Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Ρίτσος Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Ρίτσος Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Γιάννης Ρίτσος - Αρίοστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του (απόσπασμα)

 Προτιμώ τα χέρια από τα πρόσωπα.
Τα πρόσωπα είναι φουσκωμένα με παρόν, κουτά, ψεύτικα, χωρίς καμιά συνέπεια με τη μνήμη τους. Όμως τα χέρια έχουν μια μακροχρόνια πείρα γεμάτη επισημότητα, σχεδόν ιερατική. Και μιαν αδέκαστη ειλικρίνεια. Απόδειξη: ποτέ δεν κοιτιούνται στον καθρέφτη. Δεν προμελετούν την έκφρασή τους και τη στάση τους. Ακολουθώντας το σχήμα και την κίνησή των χεριών, πλάθω το πρόσωπο που λείπει, αμετάβλητο μέσα στο χρόνο, σιδερένιο, πέτρινο ή γυάλινο. Κάποτε κολλάω στους ώμους των ανθρώπων το αληθινό τους πρόσωπο σα να τοποθετώ ένα ανθοδοχείο στο τραπέζι της κουζίνας ανάμεσα στα μπουκαλάκια του λαδόξιδου, τα κουταλοπίρουνα και την αλατιέρα. Απ' τις χειρονομίες, όπως κι από τη μυρωδιά του φαγητού που σκορπιέται απ' τα παράθυρα στο δρόμο, αναγνωρίζω όχι μόνο τα πρόσωπα αλλά και τα σπίτια τους και τη διάταξη των επίπλων.


Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

Γιάννης Ρίτσος -Ίσως να ‘ναι κι έτσι (απόσπασμα)

 …και τότε βγαίνει απ’ την πλαϊνή πύλη ο Εσταυρωμένος κι εμείς με τα εξαφτέρουγα κι οι ιερείς με τα θυμιατά, και γίνεται η μεγάλη σιωπή του «σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» και τα πάντα σβήνουν και κατορθώνονται κάπου αλλού, κι η μητέρα κλαίει στο στασίδι της, κι ο Αργύρης κοιτάει τη Νίνα, και στο βάθος ο Κάβουρας με άσπρο καθαρό πουκάμισο, καλοχτενισμένος, καθόλου κάβουρας, κι έξω απ’ την εκκλησία μεγάλωναν από μια ξαφνική δύναμη τα δέντρα, κι η θάλασσα σωπαίνει γ ι α ν’  α κ ο ύ σ ε ι, και τ’ άστρα ξύνουν με τα νύχια τους το σκοτάδι και περιμένουν (Εκείνον; Εμάς;) και τα πορτοκαλάνθια, τα τριαντάφυλλα, τα γιασεμιά, τα χρυσάνθεμα, οι γαζίες, οι μαργαρίτες φουντώνουν για το στόλισμα του Επιτάφιου,

και σκαλιστές λαμπάδες κρέμονται έξω απ’ τα μαγαζιά για την Ανάσταση, μα εγώ δεν ήθελα να κλαίει η μητέρα, δεν ήθελα να ‘ναι λυπημένος ο κόσμος κι η θεια-Σταθούλα κι η κυρα-Παρασκευούλα κι ο μπαρμπα-Γιάννος που ‘χασε το γιο του από δυναμίτη σε νυχτερινό ψάρεμα, κι έλεγα να βρω το «αθάνατο νερό» πρώτα απ’ όλα για τη μαμά και για όλους, ναι, και για μένα, γι’ αυτό όταν γυρίζαμε απ’ την Ανάσταση με τις λαμπάδες και βάζαμε το χέρι μας μπροστά στη φλόγα μη μας τη σβήσει ο αέρας, εγώ έφερνα την παλάμη μου κοντά στη φλόγα να δω αν με κάψει, αν πονέσω, κι όταν φτάναμε σπίτι φτιάχναμε σταυρούς στο ανώφλι της πόρτας με την κάπνα των κεριών κι ύστερα μπαίναμε μέσα κι ανάβαμε με τ’ άγιο φως πρώτα την καντήλα μπροστά στα εικονίσματα στο δωμάτιο της γιαγιάς, ύστερα όλους τους λύχνους, ακόμη και τις λάμπες πετρελαίου προσέχοντας όμως να μη στάξει το κερί στο φιτίλι κι ύστερα σπάσει το γυαλί.

Κι ώσπου να ζεστάνουν στην κουζίνα το ψητό με τις πατάτες και τη μαγειρίτσα και να κόψουν το αυγολέμονο, εγώ καθόμουνα έξω στην αυλή, τέντωνα τα μάτια, τρέμοντας από μια χλιαρή ψύχρα, να δω πάνω απ’ τη θάλασσα, μακριά ν’ ανηφορίζει λάμποντας γυμνό το Άγιο Σώμα στον ουρανό «θανάτω θάνατον πατήσας», Θεέ μου, κάνε να Τον δω κι εγώ, κι απ’ την πόρτα ερχότανε προκλητική η μυρουδιά της μαγειρίτσας ύστερα απ’ τη νηστεία της Σαρακοστής και γέμιζε το στόμα μου σάλιο. Και δεν Τον έβλεπα. Ίσως να ‘φταιγε κι η Μαρίτσα κι ο Κάβουρας, ίσως κι η μαγειρίτσα – δεν είναι σωστό να πεινάς τέτοιες ώρες. «Ίων, Ίων» με φωνάζαν κιόλας από μέσα «το τραπέζι είναι έτοιμο». Έτρωγα με λυπημένη απληστία τη σούπα, το ψητό, τις πατάτες, από πάνου τσουγκρίζαμε τα κόκκινα αυγά μα δεν τα τρώγαμε γιατί είχαμε και τους κουραμπιέδες, τα μελομακάρουνα, τ’ αμυγδαλωτά, κι ύστερα ο ύπνος βαθύς, δε θυμόμουνα τίποτα, μόνο κάτι από φως, πολύ φως, τίποτα. Όμως την άλλη μέρα έλεγα στους συμμαθητές μου «Τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, να, ολοζώντανον, όλο φως» (γιατί τάχα να μην Τον έχω δει κι εγώ αφού Τον είδαν, λέει, η Αργυρούλα, η Θοδωρίτσα, η Φανή, ο Σταυράκης;). Όμως το άλλο βράδυ δεν άντεξα και το ‘πα στη μητέρα «μαμά, δεν Τον είδα», «ποιον;», «το Χριστό, ντε, μια ώρα περίμενα στην αυλή», «θα νύσταζες» είπε η μαμά, «όχι, δε νύσταζα καθόλου, τα μάτια μου, να, τέντα, μόνο που πείναγα – λέτε μαμά να φταίει που πείναγα;», «όχι, του χρόνου θα Τον δεις σίγουρα», «μα η Αργυρούλα Τον είδε και πέρσι και φέτος», «η Αργυρούλα λέει ψέματα κι επειδή λέει ψέματα δε θα Τον δει ποτέ». Άρα εγώ που δεν είπα ψέματα στη μαμά, δεν είμαι αμαρτωλός κι έτσι οπωσδήποτε του χρόνου θα Τον δω, και μάλιστα θα Του γράψω κι ένα ποιηματάκι που μέρες τώρα τριγυρίζει στο μυαλό μου, πως το πριόνι έπεσε απ’ το καρφί του τοίχου, στο εργαστήριο του πατέρα Του κι έκανε μπαμ στο πάτωμα κι άνοιξε μια τρύπα κι από κει μέσα βγήκαν 12 τριαντάφυλλα (και δεν ξέρω γιατί σώνει και καλά έπρεπε να ‘ναι τα τριαντάφυλλα 12) κι έκοψα τα 12 τριαντάφυλλα και τα ‘φτιαξα στεφάνι και Του ‘βγαλα τον ακάνθινο στέφανο και του φόρεσα τα τριαντάφυλλα και Του πήγαιναν πολύ κι ήταν πιο όμορφος από πάντοτε και πίσω απ’ τα τριαντάφυλλα το φωτοστέφανο πιο χρυσό από άλλοτε, και το ‘χε πει κι η Νίνα δοκιμάζοντας μπροστά στον καθρέφτη το φόρεμα που της είχε φέρει απ’ το Παρίσι ο θείος ο Μπότης ο Ψηλός, «το ροζ πάει πολύ με το χρυσό» (ω, να ‘βλεπε ο Αργύρης τη Νίνα μας μ’ αυτό το φόρεμα, δυο Νίνες, μια μέσα στον καθρέφτη και μια έξω, με το ίδιο φόρεμα, ροζ και χρυσό· –θα το φορέσει – είπε – το καλοκαίρι). Ναι, έτσι, ροζ και χρυσόν, θα Τον δω του χρόνου να υψώνεται στον ουρανό. Μα τι λέω του χρόνου; Να Τον κιόλας, ολόσωμος, γυμνός, μπροστά μου, Τον βλέπω, με τα δικά μου τριαντάφυλλα στα χρυσά μαλλιά Του.


ΑΘΗΝΑ, 11-1-84

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Γιάννης Ρίτσος - Ίσως να΄ναι κι έτσι (απόσπασμα)

 Γιατί αλλιώς (το΄χε πει ο Πέτρος) είναι σα να ξύνεις το κεφάλι σου,να πέφτει η πιτυρίδα στο πανωφόρι σου και να θαρρείς πως χιονίζει σ΄όλο τον κόσμο.Τι καλά που τα λέει ο Πέτρος-αντρίκεια, σοβαρά,απλά,ντόμπρα.Θα πρέπει να πάω να τον βρω,να τα κουβεντιάσουμε.Κι όχι να τα κουβεντιάσουμε˙να τον δω μόνο,και φτάνει να διαλυθούν οι καπνοί που μου φλομώνουν το μυαλό.Το μάτι του αστραπή ξεχωρίζει μεμιάς το κύριο απ΄το δευτερεύον,το προσωπικό απ΄το γενικό,το χρήσιμο απ΄το περίτεχνο περιττό.Το μόνο που φοβάμαι είναι πως δεν έχει διαθέσιμο χρόνο να ονειρευτεί και να ερωτευτεί, μ΄όλο που ο ίδιος είναι ολόκληρος ο έρωτας,γι αυτό κι απ΄την πρώτη στιγμή τον εμπιστεύεσαι, του αφήνεσαι, όταν ανάβει το τσιγάρο του και κοιτάς τα σίγουρα δάχτυλά του,που μπορούν να δείξουν α υ τ ό ,να σηκώσουν ένα βράχο,να κρατήσουν μια μεγάλη σημαία,παρ΄ότι ο ξινός κύριος Κυπαρίσσης έλεγε:"είναι πια ανυπόφορο να γεμίζουν κάθε τόσο τα μπαλκόνια σημαίες,να κυκλοφορούν διαδηλωτές με σημαίες, ανυπόφορο και το να λες τη λέξη σ η μ α ί α .Παραπληθύνανε,βλέπετε,οι "μάρτυρες" και οι "ήρωες", γέμισε η ποίηση σ η μ α ί ε ς κι άδειασαν τα κεφάλια από ι δ έ ε ς " (έκανε και μια σαρκαστικήν ομοιοκαταληξία-σημαίες-ιδέες-,μοντέρνος γαρ αυτός,καταδικάζοντας σύσσωμη την "ακαδημαϊκή "ποίηση με τις ρίμες).Για κάμποσο καιρό κι εγώ ο ηλίθιος δίσταζα να χρησιμοποιήσω στα γραφτά μου τη λέξη "σημαία",μα ύστερα (στο πείσμα του κ. Κυπαρίσση) πλημμύριζα τους στίχους μου με σημαίες και ισχυριζόμουν μάλιστα πως κάθε λέξη πρέπει να΄ναι και μια σημαία,γιατί τότε,στη Μακρόνησο,τα λίγα λόγια που αλλάζαν μεταξύ τους οι σύντροφοι πλατάγιζαν ψηλά πάνω από τα μαρτύρια πραγματικές σημαίες κι έλεγες τίποτα δεν είναι ο θάνατος,τα πάντα είναι η ελευθερία˙ μα κείνοι που δεν γνώρισαν ποτέ τη φτώχεια,τη στέρηση,την εκμετάλλευση,την καταπίεση, όταν διαβάζουν τη λέξη σημαία ή ελευθερία στραβομουτσουνιάζουν (οι καλαίσθητοι) και λένε: "τι μεγαλοστομίες, πολιτικολογίες, συνθηματολογίες" και κάνουν πίσω,όπως κάνουν πίσω μπροστά στον εχθρό,αν δεν συνεργάζονται κιόλας μαζί του.Μα ποιός τους λογαριάζει; Ποιός γράφει για δαύτους;Δεν πα΄να κουρεύονται. Όμως για να λέμε και του στραβού το δίκιο,δύσκολα περνάνε στο χαρτί τούτες οι λέξεις, δεν χωράνε στο χαρτί, θέλουν άπλα, θέλουν αέρα, πλήθη, ουρανό, βουνά, πλατείες, άλογα, δάση.Κι οι πραγματικοί αγωνιστές είναι πάντα σεμνοί με μπαλωμένα βρακιά, φαγωμένα σακάκια στους αγκώνες˙δεν καυχιούνται˙ κοιτάζουνε ψηλά με χαμηλωμένα βλέφαρα. Τούτες τις λέξεις τις πράττουν, δεν τις γράφουν σε κόλλες διαγωνισμού ή σε χαρτομάντιλα. Αν δεις τις φλέβες στο λαιμό τους και στα μελίγγια τους,θα καταλάβεις,κι ίσως τραγουδήσεις άφωνα μέσα σου "σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή". Μόνο αυτό. Τίποτ΄άλλο.

Γιάννης Ρίτσος, Ίσως να΄ναι κι έτσι

Απ' το προφίλ του Νίκου Γεωργόπουλου

Σάββατο 4 Μαρτίου 2023

Γιάννης Ρίτσος - Στο μπουζουξίδικο του Θύμιου (απόσπασμα)



άρης ο Αι-Δημήτρης, να μου θυμηθείς, μην το ξεχάσεις, τούτη η σεμνότη του Ρωμιού η μεγαλοδύναμη, άκου, άκου, χασάπικα, ζεϊμπέκικα, ένας τσάμικος, όρθιοι, τινάζεται κι ο Γιώτης, γεια σου, πήδο τον πήδο, θα φτάσει το ταβάνι, και να σου πάλι τσιφτετέλια, κορίτσια κι αγόρια κουνάνε την κοιλιά τους, τους γοφούς, τα στήθια, η δικιά μας παρέα βλέπει, κάτι κουνιέται και σε μας, ανάμεσα στα σκέλια, του μπουζουξή τα δόντια λάμπουν πιότερο, κοπέλες ανθοπώλισσες στριμώχνονται ανάμεσα στους χορευτές και στα τραπέζια, μες στα πανέρια τους όχι τριαντάφυλλα και μαργαρίτες αλλά γαρδένιες και καμέλιες, πέφτουν βροχή στις τραγουδίστρες, πιο πολλές στο πρώτο μπουζούκι (αχ, πού ’ν’ τα γιασεμιά, καημένη μου κυρα-Σμαράγδω; πού; Κατακαημένη Σμύρνη), για λίγο σταματάει η μουσική μες στα χειροκροτήματα, σκουπίζουν τα γκαρσόνια απ’ την πλακόστρωτη πίστα σπασμένα πιάτα, ποτήρια, πατημένα λουλούδια, και να πάλι, ένα ζεϊμπέκικο, Χριστέ μου, τι παλμός και τι ρυθμός, 9/8 (όχι τα 9/8 της κλασικής μουσικής μοιρασμένα ανά τρία σε τρία κανονικά μέτρα κάτι σαν βαλς με τριολέ), τα ρωμέικα 9/8 μοιρασμένα ανά δύο ― 2, 4, 6, 8, και το 9 μόνο του, θέση χωρίς άρση, να πέφτει δίχως εκπνοή στην αμέσως επόμενη θέση σα να λέμε δυο εισπνοές μαζί (όπως και στους νησιώτικους χορούς 5/8 που σαν ν’ αντιστοιχούν κάπως στην αρχαία ελληνική προσωδία, στον αδώνειο στίχο ― τέταρτο στίχο της ψαπφικής στροφής) και να σου που τινάζεται ήσυχος, χαμηλοβλέφαρος, ασίκης, μόνος, ολομόναχος, (κανένας άλλος δεν τολμάει να σηκωθεί μπροστά στον α ν υ π έ ρ β λ η τ ο), μονάχος, μαύρο παντελόνι, μαύρο παπούτσι τακουνάτο, άσπρο πουκάμισο ανοιχτό στο δασύτριχο στήθος, χρυσό σταυρουλάκι στο λαιμό, μέση δαχτυλίδι, σφιχτός ο κώλος αψηλά, αργόπρεπα τα πρώτα βήματα, τελετουργία, ο πλατυφτέρουγος αιτός χαμοπετάει, στο ένατο όγδοο κόβεται η μια φτερούγα, λυγάει το γόνατο, θα πέσει, πήδημα, στροφή, πατάει, πετάει πιο πάνου, τα χέρια του γωνιές στον αγκώνα, στράκες τα δάχτυλα στον αέρα, πήδημα πάλι στο ένατο, στρουφίζεται γύρω απ’ τον εαυτό του μόνος, μια στα ψηλά, μια κάτου, και το βλέφαρό του κάτου μην ξεχάσει, κανείς δεν είναι πεθαμένος, μην την πεις την ελεγεία, κάνε πως δεν ξέρεις, το δεξί χέρι απλώνεται οριζόντια και το ζερβί του να χουφτώνει κάθε τόσο εκεί στα σκέλια το φούσκωμα «εδώ είμαι, εδώ ’ναι ο κόσμος» και πάλι εκεί στο ζερβί χέρι του μη και του φύγει πάνου στην τριπλή στροφή μαζί κι ο πούτσος και τ’ αρχίδια του, παρθένα γύμνια μαντική που μυστικά λαλεί τα μυστικά του κόσμου, κι αν δεν πιστεύεις σώπαινε και κοίτα, κάν’ την προσευχή σου, μες στα δάση αρκούδες και θηλάζουν των θεών τα βρέφη, χρυσό υδρομέλι, χύνει το φεγγάρι, πίνουν ελάφια και τσακάλια, ένα παπούτσι πλέει στο ποτάμι, Κνωσός, Μυκήνες, Θήβα, Μονοβάσια αλλάζουν θέσεις, μια κουκουβάγια πιάνεται απ’ του λιονταριού τη χαίτη, βγαίνει ο Απόλλωνας στη βίγλα του Μυστρά κι η θεια-Καλή τού φέρνει ένα καρβέλι κριθαρένιο, μπορεί και να ’ναι ο Διγενής στα μαρμαρένια αλώνια, «κόκκαλο, πέτρα, σίδερο, ουρανός», αμίλητες φωνάζουν οι Μαντατοφόρες, να τον που γονατίζει μια με το ’να γόνατο και μια με τ’ άλλο, και πετιέται και στριφογυρίζει ολόγυρα στον άφαντο βωμό που μοναχά η αιωνιότητα τον ξέρει ώς τα 9/8, ώς το 9 του 3Χ3, στρόβιλος, δυνατό φτερό, δεν κόπηκε, διπλώθηκε πλάι στο πλευρό για να λοξέψει λίγο το κορμί κι ύστερα πιο κοφτά ν’ ανηφορίσει, δόξα, δόξα στη ζωή, δόξα στο ανθρώπινο σώμα, προσευχήσου, το μέτωπό σου χαμηλά χαμηλά ν’ αγγίξει το χώμα για τούτη δω την ψηλομέτωπη δόξα, κι είναι ένα πέτρινο άλογο στο αέτωμα, κι ένα άλογο στο θερισμένο αγρό στο φεγγαρόφωτο, κι είναι στο ερημωμένο πανδοχείο ανάμεσα Λεβέτσοβα και Σπάρτη, στο γυμνό σανιδένιο τραπέζι ένα πιάτο παντζάρια μπροστά στον γδαρμένο καθρέφτη των καροτσέρηδων, αχ, αχ,


Άντε του καημένου του Μποχό οό ορή,
Άντε του τη σκάσαν στο βαπό οό ορί,
Άντε και του πήραν χίλια τό οό οσά
Άντε όλο τάλαρά και γρό οό οσά



Άντε και μας φέραν χίλια τόσα, άντε όλο τάλαρα και γρόσα, τέλειωσε ο χορός κι η μουσική, σιωπή, ούτε χειροκρότημα ούτε σπάσιμο πιάτων, θάμπος, κατάνυξη, ευλάβεια, ο χορευτής απλά, σα να ’ταν πάλι μόνος, πηγαίνει με αργά βήματα στη θέση του, στο βάθος, σ’ ένα τραπέζι όπου περιμένει η παρέα του, τρεις άντρες, καμιά γυναίκα, μόνο μια στιγμή, πριν κάτσει στην καρέκλα του, πιάνει με το ζερβί του χέρι το σταυρουλάκι που έχει βγει απ’ το πουκάμισό του και το σπρώχνει στο στήθος του, φοράει το σακάκι του, περασμένο στη ράχη της καρέκλας, παίρνει το ποτήρι του, πίνει χωρίς να τσουγκρίσει με τους φίλους του· ένα λιγνό κορίτσι ανθοπώλισσα πλησιάζει, αφήνει το πανέρι της με τις γαρδένιες στο τραπέζι του χωρίς να πει λέξη, φεύγει, ο χορευτής περνάει μια γαρδένια στ’ αυτί του, ξαναπίνει, κι ένα σκυλί (πού βρέθηκε;) σηκώνει το μακρύ μουσούδι του και τον κοιτάζει, τον κοιτάζει, το εκκλησίασμα σκόλασε, σηκωνόμαστε, φεύγουμε, αδειάζει η εκκλησία, μένουν τα δισκοπότηρα άδεια, σηκώνω μια γαρδένια πατημένη απ’ τα πλακάκια, σαν ένα λουλούδι που ’πεσε απ’ την περιφορά του Επιταφίου, το μυρίζω, εχ, εχ, λεβεντομάνα Ρωμιοσύνη που γεννάς θεούς, αγγέλους, γύμνιες αγαλμάτων, δόξες, ραπανάκια, σπάθες, λύρες και Διθυράμβους Ρόδων.
ΑΘΗΝΑ, 16-17.84
Πηγή: Ίσως να ’ναι κι έτσι, Αθήνα 1985 Κέδρος.

Αναδημοσίευση από: https://neoplanodion.gr/2023/03/03/ritsos-sto-bouzouxidiko/?fbclid=IwAR18GjIfu81aj8l8VlOEvjitbxyGMwgJLxJJVh5Yw6vGXeM2FD19m1eW1DQ

Γιάννης Ρίτσος - Θύμησες, πράγματα, λόγια



Πού θα πάει αυτό το πράμα; γράφεις, γράφεις και τελειωμό δεν έχεις. Καλά το λένε κάποιοι κάποιοι, λογοδιάρροια σ' έχει πιάσει. Και τι 'ναι τούτα που μας ξεφουρνίζεις; παιδιακίστικα καμώματα, ξαναμωράματα. Γεια στο στόμα του κυρ Κυπαρίσση, «ο παλιμπαιδισμός είναι σύνηθες φαινόμενον των αρτηριοσκληρυντικών γερόντων». Λες να 'ναι αλήθεια; Ισως να 'ναι κι έτσι. Αφού κι ο Πέτρος είπε «δεν έχεις τίποτ' άλλο να πεις; κατοχή, αντίσταση, πείνα, θάνατοι, εκτελέσεις, θυσίες, ολοκαυτώματα, Καλάβρυτα, Μονοδέντρι, Κοκκινιά, Καισαριανή, Δίστομο, Καλογρέζα, εμφύλιος πόλεμος, Αγγλοι, Αμερικάνοι, εξορίες, φυλακές (τις ξέρεις δα κι ο ίδιος), Μακρόνησος, Λήμνος, Ικαρία, δικτατορίες, Γιάρος, Λέρος, τα ξέχασες, ρε Ιων; και πρέπει να τα θυμόμαστε κάθε στιγμή, να τα θυμίζουμε για να μην ξαναγίνουν. αμ' ετούτη η σημερινή απειλή πυρηνικού παγκόσμιου ολέθρου; μπορούμε να σωπαίνουμε γι' αυτά και να σταυρώνουμε τα χέρια;». Κι είπε ο Αλέκος, κάπως δισταχτικά, αλλά με συμπάθεια «θαρρώ δεν έχεις δίκιο Πέτρο. έχει πολύ μιλήσει ο Ιων και γι' αυτά, στην "Αγρύπνια", στον "Πέτρινο χρόνο", στις "Γειτονιές του κόσμου", στα "Επικαιρικά", στα "Λιανοτράγουδα" και σε τόσα άλλα, κι ας μην ξεχνάμε τα "Τρακτέρ", τις "Πυραμίδες", α, ναι, και τα "Συντροφικά τραγούδια" αλλά προπάντων τον "Επιτάφιο"· βέβαια τώρα τελευταία το 'χει ρίξει κάπως στα αφηρημένα, τα ερωτικά, τα λυρικοφιλοσοφικά, τις παιδικές κι εφηβικές αναπολήσεις, μα, δεν μπορείς να πεις, έχουν κι αυτά τη χάρη τους, και μάλιστα μεγάλη χάρη, και κατ' ουσίαν είναι προοδευτικά και στο περιεχόμενο και στην έκφραση».

***

Εγώ δεν τους κοιτούσα. τους άκουγα. σκάλιζα με μιαν οδοντογλυφίδα τα μπροστινά μου δόντια. δεν ήθελα να τους απαντήσω. ο Πέτρος κάπνιζε. άναψε κι ο Αλέκος τσιγάρο. ω, τα συντρόφια. ένιωθα ταυτόχρονα σαν ένοχος και σαν αδικημένος· τι να πεις; να δικαιολογηθείς; να τους αντικρούσεις; όχι δα, του κερατά. ίσως να 'χουν δίκιο. μα δεν μπορώ πια. έχω μπουχτίσει από πολέμους, θανάτους, σκοτωμούς, αεροπορικές επιδρομές, χαλάσματα, καζάνια συσσιτίου με φασουλόζουμο ή μπλουγούρι, τα σκελετωμένα παιδιά στις σχάρες της Ομόνοιας, τις σημαίες και τις παρελάσεις της Απελευθέρωσης, τους πυροβολισμούς των Δεκεμβριανών, τους ήρωες που τους φτύναν, τους γιουχάιζαν και τους σφάζαν οι προδότες, πόσα και πόσα, ατέλειωτα, πολύ βαριά, πολύ μεγάλα, πολύ σιωπηλά και βροντερά, δε χωράνε στα λόγια, μπούχτισα σου λέω, και ξαφνικά θυμήθηκα το '43, τον μπάρμπα - Ποθητό, στο ισόγειο σπιτάκι, στο μεγάλο άδειο δωμάτιο (είχαμε πουλήσει στους μαυραγορίτες τα έπιπλα, κρατήσαμε μόνο τα κρεβάτια).

***

Ο Γ. Ρίτσος (πρώτος από αριστερά) στον Πειραιά το 1938, κατά την αναχώρηση του Βάσου Βαρίκα για τη Γαλλία
Ο Γ. Ρίτσος (πρώτος από αριστερά) στον Πειραιά το 1938, κατά την αναχώρηση του Βάσου Βαρίκα για τη Γαλλία
ο μπάρμπα - Ποθητός άρρωστος, ξαπλωμένος στο παλιό σιδερένιο διπλό κρεβάτι με τους μπρούντζους, να κοιτάει ψηλά το ταβάνι, τα χοντρά ψαρά μουστάκια του αναστατωμένα, παλιός σιδηροδρομικός, οξύθυμος, βλάστημος, εδώ και τρεις μέρες ούτε μια βλαστήμια, ούτε να πετάξει στο πάτωμα κανένα κουτάλι, κανένα ποτήρι ή εκείνη την παλιά κρυστάλλινη φρουτιέρα (το μόνο πού 'χε απομείνει απ' το προπολεμικό νοικοκυριό), το βλέμμα του πάντα στυλωμένο στα γύψινα στολίδια της οροφής σα να πάσκιζε να τα διαπεράσει και να φύγει μα ήταν αδύναμο κι ασπρουδερό και δεν τα κατάφερνε· εγώ κι ο Τάσος παραξενευόμαστε και κάτι φοβόμαστε, όχι μήπως πεθάνει, κάτι άλλο, πιο μακρινό, πιο αόριστο. έξω στο πεζοδρόμιο, κολλητά στα παράθυρα, ακούγονταν τα βήματα των Γερμανών και πίσω τους ακούγονταν κάτι άλλα βήματα μαλακά, ύπουλα, ανήκουστα. θα σταματήσουν εδώ; πιο πέρα; στου κυρ Αντρέα; ο μπάρμπα - Ποθητός τα άκουγε ή τα 'βλέπε; όμως ήταν και τα παιδιά που γράφανε στους τοίχους. εγώ κι ο Τάσος ζεσταίναμε τη φασουλάδα νεροζούμι του λαϊκού συσσιτίου με τίποτα βέργες, χαρτιά, κανένα παλιό καρεκλοπόδαρο, του πηγαίναμε τη μερίδα του σε μιαν αλουμινένια κατσαρόλα, του βάζαμε στην πλάτη κάμποσα μαξιλάρια για να σταθεί, του στρώναμε μια λερωμένη πετσέτα στα γόνατα, πάνου απ' τις κουβέρτες, κι έτρωγε μόνος του λαίμαργα, «δεν έχει άλλο;», «δεν έχει», «καλά»· στο συρτάρι του κομοδίνου του κάτι θα 'χε κρυμμένο δεν ξέραμε τι, κι ήμασταν πάντα περίεργοι. το συρτάρι κλείδωνε, και το κλειδί το κρατούσε πάντα στο δεξί τσεπάκι του γιλέκου του. όταν αρρώστησε το 'βαζε κάτου απ' το προσκέφαλό του. μα κείνο το βράδυ πού του πήγαμε την κατσαρόλα με τη φασουλάδα μήτε που γύρισε να την κοιτάξειτην αφήσαμε στο κομοδίνο και καθίσαμε στο πλαϊνό δωμάτιο με ανοιχτή την πόρτα.

***

Το 1938 στο σανατόριο της Πάρνηθας (δεύτερος από δεξιά)
Το 1938 στο σανατόριο της Πάρνηθας (δεύτερος από δεξιά)
ο Τάσος κάπνιζε με χαρτονένια πίπα κάτι αποτσίγαρα που 'χαμε μαζέψει απ' την πλατεία του Ατλαντα. εγώ προσπαθούσα κάτι να γράψω. αφουγκραζόμαστε· η σιωπή γινόταν πιο δυνατή· κι άξαφνα ένας γδούπος· τίποτα. μπήκαμε στο δωμάτιό του. τα μάτια του ανοιχτά. άδειατα χέρια του παγωμένα, χαλαρά πάνω απ' την κουβέρτα. στο δεξί του κρατούσε το κλειδάκι του κομοδίνου. του πιάσαμε το σφυγμό του· τίποτα. βάλαμε την παλάμη στην καρδιά του· τίποτα. ο Τάσος δοκίμασε να του κλείσει τα μάτια. δεν κλείνανε. άδεια, κοιτούσανε το άδειο. πού πήγε; πού πάμε; τον σκεπάσαμε με την κουβέρτα να μη φαίνονται πια τα μάτια του. ο Τάσος πήρε το κλειδάκι, άνοιξε το συρτάρι. ένα φλουρί, ένα δαχτυλίδι της γυναίκας του (τα μόνα που δεν είχε πουλήσει ο μπάρμπα - Ποθητός, ο πατέρας του Τάσου) και τρία κομματάκια σκουπόψωμο, τυλιγμένα ένα ένα σ' εφημερίδα. ανοίξαμε τα τζάμια να μπει λίγος αέρας απ' τις γρίλιες. πάλι τα βήματα των Γερμανών στο πεζοδρόμιο και τ' άλλα βήματα τα ανήκουστα μέσα στο σπίτι τώρα. πηγαίνουμε στ' άλλο δωμάτιο, κλείνουμε την πόρτα. τίποτα. να φύγουμε. πού να πάμε; ώρα απαγορευμένης κυκλοφορίας. τα μάτια του. καπνίζουμε. να πάμε στην κυρία Θεοδώρα να πούμε δυο λόγια με το Γιώργο, με το Σωτήρη, ξέρεις, να, δυο βήματα. σκοτάδι· φεύγουμε. την τελευταία στιγμή μπαίνουμε στο δωμάτιό του, παίρνει ο Τάσος απ' το κομοδίνο την κατσαρόλα με τη φασουλάδα. τρέχουμε στο δρόμο. απέναντι τα φώτα του Χαϊδαρίου. ίσκιοι. κανένας. «πέθανε» λέμε. η κυρία Θεοδώρα μας ζεσταίνει τη φασουλάδα μας, μας δίνει και μια χουφτίτσα μαύρη σταφίδα. τρώμε. ο Γιώργος κι ο Σωτήρης έχουν φάει· μας κοιτάνε με τα χέρια τους πάνω στο τραπέζι. «μας κρατάτε να κοιμηθούμε εδώ; δεν μπορούμε κει μέσα». Παίρνουν τα δυο στρώματα απ' τα κρεβάτια των παιδιών, στρώνουν στο διάδρομο, πλαγιάζουμε και τα τέσσερα αγόρια, κάτι ψευτολέμε, δε στεριώνει η κουβέντα, ζεσταινόμαστε, μας παίρνει ο ύπνος φιλικά, υπάρχουν ακόμα ζωντανοί. το πρωί γυρίζουμε σπίτι με την άδεια κατσαρόλα πλυμένη απ' την κυρία Θεοδώρα. δεν μπαίνουμε σε κείνο το δωμάτιο. ειδοποιούμε το Δήμο. πού φέρετρο και πού λεφτά τέτοιες μέρες· περνάει το κάρο του Δήμου. τον τυλίγουμε στην κουβέρτα του έτσι άντυτον, με το μακρύ του σώβρακο και τη χοντρή μάλλινη φανέλα του. είναι βαρύς. μας βοηθάει κι ο καροτσέρης. τον ρίχνουμε πάνου απ' τους άλλους πεθαμένους. δε θα πεινάει τώρα. κι είναι μια μέρα κίτρινη, χτικιασμένη· έξω απ' τη μάντρα του Μηχανοστασίου δυο Γερμανοί με αυτόματα και με τα κράνη τους. λίγο πιο δω, στο ημιυπόγειο ταβερνάκι του κυρ Νίκου, έξω στον τοίχο, με κόκκινα γράμματα ΛΕΥΤΕΡΙΑ -Η ΘΑΝΑΤΟΣ, κι ο κυρ Νίκος προσπαθούσε να τα σβήσει βουτώντας μια μπατανόβουρτσα σ' έναν κουβά με ασβέστη. το κάρο φεύγει. σηκώνω απ' το πεζοδρόμιο ένα μεγαλούτσικο αποτσίγαρο, το βάζω στην πίπα, το ανάβω. ο Τάσος στέκεται μπροστά στην πόρτα. «να πάρει ο διάολος των διαόλων» είπε, «γαμώ τον αγκυλωτό σταυρό τους», κι η βλαστήμια του κι η αστραψιά του ματιού του μου θύμισαν τον πατέρα του που έφευγε με το κάρο εκεί στο βάθος της οδού Παπαναστασίου. Μα τι κάθουμαι τώρα και τα θυμάμαι όλα τούτα; Μπούχτισα σας λέω από θανάτους και πολέμους και μνημεία και ηρώα. Δεν μπορώ. Κι όταν μάλιστα είναι δικά μου. Εκείνα τα δικά μου στη Μακρόνησο τα 'βαλα στον «Αποχαιρετισμό» στο στόμα του Αυξεντίου μες στη φλεγόμενη σπηλιά της Μονής Μαχαίρα. Και μάλιστα, όταν γύρισε απ' την εξορία ο Κέτσης, τα είπε, χαρτί και καλαμάρι, στην Τατιάνα Μιλλιέξ, ως και για τον μεγάλο κάτασπρο γλάρο πάνω απ' το Διοικητήριο (που η σκιά του έπεσε μπροστά στα πόδια μου και πήρα κουράγιο) - όλα της τα 'πε, κι η Τατιάνα έγραψε την περίφημη «Μαρτυρία» της, που δεν ξέρω αν την δημοσίευσε ακόμα, εγώ την είχα διαβάσει δυο χρόνια μετά στο χειρόγραφό της. Δε θέλω να τα θυμάμαι. Σας το 'πα: είναι πολύ μεγάλα, δε χωράνε στα λόγια, είναι πολύ αγκαθωτά, σου τρυπάνε τη γλώσσα. Αλλωστε αυτά, κουτσά στραβά, τα λέει η Ιστορία, τα 'χω πει κι εγώ κουτσότερα και στραβότερα, τα λένε και τ' Απομνημονεύματα νεκρών ή επιζώντων μαρτύρων και ηρώωνάστε με το λοιπόν να μιλήσω όπως μου 'ρχεται για πράματα που δεν τα γράφει ποτέ καμιά Ιστορία, πράματα σιωπηλά, βαθιά, αμελημένα, αθώα, περιπαιχτικά, σημαδιακά, ερωτικά, παιδιάστικα, πονηρούτσικα, παμπόνηρα, βουλιαγμένα σαν Ατλαντίδες, τοιχογραφίες της Θήρας, «παράξενα πράματα» που μιλάνε για όλα, για όλους, για πάντα, όπως ένα παπούτσι μονάχο στο ποτάμι, ένα κέρατο βοδιού σ' ένα σπασμένο κιονόκρανο, ένα πιάτο παντζάρια στο έρημο πανδοχείο, το κέρας του κυνηγού στο φαράγγι, μια άδεια καπότα στο χορτάρι του Δημοτικού Κήπου, ο καθρέφτης του ασανσέρ μ' ένα τριαντάφυλλο, ο Ορέστης χωρίς τον Πυλάδη μέσα στο μισοφώτιστο ναυτικό μπαρ χτυπώντας τα πλήκτρα του πιάνου με το 'να του δάχτυλο, οι δυο Αγγελοι που μπαίνουν στο μπαρμπέρικο του Μεταξουργείου ναν τους κουρέψουν λίγο τα φτερά τους που παραμεγαλώσανε κι ο μπαρμπέρης τα χάνει και του πέφτει το μεγάλο κύπελλο με τη σαπουνάδα και πιτσιλιέται ο χρυσοβαμμένος μυγοφτυσμένος καθρέφτης κι οι δυο Αγγελοι που κοιτιούνται στον καθρέφτη βλέπουν το πρόσωπό τους διάστικτο με αφρούς σα να χιονίζει, και πράγματι χιονίζει στο Σανατόριο της Πάρνηθος κι απλώνεται παντού μια ευλογημένη ασπράδα, μια ζεστή όμως ασπράδα, ως πέρα πέρα, μια συγγνώμη τόσο διάφανη που βλέπεις απ' την άλλη της μεριά τα τέσσερα πλοία που φεύγουν και μένει μόνη μια βαλίτσα στην προκυμαία κι ο τελωνοφύλακας κοιτάει τ' αντικρινό μπαλκόνι - πράγματα ασήμαντα δικά σου, δικά μας, ναι, ασήμαντα που ωστόσο σε βεβαιώνουν τρυφερά πως υπήρχες, υ π ά ρ χ ε ι ς, θ α υ π ά ρ χ ε ι ς κι είσαι όμορφος κι αγαπημένος κι όλα είναι όμορφα κι αγαπημένα κι είναι κατορθωτό το ακατόρθωτο, τόσο που ξύνεις το κεφάλι σου και κλαις σα βλάκας, γιατί είμαι βλάκας βρε Πέτρο και σ' αγαπάω για όλα, μα πιο πολύ για κείνο τ' όνειρό σου με την άσπρη αρκούδα στα χιόνια και γελούσατε άσπρα γέλια μέσα σ' εκείνη την απέραντη ζεστή ασπράδα κι ούτε ένας μαύρος πάσσαλος στρατιωτικού καταυλισμού ως το βάθος, γι' αυτό σ' αγαπάω βρε Αλέκο για κείνο το ποδήλατο στ' όνειρό σου πάνου στις στέγες κρούουου, δε θα πέσεις, σε κρατάω, και θα πω στον Τέλη να σε μάθει πραγματικό ποδήλατο και μοτοσικλέτα - δε θέλεις; - κι εγώ θα σε μάθω να σφυρίζεις, είναι εύκολο, να έτσι. κι έβαλα τα δυο δάχτυλα στο στόμα και σφύριξα μ' όλη μου τη δύναμη σαν τσοπάνος και βούιξε το σπίτι, βούιξαν οι κορφές του Ολύμπου, βγήκαν οι 11 Ολύμπιοι, από κοντά κι ο κουτσός Ηφαιστος βγήκε απ' το σιδεράδικο μαζί με τους Χρυσούς Εφήβους (έργα των χεριών του) που 'χουν και δύναμη και σκέψη και φωνή, κι όλοι τους με χάζευαν και μου πετούσανε ξεφλουδισμένα μύγδαλα, κι ο Πέτρος κι ο Αλέκος σκάσανε στα γέλια (ως εκείνη τη στιγμή κάπνιζαν, άκουγαν, δε βγάζαν άχνα σα να λείπαν, μα εγώ το χαβά μου) και τώρα γελούσαν μ' όλη την καρδιά τους, «α, ρε Ιων, γούστο που το 'χεις, ανεξάντλητος», ναι, ανεξάντλητος, και σύντροφος πάντα, συντρόφια μου, κι ούτε που νιώθω ένοχος κι αδικημένος, ούτε ο Πέτρος ένοχος ή αδικημένος, ούτε ο Αλέκος. Να σας ψήσω έναν αϊστρατήτικο καφέ; Εντάξει. Οσο ψήνω τον καφέ στην κουζινίτσα μου τους ακούω να κουβεντιάζουν χαρούμενα. Πίνουμε τον καφέ μας, καπνίζουμε. Υστερα, χωρίς καμιά συνεννόηση, βγαίνουμε απ' το σπίτι, ανηφορίζουμε την οδό Κόρακα πιασμένοι ώμο με ώμο ως το σταθμό του Αγίου Νικολάου, παίρνουμε το τραίνο, βγαίνουμε στην πλατεία Κυριάκου, πηγαίνουμε στο Πεδίον του Αρεως, καθόμαστε σ' ένα παγκάκι. Βραδιάζει. Ανάβουν τα φώτα πέρα στην πολιτεία, κι εδώ ανάμεσα στα δέντρα. Περνάνε στραγαλάδες, φιστικάδες, ζευγαράκια, μανάδες με τα καροτσάκια των παιδιών τους, εργάτες με τις φόρμες τους, δυο φαντάροι, ένας ναύτης, ένα παιδί με τσέρκι. Τι όμορφη βραδιά. Τι όμορφος ο κόσμος. Είμαστε σύντροφοι. Ναι, σύντροφε. Μωρέ, ξεχαστήκαμε. Δεν είδαμε τις απογευματινές εφημερίδες. Σηκωνόμαστε. Πηγαίνουμε στο περίπτερο του πάρκου. Αγοράζουμε τσιγάρα κι εφημερίδες. Κάτω απ' τους γλόμπους του περίπτερου ρίχνουμε μια ματιά στους μεγάλους τίτλους: ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΥΡΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. Οχι. Οχι. Οχι.

ΑΘΗΝΑ, 29.I.84

Γιάννης Ρίτσος, Ισως να 'ναι κι έτσι, Κέδρος


Στο «θρόνο» του στο Καρλόβασι, το 1983 (από το βιβλίο του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη «Γιάννης Ρίτσος, Αυτοβιογραφία»)
Στο «θρόνο» του στο Καρλόβασι, το 1983 (από το βιβλίο του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη «Γιάννης Ρίτσος, Αυτοβιογραφία»)

Πηγή: Ριζοσπάστης, 3 Μαΐου 2009

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

Γιάννης Ρίτσος -Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων [7]


          Σφραγισμένα μ ' ένα χαμόγελο 

Αμηχανία. Είναι κι αυτό το ρωμαλέο μελτέμι, υγιεινό, εξιλαστήριο μα και προκλητικό, διαψεύδοντας τμήματα του καλοκαιριού, μαστιγώνοντας τον κατάφωτο Ιούλιο, κόβοντας το βαθυγάλαζο της θάλασσας με πυκνές άσπρες λουρίδες - ως και τα τζιτζίκια έχουν σωπάσει στον ελαιώνα τα χελιδόνια εξαφανίστηκαν, δεν ψαλιδίζουν τον ουρανό, μονάχα, που και που, το τσίριγμα λίγων σπουργιτιών στο αμπελάκι της Φαλίτσας, περιφραγμένο με φραγκοσυκιές. Ούτε ένα δελφίνι ούτε ένας γλάρος. Το τοπίο κομμένο στα δυό: απ' το μέρος του βοριά τα πάντα τρέχουν, καλπάζουν, λαχανιάζουν - δέντρα, κύματα, φυτά, τριανταφυλλιές, γεράνια.

Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων

Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

Γιάννης Ρίτσος-Οι γερόντισσες κ' η θάλασσα (απόσπασμα)



Και τότες έμοιαζε σαν τίποτες να μην πήγε χαμένο,
σαν τίποτες να μη μπορούσε να μάς πάρη ο Χάροντας,
γιατι εμείς όλα τα δώσαμε, τα παραδώσαμε όλα – νάταν κι άλλα! –,
κι αυτά που δώσαμε είμαστε (δεν είμαστε μονάχα αυτό που γίναμε),
κι ό,τι γίνεται κείνο που δώσαμε γινόμαστε, μήδε μιά τρίχα απ' την πλεξούδα μας δεν πήγε κατ' ανέμου!| 

Γιάννης Ρίτσος, Οι γερόντισσες κ' η θάλασσα, εκδόσεις Κέδρος.

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

Γιάννης Ρίτσος-Ίσως να 'ναι κι έτσι (απόσπασμα)

 Όσο περνάν τα χρόνια τόσο οι παλιοί γνωστοί μας απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους· σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται.

(…)
Και το περίεργο είναι πως εξωτερικά, στη συμπεριφορά τους, οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο (ακόμη και στα κοστούμια τους και στη χτενισιά τους), σα να καταργηθήκανε οι διαφορές τους, κι όμως τώρα ακριβώς νιώθεις πως οι διαφορές τους αυξήθηκαν, κι όλοι τους χωρισμένοι με διαδοχικά κάθετα στρώματα τυπικότητας κι ευγενικής ψυχρότητας. Όπως άλλωστε και τα σπίτια. Οι όμορφες εκείνες μονοκατοικίες με τις γύψινες γιρλάντες, με τους καπνοδόχους, τ’ ανθέμια, τους κήπους, τα πηγάδια, καθεμιά τους με το δικό της γούστο, τη δική της φυσιογνωμία, απορία, ή και αδεξιότητα, δόθηκαν με αντιπαροχή κι υψώθηκαν τα πολυώροφα, μονότονα, απρόσωπα, τσιμεντένια κουτιά, κρύβοντας τον Παρθενώνα, τον Αϊ-Γιώργη του Λυκαβηττού, σφαγιάζοντας τα δεντράκια μας, πιπεριές, μουριές, γαζίες, τις παιδικές μας αναμνήσεις, τους χαρταϊτούς, τα σκοινιά της μπουγάδας, τ’ αστέρια, τις ξιπόλητες ποδοσφαιρικές ομάδες, τις βραδινές κουβεντούλες από παράθυρο σε παράθυρο, από αυλή σε αυλή με τις μυρωδιές του βασιλικού και του δυόσμου, με τον μητρικό νουθετικό ουρανό, με το φεγγαράκι μια φέτα δροσερό πεπόνι, – ω, πάνε, πάνε και τα πλανόδια επαγγέλματα, παγοπώλες, γιαουρτάδες, γαλατάδες, ομπρελάδες, γανωτζήδες, παπλωματάδες, τροχιστές, καρεκλάδες, ιχθυοπώλες, μανάβηδες με τα γαϊδουράκια τους ή τα χειραμάξια τους και μοσκοβόλαγαν οι γειτονιές ροδάκινα, ντομάτες, αχλάδια και τριαντάφυλλα κι οι κότες κακάριζαν θριαμβευτικά δοξάζοντας κάτι άγνωστο και οικείο, λευκό και σφαιρικό κι αδιαμφισβήτητο, κι ούτε χρειάζονταν καν ξυπνητήρια ή ρολόγια, γιατί, απ’ τη μια τ’ αστέρια, απ’ την άλλη τα κοκόρια είχαν αναλάβει τη χρονική και μετεωρολογική μας ενημέρωση, με ακρίβεια και με κάποια εύθυμη πονηρία, κάπως διφορούμενη. Κι οι άνθρωποι στριμωχτήκανε φαμίλιες και φαμίλιες μέσα σε τούτα τα κουτιά, κοντά κοντά, πλάι πλάι, κι ούτε γνωρίζονται κι ούτε βλέπονται ούτε χαιρετιούνται, κι αντίς για δέντρα έχουν κεραίες τηλεοράσεων, και μονάχα οι ολόσωμοι καθρέφτες των ασανσέρ κάτι κρατούν από μνήμες ερωτικών δωματίων…
(…)
Κι όχι να πεις πως σήμερα δεν κουβεντιάζουν οι άνθρωποι – λόγια, άλλο τίποτα, άφθονα λόγια – μα δε συνομιλούν, δε λένε τίποτα δικό τους, προσωπικό, ιδιωτικό, ιδιαίτερο (και γι’ αυτό καθολικό), μόνο λόγια, ξένα, μηχανικά, δημοσιογραφικά, γενικού ενδιαφέροντος, μεγάλοι τίτλοι εφημερίδων, γιατί, πράγματι, ξεφυλλίζουν πολλές εφημερίδες διαβάζοντας μόνον τα κεφαλαία γράμματα και τα εγκλήματα και τις αυτοκτονίες, ακούν επίσης τις ειδήσεις των 9 ή και των 12 απ’ την τηλεόραση (έγχρωμη τώρα) – άνθρωποι επαρκώς ενημερώμενοι, πολύ π α ρ ό ν τ ε ς (εδώ και σήμερα), κι εντελώς α π ό ν τ ε ς απ’ τον εαυτό τους, απ’ το παρελθόν τους, το μέλλον τους και, φυσικά, απ’ το παρόν τους, μακριά απ’ τους άλλους… 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ “ΙΣΩΣ ΝΑ ‘ΝΑΙ ΚΙ ΕΤΣΙ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ