε πουλήσει στους μαυραγορίτες τα έπιπλα, κρατήσαμε μόνο τα κρεβάτια).
Ο Γ. Ρίτσος (πρώτος από αριστερά) στον Πειραιά το 1938, κατά την αναχώρηση του Βάσου Βαρίκα για τη Γαλλία |
Το 1938 στο σανατόριο της Πάρνηθας (δεύτερος από δεξιά) |
Στο «θρόνο» του στο Καρλόβασι, το 1983 (από το βιβλίο του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη «Γιάννης Ρίτσος, Αυτοβιογραφία») |
Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023
Γιάννης Ρίτσος -Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων [7]
Σφραγισμένα μ ' ένα χαμόγελο
Αμηχανία. Είναι κι αυτό το ρωμαλέο μελτέμι, υγιεινό, εξιλαστήριο μα και προκλητικό, διαψεύδοντας τμήματα του καλοκαιριού, μαστιγώνοντας τον κατάφωτο Ιούλιο, κόβοντας το βαθυγάλαζο της θάλασσας με πυκνές άσπρες λουρίδες - ως και τα τζιτζίκια έχουν σωπάσει στον ελαιώνα τα χελιδόνια εξαφανίστηκαν, δεν ψαλιδίζουν τον ουρανό, μονάχα, που και που, το τσίριγμα λίγων σπουργιτιών στο αμπελάκι της Φαλίτσας, περιφραγμένο με φραγκοσυκιές. Ούτε ένα δελφίνι ούτε ένας γλάρος. Το τοπίο κομμένο στα δυό: απ' το μέρος του βοριά τα πάντα τρέχουν, καλπάζουν, λαχανιάζουν - δέντρα, κύματα, φυτά, τριανταφυλλιές, γεράνια.
Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων
Δευτέρα 2 Μαΐου 2022
Γιάννης Ρίτσος-Οι γερόντισσες κ' η θάλασσα (απόσπασμα)
Και τότες έμοιαζε σαν τίποτες να μην πήγε χαμένο,
σαν τίποτες να μη μπορούσε να μάς πάρη ο Χάροντας,
γιατι εμείς όλα τα δώσαμε, τα παραδώσαμε όλα – νάταν κι άλλα! –,
κι αυτά που δώσαμε είμαστε (δεν είμαστε μονάχα αυτό που γίναμε),
κι ό,τι γίνεται κείνο που δώσαμε γινόμαστε, μήδε μιά τρίχα απ' την πλεξούδα μας δεν πήγε κατ' ανέμου!|
Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021
Γιάννης Ρίτσος-Ίσως να 'ναι κι έτσι (απόσπασμα)
Όσο περνάν τα χρόνια τόσο οι παλιοί γνωστοί μας απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους· σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται.